Ικονίου Θεόληπτος: Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθ᾽ όλη την μακραίωνη ιστορία του εστάθη στύλος και εδραίωμα της αληθείας
Λόγος Πανηγυρικός εις την Κυριακήν της Ορθοδοξίας – Εκφωνήθηκε στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, κατά τήν Συνοδική και Πατριαρχική Θεία Λειτουργία την 24ῃ Μαρτίου 2013.
γραφείο ειδήσεων Amen.gr
25 Μαρτίου
Ακολουθεί η ομιλία που εκφώνησε ο Μητροπολίτης Ικονίου Θεόληπτος κατά την Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία που τελέστηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι:
«Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α Ιωάν. 5, 4).
Εορτάζει σήμερον η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία την νίκην και τον θρίαμβον αυτής εναντίον των ποικίλων εχθρών της πίστεως και της κοσμοσωτηριώδους αυτής διδασκαλίας.
Πολλάς νίκας και αρκετούς θριάμβους καταγράφει η ιστορία εν τη ανελίξει των αιώνων. Η σημερινή νίκη, όμως, και ο θρίαμβος της Εκκλησίας υπερτερεί κάθε άλλης νίκης και θριάμβου, καθότι δεν είναι νίκη εναντίον ενός η δύο εχθρών, αλλ᾽ εναντίον στρατιάς πολεμίων, συνιστά δε θρίαμβον σημαντικόν, θριάμβον εναντίον εχθρών τους οποίους εξώπλησεν ισχυρότατα ο άρχων του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου. Δια τούτο ο μαθητής της αγάπης, αναφερόμενος εις αυτήν την μοναδικήν νίκην, διακηρύσσει: «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών».
Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία,
Φιλέορτον εκκλησίασμα,
Εκ της νηπιακής Αυτού ηλικίας ο Αρχηγός της Εκκλησίας ημών Ιησούς Χριστός αντιμετώπισεν εχθρούς δυσώδεις και διωγμούς λυσσαλέους. Εις το άκουσμα της εκ Παρθένου γεννήσεως Αυτού «Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού». Και ότε ηνδρώθη και ήρχισε το κοσμοσωτήριον έργον Αυτού επί της γης, εις το άκουσμα της θείας διδασκαλίας Αυτού, δια την οποίαν οι ακούοντες εθαύμαζον λέγοντες ότι «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος», οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, όχι απλώς εταράχθησαν, αλλ᾽ ανεδείχθησαν άσπονδοι εχθροί Αυτού. Εμίσησαν Αυτόν θανασίμως. Παρηκολούθουν Αυτόν με κακάς διαθέσεις. Κατεσκόπευον Αυτόν πανταχόθεν. Διέβαλλον Αυτόν και εσυκοφάντουν. Διέστρεφον τα λόγια και περιφρόνουν τα θαυμάσια Αυτού. Υπεκίνησαν τον λαόν ενταντίον Αυτού, έπεισαν δε τον όχλον να ζητήση εκ της Ρωμαϊκής εξουσίας την θανατικήν Αυτού καταδίκην. Και απέθανεν ο Ιησούς Χριστός επί Σταυρού ως κακούργος, εν μέσω δύο ληστών, εγκαταλελειμμένος υπό πάντων, περιφρονημένος υπό ολοκλήρου του Ιουδαϊκού λαού και προδομένος υφ᾽ ενός των μαθητών Αυτού.
Και ανέστη μεν Εκείνος νικητής και θριαμβευτής, αλλ᾽ οι εχθροί Αυτού εστράφησαν κατά της Εκκλησίας και εδίωξαν Αυτήν απηνώς. Όπου διεδόθη η χριστιανική πίστις, το σωτήριον μήνυμα του Ευαγγελίου, ηγέρθησαν διωγμοί. Το απλούν αποστολικόν κήρυγμα ηκολούθη πάντοτε η μανία του ειδωλολατρικού κόσμου, των αυτοκρατόρων και βασιλέων κατά των χριστιανών, εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να πληρωθή ο λόγος του Προφητάνακτος Δαυίδ: «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού».
Άοπλοι ήσαν οι χριστιανοί και ανυπεράσπιστοι, αλλ᾽ όμως με μοναδικόν όπλον των την πίστιν εις τον Χριστόν, εβάδιζον εν μέσω ασπόνδων εχθρών, παραδιδόντες εαυτούς εις τον θάνατον δίχως αντίστασιν η γογγυσμόν αλλ᾽ «ως πρόβατα εν μέσω λύκων». Και δεν εθανατώνοντο απλώς, αλλά προηγείτο του θανάτου αυτών μαρτύριον, τρομακτικαί σκληρότητες και αδυσώπητα βασανιστήρια. Απειλαί, φυλακαί, ικριώματα, σταυροί, τροχοί, ξίφη, φλόγες, θηρία και κάθε είδους μαρτύρια εχρησιμοποιήθησαν εναντίον των χριστιανών, με σκοπόν να ματαιώσουν την επικράτησιν της χριστιανικής πίστεως και την εξάπλωσιν της Εκκλησίας του Χριστού.
