Καθώς γύριζε μια μέρα στο κελί του ο Όσιος Μακάριος, φορτωμένος
φοινικόφυλλα για το εργόχειρο του, τον σταμάτησε ο διάβολος, έτοιμος να
του επιτεθεί, αλλά δεν μπόρεσε. Μια ακατανίκητη δύναμη τον εμπόδιζε.
– Πολύ με έχεις βασανίσει, Μακάριε, του φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σε πολεμώ και δεν μπορώ να σε ρίξω. Και τι περισσότερο από εμένα κατορθώνεις εσύ; Νηστεύεις τάχα; Αμ’ εγώ ποτέ δεν τρώγω. Αγρυπνείς; Εγώ ούτε καν έχω ανάγκη τον ύπνο. Ένα μόνο φοβερό έχεις που με τρομάζει.
– Ποιο είναι αυτό; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Όσιος.
– Η ταπεινοφροσύνη, ομολόγησε θέλοντας και μη ο διάβολος και εξαφανίστηκε.
– Πολύ με έχεις βασανίσει, Μακάριε, του φώναξε άγρια. Τόσα χρόνια σε πολεμώ και δεν μπορώ να σε ρίξω. Και τι περισσότερο από εμένα κατορθώνεις εσύ; Νηστεύεις τάχα; Αμ’ εγώ ποτέ δεν τρώγω. Αγρυπνείς; Εγώ ούτε καν έχω ανάγκη τον ύπνο. Ένα μόνο φοβερό έχεις που με τρομάζει.
– Ποιο είναι αυτό; ρώτησε με πολύ ενδιαφέρον ο Όσιος.
– Η ταπεινοφροσύνη, ομολόγησε θέλοντας και μη ο διάβολος και εξαφανίστηκε.