ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΞΙΟΥΣ ΥΠΗΡΕΤΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Οπως ἔχει γίνει σέ ὅλους πλέον κατανοητό, τά τελευταῖα χρόνια ἡ
Ἐκκλησία ἀλλά καί οἱ Ἱερεῖς δέχονται μεγάλο πόλεμο. Σωρεία πάσης
φύσεως σκανδάλων καί κατηγοριῶν βομβαρδίζουν τόν κόσμο μέσῳ τοῦ νέου
μεγάλου διδάσκαλου τοῦ γένους(!) (Μ.Μ.Ε.). Καί τό κακό εἶναι πώς εὔκολα
φωλιάζουν μέσα στίς ψυχές πολλῶν Ἑλλήνων αὐτές οἱ κατηγόριες χωρίς
νά ἐξετάζουν κάποια πράγματα καί, ὀργιζόμενοι ἐπί δικαίων καί ἀδίκων,
διαγράφουν Ἐκκλησίες, Ἱερεῖς ἀκόμα καί Θεό, δεχόμενοι ὅ,τι τούς ποῦν
καί ὅ,τι τούς ὑπαγορεύσουν ὅλοι αὐτοί οἱ ταγοί τοῦ μεγάλου σύγχρονου
διδασκάλου. Καί βέβαια, μέσα σέ ὅλον αὐτό τόν κυκεῶνα τῶν συκοφαντιῶν,
διαστρεβλώνονται καί πολλά κεφάλαια καί γεγονότα τῆς Ἱστορίας μας, κατά
τό συμφέρον, πάντα, κάποιων ἄγνωστων καί ὑψηλά ἱσταμένων προσώπων,
ἀφοῦ πρωταγωνιστές σέ αὐτά ἦσαν Ἱερεῖς, Μοναχοί καί προκαθήμενοι τῆς
Ἐκκλησίας μας.
Μέ ὅλες αὐτές τίς σκέψεις ξεκίνησα νά γράψω κάτι γιά τό ἐν λόγῳ θέμα.
Στή διαδρομή τῆς γραφῆς μου, ὅμως, ὅλη αὐτή ἡ ποικιλία συναι
σθημάτων, πλούτισε τόν πεζό λόγο καί μεταδίδοντάς του λυρισμό, τόν μετέτρεψε σέ
ποίημα. Αὐτά, λοιπόν, πού εἶχα νά πῶ, τά γράφω μέ λίγους στίχους, τούς
ὁποίους ἀφιερώνω στούς ἀφανεῖς κι «ἀσήμαντους» (κατ’ ἄνθρωπο) Ἱερεῖς,
τούς ἁπλούς παπάδες ὅπως
καλοπροαίρετα λέει ὁ λαός. Τούς παπάδες πού
στά σκοτεινά καί μισόκαλα χρόνια πού ζοῦμε, εἶναι οἱ μόνοι πού νοιάζονται
εἰλικρινῶς γιά τούς συνανθρώπους μας. Ἴσως ὄχι ὅλοι, μά σίγουρα οἱ
περισσότεροι, ἔχοντας μέσα στήν ψυχή τους τόν Χριστό, ἀγωνίζονται μέ
νύχια καί μέ δόντια νά στηρίξουν τό ποίμνιό τους, εἰδικά στά δύσκολα καί
σκοτεινά χρόνια πού ζεῖ ἡ πατρίδα μας. Ἀγόγγυστα κι ἀκούραστα
βρίσκονται
στίς ἐνορίες τους καί καθημερινά περιμένουν νά ξαλαφρώσουν ἀπ’ τίς
ἔγνοιες καί τήν ἁμαρτία καθέναν ἀπό ἐμᾶς, νά ποῦν ἕναν παρηγορητικό
λόγο στόν πόνο μας, νά κάνουν μία προσευχή γιά τήν ὑγεία μας, γιά τούς
νεκρούς μας, νά βρεθοῦν μπροστά στόν Χριστό καί νά τόν παρακαλέσουν νά