Στρατόν ολόκληρον απετέλεσαν οι καλλίνικοι μάρτυρες, οι προσενέγκατνες εαυτούς ως τίμια σφάγια επί του βωμού της Ορθοδόξου Πίστεως. «Ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής». Πολλά τα εκατομμύρια των γνωστών και αγνώστων μαρτύρων της πίστεως των πρώτων αιώνων. Και δεν είναι μόνον αυτοί. Εις αυτούς προσετέθησαν και πολλοί άλλοι, μεταγενέστεροι, μαρτυρήσαντες κατά τους μετέπειτα καιρούς έως και κατά τους εσχάτους ημετέρους χρόνους.
Θα ανέμενε κανείς, μετά τοσούτους διωγμούς και τόσην αιματοχυσίαν, να πνιγή η Εκκλησία του Χριστού πλημμυρίζουσα εις το αίμα των τέκνων αυτής. Αυτό άλλωστε επεδίωκον και οι εχθροί Αυτής. Αλλά πόσον πολύ ηπατήθησαν! Η ιερά σπίθα της χριστιανικής πίστεως μετεβλήθη εις ουρανομήκη φλόγα, η οποία κατέκαυσε τους εχθρούς και πολεμίους αυτής. Η Εκκλησία του Χριστού, η οποία εμφανίζεται σήμερον εστεφανωμένη και ακτινοβολούσα, λάμπουσα και αστράπτουσα, περιβεβλημένη με αθάνατον δόξαν και αίλην επεκτείνεται εις ολόκληρον την οικουμένην. Και εν μέσω τρικυμιών τας οποίας αντιμετώπιζει ακόμη και σήμερον δεν παύει ποτέ να επισυνάγει υπό τας μητρικάς αυτής πτέρυγας τας γεννεάς των πιστών, χαρίζουσα εις αυτούς ανάπαυσιν, ανακούφισιν, παρηγορίαν, ειρήνην, ελπίδα, λύτρωσιν και σωτηρίαν.
Εκτός όμως των φανερών και ήδη μνημονευθέντων εχθρών της πίστεως, η Ορθοδοξος Εκκλησία είχε να αντιμετωπίση, εκ των πρώτων ήδη ιστορικών αυτής στιγμών, και πνευματικούς εχθρούς. Αντιμετώπισε τους ποικιλωνύμους αιρετικούς, οι οποίοι με τας κακοδοξίας των συνετάραξαν την Εκκλησίαν δι᾽ αρκετούς αιώνας. Η Εκκλησία όμως, συνεκέντρωσε και πάλιν τας δυνάμεις αυτής εναντίων των πολεμίων και συνεκρότησε τας Οικουμενικάς Συνόδους και ανέδειξε τους μεγαλωνύμους Πατέρας και διδασκάλους αυτής, οίτινες ημύνθησαν υπέρ των ορθοδόξων δογμάτων και κατωχύρωσαν τας αληθείας της ορθοδόξου ημών πίστεως.
Μόνο δια να εμποδίσωμεν την λήθην, θα αναφέρωμεν ότι μία εκ των πολλών αιρέσεων, η οποία εταλαιπώρησεν την Εκκλησίαν δι᾽ έτη πολλά, ήτο και η αίρεσις της εικονομαχίας. Αίρεσις μεγάλη, σκληρή και πολυχρόνια. Όμες η Εκκλησία, η οποία τελικώς εθριάμβευσε και τρανώς. δια της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου. διεκηρυξε ότι η τιμητική προσκύνησις των εικόνων αποτελεί «έγκριτον και θεάρεστον νομοθεσίαν, παράδοσιν δε της Εκκλησίας».
Τοιουτοτρόπως, δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν η εικών λαμβάνει τριαδολογικήν θεολογικήν έννοιαν, καθότι ο άνθρωπος αποτελεί εικών του Θεού. Και όταν οι χριστιανοι προσκυνούν τας ιεράς εικόνας με τας μορφάς των Αγίων ιστορημένας επ᾽ αυτών, δεν προσφέρουν εις αυτούς λατρείαν, η οποία ανήκει μόνον εις τον Θεόν, αλλά τιμήν, σεβασμόν και δόξαν προς τους φίλους του Θεού, προς Τον Οποίον απολήγει η τιμή, ότι «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού». Σαφώς και σοφώς, τω όντι, η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος ώρισεν ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν».
