21 Ἰανουαρίου΄ Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ κοινοβιάρχης
Διέπρεψε στὰ χρόνια του Λέοντα τοῦ Μεγάλου (457-474). Τὸ χωριὸ Μωγαρισσὸς ἢ Μαγαρισσὸς τῆς Καππαδοκίας εἶναι ὁ τόπος ὅπου γεννήθηκε, ἀπὸ γονεῖς πολὺ πιστούς, τὸν Προαιρέσιο καὶ τὴν Εὐλογία. Ὅταν ἔγινε μοναχός, διακρίθηκε ἀπὸ πολὺ νωρὶς γιὰ τὸ φλογερό του ζῆλο στὶς τελειότητες τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ τὸν συγκινοῦσε περισσότερο, ἦταν ἡ μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἰδιαίτερα οἱ συγκινητικὲς σκηνὲς ἀπὸ τὸ Πάθος τοῦ Σωτῆρα μας Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό, ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ψηλάφησε καὶ προσκύνησε τὰ χώματα ὅπου διαδραματίστηκαν τὰ μεγάλα γεγονότα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Θεοδόσιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε κοντὰ σὲ μεγάλους ἀσκητές, ὅπως τὸ Συμεὼν τὸ Στυλίτη καὶ τὸν ἡσυχαστὴ Λογγῖνο, ἀποσύρθηκε σὲ ἰδιαίτερο ἡσυχαστήριο, διδάσκοντας μὲ λόγια καὶ ἔργα ὁποῖο διαβάτη περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ. Ὅμως, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ δίδαξε γύρισαν ἀπὸ τὸν κόσμο κοντά του. Ἡ ὑπερβολικὴ αὔξηση τῶν ἀδελφῶν ἀνάγκασε τὰ Θεοδόσιο νὰ ἱδρύσει ἕνα μεγάλο καὶ εὐρύχωρο κοινόβιο μοναστήρι. Σὰν κοινοβιάρχης ἐφάρμοσε πρότυπα σὰν ἐκεῖνα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν χριστιανῶν. Δηλαδὴ «ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεση, οἱ πιστοί, μὲ μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή, ἦταν μεταξὺ τοὺς ἑνωμένοι, σὰν μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας, καὶ τὰ εἶχαν ὅλα κοινά». Σὲ προχωρημένη, πλέον, ἡλικία ὁ Θεοδόσιος, ἀφοῦ γαλούχησε μὲ συμβουλὲς αἰωνίου ζωῆς χιλιάδες ψυχές, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του.
--------------------------------------------------------------------
Από τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Τω αυτώ μηνί ΙΑ΄
Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Mεγάλου εν έτει υν΄ [450], έφθασε δε και έως εις τους χρόνους Aναστασίου του Δικόρου, του εν έτει υϟα΄ [491] βασιλεύσαντος. Eκατάγετο δε από ένα χωρίον της Καππαδοκίας ονομαζόμενον Μωγαρισού. Yιός γονέων ευσεβών και πιστών, πατρός μεν, Προαιρεσίου καλουμένου, μητρός δε, Ευλογίας. Ούτος λοιπόν αφ’ ου έγινε Μοναχός, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, και από εκεί επήγεν εις την Aντιόχειαν, και αντάμωσε τον Άγιον Συμεών τον Στυλίτην, από τον οποίον έμαθε και την αύξησιν, οπού έμελλε να λάβη εις την αρετήν, και ότι έχει να γένη πολλών λογικών προβάτων ποιμήν. Έπειτα ησύχασε κοντά εις ένα άνδρα ησυχαστήν, Λογγίνον ονομαζόμενον, και εμεταχειρίσθη την εγκράτειαν με τόσην ακρότητα, ώστε οπού όλην την εβδομάδα έτρωγε μίαν μόνην φοράν ο αοίδιμος, και εις το διάστημα τριάκοντα ολοκλήρων χρόνων δεν έφαγε τελείως ψωμί.
