Προσευχή Ιερού Αυγουστίνου στον Κύριοv
Ω Δημιουργέ μου και Πλάστα μου, πολλά σου εζήτησα, εγώ που δεν είναι άξιος ούτε τα ολίγα να λάβω.
Ομολογώ, αχ! ομολογώ ότι όχι μόνον δεν είμαι άξιος να λάβω τας χάριτας που ζητώ, αλλά τουναντίον μου αξίζουν πολλές και φοβερές κολάσεις. Αλλ' όμως με παρακινούν να έχω θάρρος οι τελώναι και αι πόρναι και οι λησταί τους οποίους η χάρις Σου ετράβηξε από το στόμα του Σατανά και τους έβαλε στη μάνδρα των λογικών προβάτων του Χριστού. Διότι Συ Θεέ μου που δημιούργησες τα πάντα, Συ που είσαι θαυμαστός εις όλα τα έργα σου, είσαι ακόμη θαυμαστότερος όταν δείχνης το έλεός Σου. Δι' αυτό και με κάποιον δούλον σου είπες το ρητό «οι οικτιρμοί αυτού επί πάντα τα έργα αυτού». Και ημείς έχομεν πεποίθησιν ότι εκείνο, το οποίον Συ είπες για τον ένα, ισχύει για όλον τον λαόν σου, «το έλεός μου ου μη διασκεδάσω απ' αυτού» (το έλεός μου δεν θα το πάρω απ' αυτόν). Διότι κανέναν, Θεέ μου, δεν παραμελείς, κανέναν δεν πετάς, κανέναν δεν αποστρέφεσαι, ειμή μόνον εκείνον, ο οποίος μόνος του Σε αποστρέφεται εν τη ανοησία του.
Λοιπόν, όχι μόνον δεν πατάσσεις αμέσως εκείνους που σε παροργίζουν με τας αμαρτίας των, αλλά εάν σου ζητήσουν ποτέ, και δωρεάς τους δίνεις, Θεέ μου! η σωτηρία μου! εγώ ο ταλαίπωρος, εγώ Σε παρώργισα, εγώ το πονηρόν μπροστά στα μάτια Σου το έπραξα, τον θυμόν Σου άναψα, και έγινα άξιος της οργής Σου. Ημάρτησα και με ανέχθηκες, παρανόμησα και ακόμη μακροθυμείς. Εάν μετανοήσω, με λυπάσαι, εάν επιστρέψω, με δέχεσαι, και το ακόμη μεγαλύτερο, ενώ αναβάλλω, με περιμένεις. Ενώ πλανώμαι, με προσκαλείς να έλθω κοντά Σου, και ενώ ανθίσταμαι, συ με φωνάζεις, ενώ οκνώ, με δέχεσαι, όταν επανέρχωμαι, με περιβάλλεις με αγάπη, όταν δείχνωμαι ασύνετος, με διδάσκεις, όταν λυπούμαι, με γλυκαίνεις, όταν πέφτω, με σηκώνεις, όταν είμαι πεσμένος, πάλιν με παίρνεις, όταν σου ζητώ κάτι, μου το δωρίζεις, όταν ζητώ εσένα, έρχεσαι κοντά μου, όταν κτυπάω τη θύρα του ελέους Σου, ανοίγεις.
Ιδού, Κύριε ο Θεός της σωτηρίας μου, τι θα σου ανταποδώσω για όλα αυτά δεν γνωρίζω, πώς θα ανταποκριθώ δεν ηξεύρω. Με κανένα τρόπον δεν ημπορώ να κρυφτώ από τα μάτια Σου, αλλά μου έδειξες τον δρόμον της ευτυχίας, με εδίδαξες πως πρέπει να τον βαδίζω. Με εφοβέριξες με την κόλασι και μου υποσχέθης την απόλαυσιν εις τον παράδεισον.
Τώρα, λοιπόν, Θεέ μου, Συ που είσαι ο πατέρας των οικτιρμών και Θεός της παρηγορίας, κάρφωσε τας σάρκας μου με τον φόβο σου, δια να φοβηθώ τας απειλές σου και ξεφύγω από την αμαρτίαν, και δος μου την χαράν της σωτηρίας, ώστε στηριγμένος στην αγάπη Σου να απολαύσω όσα μου υποσχέθηκες. Κύριε, Συ που είσαι η δύναμίς μου, το στερέωμά μου, το καταφύγιο μου, η σωτηρία μου, φώτισέ με, σε παρακαλώ, τι πρέπει να σκέπτωμαι για Σένα, δίδαξέ με με ποια λόγια πρέπει να σε επικαλούμαι, με ποιες πράξεις πρέπει να σε ευχαριστώ, διότι ξεύρω ότι συ είσαι πολυέλεος, αυτό ξέρω πρώτον. Και δεύτερον, ότι κανέναν δεν περιφρονείς. Διότι μπροστά Σου, το πνεύμα που έχει κατάνυξι και λύπη, είναι θυσία και Συ, την καρδιά την συντετριμμένην και την τεταπεινωμένην την δέχεσαι.
Με αυτές, Θεέ μου, βοηθέ μου, με αυτές τις χάριτες πλούτισέ με, με αυτά τα οχυρώματα φράξε με εναντίον του πονηρού, με αυτήν τη δροσιά δρόσισέ με εναντίον της φωτιάς των αμαρτιών μου, εναντίον των εμπαθών ορέξεών μου. Συ, Κύριε, που είσαι η δύναμις της σωτηρίας μου, βοήθησέ με ώστε να μην αριθμηθώ μ' εκείνους, οι οποίοι για λίγο καιρό πιστεύουν και όταν έλθη ο πειρασμός φεύγουν από κοντά σου. Επισκίασε επάνω στην κεφαλή μου την ημέρα του πολέμου, γίνε η ελπίδα μου την ημέρα της θλίψεώς μου και η σωτηρία μου στην ημέρα της ανάγκης μου.
Ιδού, Κύριε, Συ που είσαι ο φωτισμός μου και ο σωτήρας μου, σου εζήτησα, όσα χρειάζομαι, σου είπα, όσα φοβούμαι, αλλά με δαγκώνει η συνείδησίς μου, με ελέγχουν τα κρυφά της καρδιάς μου, και εκείνο που με βάζει να πω ο πόθος, μου το διασκορπίζει ο φόβος.
Ο μεν ζήλος με παρορμά σε Σε, η δε δειλία με διώχνει. Τα μεν έργα μου με κάμνουν να φοβούμαι, αλλ' η ευσπλαχνία Σου με κάμνει να παίρνω θάρρος.
Η αγαθότης, που υπάρχει μέσα Σου, με κάνει να τρέχω, αλλ' η φαυλότης και η κακοήθεια που υπάρχει μέσα μου, με κάνει να βραδύνω. Και δια να ομολογήσω, ό,τι συμβαίνει, έρχονται στην μνήμη μου φαντάσματα μοχθηριών και κακών πράξεων, με τα οποία το θάρρος των προκατειλημμένων ψυχών χάνεται.
Ιερού Αυγουστίνου