Η σημερινή εορτή της Ορθοδοξίας και της αναμνήσεως της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων σχετίζεται αμέσως με το Σεπτόν της Ορθοδοξίας Κέντρον, την Μητέρα των Εκκλησιών, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον καθ᾽ όλην την μακραίωνα αυτού ιστορίαν εστάθη στύλος και εδραίωμα της αληθείας. Και αυτό βεβαίως δεν συνέβη λόγω συμπτώσεως ιστορικής η συγκυριακής αλλά διότι η πολύπαθος και εσταυρωμένη Ορθοδοξία συνιστά έκφρασιν ζωής την οποίαν εκουσίως ενστερνίθη και διαχρονικώς εβίωσε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Διο και δυνάμεθα να είπωμεν ότι η πορεία της Ορθοδοξίας ταυτίζεται με την πορείαν αυτής της καθ᾽ ημάς Ανατολικής Εκκλησίας και ιδιαιτέρως μετά της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Πέραν δε τούτων πρέπει να σημειωθή και να τονισθή ότι ωρίσθη η πρώτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής να εορτάζεται ως Κυριακή της Ορθοδοξίας υπό της ενδημούσης εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (848) υπό την προεδρίαν του Προκατόχου Σας, Παναγιώτατε, μακαρία τη λήξει γενομένου αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Μεθοδίου. Και εθεσπίσθη η σημερινή ημέρα ως εορτή αναμνήσεως της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων και θριάμβου της Ορθοδοξίας κατά της εικονομαχίας και γενικότερον κατά πάσης πλάνης και αιρέσεως και επιβουλής των πολεμίων.
Αλλ᾽ η Ορθοδοξία δεν επαυσε να πολεμή και να αγωνίζηται δια την αλήθειαν και την μαρτυρίαν της ενότητος. Και σήμερον εισέτι αντιμετωπίζει πολλούς και διαφόρους πειρασμούς και εχθρούς και πλάνας, εσωτερικάς τε και εξωτερικάς. Αλλά η Εκκλησία του Χριστού δεν πτοείται, δεν θορυβείται και δεν καταβάλλεται. Παραμένει ακλόνητος και ασάλευτος εις τας θυέλλας και τας καταιγίδας τας οποίας συναντά, καθώς μαρτυρεί ο ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζων την ακατάβλητον αυτήν ισχύν της Εκκλησίας: «Εκκλησίας ουδέν ίσον. Μη μοι λέγε τείχη και όπλα, τείχη μεν γαρ τω χρόνω παλαιούνται, η Εκκλησία δε ουδέποτε γηρά. Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Εκκλησίας δε ουδέ δαίμονες περιγίνονται. Και ότι ου κόμπος τα ρήματα, μαρτυρεί τα πράγματα. Πόσοι επολέμησαν την Εκκλησίαν και οι πολεμήσαντες απώλοντο; Αύτη δε υπέρ τον ουρανόν αναβέβηκεν. Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία. Πολεμουμένη νικά και επιβουλευομένη περιγίνεται, υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα και ου καταπίπτει υπό των ελκών· κλυδωνίζεται αλλ’ ου καταποντίζεται· χειμάζεται αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει· παλαίει αλλ’ ουχ ηττάται· πυκτεύει αλλ’ ου νικάται».
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η πρώτη Εκκλησία των Ορθοδόξων, αποτελεί την ορατήν μορφήν της εν κόσμω στρατευομένης Εκκλησίας, την αρχήν των δογμάτων, την πηγήν της θεολογίας, την βάσην της αυθεντικότητας, την εγγύησιν της ενότητας αλλά κυρίως την ενσάρκωσιν της Ορθοδοξίας.
Δια τούτο έχωμεν καθήκον να μένωμεν ενωμένοι με τον κορμόν και μάλλον προσκολλημένοι εις την κοιτίδα της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Να διαφυλάττωμεν την πίστιν ημών από τας αιρέσεις και τας ποικιλωνύμους κακοδοξίας, αι οποίαι επιχειρούν να διασπάσωσιν την ενότητα και να νοθεύσωσιν την πίστιν, γεγονός το οποίον υπονοεί ότι θα πρέπει να είμεθα ορθόδοξοι ουχί μόνον κατά την πίστιν αλλά και κατά την ζωήν και το φρόνημα. Η Ορθοδοξία δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον εις μερικούς εξωτερικούς τύπους λατρείας, διότι τότε θα ομοιάση με την Φαρισαϊκήν πίστιν της εποχής του Κυρίου. Οφείλομεν να επιδιδώμεθα εις συνεχή πνευματικήν καλλιέργειαν, να καταπολεμώμεν την εσωστρέφειάν ημών, η οποία αναμφιβόλως θα οδηγήση ημάς εις την νέκρωσιν του ιδίου θελήματος και την πλήρη υποταγήν ημών εις το θέλημα του Χριστού. Μόνον τότε θα έχουν εφαρμογήν και δι᾽ ημάς οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Και μόνον τότε όλοι οι προασπισταί της Ορθοδοξίας θα δύνανται να συμμερισθούν τον εμπνευσμένον λόγον του σοφού Θεολόγου Ιωσήφ Βρυεννίου: «Ουκ απαρνησόμεθά σε φίλη ορθοδοξία, ου ψευσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας, εν σοι εγεννήθημεν, εν σοι ζώμεν και εν σοι κοιμηθησόμεθα. Ει δε και καλέσει καιρός και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα».
