(ΠΡ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΑΒΟΥΡΙΔΟΥ ΄΄ΑΠΑΝΤΑ΄΄ Α΄ ΤΟΜΟΣ ΣΕΛ. 21-36)
(Απόδοσις κειμένου: Κ.Μ. Ελαφρά διορθωμένο)
Ὁ θεσμός της Χριστιανικής πίστεως έχει θείαν προέλευσιν, εξάπλωσιν και στερέωσιν εις τον κόσμον. Eπειδή αυτή έχει την αρχήν και την υπόστασίν της εις το Θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού Χριστού, έχει και το πνεύμα θείον και θείαν την δύναμιν αυτής, «και πύλαι άδου, ου δύναται κατισχύσαι», κατά την αψευδή ρήση του ιδρυτού αυτής:
῾῾Σύ εἶ Πέτρος,και ἐπί ταύτη τῆ πέτρα οἰκοδομήσω μου την Ἐκκλησίαν, καί πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς᾽᾽.
Ἡ θεία και ακαταμάχητος δύναμις της χριστιανικής πίστεως κατεδείχθη περίτρανη σε όλους τους είκοσι σχεδόν αιώνες από της επικρατήσεώς της εις τον κόσμο. Γι’ αυτό όσες φορές αυτή αγωνίστηκε και πάλεψε κατά των ορατών και αοράτων εχθρών της, κατά τους χαλεπούς και δύσκολους καιρούς των χριστιανικών διωγμών,πάντοτε εξήρχετο νικήτρια και θριαμβεύουσα από πάσης επιβουλής και αντιδράσεως, που προβάλαν οι αντίπαλοι αυτής.
Ὀσες φορές αυτή απολάμβανε ελευθερία και ειρήνη εις τους κόλπους της, άνθιζε και καρποφορούσε πλουσία η πνευματική συγκομιδή εις τα εκκλησιαστικά χώματα της,και με ζήλο εμάζευε τον πνευματικό και ηθικό πλούτο στις αποθήκες της διανοίας και της καρδίας των ευσεβών χριστιανών. Βεβαίως η εκκλησία στη ροή των αιώνων γνώρισε και χρόνους καταπτώσεως και παρακμής, αλλά η αιτία προέρχεται, όχι από έλλειψη πνευματικής δυνάμεως , αλλά από εσφαλμένη αντίληψη και κακή χρήση της δυνάμεώς της, από τον κάθε ηγέτη και διοικητή αυτής. Οι χρόνοι της εκκλησιαστικής δόξας και ακμής της,συμπίπτουν με την εμφάνιση των λαμπρών φωστήρων και μεγαλοφρόνων ιεραρχών, των φορέων και εμψυχωτών των δογματικών και ηθικών διδαγμάτων της Χριστιανικής Πίστεως. Και πάλιν οι χρόνοι της Εκκλησιαστικής καταπτώσεως συμπίπτουν με την εμφάνιση μικρών στη διάνοια και χλιαρών στη ψυχή εκκλησιαστικών αρχόντων και ηγετών της, που έφεραν οι χαλεποί καιροί στην διοίκηση και στο πηδάλιον της χειμαζομένης εκκλησιαστικής ολκάδος.
Γι’αυτό και ένας από τους εκκλησιαστικούς λογογράφους στον καιρό της παρακμής αναφωνεί τα εξής:
<<πού η ελευθέρα και αυτοτελής έρευνα των αποστολικών πατέρων και ομολογητών, που η μεγαλοφυιά και το προφανές των επιχειρημάτων του Μ.Αθανασίου, που η εμβρίθεια και μεγαλοφροσύνη του Μ.Βασιλείου, που η μυσταγωγική και φιλοσοφική διάνοια των Γρηγορίων, που η δημιουργός φαντασία και ερμηνευτική δεινότης του ιερού Χρυσοστόμου, που η αδρά και ευρυμαθής διάνοια του Μ.Φωτίου, που το καινοφενές θέλγητρον ακμαίου πνευματικού βίου, που ο πλούτος εξαισίων θεολογικών συγγραμάτων, που η τοσαύτη πλυθύς πνευματοφόρων και αδαμαντίνων χαρακτήρων, που μετά θαυμασμού παρατηρεί κανείς σε κάθε σελίδα της εκκλησιαστικής ιστορίας των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού;>>
Aν οι αποστολικοί πατέρες και η φαεινή πλειάς των σοφών και μεγαλοφρόνων πατριαρχών και ιεραρχών έδωσαν εις την εκκλησία του Χριστού θείαν αίγλην και δόξαν, τούτο το κατώρθωσαν διότι είχαν πίστην ακράδαντον εις τον Χριστόν και βαθείαν συναίσθησιν της θείας και υψηλής τους απόστολης.
Εις τούτο χωρίς αντίρρηση συνηργεί και η ακαταγώνιστος δύναμις της Θείας Χάριτος, της αειζώου πηγής πάσης σοφίας,δυνάμεως και αληθείας. ’Οντως οι ιεροί και ευγενείς αγώνες της πίστεως και της πατρίδος τότε μόνο φέρουν καρπόν και κατισχύουν, όταν αυτοί που αγωνίζονται εμπνέωνται από υψηλά και ιδεώδη φρονήματα, και ζωογονώνται από την ακαταμάχητον δύναμιν της πίστεως και τον δυναμικόν της πατρίδος παλμόν.