εὐλογήσει τήν βάφτισή μας, τόν γάμο μας, τήν μετάνοιά μας, ἀκόμα καί τήν
ἔξοδό μας ἀπό αὐτόν τόν τόσο πρόσκαιρο καί μάταιο κόσμο! Καί τέλος, ποιός
ξέρει;... μπορεῖ κάποια στιγμή νά τούς ξαναδοῦμε μπροστάρηδες σέ κάποιον
μελλοντικό ἀγῶνα γιά τή σωτηρία τῆς πατρίδας μας, ὅπως τό ἡρωϊκό ’21,
πού κρέμασαν στήν ἐκκλησιά τό πετραχήλι καί θυσιάζοντας αὐτό πού ἀπό
ὑπέρμετρη ἀγάπη τάχθηκαν νά ὑπηρετοῦν, ρίχτηκαν στόν ἀγῶνα, ξέροντας
ὅτι δέν θά μποροῦσαν πιά νά ξαναγγίξουν τό Σῶμα τοῦ ἀγαπημένου τους
Χριστοῦ ἐπάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Εἶναι μία θυσία τῆς ὁποίας τό μέγεθος δέν
μποροῦμε νά
αἰσθανθοῦμε ἀλλά οὔτε καί νά κατανοήσουμε.
Εὔχεσθε, λοιπόν, ὑπέρ τῶν Ἱερέων μας κι ἐκεῖνοι ἄς εὔχονται στόν
Χριστό ὑπέρ ἡμῶν.
Ὅταν ἱερέα στό δρόμο μου θά δῶ
ἡ καρδιά μου ἀπό χαρά θά πλημμυρίσει.
Εἶναι ὁ ἅγιος ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ
πού μέ ἀγάπη θά
σταθεῖ καί θά μ’ εὐλογήσει.
Ὅταν ἱερέα στό δρόμο μου θά δῶ
ἡ ψυχή μου ἀπό γαλήνη θά γεμίσει.
Στή σκοτεινή τή στράτα μου πού θά διαβῶ
φανάρι κι ὅπλο ἀνίκητο ἡ εὐχή του πού θά μέ στηρίξει.
Ὅταν στό δρόμο μου ἱερέα συναντῶ
μέ συγκίνηση τό χέρι του φιλάω.
Ἀναστάσιος Μυρίλλας
Εἶναι τό χέρι πού ἒχεῖ εὐλογηθεῖ ἀπ’ τόν Θεό
τ’ Ἅγιο Σῶμα Του νά θρίπτει γιά νά κοινωνάω.
Ὅταν ἱερέα στό δρόμο μου θά δῶ
σέ ἥρωες καί μάχες τό μυαλό μου θά πισωγυρίσει.
Εἶναι αὐτός πού σέ κάθε ἀγώνα μας γιά τή λευτεριά
τό λάβαρο ὕψωνε καί πρῶτος πήγαινε μπροστά
νά ἐμψυχώσει καί νά πολεμήσει.
Ὅταν ἱερέα στό δρόμο σου θά δεῖς
μ’ ἀγάπη καί μέ σεβασμό νά τοῦ μιλήσεις.
Γιά σένανε καί τούς δικούς σου τήν εὐχή
μά καί τήν εὐλογία του νά τοῦ ζητήσεις.
Εἶναι ὁ μόνος πού σέ κάθε Λειτουργιά
γιά κάθε ἕναν στό Χριστό θέ νά μιλήσει.
Γιά τόν δικό μας πόνο, ἀρρώστια ἤ ἀπελπισιά
γονατιστός τόν Θεό θά ἐκλιπαρήσει.
Σέ κάθε λύπη σου ἤ σέ χαρά
ὀρθός στῆς ἐκκλησιᾶς τήν Πύλη σέ σταυρώνει.
Μά καί στή στράτα σου ἀκόμα τή στερνή
ἀκούραστος μαζί σου προχωρεῖ
καί ἡ εὐχή του ζεστό ἀπάγκιο γιά τήν ψυχή
πού ὁ φόβος τήν παγώνει.
Ἀναστάσιος Μυρίλλας