Εάν τις μένη κεκλεισμένος εις την εγωιστικήν αυτού αποκλειστικότητα, δεν υπηρετεί την Ορθοδοξίαν, αντιθέτως όστις διαλέγεται και υπερβαίνει τα καθ᾽ εαυτόν και κοιτάζει τον έτερον κατά πρόσωπον και κοινωνεί μετ᾽ αυτού, ούτος υπηρετεί την Ορθοδοξίαν και το Ορθόδοξον δόγμα. Όστις διαλέγεται διαλέγετε έπεται αυτομάτως τοις Αγίοις Πατράσιν ημών, όστις δε αρνείται τον διάλογον ομοιάζει τοις δαίμοσι και ταυτίζεται μετ᾽ αυτού. Επιτραπήτω μοι, Παναγιώτατε, να τονίσω απ᾽ Άμβωνος ταύτην την ιεράν στιγμήν τα αισθήματα χαράς, συγκινήσεως και υπερηφανίας όλων ημών δια την υπέρβασιν της Υμετέρας Σεπτής Κορυφής όπως μεταβή εις Ρώμην και παραστή προσωπικώς εις την τελετήν ενθρονίσεως του Προκαθημένου της Παλαιάς Ρώμης, Πάπα Φραγκίσκου.
Η πράξις αύτη της Υμετέρας Παναγιότητος οπωσδήποτε υπερέβη τα όρια της φαρισαϊκής τυπολατρίας, την οποίαν πολλοί δυστυχώς Ορθόδοξοι αδελφοί μας ενστερνίζονται έργοις τε και λόγοις σήμερον. Η κίνησις αύτη της Υμετέρας μεταβάσεώς εις Ρώμην εκφράζει ευαισθησίαν, πνευματικήν ανωτερότητα και αρχοντιά. Λέπτυνσιν της συνειδήσεως, του ορθοδόξου φρονήματος και ήθους, ως τρόπου ζωής. Κίνησιν μακροθυμίας και αγάπης ήτις αποτελεί την μόνην οδόν δια να επιτύχωμεν εντός ημών την ανακαίνισιν της αμαυρωθείσης εικόνος προς δόξαν της εικόνος του Όντος, του Θεού Δημιουργού.
Δια του τρόπου αυτού, ήτοι της εμπράκτου αγάπης, δεν παύομεν και ημείς εκ του Σεπτού της Ορθοδοξίας Κέντρου, να κηρύττωμεν μέχρι σήμερον το «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» και να εμμένωμεν πιστώς εις «α εδιδάχθημεν». Εμμένομεν εις την πίστιν των Οικουμενικών Συνόδων και της Ιεράς Παραδόσεως του Γένους ημών. Εμμένομεν εις την αταλάντευτον Ορθοδοξίαν με τας υψηλάς ευαισθησίας και την αξιοζήλευτον ευσυνειδησίαν.
Έργω και λόγω ανιστορούμεν την αναστήλωσιν της εικόνος του ανθρώπου και πάσης της κτίσεως, και προσευχητικώς και οφειλετικώς αποδίδομεν την τιμήν και την λατρείαν προς το θείον.
Η Μήτηρ αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και Υμείς Παναγιώτατε, ως ο σεπτός Οικουμενικός Πατριάρχης και Προκαθήμενος ημών προσκαλείται πάντας ημάς δια της αποστολικής ρήσεως την οποίαν εκ του Ιερού Ευαγγλίου ηκούσαμεν: «έρχεσθε και ίδετε». Να ίδωμεν ουχί μόνον την απαράλλακτον και απαραχάρακτον εικόνα του Ιησού Χριστού και της Αγίας Αυτού Εκκλησίας, αλλά και του δεινώς σήμερον δοκιμαζομένου πανταχόθεν ανθρώπου.
Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Ευχηθήτε όπως εις καιρούς χαλεπούς και δυσχειμέρους διατηρήσωμεν άπαντες εντός ημών απαραχάρακτον την θείαν εικόνα του ζώντος Θεού και της πνευματικής Ολκάδος και Κιβωτού, της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, δι’ Αυτής και εν μέσω Αυτής «λαλούντες ο οίδαμεν και μαρτυρούντες ο εωράκαμεν» (Ιω. 3, 11): «Συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιω. 1, 50), Συ ει η Μήτηρ των Εκκλησιών και τροφός της Οικουμένης, ο κατ᾽ εξοχήν οικείος χώρος της αληθούς φιλαδελφίας, της γνησίας φιλαλληλίας, της αλληλοπεριχωρήσεως πάντων ημών των εγγύς και μακράν τέκνων του Θεού «ίνα αξιώση πάντας της κλήσεως ο Θεός ημών και πληρώση πάσαν ευδοκίαν αγαθωσύνης και έργον πίστεως εν δυνάμει» (Β´, Θεσ. 1, 11).
Γένοιτο!
«Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α Ιωάν. 5, 4).