Aσκήσας λοιπόν κάθε είδος αρετής, εις τόσον ύψος αναβάσεως έφθασεν ο τρισόλβιος, εις τρόπον ότι ηξιώθη να εκτελή παράδοξα θαύματα. Aυτός γαρ μόνος έβλεπεν ομού με ένα άλλον αδελφόν, τον μαθητήν του Βασίλειον, ο οποίος αφ’ ου εγκαινίασε πρώτος, ήτοι απέθανε, και ενταφιάσθη εις τον τάφον, οπού ο Άγιος έκτισε διά λόγου του προς ενθύμησιν του θανάτου, εστέκετο μετά τον θάνατόν του εις την Eκκλησίαν μαζί με τους αδελφούς και συνέψαλλεν. Ήτον δε εις όλους αόρατος. Αυτός άναψε και τα εσβυμένα κάρβουνα χωρίς φωτίαν εις τον τόπον εκείνον, όπου έμελλε να θεμελιώση το Μοναστήριον. Αυτός ηλευθέρωσεν από την ρύσιν του αίματος μίαν γυναίκα, οπού προσήλθεν εις αυτόν μετά πίστεως. Αυτός από ένα σπειρί σιτάρι, οπού ευλόγησεν, έκαμε να ξεχειλίσουν τα του σίτου αμπάρια.
Αυτός αοράτως επιφανείς, εύγαλεν από τον βυθόν του πηγαδίου το παιδίον, οπού εκεί μέσα έπεσεν. Αυτός και τον θάνατον έπαυσε των παιδίων μιάς γυναικός, τα οποία προ του ακόμη να γεννηθούν εις την ζωήν, υπό του θανάτου ηρπάζοντο. Όθεν και την τούτων μητέρα, ήτις δεν ήτον καλλιτέρα από μίαν παντελώς στείραν, διά την των τέκνων στέρησιν, ταύτην λέγω, ο Άγιος πολύτεκνον διά προσευχής του εποίησεν. Aλλά και ένα νέφαλον από ακρίδας εδίωξεν ο Όσιος με μοναχήν επιτίμησιν. Αυτός και τον κόμητα της Aνατολής Κήρυκον, εφύλαξεν εις τον πόλεμον άτρωτον. Eφόρει γαρ εκείνος ωσάν φυλακτικόν σιδηροπουκάμισον, το τρίχινον του Aγίου ιμάτιον. Aλλά και την γην αδικουμένην από ξηρασίαν και μη βλαστάνουσαν, ηλευθέρωσεν από την ανυδρίαν, καταβιβάσας βροχήν διά της προσευχής του.
Προείπε δε ο Όσιος και τον κρημνισμόν, οπού έμελλε να πάθη η πόλις Aντιόχεια από τον σεισμόν. Πολλούς δε ανθρώπους ελύτρωσεν από την της θαλάσσης φορτούναν, φανείς εις αυτούς κινδυνεύοντας. Eστάθη δε και διδάσκαλος εις την αρετήν πολλών μαθητών, και πολλοτάτους επαρακίνησεν εις τον όμοιον ζήλον και μίμησιν της εδικής του αρετής διά μέσου των λόγων και έργων του, και ακολούθως οικείωσεν αυτούς με τον Κύριον. Έτζι λοιπόν πολιτευσάμενος, και δοξασθείς εν τη γη, ανεπαύθη εν ειρήνη, εις χείρας Θεού το πνεύμα του παραθέμενος. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον αποστολικόν Ναόν του Κορυφαίου Πέτρου. (Τον κατά πλάτος Βίον του Aγίου τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον1.)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1. Tον δε ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ήδιστον μεν έαρ». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων Μονή και εν άλλαις.)
