Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος ὁ Μέγας
Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶχαν μεγάλη πίστη καὶ θεάρεστη ζωή, τὸν Παῦλο καὶ τὴν Διονυσία, τὸ 377 στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Σὲ ἡλικία τριῶν χρόνων χάνει τὸν πατέρα του, ἀλλὰ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς χῆρες γυναῖκες ποὺ διατήρησαν ὅλη τὴν ψυχική τους δύναμη καὶ μπόρεσαν νὰ ἀναδείξουν μεγάλα τὰ παιδιά τους. Ὁ ἐπίσκοπος Εὐτρώϊος διέκρινε τὰ χαρίσματα τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ προστάτευσε. Ἀφοῦ σπούδασε ὁ Εὐθύμιος, χειροτονεῖται διάκονος, καί, κατόπιν, Ἱερέας καὶ μάλιστα, κρίνεται κατάλληλος νὰ διευθύνει τὸ μοναστήρι τῆς Μελιτηνῆς. Πόθος του, ὅμως, ἦταν νὰ πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους. Πράγματι, τὸ 406 ὁ Θεὸς τὸν ἀξιώνει καὶ πηγαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα. Τὰ μεγάλα πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ χαρίσματά του γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἐκεῖ. Στὸ ἡσυχαστήριό του συγκεντρώνονται πολλοὶ ζηλωτὲς μοναχοὶ καὶ τὸν ἐκλέγουν ἡγούμενο. Τὸ νέο του ἀξίωμα ὁ Εὐθύμιος τὸ διαχειρίζεται σωστὰ καὶ ἀρχίζει συστηματικὴ Ἱεραποστολικὴ ἐργασία χριστιανικοῦ φωτισμοῦ μεταξὺ τῶν ἀραβικῶν πληθυσμῶν, φέρνοντας πολλοὺς Ἄραβες στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, ὁ Εὐθύμιος «θέρισε» πολλὲς ψυχὲς στὸν πνευματικὸ ἀγρὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας, «Ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ἑλκύει ψυχὲς στὴ σωτηρία παίρνει μισθὸ καὶ ἀποθηκεύει καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Εὐθύμιος, τὸ ἔτος 473 σὲ ἡλικία 97 ἐτῶν, παραδίδει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἀφοῦ τὸν ὑπηρέτησε μέχρι τέλους, καὶ δίκαια ὀνομάστηκε Μέγας.
(Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, κατὰ τὴν 7η τοῦ μηνὸς Μαΐου φέρεται «ἡ μετάθεσις τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου». Στὸν δὲ Συναξαριστὴ Delehaye σελ. 406, ἀναφέρεται κατὰ τὴν 19η Ἰανουαρίου, «ἐπάνοδος τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου»).
Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶχαν μεγάλη πίστη καὶ θεάρεστη ζωή, τὸν Παῦλο καὶ τὴν Διονυσία, τὸ 377 στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρμενίας. Σὲ ἡλικία τριῶν χρόνων χάνει τὸν πατέρα του, ἀλλὰ ἡ μητέρα του ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς χῆρες γυναῖκες ποὺ διατήρησαν ὅλη τὴν ψυχική τους δύναμη καὶ μπόρεσαν νὰ ἀναδείξουν μεγάλα τὰ παιδιά τους. Ὁ ἐπίσκοπος Εὐτρώϊος διέκρινε τὰ χαρίσματα τοῦ παιδιοῦ καὶ τὸ προστάτευσε. Ἀφοῦ σπούδασε ὁ Εὐθύμιος, χειροτονεῖται διάκονος, καί, κατόπιν, Ἱερέας καὶ μάλιστα, κρίνεται κατάλληλος νὰ διευθύνει τὸ μοναστήρι τῆς Μελιτηνῆς. Πόθος του, ὅμως, ἦταν νὰ πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους. Πράγματι, τὸ 406 ὁ Θεὸς τὸν ἀξιώνει καὶ πηγαίνει στὰ Ἱεροσόλυμα. Τὰ μεγάλα πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ χαρίσματά του γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἐκεῖ. Στὸ ἡσυχαστήριό του συγκεντρώνονται πολλοὶ ζηλωτὲς μοναχοὶ καὶ τὸν ἐκλέγουν ἡγούμενο. Τὸ νέο του ἀξίωμα ὁ Εὐθύμιος τὸ διαχειρίζεται σωστὰ καὶ ἀρχίζει συστηματικὴ Ἱεραποστολικὴ ἐργασία χριστιανικοῦ φωτισμοῦ μεταξὺ τῶν ἀραβικῶν πληθυσμῶν, φέρνοντας πολλοὺς Ἄραβες στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, ὁ Εὐθύμιος «θέρισε» πολλὲς ψυχὲς στὸν πνευματικὸ ἀγρὸ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου μας, «Ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ἑλκύει ψυχὲς στὴ σωτηρία παίρνει μισθὸ καὶ ἀποθηκεύει καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Εὐθύμιος, τὸ ἔτος 473 σὲ ἡλικία 97 ἐτῶν, παραδίδει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο, ἀφοῦ τὸν ὑπηρέτησε μέχρι τέλους, καὶ δίκαια ὀνομάστηκε Μέγας.
(Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, κατὰ τὴν 7η τοῦ μηνὸς Μαΐου φέρεται «ἡ μετάθεσις τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου». Στὸν δὲ Συναξαριστὴ Delehaye σελ. 406, ἀναφέρεται κατὰ τὴν 19η Ἰανουαρίου, «ἐπάνοδος τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Εὐθυμίου»).