Οι ιεροί αυτοί αγωνισταί πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι εις τον εκκλησιαστικόν και εθνικόν αγώνα θα συναντήσουν ισχυρές αντιδράσεις και δύσκολα εμπόδια, αλλά όλα αυτά θα τα ξεπεράσουνε και ασφαλώς προς την νίκην θα φτάσουνε, όταν εξουδετερώσουν πάσαν προσωπικήν φιλοδοξίαν και ιδιοτέλειαν εις το ύψος του ιερού αγώνος, και αποβλέπουν στη δόξα και το μεγαλείον της εκκλησίας και εθνικής ιδεολογίας.
Τα δυο αυτά σεμνά, και περιφανή καυχήματα παντός Ορθοδόξου Έλληνα, αντιμετώπισαν κατά τους απαίσιους χρόνους της μισητής και χωρίς όρια δουλείας τους πιο φοβερούς διωγμούς, αλλά οι άγρυπνοι επί των εκκλησιαστικών και εθνικών επάλξεων φρουροί, εξήρχοντο πάντοτε νικηταί και τροπαιούχοι κατά των ισχυρών πολεμίων χάρις εις την πίστην και ακράδαντον πεποίθησιν που είχαν αυτοί εις την γοητείαν της Ελληνικής ιδεολογίας. Ὁντως αν οι μεγαλόψυχοι και ανδρείοι εκείνοι ιεράρχαι του υποδούλου Γένους επίλεκτοι, εις τους δυσκόλους εκείνους της δουλείας χρόνους, κατόρθωσαν να διασώσουν την ορθόδοξο και εθνική συνείδησιν, τούτο οφείλεται εις την ακαταμάχητον δύναμιν και εγκαρδίωσιν, που ενέπνεον εις την καρδίαν αυτών τα δυο αυτά ιδανικά.
Και πάλιν αν αυτοί για να διατηρήσουν και να παραδώσουν εις ημάς αλώβητον, και χωρίς να έχει μειωθεί, την εκκλησιαστικήν και εθνικήν παρακαταθήκην δεν φοβήθηκαν να ορθώσουν το ανάστημα τους κατά τυράννων ισχυρών και αιμοχαρών, χωρίς να δειλιάσουν και τη ζωή τους να δώσουν στον ιερό βωμό της ορθοδοξίας ως καλλιέργημα σεπτόν, πόσω μάλλον εμείς που ζούμε κάτω από τη σκέπη και την προστασίαν της φιλελευθέρας Ελληνικής επικρατείας, δεν πρέπει να υπερασπίσουμε τα δυο αυτά ιδανικά που από παντού βάλλονται από των ποικίλων και πολυωνύμων αντορθοδόξων και αντεθνικών προπαγανδών; Οφείλω όμως να σημειώσω και να τονίσω κατά την απαίτηση της αληθείας,ότι οι κατά καιρούς Άρχοντες και ανώτατοι πολιτικοί δεν δείξανε την δέουσα φροντίδα κατά των ξενικών προπαγανδών, αλλά αντιμετώπισαν αυτές με χλιαρότητα και μικροψυχίαν.
Αλλά μήπως και οι εκάστοτε κυβερνήται της νεωτέρας Ελλάδος, φρόντισαν να ενισχύσουν και να τονώσουν το πανίσχυρον και ακαταγώνιστον φρόνημα της εθνικής ιδεολογίας, χαρακτηριζομένης υπό κάποιων νεωτεριστών πολιτικών ανδρών ως προγονοπληξίας και να συνδιάσωσιν αυτήν προς την θαυμαστήν και πανσθενουργόν δύναμιν της Ορθοδοξίας; Από εδώ αρχίζει η γενική κατάπτωσις και χαλάρωσις των δυο τούτων ιδανικών, η παρατηρούμενη εις την ψυχήν της Ελληνικής κοινωνίας, που στα σπλάχνα της οποίας βόσκει ακοίμητος ο σκώληξ της κομματικής και εθνοκτόνου αλληλομαχίας. Ιδού πως ένας εκ των νεωτέρων Ελλήνων λογογράφων και δραματικών συγγραφέων,ο αείμνηστος Πολίτης, περιγράφει τα ελαττώματα των εκάστοτε Ελληνικών κυβερνήσεων κατά την παρελθούσαν εκατονταετίαν.
<<Το μέγα, λέγει, σφάλμα όλων εκείνων, που κράτησαν επι εκατό χρόνια στα χέρια τους τις τύχες του Ελληνικού λαού, ειναί ότι παραμέλησαν να απευθυνθούν εις το πνεύμα του, παραμέλησαν την εσωτερικήν του ανεξαρτησίαν. Πολιτεία, Εκκλησία, Εκπαίδευσις, Βιβλιοθήκαι, Θεατρά, Πινακοθήκαι, Εκδόσεις, Μουσεία, ήταν πάντα ως ασχολίαν δευτερεύουσας σημασίας,ως κάτι ξένον προς το έθνικόν ενδιάφερον, και εις τέτοιαν αθλιότητα είχε αφεθή επι δεκάδες έτη ο διδάσκαλος και ο ιερεύς, ώστε είναι δίκαιον να γίνη και θέμα φάρσας. Ποιά εφημερίδα και σήμερον ακόμη τολμά να βάλη εις την θέσιν του κυρίου άρθρου της μίαν μελέτην η ανακοίνωσιν, επάνω σε φιλοσοφικά, πνευματικά και κοινωνικά θέματα; Το κύριον ενδιαφέρον του Ελλ.τύπου αναφέρεται μόνο εις την πολιτική, που ποτέ δεν αισθάνθη η επραγματεύθη ως πνευματική δύναμη. Ἐτσι κατορθώσαμε να φέρουμε σε τέτοια εθνική σύγχυση τον Λαό μας ώστε να μην μπορεί να διακρίνει το αγαθό από το κακό>>.
