Ὁ
ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὡς μητροπολίτης Ἡρακλείας
τῆς Θράκης
Παταπίου μοναχοῦ
Καυσοκαλυβίτου
Ὁ
ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1353-1354 καί
1364-1376)[1]
καταγόταν ἀπό τή Θεσσαλονίκη καί ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς διαπρεπέστερους καί
πολυγραφότατους ἱεράρχες τῆς ὄψιμης βυζαντινῆς Ἐκκλησίας. Νέος ἐγκατέλειψε τόν
κόσμο καί ἔγινε μοναχός. Ἀφοῦ παρέμεινε γιά ἀπροσδιόριστο χρονικό διάστημα στό
Σινά, ἀναχώρησε γιά τό Ἅγιον Ὄρος, καί ἐγκαταστάθηκε ἀρχικά στή μονή
Βατοπαιδίου ὅπου συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν ὅσιο Σάββα τόν Βατοπαιδινό.
Ἀργότερα κοινοβίασε στή Μεγίστη Λαύρα, ὅπου συνδέθηκε μέ τόν ἐκεῖ ἀσκούμενο
ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ. Κατά τίς ἡσυχαστικές ἔριδες πού ἀπασχόλησαν τόν ἱερό Ἄθω
κατά τόν 14ο αἰ., ὁ ἅγιος Φιλόθεος στήριξε τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ
στούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ καί τῶν
ὁμοϊδεατῶν του. Ἔτσι, τό 1341, ὡς ἁπλός Λαυριώτης ἱερομόναχος ὑπογράφει μαζί μέ
ἄλλους Ἡσυχαστές τόν «Ἁγιορειτικό Τόμο». Τήν περίοδο 1340/42-1347 διετελεῖ
ἡγούμενος τῆς Μεγίστης Λαύρας, διαδεχόμενος τόν Μακάριο πού ἐξελέγη
μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Ἀπό τή θέση αὐτή προχειρίστηκε ἀπό τόν ἅγιο Ἰσίδωρο
πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μητροπολίτης Ἡρακλείας τῆς Θράκης[2],
πού τότε ἦταν πρωτόθρονη ἀνάμεσα στίς μητροπόλεις τοῦ οἰκουμενικοῦ
πατριαρχείου. Γιά τόν λόγο αὐτό ἔφερε καί τόν τίτλο «Πρόεδρος τῶν ὑπερτίμων».
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ ἁγίου Φιλοθέου στήν Ἡράκλεια,
Λατῖνοι ἐπιδρομεῖς κυρίευσαν τήν Θράκη καί αἰχμαλώτισαν πολλούς ἀπό τούς
κατοίκους της. Ἄς δοῦμε πῶς ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Φιλόθεος περιγράφει τά δεινά τῶν
κατοίκων τῆς πολύπαθης Θράκης στό Βίο τοῦ ἐπίσης Ἁγιορείτου ὁσίου Σάββα τοῦ
Νέου τοῦ Βατοπαιδινοῦ, ὁ ὁποῖος ἀσκήθηκε στήν Ἡράκλεια τήν ἴδια ἐποχή:
(Κώδ. Καυσοκαλυβίων 154, σ. 825) «Διότι κατά τούς χρόνους ἐκείνους οἱ ἀπό τῆς
Σικελίας Λατίνοι ἐλθόντες ἐπί λόγῳ βοηθείας τοῦ βασιλέως Ῥωμαίων, καί
ψευσθέντες εἰς τάς συνθήκας των, διέφθειραν πρῶτον καί ἠρήμωσαν αἰχμαλωτίσαντες
τήν Θράκην, ἄλλας μέν πόλεις καί χώρας ἀφανίζοντες καί ἄλλας αἰχμαλωτίζοντες
τούς κατοίκους καί κατηδάφηζον, ποιοῦντες αὐτάς μνημεῖα νεκρῶν ἀντί
κατοικουμένας οἱ ἀπάνθρωποι, μηδόλως // (σ. 826) λυπούμενοι τούς χριστιανούς, ἀλλά φονεύοντες πᾶσαν ἡλικίαν· σφάζοντες
νέους, γέροντας, παῖδας, γυναῖκας, πλουσίους καί πένητας· ἄλλους μέ ξίφος,
ἄλλους εἰς τό πῦρ καί ἄλλους εἰς τό ὕδως πνίγοντες. Εἶτα λαβόντες συμμάχους καί
τούς ἀσεβεῖς Τούρκους, ηὔξησαν περισσοτέρως τήν μανίαν τους, σπουδάζοντες
αἰχμαλωτίσαι Μακεδονίαν, Θράκην καί Θετταλίαν».