Εορτάζει σήμερον η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία την νίκην και τον θρίαμβον αυτής εναντίον των ποικίλων εχθρών της πίστεως και της κοσμοσωτηριώδους αυτής διδασκαλίας.
Πολλάς νίκας και αρκετούς θριάμβους καταγράφει η ιστορία εν τη ανελίξει των αιώνων. Η σημερινή νίκη, όμως, και ο θρίαμβος της Εκκλησίας υπερτερεί κάθε άλλης νίκης και θριάμβου, καθότι δεν είναι νίκη εναντίον ενός η δύο εχθρών, αλλ᾽ εναντίον στρατιάς πολεμίων, συνιστά δε θρίαμβον σημαντικόν, θριάμβον εναντίον εχθρών τους οποίους εξώπλησεν ισχυρότατα ο άρχων του κοσμοκράτορος του αιώνος τούτου. Δια τούτο ο μαθητής της αγάπης, αναφερόμενος εις αυτήν την μοναδικήν νίκην, διακηρύσσει: «Αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών».
Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Σεβασμία των Ιεραρχών χορεία,
Φιλέορτον εκκλησίασμα,
Εκ της νηπιακής Αυτού ηλικίας ο Αρχηγός της Εκκλησίας ημών Ιησούς Χριστός αντιμετώπισεν εχθρούς δυσώδεις και διωγμούς λυσσαλέους. Εις το άκουσμα της εκ Παρθένου γεννήσεως Αυτού «Ηρώδης ο βασιλεύς εταράχθη και πάσα Ιεροσόλυμα μετ’ αυτού». Και ότε ηνδρώθη και ήρχισε το κοσμοσωτήριον έργον Αυτού επί της γης, εις το άκουσμα της θείας διδασκαλίας Αυτού, δια την οποίαν οι ακούοντες εθαύμαζον λέγοντες ότι «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος», οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, όχι απλώς εταράχθησαν, αλλ᾽ ανεδείχθησαν άσπονδοι εχθροί Αυτού. Εμίσησαν Αυτόν θανασίμως. Παρηκολούθουν Αυτόν με κακάς διαθέσεις. Κατεσκόπευον Αυτόν πανταχόθεν. Διέβαλλον Αυτόν και εσυκοφάντουν. Διέστρεφον τα λόγια και περιφρόνουν τα θαυμάσια Αυτού. Υπεκίνησαν τον λαόν ενταντίον Αυτού, έπεισαν δε τον όχλον να ζητήση εκ της Ρωμαϊκής εξουσίας την θανατικήν Αυτού καταδίκην. Και απέθανεν ο Ιησούς Χριστός επί Σταυρού ως κακούργος, εν μέσω δύο ληστών, εγκαταλελειμμένος υπό πάντων, περιφρονημένος υπό ολοκλήρου του Ιουδαϊκού λαού και προδομένος υφ᾽ ενός των μαθητών Αυτού.
Και ανέστη μεν Εκείνος νικητής και θριαμβευτής, αλλ᾽ οι εχθροί Αυτού εστράφησαν κατά της Εκκλησίας και εδίωξαν Αυτήν απηνώς. Όπου διεδόθη η χριστιανική πίστις, το σωτήριον μήνυμα του Ευαγγελίου, ηγέρθησαν διωγμοί. Το απλούν αποστολικόν κήρυγμα ηκολούθη πάντοτε η μανία του ειδωλολατρικού κόσμου, των αυτοκρατόρων και βασιλέων κατά των χριστιανών, εις τοιούτον βαθμόν, ώστε να πληρωθή ο λόγος του Προφητάνακτος Δαυίδ: «Ίνα τι εφρύαξαν έθνη και λαοί εμελέτησαν κενά; Παρέστησαν οι βασιλείς της γης και οι άρχοντες συνήχθησαν επί το αυτό κατά του Κυρίου και κατά του χριστού αυτού».
Άοπλοι ήσαν οι χριστιανοί και ανυπεράσπιστοι, αλλ᾽ όμως με μοναδικόν όπλον των την πίστιν εις τον Χριστόν, εβάδιζον εν μέσω ασπόνδων εχθρών, παραδιδόντες εαυτούς εις τον θάνατον δίχως αντίστασιν η γογγυσμόν αλλ᾽ «ως πρόβατα εν μέσω λύκων». Και δεν εθανατώνοντο απλώς, αλλά προηγείτο του θανάτου αυτών μαρτύριον, τρομακτικαί σκληρότητες και αδυσώπητα βασανιστήρια. Απειλαί, φυλακαί, ικριώματα, σταυροί, τροχοί, ξίφη, φλόγες, θηρία και κάθε είδους μαρτύρια εχρησιμοποιήθησαν εναντίον των χριστιανών, με σκοπόν να ματαιώσουν την επικράτησιν της χριστιανικής πίστεως και την εξάπλωσιν της Εκκλησίας του Χριστού.