Χωρίς αμφιβολίαν δεν έχει άδικον ο άνω λογογράφος, διότι η κατάπτωσις μιάς πολιτείας η Εκκλησίας οφείλεται κατά το μεγαλύτερον μέρος εις την αμέλειαν και αδιαφορίαν που επιδεικνύουν οι Άρχοντες των δυο τούτων εξουσιών κατά εν λόγιον κοινόν <<τοῖς Ἄρχουσιν οἴωθεν μιμεῖσθαι τό ἀρχόμενον>>. Κατά ταύτα η ακμή και η ευημερία μίας πολιτείας, η Εκκλησίας, είναι ανάλογος προς την τιμιότητα και ηθικότητα των κυβερνώντων πολιτικών και Εκκλησιαστικών Αρχόντων και ηγετών.
Γι᾿αυτό αυτοί λόγω της δυναμικής επιρροής, και της υψηλής αυτών αποστολής πρέπει να υπερέχουν παντός άλλου εις την ευθύτητα του χαρακτήρος τους, την πολιτική ικανότητα και τις ηθικές αρχές, διότι απ᾿αυτούς θα αντλήσουν και οι κυβερνώμενοι τα καλά παραδείγματα, που θα διδάξουν σ᾿αυτούς, πως οφείλουν αυτοί να ζούν, και να συμπεριφέρονται πολιτικώς, Εκκλησιαστικώς και κοινωνικώς, για να καταστούν τίμιοι πολίτες, καλοί Χριστιανοί, χρήσιμοι οικογενειάρχες, και κατά πάντα ευτυχείς.
Γι᾿αυτό και ο Συνταγματολόγος αείμνηστος Σαρίπολος, ο πρεσβύτερος λέγει τα εξής.
<<Ἐξ᾿ὅλων τῶν ἐπιστημῶν ἡ ὑπερ πᾶσαν ἄλλην πολυειδεῖς ἀπαιτοῦσα γνώσεις,καί ὑπέρ πᾶσαν ἄλλην την ἀρετήν ἀσκοῦσα,εἶναι ἡ πολιτική ἐπιστήμη.Διότι ἡ μέν τῶν ἄλλων ἐπιστημῶν και τεχνῶν σπουδή κατασκευάζει ἐπιστήμονας καί τεχνίτας,ἡ δε πολιτική ἐπιστήμη ἐλευθέρους καί εὐδαίμονας κατεργάζεται τούς πολίτας.>>
Δυστυχώς όλοι σχεδόν οι πολιτικοί άνδρες του κόσμου κατά την τελευταία πεντηκονταετία αδιαφορώντες για τη ψυχή, το κυριώτατο αυτό συστατικό του ανθρώπου και τη πηγή της υγιούς προόδου και αληθινής ευδαιμονίας, και θέτοντας εις την μοίρα του το μέρος της ψυχικής μορφώσεως δια της καλλιεργείας του θρησκευτικού και ηθικού συναισθήματος, απέβλεψαν μόνον εις την καλλιέργειαν της διανοίας δια της αναπτύξεως των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, αφήνοντας την ψυχήν και πάσαν ιδεολογίαν να βασανίζεται και να εξαντλείται συνεχώς εις την ξηρά έρημο της κομματικής συναλλαγής και της πολιτικής σκοπιμότητος.
Ἐτσι η ενεργητικότης των εκάστοτε πολιτικών κυβερνήσεων,απέβλεπε μόνο εις την απόκτησιν επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, και την δημιουργίαν πλουτοφόρων πηγών δια της αναπτύξεως νέων έργων παραγωγικών.
Βεβαίως δεν θέλω να αμφισβητήσω, ότι η επιστημονική και τεχνική κατάρτισις των πολιτών δεν συμβάλλει εις την οικονομικήν ευπραγίαν και ευδαιμονίαν αυτών, αλλά να διαπιστώσω, ότι μόνον ο επιστημονικός και τεχνικός παράγων δεν δύναται να καταστήση έναν λαόν ευδαίμονα και ένδοξον, εάν με την επιστημονικήν και τεχνικήν ανάπτυξιν και την λοιπή υλικήν ευπορίαν δεν συμβαδίζει και η ανάλογος θρησκευτική, ηθική και εθνική μόρφωσις αυτού, που αποτελεί την συνισταμένην της προόδου και του πολιτισμού. Ὀντως το βαρόμετρον της προόδου και της περιποθήτου ευδαιμονίας του ανθρώπου αποτελεί, όχι τόσο ο υλικός πλούτος και τα επίκαιρα υλικά αγαθά, όσο η ορθή αντίληψις και κατανόησις της πνευματικής αξίας του ανθρώπου, και της υψηλής και θείας αυτού αποστολής. Και τούτο, διότι η φύσις του ανθρώπου είναι τέτοια, ώστε με την μεγάλην οικονομικήν ευπορίαν και την συσσώρευσιν πολλών υλικών αγαθών να δημιουργή ολοένα και περιττάς ανάγκας που αυτές, χωρίς να συντρέχωσιν εις την αύξησιν της ευτυχίας,εναντίον καθιστούν αυτή επίπονη και δυσεπίτευκτη.
