Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ Ο ΡΩΣΟΣ

    Ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ κτήτωρ τῆς μονῆς Διονυσίου. Λεπτομέρεια φορητῆς εἰκόνας τῆς μονῆς Διονυσίου. 1851. Χείρ Γενναδίου μοναχοῦ
Παταπίου μοναχο Καυσοκαλυβίτου
Ὁ Ἁγιορείτης μοναχός Γεννάδιος ὁ Ρώσος καί ἡ ἀθωνική ζωγραφική πρίν τήν ἐπικράτηση τῆς λεγομένης «ρωσοναζαρηνῆς» τεχνοτροπίας
   Στό Ἅγιον Ὄρος, τήν περίοδο ἀπό τά μέσα περίπου τοῦ 19ου αἰώνα καί μέχρι τήν δεκαετία τοῦ 1870, δραστηριοποιοῦνταν εἰκονογραφικά ἐργαστήρια, ὁρισμένα ἐκ τῶν ὁποίων θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ ὅτι ἀπετέλεσαν τό μεταβατικό στάδιο ἀπό τήν δυτικίζουσα μεταβυζαντινή ζωγραφική πού βρισκόταν ἤδη σέ παρακμή ὥς τή «ρωσοναζαρηνή» λεγόμενη τεχνοτροπία, πού ἐπικράτησε στόν Ἄθωνα ἀπό τίς τρεῖς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰ. ὥς τίς τρεῖς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20οῦ αἰ. Στήν εἰσήγηση αὐτή γίνεται ἀναφορά στά ἐργαστήρια αὐτά μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στό ἐργαστήριο τοῦ ρώσου μοναχοῦ Γενναδίου.
 
Ὁ μοναχός Γεννάδιος, τοῦ ὁποίου φορητές εἰκόνες βρίσκονται σέ διάφορα ἀθωνικά καθιδρύματα (Μεγίστη Λαύρα, Μονή Διονυσίου, Σκήτη Καυσοκαλυβίων, λαυριωτική Σκήτη Τιμίου Προδρόμου κ.ἀ.), συνέταξε στό λαυριωτικό κελλί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Σκουρταίων στίς Καρυές, τό ἔτος 1843, ἕνα ἀντίγραφο τῆς περίφημης «Ἑρμηνείας τῶν Ζωγράφων», ἔργο τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ. Στήν προμετωπίδα τοῦ ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ ἀνέκδοτου χειρογράφου, πού σήμερα φυλάσσεται στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη τῆς Ἑλλάδος, διαβάζουμε: «Βιβλίον καλούμενον ἑρμηνεία τῆς ζωγραφικῆς ἐπιστήμης. Χρησιμώτατον καί ἀναγκαῖον διά κάθε ζωγράφον ὁποῦ μετέρχεται αὐτήν τήν ἱεράν ἐπιστήμην, πρώην παρά τοῦ ἀοιδίμου πανοσιωτάτου κυρίου Διονυσίου Ἱερομονάχου συντεθεῖσα καί ἀρίστου διδασκάλου ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ ὄρει τοῦ Ἄθωνος χρηματίσαντος. Μεθ᾿ ὅσης πλείστης ἐπιμελείας. / Νῦν δ᾿ αὔθις ἐπροσθέτησαν μερικά ἀναγκαιότερα καί πραγματικῶς δεδοκιμασμένα παρά Γενναδίου μοναχοῦ ῥώσσου Ζωγράφου, / νῦν δέ ἀντιγραφέντος διά ἐπιμελείας καί μεγάλου κόπου, καί διά χειρός, παρά τοῦ ἰδίου Γενναδίου μοναχοῦ ῥόσσου εἰκονογράφου, ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει τοῦ Ἄθωνος εἰς κελλίον Σκουριτάδικον, ἐν ἔτει 1843».
 
    Τό ἐνδιαφέρον στόν παραπάνω κώδικα εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Γεννάδιος, μετά τό πρῶτο τμῆμα τῆς Ἑρμηνείας τοῦ Διονυσίου πού ἀντιγράφει, ἐπέφερε στό ἔργο προσθήκη ἀπό ἐννέα παραγράφους ὑπό τόν τίτλο: «Ἀρχή τῆς νέας μεθόδου τῆς ζωγραφικῆς ἐπιστήμης» καί «ἕτερα πολλά ἄλλα μυστικώτερα εἰς διαφόρους ἐπιστῆμας καί καλούς τρόπους», ἐνῶ παραθέτει καί «συνοπτικόν λεξικόν τῆς παρούσης βίβλου».
 
  Στήν εἰσήγηση αὐτή, ἐκτός ἀπό τίς προσθῆκες στό ἔργο τοῦ Διονυσίου, τῶν ὅσων ὁ μοναχός Γεννάδιος θεωρεῖ «ἀναγκαιότερα» γιά νά τά καταγράψει -τή στιγμή μάλιστα, πού ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, εἶναι «πραγματικῶς δεδοκιμασμένα», πιθανότατα ἀπό τόν ἴδιο ὡς ζωγράφο- γίνεται ἀναφορά στό μέχρι στιγμῆς ἐντοπισμένο εἰκονογραφικό του ἔργον.
Περίληψη εἰσήγησης τοῦ συγγραφέα στό Δ΄ Ἐπιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικῆς Ἐκκλησιαστικῆς Τέχνης πού διοργανώθηκε ἀπό τό τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν στίς 13-15 Νοεμβρίου 2015