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Διέπρεψε στὰ χρόνια του Λέοντα τοῦ Μεγάλου (457-474). Τὸ χωριὸ Μωγαρισσὸς ἢ Μαγαρισσὸς τῆς Καππαδοκίας εἶναι ὁ τόπος ὅπου γεννήθηκε, ἀπὸ γονεῖς πολὺ πιστούς, τὸν Προαιρέσιο καὶ τὴν Εὐλογία. Ὅταν ἔγινε μοναχός, διακρίθηκε ἀπὸ πολὺ νωρὶς γιὰ τὸ φλογερό του ζῆλο στὶς τελειότητες τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς. Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ τὸν συγκινοῦσε περισσότερο, ἦταν ἡ μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἰδιαίτερα οἱ συγκινητικὲς σκηνὲς ἀπὸ τὸ Πάθος τοῦ Σωτῆρα μας Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό, ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ψηλάφησε καὶ προσκύνησε τὰ χώματα ὅπου διαδραματίστηκαν τὰ μεγάλα γεγονότα τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Θεοδόσιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε κοντὰ σὲ μεγάλους ἀσκητές, ὅπως τὸ Συμεὼν τὸ Στυλίτη καὶ τὸν ἡσυχαστὴ Λογγῖνο, ἀποσύρθηκε σὲ ἰδιαίτερο ἡσυχαστήριο, διδάσκοντας μὲ λόγια καὶ ἔργα ὁποῖο διαβάτη περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ. Ὅμως, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ δίδαξε γύρισαν ἀπὸ τὸν κόσμο κοντά του. Ἡ ὑπερβολικὴ αὔξηση τῶν ἀδελφῶν ἀνάγκασε τὰ Θεοδόσιο νὰ ἱδρύσει ἕνα μεγάλο καὶ εὐρύχωρο κοινόβιο μοναστήρι. Σὰν κοινοβιάρχης ἐφάρμοσε πρότυπα σὰν ἐκεῖνα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν χριστιανῶν. Δηλαδὴ «ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεση, οἱ πιστοί, μὲ μία καρδιὰ καὶ μία ψυχή, ἦταν μεταξὺ τοὺς ἑνωμένοι, σὰν μέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας, καὶ τὰ εἶχαν ὅλα κοινά». Σὲ προχωρημένη, πλέον, ἡλικία ὁ Θεοδόσιος, ἀφοῦ γαλούχησε μὲ συμβουλὲς αἰωνίου ζωῆς χιλιάδες ψυχές, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του.
--------------------------------------------------------------------
Από τον Συναξαριστή του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Τω αυτώ μηνί ΙΑ΄
Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοδοσίου του Κοινοβιάρχου
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους Λέοντος του Mεγάλου εν έτει υν΄ [450], έφθασε δε και έως εις τους χρόνους Aναστασίου του Δικόρου, του εν έτει υϟα΄ [491] βασιλεύσαντος. Eκατάγετο δε από ένα χωρίον της Καππαδοκίας ονομαζόμενον Μωγαρισού. Yιός γονέων ευσεβών και πιστών, πατρός μεν, Προαιρεσίου καλουμένου, μητρός δε, Ευλογίας. Ούτος λοιπόν αφ’ ου έγινε Μοναχός, επήγεν εις τα Ιεροσόλυμα, και από εκεί επήγεν εις την Aντιόχειαν, και αντάμωσε τον Άγιον Συμεών τον Στυλίτην, από τον οποίον έμαθε και την αύξησιν, οπού έμελλε να λάβη εις την αρετήν, και ότι έχει να γένη πολλών λογικών προβάτων ποιμήν. Έπειτα ησύχασε κοντά εις ένα άνδρα ησυχαστήν, Λογγίνον ονομαζόμενον, και εμεταχειρίσθη την εγκράτειαν με τόσην ακρότητα, ώστε οπού όλην την εβδομάδα έτρωγε μίαν μόνην φοράν ο αοίδιμος, και εις το διάστημα τριάκοντα ολοκλήρων χρόνων δεν έφαγε τελείως ψωμί.