Ἐτσι αν ο άνθρωπος γνώριζε καλύτερα την ανθρωπίνην φύσιν,και τον υψηλό εις τον κόσμο προορισμό του,και αν τις προσπάθειες και τις θυσίες που υποβάλλεται δια την εκπλήρωσιν των περιττών τούτων αναγκών, τις αφιέρωνε δια την εθνική και ηθική και την διάπλασιν του χαρακτήρος του, θα απέβαινε ευτυχέστερος και χρησιμώτερος παράγοντας δια την οικογενειά του, την κοινωνίαν και φυσικά την Εκκλησίαν.
Αλήθεια η μονομερής ανάπτυξις του ανθρώπου, δηλαδή η καλλιέργεια και ανάπτυξις μόνο της διανοίας, και η διάδοσις των επιστημονικών και τεχνικών φώτων, δεν μπορούν αυτά και μόνον να καταστήσουν τον άνθρωπο ευτυχή, εάν εκ παραλλήλου δεν τύχει αυτός και της δεούσης θρησκευτικής, εθνικής και ηθικής μορφώσεως. Γι’αυτό και η αιτία όλης της δυστυχίας που κατατρέχει την όλην ανθρωπότητα είναι, ότι οι άνθρωποι δεν δίνουν την δέουσαν φροντίδα και προσοχήν εις την μόρφωσιν του έσω ανθρώπου δια της κατανοήσεως της πνευματικής αξίας του και της πραγματικής αυτού ευτυχίας και υψηλής εις τον κόσμο αποστολής. Τρανή απόδειξις, ότι την πρόοδον και την ευτυχίαν του ανθρώπου βοηθάει όχι ο πολλαπλασιασμός των υλικών αγαθών και του σώματος, αλλά η τελειοτέρα και ηθικωτέρα ανάπτυξις της ψυχής, και η περισσοτέρα αύξησις των πνευματικών αγαθών, είναι η δύσις, που το κολοσσιαίον και περίλαμπρον άγαλμα της διανοητικής περιόδου και της υλικής ζωής, που ανήγειρεν σ’αυτήν ο μονομερής Ευρωπαικός πολιτισμός, συνέτριψεν ο εγωισμός και η ιδιοτέλειαν των πολιτικών αυτής ανδρών κατά τον πρώτο και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Την μοιραίαν αυτήν και κολοσσιαίαν καταστροφήν προεξήγειλεν διάσημος δημοσιογράφος και κοινωνιολόγος, γράφωντας τα εξής βαθυστόχαστα λόγια:
<<Θαμπώθηκε, λέγει, η γενιά μας από τα πλούτη που δημιούργησε, και τα οποία αποκτά μετά τόσης ευκολίας, και νομίζει ότι η υλική ευτυχία είναι η μοναδική και απόλυτος του ανθρώπου ευτυχία, δεν διερωτάται ποτέ μήπως πληρώσουμε την τεραστίαν αυτήν ανάπτυξιν του οικονομικού βίου δια μιάς πολιτικής, διανοητικής και ηθικής καταπτώσεως; Ὁσον και λαμπρός και αν είναι ο Ευρωπαικός πολιτισμός , παρουσιάζει σχεδόν ένα μόνιμο ελάττωμα το οποίον φαίνεται ολοένα και πιο έντονα.Στερείται αυτός ισορροπίας, διότι ολοένα τείνει εις το να ωθήσει την πρόοδον μόνον προς μερικάς διευθύνσεις, παρέχων περίσσευμα αναπτύξεως σε τόπους ενεργείας και δράσεως ,αφίνων άλλους εν’αδρανεία και καταπτώσει>>.
Ο σοφός Κοραής λακωνικότατα παρέστησε την έννοιαν αυτήν δια των εξής λέξεων:
<<Η αληθής πρόοδος και ευτυχίαν του ανθρώπου βρίσκεται εις την εναρμόνιον διάπλασιν του νού και της καρδίας>>.
Δια τούτο όλοι οι πολιτισμοί των εθνών άνθιζαν και καρποφορούσαν,όταν αυτοί ανέπνεαν από την ζωογονητική πνοή της θρησκείας και της ηθικής.
Ὀπως ο άνθρωπος φθείρεται και μαραζώνει, όταν η ψυχή αυτού μουχλιάζει εις τον βόρβορο της φιληδονίας και της ακολασίας, έτσι και ο πολιτισμός ενός έθνους δεν δύναται να συγκρατηθή στην ακμή και τη δόξη του,όταν φυγαδευθή, από την ζωή αυτού ο δημιουργικός και ζωογόνος παλμός της θρησκείας και της ηθικής.
Και αν το φαινόμενο τούτο είναι δυσπαράδεκτον και δυσδιάκριτον, όμως δεν απέχει τούτο από την σκληρά πραγματικότητα. Και τούτο διότι οι ηθικοί νόμοι είναι απαράβατοι και ανίκητοι,ως και οι φυσικοί νόμοι με μόνην διαφορά, ότι αυτοί μεν λειτουργούν απ’ευθείας, και εκδηλώνουν αμέσως τα αποτελέσματα της λειτουργίας αυτών, ενώ εκείνοι λειτουργούν ελικοειδώς, και εκδηλώνουν τα αποτελέσματα της λειτουργίας αυτών κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα. Προς τούτοις ανώτερος πνευματικός και ηθικός έχει και τούτο το πλεονέκτημα κατά του υλικού πολιτισμού, δηλαδή να επιζή αυτός και της υποδουλώσεως του έθνους του, υπό άλλου έθνους υλικώς ισχυροτέρου. Και όταν το κατακτούν έθνος μειονεκτή πνευματικώς, τούτο κατακτάται από του υποδούλου έθνους, λόγω του ανωτέρου πολιτισμού του. Τούτο ακριβώς παρετηρήθη εις τον ανώτερον Ελληνικόν και χριστιανικόν πολιτισμόν, διότι ο πρώτος κατέχει τα σκήπτρα της ανθρωπίνου σοφίας, ο δε δεύτερος εκπροσωπεί το θείον ιδεώδες και το υπέρτατον κάλλος της ανθρωπίνου ψυχής.
