Μήτηρ τοῦ Θεοῦ

Α­γί­ου Νι­κο­δή­μου του Α­γι­ο­ρεί­του


«...Η Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος κα­τά τον έ­ξω χα­ρα­κτή­ρα και ή­θος του σώ­μα­τος, ή­τον σε­μνή και α­ε­βα­σμί­α κα­τά πάν­τα, ο­λί­γα και α­ναγ­καί­α λα­λού­σα' ή­τον ο­γλί­γο­ρος εις το να υ­πα­κού­ῃ και ευ­προ­σή­γο­ρος· ε­τί­μα ό­λους και ε­προ­σκύ­νει. εί­χε το μέ­γε­θος του σώ­μα­τος μέ­σον και σύμ­με­τρο­ν' ή, ως άλ­λοι λέ­γου­σι, το μέ­γε­θος εί­χεν υ­ψη­λό­τε­ρον α­πό το μέ­σο­ν' δεν ε­παρ­ρη­σι­ά­ζε­το εις κά­θε άν­θρω­πο­ν' ή­τον μα­κράν α­πό γέ­λω­τα και έ­ξω α­πό κά­θε τα­ρα­χήν και θυ­μόν.

Το χρώ­μα του θε­ο­δό­χου της σώ­μα­τος, ή­τον ό­μοι­ον με το χρώ­μα του σι­τα­ριού' εί­χε ξαν­θάς τας τρί­χας της κε­φα­λή­ς' εί­χεν ο­φθαλ­μούς πολ­λά ω­ραί­ους, χρω­μα­τι­σμέ­νους με θεί­αν σε­μνό­τη­τα, ω­ρα­ϊ­σμέ­νους με κό­ρας ο­ξείς καί ό­μοι­ας με την ε­λαί­αν και καλ­λυ­νο­μέ­νους με βλε­φα­ρί­δας φαι­δρο­πρε­πεί­ς' εί­χε τα ο­φρί­δια μαύ­ρα κυ­κλι­κώς ε­σχη­μα­τι­σμέ­να' εί­χε την μύ­την ο­μα­λήν και ευ­θεί­α­ν' τα πα­νά­μω­μα χεί­λη της ή­τον αν­θη­ρά, λάμ­πον­τα κο­σμί­ως με ε­ρυ­θρόν χρώ­μα και γέ­μον­τα α­πό την των λό­γων γλυ­κύ­τη­τα' εί­χε το ι­ε­ρο­πρε­πές πρό­σω­πον, ό­χι στρογ­γυ­λόν, αλ­λά ο­λί­γον μα­κρύ' εί­χε τας θε­ο­δό­χους χεί­ρας της μα­κράς, ο­μοί­ως και τους δα­κτύ­λους των χει­ρών μα­κρούς και τε­τορ­νευ­μέ­νους με λε­πτό­τη­τα'

Ή­τον α­νυ­πε­ρή­φα­νος και α­νε­πί­δει­κτος, χω­ρίς να δεί­χνῃ καμ­μί­αν βλα­κί­αν καί έ­κλυ­σι­ν' εί­χε τα­πεί­νω­σιν υ­περ­βάλ­λου­σαν. Ε­φό­ρει και η­γά­πα ρού­χα φυ­σι­κώς α­πό λό­γου των χρω­μα­τι­σμέ­να, κα­θώς τού­το δη­λού­ται α­πό το ά­γιον και ι­ε­ρόν αυ­τής Μα­φό­ριον, αυ­τό­χρο­ον υ­πάρ­χον. Και δια να ει­πού­μεν κα­θο­λι­κώς, η Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος ή­τον και κα­τά τα ε­ξω­τε­ρι­κά μέ­λη του πα­να­χράν­του αυ­τής σώ­μα­τος, γε­μά­τη α­πό τό­σην θεί­αν χά­ριν και σε­βα­σμι­ό­τη­τα, ώ­στε ό­που, ό­στις έ­βλε­πεν αυ­τήν, ε­λάμ­βα­νεν εις την ψυ­χήν του έ­να κά­ποι­ον φό­βον και ευ­λά­βειαν, συγ­κε­κραμ­μέ­νην ο­μού με μί­αν ε­σω­τε­ρι­κήν χα­ράν και χω­ρίς να την η­ξεύ­ρη πρω­τί­τε­ρα, ε­γνώ­ρι­ζεν α­πό μό­νον τον ε­ξω­τε­ρι­κόν χα­ρα­κτή­ρα της, ό­τι α­λη­θώς αυ­τή εί­ναι Μή­τηρ Θε­ού...».

ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