Στρατόν ολόκληρον απετέλεσαν οι καλλίνικοι μάρτυρες, οι προσενέγκατνες εαυτούς ως τίμια σφάγια επί του βωμού της Ορθοδόξου Πίστεως. «Ένεκά σου θανατούμεθα όλην την ημέραν, ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής». Πολλά τα εκατομμύρια των γνωστών και αγνώστων μαρτύρων της πίστεως των πρώτων αιώνων. Και δεν είναι μόνον αυτοί. Εις αυτούς προσετέθησαν και πολλοί άλλοι, μεταγενέστεροι, μαρτυρήσαντες κατά τους μετέπειτα καιρούς έως και κατά τους εσχάτους ημετέρους χρόνους.
Θα ανέμενε κανείς, μετά τοσούτους διωγμούς και τόσην αιματοχυσίαν, να πνιγή η Εκκλησία του Χριστού πλημμυρίζουσα εις το αίμα των τέκνων αυτής. Αυτό άλλωστε επεδίωκον και οι εχθροί Αυτής. Αλλά πόσον πολύ ηπατήθησαν! Η ιερά σπίθα της χριστιανικής πίστεως μετεβλήθη εις ουρανομήκη φλόγα, η οποία κατέκαυσε τους εχθρούς και πολεμίους αυτής. Η Εκκλησία του Χριστού, η οποία εμφανίζεται σήμερον εστεφανωμένη και ακτινοβολούσα, λάμπουσα και αστράπτουσα, περιβεβλημένη με αθάνατον δόξαν και αίλην επεκτείνεται εις ολόκληρον την οικουμένην. Και εν μέσω τρικυμιών τας οποίας αντιμετώπιζει ακόμη και σήμερον δεν παύει ποτέ να επισυνάγει υπό τας μητρικάς αυτής πτέρυγας τας γεννεάς των πιστών, χαρίζουσα εις αυτούς ανάπαυσιν, ανακούφισιν, παρηγορίαν, ειρήνην, ελπίδα, λύτρωσιν και σωτηρίαν.
Εκτός όμως των φανερών και ήδη μνημονευθέντων εχθρών της πίστεως, η Ορθοδοξος Εκκλησία είχε να αντιμετωπίση, εκ των πρώτων ήδη ιστορικών αυτής στιγμών, και πνευματικούς εχθρούς. Αντιμετώπισε τους ποικιλωνύμους αιρετικούς, οι οποίοι με τας κακοδοξίας των συνετάραξαν την Εκκλησίαν δι᾽ αρκετούς αιώνας. Η Εκκλησία όμως, συνεκέντρωσε και πάλιν τας δυνάμεις αυτής εναντίων των πολεμίων και συνεκρότησε τας Οικουμενικάς Συνόδους και ανέδειξε τους μεγαλωνύμους Πατέρας και διδασκάλους αυτής, οίτινες ημύνθησαν υπέρ των ορθοδόξων δογμάτων και κατωχύρωσαν τας αληθείας της ορθοδόξου ημών πίστεως.
Μόνο δια να εμποδίσωμεν την λήθην, θα αναφέρωμεν ότι μία εκ των πολλών αιρέσεων, η οποία εταλαιπώρησεν την Εκκλησίαν δι᾽ έτη πολλά, ήτο και η αίρεσις της εικονομαχίας. Αίρεσις μεγάλη, σκληρή και πολυχρόνια. Όμες η Εκκλησία, η οποία τελικώς εθριάμβευσε και τρανώς. δια της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου. διεκηρυξε ότι η τιμητική προσκύνησις των εικόνων αποτελεί «έγκριτον και θεάρεστον νομοθεσίαν, παράδοσιν δε της Εκκλησίας».
Τοιουτοτρόπως, δια την Ορθόδοξον Εκκλησίαν η εικών λαμβάνει τριαδολογικήν θεολογικήν έννοιαν, καθότι ο άνθρωπος αποτελεί εικών του Θεού. Και όταν οι χριστιανοι προσκυνούν τας ιεράς εικόνας με τας μορφάς των Αγίων ιστορημένας επ᾽ αυτών, δεν προσφέρουν εις αυτούς λατρείαν, η οποία ανήκει μόνον εις τον Θεόν, αλλά τιμήν, σεβασμόν και δόξαν προς τους φίλους του Θεού, προς Τον Οποίον απολήγει η τιμή, ότι «θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις Αυτού». Σαφώς και σοφώς, τω όντι, η Ζ´ Οικουμενική Σύνοδος ώρισεν ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν».