Εις την επίδρασιν και την αφομοιωτικήν δύναμιν του ανωτέρου Ελληνικού πολιτισμού οφείλεται και το γεγονός της συν τω χρόνω μεταβολής της Mεγάλης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εις μία Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία, συνεργούντος και του Χριστιανικού Πνεύματος.
Η Ελλάς είπε κάποιος των Αρχαίων Ελλήνων σοφών,
«ὡς ἀσκός ἐν οἴδμασι ποντοπορεύσει δῦναι δέτι οὐ θέμις ἐστίν».
Την τοιαύτη ζωτικότητα και αφομοιωτική δύναμιν του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος θέλων να παραστήση κάποιος των νεοτέρων σοφών εξέφρασεν αυτήν δια των εξής παραστατικών λόγων:
«Την χώραν της Ελλάδος, λέγει, προσπάθησαν να κατακτήσουν Πέρσαι, Άραβες πειραταί, Ενετοί ναύαρχοι, Τούρκοι Γενίτσαροι, Σλαύοι, αλλά άπαντες αλλάζοντας εξουσία εξηφανίσθησαν, η δε Ελληνική ιδέα αναγγενάται συνεχώς ισχυροτέρα, και το Έθνος των Ελλήνων ανα πάντα αιώνα αδιαλείπτως παράγει σειρά νέων ηρώων, είτε της πίστεως, είτε της πατρίδος από του Θεμιστοκλέους μέχρι του Κανάρη.
Ο Ελληνισμός, ούτε υλικόν κατασκεύασμα είναι, ούτε προιόν τύχης. Τα άλλα έθνη διεπλάσθησαν «οἱωνει ἄκοντα» είτε υπό των περιστάσεων, είτε υπό του κλίματος, είτε υπό της εξωτερικής βίας των ανθρώπων και των πραγμάτων, ο δε Ελληνισμός των πνευματικών ανθρωπίνων έργων το πνευματικώτερον κατασκεύασμα ων, πλάττει αυτός εαυτόν».
Ακόμα ένας των νεωτέρων Ελλήνων λογογράφων εκφράζει ακόμα πιο πολύ την ζωτικότητα και την αιωνιότητα του Ελληνικού Πνεύματος και την αθανασίαν της Ελλάδος λέγων τα εξής:
«Ας μη λησμονώμεν ποτέ, ότι των Ελλήνων Γενάρχης τυγχάνει ο Προμηθεύς ο συμβολίζων του Ελληνικού Γένους την δράσιν εν τω κόσμω ούτινος τάς τύχας και τάς περιπέτειες κληρονόμησε η Ελλάς, των Εθνών Προμηθεύς αναδειχθείσα. Το υπό γυπών κατατρωγόμενον ήπαρ (συκώτι) αυτής, καθηλωμένης επί του βράχου της ιστορίας, ανανεώνεται πάντοτε, ως το του Προμηθέως, δεν λείπει δε εκάστοτε εκ των σπλάχνων και των αιμάτων αυτής να αναπηδάει ο σωτήρ Ηρακλής, ο φονεύων το κατασπαράσσον όρνεον, και αποκαθηλών Αυτήν, και δια τα δεινά και τους αγώνας αυτής με την αθανασίαν αμείβων».
Τόσην όντως ζωτικότητα είχεν ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, ώστε εχρησίμευσεν ως πηγή όχι μόνο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά και ως μέσον και όργανον προς διατύπωσιν και διάδοσιν ενός άλλου πολιτισμού, που του παρέδωσε τα σκήπτρα αναγνωρίσας την ανωτερότητα και τελειότητα αυτού. Ο ανώτερος αυτός και τελειότερος πολιτισμός, ο διεκδικήσας τα σκήπτρα της εξυψώσεως και της ηθικής τελειοποιήσεως του ανθρώπου, είναι ο Χριστιανισμός ο εξημερώσας και εξευγενίσας τα ήθη της ανθρωπότητος, και καθοδηγήσας αυτήν εις την οδόν της προόδου και της αληθινής ευδαιμονίας του ανθρώπου επί γής και εν ουρανοίς.
Διότι ο Χριστιανικός πολιτισμός διήνοιξεν ουρανίους ορίζοντας ιδεών, αγνώστων πριν εις την ανθρώπινη διάνοιαν, και τις νοεράς πτέρυγας του ανθρώπου διανοίξας, οδήγησε αυτόν εις τις ιδεώδεις σφαίρας της αληθινής θεογνωσίας και αθανασίας. Είναι και τούτο ένα ευτύχημα, και μια επί πλέον αφορμή για εμάς τους ορθοδόξους Έλληνες να καυχιόμαστε, καθ’ όσον ο νέος αυτός πολιτισμός ο τελειότατος πάντων, που ανάγει την αρχήν και την γέννησή του, εις τον Θεάνθρωπον Ιησούν, έλαβε την διατύπωση και την ανάπτυξη αυτού δια της αθανάτου και μελιρρήτου Ελληνικής γλώσσης, και της μυσταγωγικής Ελληνικής φιλοσοφίας και γραμματολογίας.
