Προσευχές που συλλέχθηκαν από τις θείες Γραφές,
οι περισσότερες μάλιστα από τον άγιο Εφραίμ,
γι' αυτούς που θέλουν να πολεμήσουν την προαίρεσή τους,
που είναι προσκολλημένη στα πάθη και τις ηδονές
οι περισσότερες μάλιστα από τον άγιο Εφραίμ,
γι' αυτούς που θέλουν να πολεμήσουν την προαίρεσή τους,
που είναι προσκολλημένη στα πάθη και τις ηδονές
Ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου: Πένθος εἰς τὸν ἐσπερινό τῆς Δευτέρας
Δέξου
τη δέηση ρυπαρού και ακάθαρτου στόματος, Δέσποτα των απάντων,
φιλάνθρωπε Ιησού Χριστέ, και μη με αποστραφείς, επειδή είμαι ανάξιος και
ασύνετος, ούτε να θεωρήσεις την ψυχή μου, που πλησιάζει στον άδη,
ανάξια της δικής σου παρηγοριάς.
Αναζήτησέ με, όπως το χαμένο πρόβατο, διότι έχω στερηθεί από κάθε προθυμία και σκέψη να διορθώσω τον εαυτό μου. Επειδή τυφλώθηκα δηλαδή από τις ηδονές, έχω σκοτισμένη την ψυχή μου, και έχω πωρωμένη την καρδιά μου από τη μέθη των παθών. Εξομολογούμαι σ' εσένα, Κύριε, Σωτήρα του κόσμου, όλη τη σκληρότητά μου, την πονηρία μου, την απερισκεψία μου. Θα ομολογήσω επίσης όλη τη χαρά σου, τη γλυκύτητά σου, που πρόσφερες σ' εμένα χάρη στην καλοσύνη σου, φιλάνθρωπε.
Από τα μικρά μου χρόνια σε παρόργισα, έδειξα απροθυμία στο αγαθό, επινόησα κάθε κακία, διέπραξα εύκολα κάθε αμαρτία. Εσύ όμως, Δέσποτα, παρέβλεψες όλη την πονηρία μου χάρη στους πολλούς οικτιρμούς σου, Υιέ του Θεού. Η κεφαλή μου ανυψώνεται με τη χάρη σου, Δέσποτα, ενώ εξαιτίας των αμαρτιών μου πάλι ταπεινώνεται. Με προσελκύει πάλι η χάρη σου στη ζωή, αλλά εγώ περισσότερο κατευθύνομαι με πολλή προθυμία στο θάνατο, διότι η πολύ κακή συνήθεια της χαλαρότητας μου με παρασύρει προς τον εαυτό της και χωρίς να το θέλω.
Είναι φοβερή η συνήθεια των παθών αλυσοδένει τη σκέψη μου, σαν με άθραυστες αλυσίδες και τις βρίσκω διαρκώς ποθητές τις αλυσίδες. Αλυσοδένομαι με τη συνήθεια των παγίδων ο δύστυχος, και χαίρομαι αλυσοδεμένος. Είμαι βυθισμένος μέσα στον κατάπικρο άδη, και όμως νιώθω ευχαρίστηση. Καθημερινά ο Εχθρός ανανεώνει τις αλυσίδες μου, και όμως χαίρομαι. Ω την πανουργία τού Εχθρού! Δε με αλυσοδένει με αλυσίδες, που εγώ δε θέλω, αλλά διαρκώς μου προσφέρει τέτοιες αλυσίδες και παγίδες, που εγώ τις δέχομαι με πολλή ευχαρίστηση˙ διότι ξέρει ότι αυτό που βάζει μπροστά μου είναι πιο δυνατό, και γι' αυτό στη στιγμή προσφέρει την αλυσίδα που θέλω.
Αυτό είναι πένθος, αυτό είναι κλάμα, ατιμία και ντροπή˙ ότι δηλαδή εγώ είμαι αλυσοδεμένος στα θελήματά μου. Γιατί ενώ μπορώ να σπάσω τις αλυσίδες μια και καλή, και να ελευθερωθώ απ' όλες τις παγίδες, δε θέλω να το κάνω, επειδή εξουσιάζομαι από τη χαλαρότητά μου, και επειδή υποδουλώνομαι με την πρόθεσή μου στις συνήθειες των παθών. Αυτό είναι επίσης το πιο φοβερό, και είναι πένθος γεμάτο από ντροπή, διότι εγώ συμφιλιώνομαι με τα θελήματα τού Εχθρού μου. Με αλυσοδένει, και θανατώνομαι μέσα στα πάθη, για τα οποία αυτός χαίρεται. Και ενώ μπορώ να σπάσω τις αλυσίδες, δε θέλω να το κάνω. Ενώ μπορώ να ξεφύγω από τις παγίδες, δεν το προτιμώ.