Aσκήσας λοιπόν κάθε είδος αρετής, εις τόσον ύψος αναβάσεως έφθασεν ο τρισόλβιος, εις τρόπον ότι ηξιώθη να εκτελή παράδοξα θαύματα. Aυτός γαρ μόνος έβλεπεν ομού με ένα άλλον αδελφόν, τον μαθητήν του Βασίλειον, ο οποίος αφ’ ου εγκαινίασε πρώτος, ήτοι απέθανε, και ενταφιάσθη εις τον τάφον, οπού ο Άγιος έκτισε διά λόγου του προς ενθύμησιν του θανάτου, εστέκετο μετά τον θάνατόν του εις την Eκκλησίαν μαζί με τους αδελφούς και συνέψαλλεν. Ήτον δε εις όλους αόρατος. Αυτός άναψε και τα εσβυμένα κάρβουνα χωρίς φωτίαν εις τον τόπον εκείνον, όπου έμελλε να θεμελιώση το Μοναστήριον. Αυτός ηλευθέρωσεν από την ρύσιν του αίματος μίαν γυναίκα, οπού προσήλθεν εις αυτόν μετά πίστεως. Αυτός από ένα σπειρί σιτάρι, οπού ευλόγησεν, έκαμε να ξεχειλίσουν τα του σίτου αμπάρια.
Αυτός αοράτως επιφανείς, εύγαλεν από τον βυθόν του πηγαδίου το παιδίον, οπού εκεί μέσα έπεσεν. Αυτός και τον θάνατον έπαυσε των παιδίων μιάς γυναικός, τα οποία προ του ακόμη να γεννηθούν εις την ζωήν, υπό του θανάτου ηρπάζοντο. Όθεν και την τούτων μητέρα, ήτις δεν ήτον καλλιτέρα από μίαν παντελώς στείραν, διά την των τέκνων στέρησιν, ταύτην λέγω, ο Άγιος πολύτεκνον διά προσευχής του εποίησεν. Aλλά και ένα νέφαλον από ακρίδας εδίωξεν ο Όσιος με μοναχήν επιτίμησιν. Αυτός και τον κόμητα της Aνατολής Κήρυκον, εφύλαξεν εις τον πόλεμον άτρωτον. Eφόρει γαρ εκείνος ωσάν φυλακτικόν σιδηροπουκάμισον, το τρίχινον του Aγίου ιμάτιον. Aλλά και την γην αδικουμένην από ξηρασίαν και μη βλαστάνουσαν, ηλευθέρωσεν από την ανυδρίαν, καταβιβάσας βροχήν διά της προσευχής του.
Προείπε δε ο Όσιος και τον κρημνισμόν, οπού έμελλε να πάθη η πόλις Aντιόχεια από τον σεισμόν. Πολλούς δε ανθρώπους ελύτρωσεν από την της θαλάσσης φορτούναν, φανείς εις αυτούς κινδυνεύοντας. Eστάθη δε και διδάσκαλος εις την αρετήν πολλών μαθητών, και πολλοτάτους επαρακίνησεν εις τον όμοιον ζήλον και μίμησιν της εδικής του αρετής διά μέσου των λόγων και έργων του, και ακολούθως οικείωσεν αυτούς με τον Κύριον. Έτζι λοιπόν πολιτευσάμενος, και δοξασθείς εν τη γη, ανεπαύθη εν ειρήνη, εις χείρας Θεού το πνεύμα του παραθέμενος. Τελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον αποστολικόν Ναόν του Κορυφαίου Πέτρου. (Τον κατά πλάτος Βίον του Aγίου τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον1.)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
1. Tον δε ελληνικόν τούτου Βίον συνέγραψεν ο Μεταφραστής, ου η αρχή· «Ήδιστον μεν έαρ». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Ιβήρων Μονή και εν άλλαις.)
(Από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)