Όντως μόνον η αρμονική και πλουσία Ελληνική γλώσσα, και μόνη η αποτελούμενη από πολλά μέρη διανοία του Έλληνος ως και η ποιητική και εύπτερος φαντασία αυτού, ηδύνατο να διεισδύση εις τα άδυτα των Θείων Μυστηρίων και να διερμηνεύση τα υπερφυή και υπέρ ανθρωπίνην έννοια δόγματα του Χριστιανισμού. Τον άριστον τούτον συνδυασμόν της Χριστιανικής Θρησκείας και της Ελληνικής φιλοσοφίας προκατήγγειλεν αυτός ο Θεάνθρωπος Ιησούς, που εις το αντίκρυσμα του πρώτου Έλληνος στην Ιερουσαλήμ εξεφώνησε την επιγραμματικήν και αθάνατον εκείνην ρήτραν: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου». Από τότε ο Χριστιανισμός και ο Ελληνισμός ενώθησαν τόσο πολύ ώστε να μην δύναται κάποιος να νοηθή Έλλην χωρίς να είναι και Ορθόδοξος Χριστιανός.
Ο συνδυασμός αυτός δεν είναι τυχαίος, αλλά έχει βαθύτερον λόγον εις την Θείαν και ανθρωπίνην υπόστασιν. Καθ’ όσον ο άνθρωπος καλλιεργώντας τας νοεράς και πνευματικάς δυνάμεις, που επροικίσθη αυτός υπό του Δημιουργού και φθάσας μετά πάροδον αιώνων εις το κατακόρυφον της ανθρωπίνου τελειότητος εις το πρόσωπο των Ελλήνων φιλοσόφων, δεν κατόρθωσε, και παρ’ όλην την εμφάνισιν των φαεινοτέρων και μυσταγωγικοτέρων Ελληνικών διανοιών, και την παραγωγήν των θαυμασίων προϊόντων της διανοίας και ευψυχίας αυτών, δεν κατόρθωσε λέγω ο άνθρωπος να λάβη πλήρη επίγνωσιν της πνευματικής αξίας και του υψηλού αυτού προορισμού, και να κατευθύνη τις σκέψεις και τις ενέργειες του εις τον ουρανό, που γι’ αυτό προορίσθη.
Αλήθεια το ανθρώπινον πνεύμα καλλιεργούμενον και εξελισσόμενον δια των αιώνων, ξετύλιξε τας πλέον μυστηριώδεις της καρδίας πτυχάς, και εξευρεύνησε τα βάθη της ανθρωπίνου ψυχής και διανοίας αναχθέν μέχρι της Θείας αυτού προελεύσεως και αποστολής. Έτσι το ανθρώπινον πνεύμα επί πλέον διείσδυσε εντός του γνόφου των ουρανίων σωμάτων και καθώρισε τας διαστάσεις και τας κινήσεις αυτών εις τω ουρανίω στερεώματι, βλέποντας ουράνια σώματα που προκαλούν τον ίλιγγο και τον θαυμασμό δια το μέγεθος και την σελαγίζουσα λαμπρότητα αυτών. Και όμως παρ’ όλην την ανάπτυξιν και την έξαρσιν, που αφίκετο το ανθρώπινον πνεύμα, δεν κατάφερε να εύρη την κλείδα, που λύεται το αιώνιον πρόβλημα της ανθρωπίνου ζωής και της υπερκοσμίου και θείας αυτού εν τω κόσμω αποστολής.
Επειδή δε η διάνοια και η καρδία του ανθρώπου είναι δεκτικαί ποικίλων παραστάσεων και ιδεών, βρέθηκε ο άνθρωπος εις ένα τέτοιον λαβύρινθον σκέψεων και κρίσεων, και εις μίαν δίνην πόθων και επιθυμιών, ώστε απέβαινεν άβουλος και παρασυρμένος διαφόρων ψευδών θρησκειών που εκ της καθέδρας δίδασκαν εις την ανθρωπότητα οι διάφοροι φιλόσοφοι και Αρχηγοί των διαφόρων επικρατειών.
Αλλά ούτε και οι υλικές θρησκείες και φιλοσοφικές θεωρίες των σοφών, ούτε οι απολαύσεις των επιγείων τρυφών και ηδονών, ήταν ικανές να προσφέρουν εις τον άνθρωπον την υπ’ αυτού ποθουμένην και επιδιωκουμένην ευδαιμονίαν, και να πληρώσωσι το εν τη ψυχή αυτού κενόν. Απεναντίας του δημιουργούν μάλλον χαύνωση με την απόλαυση των υλικών και επίκαιρων του κόσμου τούτου αγαθών. Και όσο ανεπτύσσετο με την πάροδον των αιώνων ο άνθρωπος, και όσο ανεκάλυπτε νέες πηγές διανοητικών και αισθητικών απολαύσεων, τόσο αισθανόταν τη χαρά και ευτυχίαν να απομακρύνετο απ’ αυτόν.
Η κακοδαιμονία δε του ανθρώπου ήρθε εις το κατακόρυφο, όταν εις τον κόσμον εμφανίσθηκαν οι πρώτοι μεγέθους Αυτοκράτορες, και οι έξοχοι φιλοσοφικοί νόες, που καταπλήξαντες τον κόσμον με τα ανυπέρβλητα προϊόντα των φιλοσοφικών θεωριών αυτών. Συνέπεσεν δε η εμφάνισις των προνομιούχων τούτων ανδρών, με την κορύφωσιν της ηθικής διαφθοράς και παρακμής των ηθών. Και τούτο έγινε όχι τυχαίως, αλλά για να δηλωθή ότι το ανθρώπινον πνεύμα και εις τον κολόφωνα της ακμής και μεγαλουργίας του δεν κατάφερε να επαναφέρη τον εκπεσόντα άνθρωπο εις την πρώτη του παραδεισένια ευτυχία και αθανασίαν του, που εξέπεσε συνέπεια της προπατορικής αμαρτίας. Απ’ την κακοδαιμονίαν και απόγνωσιν, που περιήλθεν ο άνθρωπος, διατελών υπό την τυραννικήν εξουσίαν του Διαβόλου, ουδεμία άλλη δύναμις μπορούσε να τον λυτρώση, παρά μόνον η θεία δύναμις και φιλανθρωπία.
