Ἡ ἐξορία τοῦ Ἀδὰμ καὶ ἡ δική μας
π. Δημητρίου Μπόκου
Τὰ κάτεργα τῆς Σιβηρίας καὶ
ὅπου γῆς ἦταν τὸ τελευταῖο μέρος ποὺ θά ʾθελε νὰ βρεθεῖ κανείς.
Ὅποιος καταδικαζόταν σ’ αὐτά, οὐσιαστικὰ ἀποχαιρετοῦσε
τὴ ζωή. Ποιὸ αἴσθημα νὰ κυριαρχοῦσε στὴν ψυχὴ τῶν
καταδίκων; Ἀσφαλῶς ἀποτροπιασμὸς γιὰ τὴ φριχτὴ ἐξορία τους
καὶ βαθὺς πόθος γιὰ ἐπιστροφὴ στὸν τόπο τους.
Τί θὰ λέγαμε ὅμως, ἂν κάποιος
αἰσθανόταν τὸ ἀντίθετο; Ἂν τοῦ ἄρεσε δηλαδὴ ὁ τόπος τοῦ
βασανισμοῦ καὶ τὸν ἀγαποῦσε σὰν πατρίδα του; Καὶ ἀντὶ νὰ φύγει
ἀπὸ ᾿κεῖ τὸ ταχύτερο, αὐτὸς ἐπεδίωκε νὰ παραμείνει ὅσο τὸ
δυνατὸν περισσότερο; Σίγουρα θὰ λέγαμε, πὼς ὁ ἄνθρωπος
αὐτὸς δὲν λειτουργεῖ κανονικά. Ὅτι κάτι δὲν πάει καλὰ μ’
αὐτόν. Πὼς κάτι ἀφύσικο, παράλογο, παράξενο τοῦ συμβαίνει.
Καὶ δὲν θὰ εἴχαμε ἄδικο.
Ὅμως καὶ πάλι τί θὰ λέγαμε, ἂν
κάποιος μᾶς ἔλεγε, ὅτι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι καὶ ὁ
καθένας ἀπό μᾶς; Μὰ εἶναι δυνατόν; Πῶς μπορεῖ νὰ συμβαίνει
αὐτό;
Μὲ τὸ πταῖσμα τοῦ γενάρχη μας,
τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ἔχουμε ἐξορισθεῖ ὅλοι μας στὴ γῆ. Καὶ ὅμως
δὲν ζοῦμε πιὰ μὲ τὴ βαθειὰ νοσταλγία γιὰ ἐπιστροφὴ στὴν
ἀληθινή μας πατρίδα, ποὺ εἶναι ὁ Παράδεισος. Ἀγαπήσαμε τὸν
τόπο τῆς ἐξορίας μας, τὴ γῆ, σὰν νά ʾταν τὸ πατρικό μας σπίτι.
Πολλοὶ οὔτε πιστεύουμε κὰν πὼς ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἄλλη πατρίδα
μας.
Ὁ Ἀδάμ, ὅταν βρέθηκε
διωγμένος ἀπ’ τὸν Παράδεισο καὶ γυμνός, ἀφοῦ ἐκδύθηκε
«στολὴν θεοΰφαντον» καὶ στερήθηκε «ἀγαθῶν παντοίων»,
αἰσθανόμενος τὴν τραγική του κατάσταση, «ἐκάθισεν
ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου καὶ θρηνῶν ὠδύρετο», ποθώντας νὰ
ἀπολαύσει ξανὰ τὴ μοναδική του λαμπρότητα, τὸν πλοῦτο καὶ τὴν
ὀμορφιά του.
Ἐμεῖς ὅμως ἐνεργοῦμε
ἀντίστροφα. Ποθοῦμε ὄχι νὰ ξαναγίνουμε «Παραδείσου
οἰκήτορες» (=κάτοικοι), ὄχι νὰ ἐπανέλθουμε στὸ «ἀρχαῖον
κάλλος», ἀλλὰ νὰ παρατείνουμε, ὅσο γίνεται περισσότερο, τὴν
παραμονή μας στὴ γῆ τῶν ἀκανθῶν, τῶν τριβόλων καὶ τῶν βασάνων.
Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ στὴν ψυχή
μας σημειώθηκε μιὰ ἀλλοίωση. Μὲ τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας
μας μὲ τὸν Θεό, οἱ δυνάμεις τοῦ καλοῦ ἀτόνησαν μέσα μας.
