Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ὁμολογητὴς καὶ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
6 Nοεμβρίου
Γεννήθηκε
στὴ Θεσσαλονίκη, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα μ.Χ. Ἔγινε διάκονος στὴν
Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ γραμματέας τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξάνδρου.
Ὅταν πέθανε ὁ Ἀλέξανδρος, Πατριάχης ἐξελέγη -τὸ 340- ὁ Παῦλος. Ἡ
χειροτονία του ἔγινε ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ ἀρειανόφιλου αὐτοκράτορα Κωνσταντίου,
ποὺ ἔλειπε τότε στὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ὁ Κωνστάντιος ἐπέστρεψε στὴν Πόλη,
ἐξεδίωξε ἀπὸ τὸ θρόνο τὸν Παῦλο καὶ ἀντ᾿ αὐτοῦ τοποθέτησε τὸν
ἀρειανιστὴ Εὐσέβειο Νικομήδειας. Τότε ὁ Παῦλος πῆγε στὴ Ῥώμη, ὅπου ἦταν
ἐξόριστος ὁ Μέγας Ἀθανάσιος. Ἔπειτα, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ πάπα Ῥώμης
Ἰουλίου, οἱ ἐξόριστοι ἀνέκτησαν τοὺς θρόνους τους. Ἀλλὰ καὶ πάλι, μὲ
ἐνέργειες τῶν Ἀρειανῶν, ὁ Παῦλος ἐκδιώκεται ἀπὸ τὸ θρόνο. Κατόπιν καὶ
πάλι, μὲ ἀπειλὲς τοῦ Κώνσταντα στὸν ἀδελφό του Κωνστάντιο, ὁ Παῦλος
ἐπανέρχεται στὸ θρόνο του, καὶ γιὰ τρία χρόνια ἀδιάλειπτα ἐργάζεται γιὰ
τὴν Ὀρθοδοξία. Ὅμως, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Κώνσταντα, ὁ Κωνστάντιος ἐξόρισε
καὶ πάλι τὸν Παῦλο στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας, ὅπου μὲ πανουργία οἱ
Ἀρειανοὶ τὸν ἔπνιξαν μὲ τὸ ἴδιο του τὸ ὠμοφόριο. Ἔτσι, ὁ μέγας αὐτὸς
Ὁμολογητής, μέσα σὲ ταλαιπωρίες καὶ βάσανα, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸ
Χριστό, χωρὶς νὰ καμφθεῖ. Καὶ τήρησε ἀπόλυτα τὴν ἐντολὴ τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, ποὺ λέει, «κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας», ἂς κρατᾶμε, δηλαδή, καλὰ τὴν
ὁμολογία τῆς πίστης μας πρὸς τὸ Χριστόν.