Διό και όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός εξαπέστειλεν εις τον κόσμον τον Μονογενή Αυτού Υιόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, που γενόμενος και τέλειος άνθρωπος χωρίς να παύση να είναι και τέλειος Θεός, ελευθέρωσε τον άνθρωπο από τον ζυγό του Διαβόλου και την τυρρανικήν εξουσίαν του κακού και της αμαρτίας.
«Τοσοῦτον γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τον κόσμον, ὥστε καί τόν μονογενῆ Αὐτοῦ Υἱόν ἔδωκεν, ἵνα πᾶς, ὁ πιστεύων εἰς Αὐτόν, μή ἀπώληται, ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον». Έτσι ο εκ της Παρθένου γεννηθείς, όχι εκ θελήματος ανδρός, αλλά δια της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος Θεάνθρωπος Ιησούς, έδωσεν τον εαυτόν του εξιλαστήριον θύμα εις τον σταυρόν προς εξιλέωσιν της Θείας δικαιοσύνης, που απαιτεί την εις θάνατον καταδίκην του αμαρτωλού, «ἦ δ’ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ θανάτω ἀποθανεῖσθε», απάλλαξε τον άνθρωπον απ’ την θανατικήν καταδίκην και αναγεννήσας αυτόν πνευματικώς δια της πιστεώς του αγίου Βαπτίσματος, και τον αποκατάστησεν εις το πρώτο χάρισμα της υιοθεσίας και της αθανασίας. «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται».
Κατά ταύτα ο αληθινός Χριστιανός, ενωμένος δια της πίστεως και του βαπτίσματος μετά του Χριστού, έρχεται όχι μόνον προς νέον φωτισμόν της διανοίας, αλλά και νέας ηθικάς δυνάμεις, ώστε να δύναται και αυτός με την βοήθεια του Χριστού να νικά την δύναμιν του πονηρού, και να νεκρώνει τα άλογα πάθη, γενόμενος μέτοχος της βασιλείας του Θεού, και συγκληρονόμος της δόξης του Χριστού.
Η μετά του Χριστού ενότης των γενεών είναι υπέρ πάσαν άλλη ενότητα, ισχυροτέρα, ιερωτέρα, και επιβληκωτέρα. Ανάπτει εις την ψυχήν του ανθρώπου την φλόγα ενός έρωτα, που νεκρώνει κάθε άλλο έρωτα, και αυτόν του εαυτού μας ακόμη. Εις το θαύμα αυτό πώς να μην αναγνωρίσουμε τον Χριστόν δημιουργόν και κύριον του κόσμουϗ
Το μεγαλύτερο θαύμα που έκανε ο Χριστός, είναι η βασιλεία της φιλανθρωπίας, που εκήρυξεν και καθιέρωσεν ως βάσιν της θρησκείας αυτού. Αυτός μόνο επέτυχε να υψώση την καρδίαν του ανθρώπου υπέρ παν επίγειον αγαθόν, θυσιαζόμενος χάριν του ονόματος Αυτού. Όλοι όσοι πιστεύουν ειλικρινώς εις Αυτόν, αισθάνονται τούτον τον ιερόν δεσμόν, και τον ανώτερον και υπερφυσικόν έρωτα προς τον Χριστόν, που είναι φαινόμενον ανεξήγητον και ακατάληπτον εις τον ανθρώπινον λόγον, και αδύνατον εις την ανθρωπίνην δύναμιν. Τούτο είναι το ιερόν πυρ, που έβαλεν εις την γην ο Χριστός, ο νέος αυτός Προμηθεύς, αλλά και ο χρόνος που δαμάζει τα πάντα, δεν δύναται να φθείρη αλλά ούτε και να περιορίσει την δύναμιν Αυτού.
Εκείνο που αποτελεί εξαιρετικόν ευεργέτημα και δώρημα της Χριστιανικής θρησκείας, δεν είναι μόνον η Δογματική και ηθική τελειότητα αυτής, αλλά η νέα ηθική και θετική δύναμις, που ενισχύει ο Χριστός εις την ανθρώπινην ψυχήν προς κατόρθωσιν της αρετής και εκπλήρωσιν της θείας αυτής αποστολής. Κάθε ένα Μυστήριον της Χριστιανικής πίστεως δεν έχει μόνον Δογματικόν αλλά και ηθικόν περιεχόμενον. Παραδείγματος χάριν, εις το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος, η δογματική έννοια έγκειται, εις την ενότητα της Θείας ουσίας εν τη τριαδικότητι των προσώπων, η δε ηθική έννοια του Μυστηρίου έγκειται εις την μίαν και την αυτήν αγάπην, που έχουν και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος εν τη αμοιβαία κοινωνία αυτών.