Ἀπέκτησαν ἀντίθετη ροπή. Πρὸς τὸ κακό. Ἡ καθεμιὰ ἔγινε τὸ
ἀντίθετό της. Δὲν ποθοῦμε πιὰ τὴ θέωση μέσω τῆς ἀγαπητικῆς
κοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ ὑπόλοιπα κτίσματα. Ὁραματιζόμαστε
μιὰν αὐτοθέωση. Καὶ τὴν ἐπιδιώκουμε μ’ ἕναν δικό μας (ἐγωκεντρικὸ)
τρόπο, ὄχι ὅπως μᾶς ὑπέδειξε ὁ Θεός. Νομίζουμε ὅτι, ἂν αὐτονομηθοῦμε ἀπ’
αὐτὸν καὶ κυριαρχήσουμε μὲ τὴ δύναμη πάνω στὸν κτιστὸ κόσμο, θὰ
πραγματοποιήσουμε τὸ ὄνειρό μας. Θὰ γίνουμε θεοί. Ἡ ὕψιστη παντοδύναμη
αὐθεντία.
Ὅμως πηγὴ ζωῆς καὶ δύναμης εἶναι
μόνο ὁ Θεός. Τὰ πάντα παίρνουν ζωὴ ἐκ τοῦ μηδενὸς μόνο ἀπὸ
Αὐτόν. Ἡ σχέση μὲ τὸν Θεὸ σημαίνει μετοχὴ στὴ ζωή. Ἡ ἀποκοπὴ
ἀπὸ αὐτὸν σηματοδοτεῖ τὸν θάνατο.
Ἔξω δηλαδὴ ἀπ’ τὸν Θεό, κανένας
ἄλλος δὲν ἔχει τίποτε νὰ μᾶς δώσει. Μακριὰ ἀπὸ αὐτὸν ὁ
ἄνθρωπος καταντᾶ φτωχός, γυμνός, ἀδύναμος καὶ ἐν τέλει νεκρός.
Καὶ εἶναι τραγικό, ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπᾶ τὴν πνευματικὴ
γυμνότητα καὶ φτώχεια, τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι στὸ χέρι του νὰ
ἀγαπᾶ Ἐκεῖνον, ποὺ καὶ ἔχει καὶ μπορεῖ νὰ τοῦ μεταδώσει πλοῦτο
καὶ ζωὴ καὶ «περισσὸν» ζωῆς (Ἰω. 10, 10).
Ἀναφέρεται στὸ Γεροντικό, πὼς
ὁ ἀββᾶς Μακάριος κάποτε, περπατώντας στοὺς δρόμους τῆς
Αἰγύπτου, ἄκουσε ἕνα παιδὶ νὰ λέει στὴ μάνα του: «Ἕνας
πλούσιος μὲ ἀγαπάει, ἀλλὰ ἐγὼ τὸν μισῶ. Καὶ ἕνας φτωχὸς μὲ
μισεῖ, ἀλλὰ ἐγὼ τὸν ἀγαπῶ». Ὁ ἀββᾶς Μακάριος θαύμασε
ἀκούγοντάς το. «Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά, πάτερ;» ρώτησαν οἱ
συνοδοί του ἀδελ- φοί. «Γιατί θαύμασες;»
Καὶ ἀπαντᾶ ὁ γέροντας:
«Ἀληθινὰ ὁ Κύριός μας καὶ πλούσιος εἶναι καὶ μᾶς ἀγαπᾶ, ἀλλὰ
ἐμεῖς δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. Ὁ διάβολος ὅμως, ὁ
ἐχθρός μας, καὶ φτωχὸς εἶναι καὶ μᾶς μισεῖ. Ἀλλὰ ἐμεῖς ἀγαποῦμε
τὴν ἀκαθαρσία του».
Καιρός, μὲ τὴν ἀνάμνηση τῆς
ἐξορίας τοῦ Ἀδάμ, ποὺ προβάλλεται ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία μας στὰ
θυρανοίξια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νὰ ξαναθυμηθοῦμε κι
ἐμεῖς, ποῦ εἶναι ὁ πλοῦτος καὶ ποῦ ἡ φτώχεια, ποιὰ εἶναι ἡ
πατρίδα μας καὶ ποιὸς ὁ τόπος τῆς ἐξορίας μας.
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 343, Φεβ. 2012)