Εἰδικότερα, οἱ ἐπιδρομεῖς κατέλαβαν τό 1351 τήν πόλη τῆς Ἡρακλείας
προκαλῶντας μεγάλες καταστροφές καί σφαγές ἀμάχων. Ἑκατοντάδες ἀπό τούς
κατοίκους τῆς πόλης στάλθηκαν αἰχμάλωτοι στήν ἀποικία τῶν Γενοβέζων στόν Γαλατᾶ
περιμένοντας τήν πώλησή τους στά σκλαβοπάζαρα. Κατά τήν στιγμή τῆς καταστροφῆς,
ὁ ἅγιος Φιλόθεος ἀπουσίαζε ἀπό τήν Ἡράκλεια, εὑρισκόμενος στήν Κωνσταντινούπολη
γιά τή Σύνοδο κατά τοῦ Βαρλαάμ καί τοῦ Ἀκινδύνου. Μέ πολλές του προσπάθειες
συγκέντρωσε χρήματα καί κατάφερε νά ἐλευθερώσει ὅλους τούς αἰχμαλώτους. Ἀκόμη
καί οἱ Γενοβέζοι ἐντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ μέ τήν αὐτοθυσιαστική συμπεριφορά
τοῦ Φιλοθέου, ὥστε ἀπέλυσαν πολλούς φτωχούς αἰχμαλώτους χωρίς νά πάρουν χρήματα[3].
Σύμφωνα μέ τόν Βίο του, ὁ Ἅγιος «ὠφέλησε
πολύ εἰς τήν ἐλευθερίαν των (τῶν κατοίκων τῆς Ἡρακλείας), διότι ὡς καλός ποιμήν ἔβαλε τήν ψυχήν του
εἰς θάνατον ὁ ἀοίδιμος, μή φοβηθείς τήν ὠμότητα τῶν Λατίνων, ὁπού κατ’ αὐτοῦ
ἐλύσσων ὡς ὑπερασπιστήν ὄντα τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος» κατά τόν βιογράφο
του[4].
Ἑπτά περίπου μῆνες μετά τή καταστροφή, καί μετά τήν ἀναχώρηση τῶν αἱμοσταγῶν
ἐπιδρομέων, ὁ μητροπολίτης Ἡρακλείας Φιλόθεος ἐπέστρεφε μαζί μέ τό
ἀπελευθερωμένο ποίμνιό του στήν πόλη, ἡ ὁποία ἔμμελε νά ἀνοικοδομηθεῖ. Ἐπίσης
ἔκανε προσπάθεια νά συγκεντρώσει τούς διασκορπισμένους κατοίκους τῆς Ἡρακλείας,
τούς ὁποίους παρηγόρησε καί ἐνίσχυσε πνευματικά, φροντίζοντας ταυτόχρονα νά
ἀπαλλαχθοῦν ἀπό τούς βασιλικούς φόρους. Τό ἴδιο ἔπραξε καί γιά τούς κατοίκους
τῆς Σωζοπόλεως, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποστεῖ παρόμοιες καταστροφές. Ἀργότερα, κι ἐνῶ
ἦταν ἤδη πατριάρχης, ἐκφράζοντας τό συνεχές του ἐνδιαφέρον γιά τόν ἀγαπημένο
του λαό τῆς Ἡρακλείας πού ἐξακολουθοῦσε ἐν πολλοῖς νά ἦταν διασκορπισμένος,
ἔγραψε πρός αὐτόν παρηγορητική ἐπιστολή[5].
Σ’ αὐτήν ἀπέδιδε ὅλες τίς συμφορές πού εἶχαν βρεῖ τούς Ἡρακλειώτες καθώς καί
τίς ἀπώλειες λοιπῶν πόλεων καί ἐπαρχιῶν στίς ἀνομίες τοῦ λαοῦ καί τέλειωνε μέ
τήν εὐχή καί τήν ἐλπίδα ὅτι μέ τή μετάνοιά τους καί τή βοήθεια τοῦ φιλανθρώπου
Κυρίου θά μποροῦσαν νά ἐπανέλθουν στήν πατρίδα τους[6].