Ο άνθρωπος από την φύσιν του διαστέλλει το δικό του εγώ, με το εγώ των άλλων ανθρώπων, και συνεπώς δεν δύναται να αγαπά τον άλλον εν διαρκεί διαθέσει, εκτός εις την περίπτωσιν που συμπίπτουν η συμφωνούν τα δυο εγώ. Την διαστολήν αυτήν, που δεν υπάρχει εις τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, που έχουν όχι μόνον μίαν ουσία, αλλά και μίαν αγάπην, την διαστολήν λέγω αυτήν των ανθρωπίνων εγώ, που εξ’ αυτής πηγάζει η αμαρτία και το κακόν, κατήλθεν ο Θεάνθρωπος Ιησούς εις τον κόσμον, ίνα καταργήση και να ενώση τον άνθρωπον δια της πίστεως με τον εαυτό του, και μέσω Αυτού με όλους τους ανθρώπους.
Και δια της ενώσεως αυτής καθίσταται ο Χριστός σύμμαχος και συνεργός του ανθρώπου εις το δύσκολον έργον της ηθικής επιδόσεως και τελειοποιήσεως αυτού. Ιδού λοιπόν η ηθική ιδέα και η ηθική δύναμις που αντλεί ο Χριστιανός εκ της πίστεως προς το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος. Χωρίς την ηθικήν αυτήν δύναμιν, της απορρεούσης εκ της πίστεως προς τον Χριστόν, ο φυσικός άνθρωπος δεν δύναται να πραγματοποιήση το Ευαγγελικόν ιδεώδες της ηθικής.
Διότι αδυνατεί αυτός να αγαπήση τον άλλον εν διαρκεί διαθέσει, λόγω της διαστολής των διαφόρων εγώ, αλλά ούτε και να δικαιολογήση την λογικήν ανάγκην, να ελαττώσει τας φυσικάς αυτού ορμάς, και να πράττη το αγαθόν καταπολεμώντας το ενστικτώδες όρμημα, το εγειρόμενον κατά της αρετής και της ηθικής αυτού τελειοποιήσεως. Αυτός είναι ο λόγος που χωρίς την πίστη εις τον Χριστόν, καθίσταται ανέφικτος η ηθική τελειότητα, εφ’ όσον αυτή συνδέεται μετά θλίψεων και θυσιών, δια την εξουδετέρωσιν των οποίων δεν αρκούν μόνον οι ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου. Γι’ αυτό και έχει ο άνθρωπος απόλυτον ανάγκη της συμμαχίας και της βοηθείας του Χριστού, που χωρίς αυτήν ο άνθρωπος γίνεται δούλος του πονηρού και αιχμάλωτος της αμαρτίας και του κακού.
Γι’ αυτό είπεν ο Χριστός: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Έτσι εξηγείται και η ευκολία και χαρά, που επιτελούσαν οι Άγιοι την αρετήν, χαίροντες και ψάλλοντες ακόμη και στις μαρτυρικές θλίψεις τους τα μεγαλεία του Θεού.
Τέτοια λοιπόν δύναμιν ασκεί η Χριστιανική πίστη εις την διάνοιαν και την ψυχήν του ανθρώπου. Και όταν αυτόν τον επισκιάση η χάρις και η δύναμις του Χριστού, δεν σκέπτεται πλέον, και δεν επιθυμεί αυτός τίποτα άλλο παρά το αγαθόν και την αρετήν. Αφού λοιπόν έχουμε μίαν τέτοιαν θαυματουργόν θρησκείαν, και μίαν τέτοιαν εθνικήν ιστορίαν, που είναι γεμάτη δόξα και μεγαλουργία, γιατί να μην φυλλάξουμε αυτάς ως κόρην οφθαλμού, και να μην χρησιμοποιήσουμεν τα δυο ταύτα σεμνώματα και εγκαλωπίσματα δια την μόρφωσιν και εξευγένισιν της ψυχής, και την διάπλασιν του ηθικού χαρακτήροςϗ
Πρίν τελειώσω την ροή του λόγου, και προσορμισθώ εις τον λιμένα της διαλεξεώς μου, επιτρέψτε μου να θέσω ως επιστέγασμα αυτής τα εμβριθή και βαθυστόχαστα λόγια περί της Ορθοδόξου πίστεως και της Εθνικής ιδεολογίας, του αείμνηστου δραματικού λογογράφου της νεωτέρας Ελλάδος, Δ. Βερναρδάκη.
«και όμως λέγει, η πίστις του Χριστού πρέπει να είναι το κάλλιστον γνώρισμα, και το πολυτιμότατον κόσμημα της νεωτέρας Ελλάδος. Όπως δε η έννοια της πατρίδος και της ελευθερίας, έτσι και η Ορθόδοξος θρησκεία πρέπει να αναζωπυρώνει τις καρδιές των νεωτέρων Ελλήνων. Διότι η πίστις αυτή η ιερά είναι η πρωτότοκος κόρη της Ελλάδος και το κάλλιστον θρέμμα και γαλούχημα της Ελληνικής φιλοσοφίας. Ο πνευματικός άνθρωπος από την θρησκεία ζωογονείται, διότι αυτή και μόνη ικανοποιεί τις Θείες εμπνεύσεις και εξάρσεις του Ελληνικού πνεύματος».
Είθε τα σοφά και βαθυστόχαστα λόγια του σοφού τούτου καθηγητού να εύρωσιν βαθείαν την απήχησιν εις τις καρδιές των Εκκλησιαστικών και Εθνικών ηγετών, αλλά και εις τον Ελληνικόν λαόν, προς δόξαν της Ορθοδοξίας και της Εθνικής ιδεολογίας.
(ΠΡ. ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΑΒΟΥΡΙΔΟΥ ΄΄ΑΠΑΝΤΑ΄΄ Α΄ ΤΟΜΟΣ ΣΕΛ. 21-36)