Η σημερινή εορτή της Ορθοδοξίας και της αναμνήσεως της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων σχετίζεται αμέσως με το Σεπτόν της Ορθοδοξίας Κέντρον, την Μητέρα των Εκκλησιών, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον καθ᾽ όλην την μακραίωνα αυτού ιστορίαν εστάθη στύλος και εδραίωμα της αληθείας. Και αυτό βεβαίως δεν συνέβη λόγω συμπτώσεως ιστορικής η συγκυριακής αλλά διότι η πολύπαθος και εσταυρωμένη Ορθοδοξία συνιστά έκφρασιν ζωής την οποίαν εκουσίως ενστερνίθη και διαχρονικώς εβίωσε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Διο και δυνάμεθα να είπωμεν ότι η πορεία της Ορθοδοξίας ταυτίζεται με την πορείαν αυτής της καθ᾽ ημάς Ανατολικής Εκκλησίας και ιδιαιτέρως μετά της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Πέραν δε τούτων πρέπει να σημειωθή και να τονισθή ότι ωρίσθη η πρώτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής να εορτάζεται ως Κυριακή της Ορθοδοξίας υπό της ενδημούσης εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου (848) υπό την προεδρίαν του Προκατόχου Σας, Παναγιώτατε, μακαρία τη λήξει γενομένου αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Μεθοδίου. Και εθεσπίσθη η σημερινή ημέρα ως εορτή αναμνήσεως της αναστηλώσεως των ιερών εικόνων και θριάμβου της Ορθοδοξίας κατά της εικονομαχίας και γενικότερον κατά πάσης πλάνης και αιρέσεως και επιβουλής των πολεμίων.
Αλλ᾽ η Ορθοδοξία δεν επαυσε να πολεμή και να αγωνίζηται δια την αλήθειαν και την μαρτυρίαν της ενότητος. Και σήμερον εισέτι αντιμετωπίζει πολλούς και διαφόρους πειρασμούς και εχθρούς και πλάνας, εσωτερικάς τε και εξωτερικάς. Αλλά η Εκκλησία του Χριστού δεν πτοείται, δεν θορυβείται και δεν καταβάλλεται. Παραμένει ακλόνητος και ασάλευτος εις τας θυέλλας και τας καταιγίδας τας οποίας συναντά, καθώς μαρτυρεί ο ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζων την ακατάβλητον αυτήν ισχύν της Εκκλησίας: «Εκκλησίας ουδέν ίσον. Μη μοι λέγε τείχη και όπλα, τείχη μεν γαρ τω χρόνω παλαιούνται, η Εκκλησία δε ουδέποτε γηρά. Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Εκκλησίας δε ουδέ δαίμονες περιγίνονται. Και ότι ου κόμπος τα ρήματα, μαρτυρεί τα πράγματα. Πόσοι επολέμησαν την Εκκλησίαν και οι πολεμήσαντες απώλοντο; Αύτη δε υπέρ τον ουρανόν αναβέβηκεν. Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία. Πολεμουμένη νικά και επιβουλευομένη περιγίνεται, υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται· δέχεται τραύματα και ου καταπίπτει υπό των ελκών· κλυδωνίζεται αλλ’ ου καταποντίζεται· χειμάζεται αλλά ναυάγιον ουχ υπομένει· παλαίει αλλ’ ουχ ηττάται· πυκτεύει αλλ’ ου νικάται».
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η πρώτη Εκκλησία των Ορθοδόξων, αποτελεί την ορατήν μορφήν της εν κόσμω στρατευομένης Εκκλησίας, την αρχήν των δογμάτων, την πηγήν της θεολογίας, την βάσην της αυθεντικότητας, την εγγύησιν της ενότητας αλλά κυρίως την ενσάρκωσιν της Ορθοδοξίας.
Δια τούτο έχωμεν καθήκον να μένωμεν ενωμένοι με τον κορμόν και μάλλον προσκολλημένοι εις την κοιτίδα της Ορθοδοξίας, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον. Να διαφυλάττωμεν την πίστιν ημών από τας αιρέσεις και τας ποικιλωνύμους κακοδοξίας, αι οποίαι επιχειρούν να διασπάσωσιν την ενότητα και να νοθεύσωσιν την πίστιν, γεγονός το οποίον υπονοεί ότι θα πρέπει να είμεθα ορθόδοξοι ουχί μόνον κατά την πίστιν αλλά και κατά την ζωήν και το φρόνημα. Η Ορθοδοξία δεν πρέπει να περιορίζεται μόνον εις μερικούς εξωτερικούς τύπους λατρείας, διότι τότε θα ομοιάση με την Φαρισαϊκήν πίστιν της εποχής του Κυρίου. Οφείλομεν να επιδιδώμεθα εις συνεχή πνευματικήν καλλιέργειαν, να καταπολεμώμεν την εσωστρέφειάν ημών, η οποία αναμφιβόλως θα οδηγήση ημάς εις την νέκρωσιν του ιδίου θελήματος και την πλήρη υποταγήν ημών εις το θέλημα του Χριστού. Μόνον τότε θα έχουν εφαρμογήν και δι᾽ ημάς οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Και μόνον τότε όλοι οι προασπισταί της Ορθοδοξίας θα δύνανται να συμμερισθούν τον εμπνευσμένον λόγον του σοφού Θεολόγου Ιωσήφ Βρυεννίου: «Ουκ απαρνησόμεθά σε φίλη ορθοδοξία, ου ψευσόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας, εν σοι εγεννήθημεν, εν σοι ζώμεν και εν σοι κοιμηθησόμεθα. Ει δε και καλέσει καιρός και μυριάκις υπέρ σου τεθνηξόμεθα».