Μάλιστα, κατά τή διάρκεια Ὁμιλίας[7]
του ὡς πατριάρχης, ἐξαίρει, ἀνάμεσά στά ἄλλα καλά τους, τήν φιλάνθρωπη διάθεση
τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν, ἀναπολῶντας τήν οὐσιαστική βοήθεια πού προσέφεραν
στούς αἰχμάλωτους κατοίκους τῆς Ἡρακλείας, ἀφοῦ μέ τήν οἰκονομική τους συνδρομή
πολλοί ἀπ’ αὐτούς ἐπανέκτησαν τήν ἐλευθερία τους.
Τήν ἴδια ἐποχή ὁ Ἰωάννης Καντακουζηνός
ἀναγορεύεται αὐτοκράτορας στό Διδυμότειχο. Ἀλλά ἀργότερα κι ἐνῶ ὁ Καντακουζηνός
εἶχε λογισμό νά μεταβεῖ στήν Ἡράκλεια καί νά καρεῖ μοναχός ἀπό τόν ἅγιο
Φιλόθεο, συνέβη τελικά κάτι τελείως διαφορετικό: ὁ αὐτοκράτορας κάλεσε τόν ἅγιο
Φιλόθεο ὡς πατριάρχη στήν Κωνσταντινούπολη. Στή θέση αὐτή ὅμως ὁ ἅγιος Φιλόθεος
παρέμεινε μόνο γιά λίγο, ἀφοῦ ἀκολουθῶντας τίς πολιτειακές ἀλλαγές
ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό θρόνο του καί ἐπέστρεψε στήν ἀγαπημένη του ἀθωνική ἡσυχία.
Ἀργότερα ὅμως μέ τή συναίνεση τοῦ πατριάρχη Καλλίστου Α΄ ἀνέκτησε καί πάλι τή
μητροπολιτική τοῦ ἕδρα στήν Ἡράκλεια[8].
Μετά τό θάνατο τοῦ πατριάρχη Καλλίστου ὁ ἅγιος Φιλόθεος ἐπανέρχεται τό 1364
στόν πατριαρχικό θρόνο. Κατά τήν δεύτερη πατριαρχεία του ὁ ἅγιος Φιλόθεος
συνδύασε τήν ποιμαντική μέριμνα καί διακονία πρός τό λαό μέ τήν ἡσυχαστική
μοναχική ζωή, τήν ταπείνωση μέ τίς ὑψηλές θεολογικές του γνώσεις καί τήν
ρητορική δεινότητα. Συνέγραψε πλῆθος θεολογικῶν, ἀντιρρητικῶν, ἀπολογητικῶν καί
ἁγιολογικῶν ἔργων. Ἐκοιμήθη τό 1379. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 11
Ὀκτωβρίου.
[1] Περί τοῦ ἁγίου
Φιλοθέου βλ. Γεδεών Μ., Πατριαρχικοί
Πίνακες, σ. 426 κ. ἑ., 456 κ. ἑξ. PLP 11917. V. Laurent, «Philothée
Kokkinos», Dictionnaire de Théologie
Catholique (DTC), Paris
1903-1950, τ.
12, 2 σ.
1498-1509. Γιά τά
ἔργα του βλ. Καϊμάκη Δ., Φιλοθέου
Κοκκίνου Δογματικά Ἔργα, Μέρος Α΄ (Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοί Συγγραφεῖς 3),
Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1983. Τσάμη Δ., Φιλοθέου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Κοκκίνου Ἁγιολογικά Ἔργα Α΄,
Θεσσαλονικεῖς Ἅγιοι (Θεσσαλονικεῖς Βυζαντινοί Συγγραφεῖς 4), Κέντρο Βυζαντινῶν
Ἐρευνῶν, Θεσσαλονίκη 1985. Μακρῆ Στ. πρωτοπρ., «Ἀκολουθία καί Παρακλητικός
Κανών εἰς τόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Φιλόθεον Κόκκινον, πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως»,
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τ. 816 (2007),
σ. 177-201.