Υπάρχει λοιπόν τίποτε πικρότερο απ' αυτό το πένθος και απ' αυτό το κλάμα; Υπάρχει λοιπόν άλλη ντροπή βαρύτερη απ' αυτή; Δεν υπάρχει, νομίζω, πικρότερη απ' αυτή την ντροπή, να κάνει δηλαδή κανείς τα θελήματα τού εχθρού του. Και ενώ είμαι σε τέτοια κατάσταση ο ταλαίπωρος, και ενώ ξέρω τις αλυσίδες μου, τις κρύβω κάθε ώρα από τους θεατές, κάνοντας τον ευλαβή. Η συνείδησή μου όμως με ελέγχει που κάνω αυτά. Καθημερινά με ελέγχει˙ «Γιατί δεν προσέχεις, άθλιε; Ή μήπως δεν ξέρεις ότι είναι πολύ κοντά η φοβερή μέρα της κρίσης; Σήκω επάνω ως άνθρωπος δυνατός˙ σπάσε τις αλυσίδες σου. Στο χέρι σου βρίσκεται η δύναμη να ελευθερωθείς ή να μείνεις στα δεσμά».
Γι' αυτά διαρκώς με ελέγχει η αγία συνείδηση, και όμως δε θέλω να απαλλαγώ από τα δεσμά των παγίδων. Καθημερινά κλαίω και στενάζω γι' αυτά, και όμως παραμένω αλυσοδεμένος στα ίδια πάθη, εγώ ο ταλαίπωρος και άθλιος, που δεν προκόπτω σ' αυτό που ωφελεί την ψυχή μου, διότι δε φοβούμαι που βρίσκομαι μέσα στις παγίδες του θανάτου. Το σώμα μου φοράει το σχήμα της ευλάβειας μπροστά σ' αυτούς που με βλέπουν, η ψυχή όμως είναι αλυσοδεμένη μέσα σε άπρεπους λογισμούς. Εξωτερικά κάνω τον ευλαβή με προθυμία, εσωτερικά όμως είμαι βδελυρός μπροστά στον Θεό. Γλυκαίνω τη φωνή μου στους ανθρώπους, ενώ ο ίδιος είμαι σκληρός και πονηρός ως προς τη διάθεσή μου. Και λοιπόν, τι θα κάνω κατά τη μέρα της εξέτασης, όταν ο Θεός θα τα φανερώσει όλα μπροστά στο θείο του βήμα; Μεγάλος φόβος βασανίζει την καρδιά μου διαρκώς, επειδή στενοχωρούμαι από τα δεσμά των ατέλειωτων αμαρτιών μου. Ο ίδιος το ξέρω καλά ότι εκεί θα τιμωρηθώ, αν δεν παρακαλέσω με δάκρυα σ' αυτή τη ζωή τον Δικαστή. Γι' αυτό το λόγο δεν εμποδίζεις την ευσπλαχνία σου, Δέσποτα, εξαιτίας της οργής σου, διότι ο ίδιος περιμένεις την επιστροφή μου. Διότι δε θέλεις να δεις κανένα να καίγεται στο πυρ της κολάσεως, αλλά θέλεις να σωθούν όλοι οι άνθρωποι στην αιώνια ζωή.