Εάν τις μένη κεκλεισμένος εις την εγωιστικήν αυτού αποκλειστικότητα, δεν υπηρετεί την Ορθοδοξίαν, αντιθέτως όστις διαλέγεται και υπερβαίνει τα καθ᾽ εαυτόν και κοιτάζει τον έτερον κατά πρόσωπον και κοινωνεί μετ᾽ αυτού, ούτος υπηρετεί την Ορθοδοξίαν και το Ορθόδοξον δόγμα. Όστις διαλέγεται διαλέγετε έπεται αυτομάτως τοις Αγίοις Πατράσιν ημών, όστις δε αρνείται τον διάλογον ομοιάζει τοις δαίμοσι και ταυτίζεται μετ᾽ αυτού. Επιτραπήτω μοι, Παναγιώτατε, να τονίσω απ᾽ Άμβωνος ταύτην την ιεράν στιγμήν τα αισθήματα χαράς, συγκινήσεως και υπερηφανίας όλων ημών δια την υπέρβασιν της Υμετέρας Σεπτής Κορυφής όπως μεταβή εις Ρώμην και παραστή προσωπικώς εις την τελετήν ενθρονίσεως του Προκαθημένου της Παλαιάς Ρώμης, Πάπα Φραγκίσκου.
Η πράξις αύτη της Υμετέρας Παναγιότητος οπωσδήποτε υπερέβη τα όρια της φαρισαϊκής τυπολατρίας, την οποίαν πολλοί δυστυχώς Ορθόδοξοι αδελφοί μας ενστερνίζονται έργοις τε και λόγοις σήμερον. Η κίνησις αύτη της Υμετέρας μεταβάσεώς εις Ρώμην εκφράζει ευαισθησίαν, πνευματικήν ανωτερότητα και αρχοντιά. Λέπτυνσιν της συνειδήσεως, του ορθοδόξου φρονήματος και ήθους, ως τρόπου ζωής. Κίνησιν μακροθυμίας και αγάπης ήτις αποτελεί την μόνην οδόν δια να επιτύχωμεν εντός ημών την ανακαίνισιν της αμαυρωθείσης εικόνος προς δόξαν της εικόνος του Όντος, του Θεού Δημιουργού.
Δια του τρόπου αυτού, ήτοι της εμπράκτου αγάπης, δεν παύομεν και ημείς εκ του Σεπτού της Ορθοδοξίας Κέντρου, να κηρύττωμεν μέχρι σήμερον το «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν» και να εμμένωμεν πιστώς εις «α εδιδάχθημεν». Εμμένομεν εις την πίστιν των Οικουμενικών Συνόδων και της Ιεράς Παραδόσεως του Γένους ημών. Εμμένομεν εις την αταλάντευτον Ορθοδοξίαν με τας υψηλάς ευαισθησίας και την αξιοζήλευτον ευσυνειδησίαν.
Έργω και λόγω ανιστορούμεν την αναστήλωσιν της εικόνος του ανθρώπου και πάσης της κτίσεως, και προσευχητικώς και οφειλετικώς αποδίδομεν την τιμήν και την λατρείαν προς το θείον.
Η Μήτηρ αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και Υμείς Παναγιώτατε, ως ο σεπτός Οικουμενικός Πατριάρχης και Προκαθήμενος ημών προσκαλείται πάντας ημάς δια της αποστολικής ρήσεως την οποίαν εκ του Ιερού Ευαγγλίου ηκούσαμεν: «έρχεσθε και ίδετε». Να ίδωμεν ουχί μόνον την απαράλλακτον και απαραχάρακτον εικόνα του Ιησού Χριστού και της Αγίας Αυτού Εκκλησίας, αλλά και του δεινώς σήμερον δοκιμαζομένου πανταχόθεν ανθρώπου.
Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα,
Ευχηθήτε όπως εις καιρούς χαλεπούς και δυσχειμέρους διατηρήσωμεν άπαντες εντός ημών απαραχάρακτον την θείαν εικόνα του ζώντος Θεού και της πνευματικής Ολκάδος και Κιβωτού, της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, δι’ Αυτής και εν μέσω Αυτής «λαλούντες ο οίδαμεν και μαρτυρούντες ο εωράκαμεν» (Ιω. 3, 11): «Συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιω. 1, 50), Συ ει η Μήτηρ των Εκκλησιών και τροφός της Οικουμένης, ο κατ᾽ εξοχήν οικείος χώρος της αληθούς φιλαδελφίας, της γνησίας φιλαλληλίας, της αλληλοπεριχωρήσεως πάντων ημών των εγγύς και μακράν τέκνων του Θεού «ίνα αξιώση πάντας της κλήσεως ο Θεός ημών και πληρώση πάσαν ευδοκίαν αγαθωσύνης και έργον πίστεως εν δυνάμει» (Β´, Θεσ. 1, 11).
Γένοιτο!