Ταῦτα ἀεί ἐλέγχει μέ ἡ ἁγία συνείδησις, καί οὐ θέλω ἐκ τῶν δεσμῶν τῶν παγίδων ἁπαλλαγῆναι. Ὀδύρομαι καί στενάζω περί τούτων καθ' ἡμέραν, καί ἐν αὐτοῖς τοῖς πάθεσιν εὑρίσκομαι δεδεμένος, τάλας καί ἄθλιος ἐγώ, ἀπρόκοπος εἰς τό ἀγαθόν της ἐμῆς ζωῆς, μή φοβούμενος ἐν παγίσι τοῦ θανάτου. Τό σῶμα περικεῖται σχῆμα τί εὐλαβείας ἐνώπιον τῶν θεατῶν, ἡ δέ ψυχή πεπέδηται ἕν λογισμοῖς ἀπρεπέσιν. Ἔξωθεν εὐλαβοῦμαι μετά σπουδῆς, καί ἔνδοθεν εἰμί βδέλυγμα ἐνώπιόν του Θεοῦ. Γλυκαίνω μου τήν λαλιάν τοῖς ἀνθρώποις, πικρός ὧν αὐτός καί πονηρός τή προαιρέσει. Καί τί ἄρα ποιήσω ἐν ἡμέρα διαγνώσεως, ὅταν ὁ Θεός δηλοί πάντα ἐπί βήματος;
Παίρνοντας λοιπόν θάρρος από την ευσπλαχνία σου, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ τού Θεού, πέφτω και σε προσκυνώ παρακαλώντας˙ κοίταξέ με με αγάπη, και ελέησέ με˙ βγάλε την ψυχή μου από τη φυλακή των ανομιών, και ας λάμψει μέσα στη διάνοιά μου ακτίνα φωτός, προτού να αναχωρήσω για τη μέλλουσα και φοβερή κρίση, όπου δεν υπάρχει καμιά εντελώς δυνατότητα να μετανοήσω για τις αμαρτίες μου. Με κυριεύει μεγάλος φόβος τον άθλιο και αισχρό, πως να πάω στην κρίση εντελώς απροετοίμαστος και γυμνός από αρετές. Με πιέζει φόβος και δειλία, διότι βλέπω τον εαυτό μου απρόθυμο στο αγαθό˙ βασανίζομαι όμως από αντίθετους λογισμούς, διότι υπακούω στους δαίμονες, που με εξαπατούν με τις ηδονές, για να με απολέσουν. Σε πολλά πράγματα φαίνομαι ότι γίνομαι χρήσιμος, αν δεν ελέγξω τη συνείδησή μου. Μοιάζω με ράθυμο και οκνηρό έμπορο, που χάνει καθημερινά το κεφάλαιο μαζί με το κέρδος. Με τον ίδιο τρόπο χάνω εγώ ο ταλαίπωρος τα ουράνια αγαθά μέσα στους πολλούς περισπασμούς που με παρασύρουν στο κακό.
Αντιλαμβάνομαι και ο ίδιος, πως ξεγελιέμαι κάθε στιγμή, και χωρίς να το θέλω συμβαίνει να κάνω πράξεις που μισώ. Μένω κατάπληκτος με την προαίρεσή μου την ανίκανη στις θλίψεις, μέσα στις οποίες διαρκώς αμαρτάνει ποικιλότροπα. Μένω κατάπληκτος με τη μετάνοιά μου, πως συμβαίνει να μην έχει γερό θεμέλιο οικοδομής την εγκράτεια· διότι δεν την αφήνει ο εχθρός της ψυχής μου. Βάζω καθημερινά θεμέλιο οικοδομής, και πάλι με τα δικά μου χέρια γκρεμίζω τον κόπο μου. Αυτό γίνεται, γιατί δεν έβαλε καλή αρχή η καλή μου μετάνοια. Επίσης δεν έχει ακόμη τελειωμό η τρισάθλια αμέλειά μου. Είμαι υποδουλωμένος από χαλαρότητα στο θέλημα τού εχθρού μου, και γι' αυτό κάνω με προθυμία όλες τις επιθυμίες του. Ποιος θα ρίξει στο κεφάλι μου, για να με δροσίσει, πολύ και άφθονο νερό, και θα χαρίσει στα μάτια μου πηγές, για να αναβρύζουν διαρκώς δάκρυα, ώστε να κλαίω ασταμάτητα προς τον εύσπλαχνο Θεό, για να στείλει τη χάρη του σ' εμένα τον αμαρτωλό, και να με ανασύρει από τη θάλασσα την οργισμένη από τα κύματα της αμαρτίας, που ταλαιπωρεί την ψυχή μου κάθε ώρα με τις τρικυμίες; Διότι τα δικά μου τα θελήματα στάθηκαν ισχυρότερα από τα τραύματά μου, ώστε να μη δέχονται καθόλου επίδεσμο θεραπείας. Εκείνη η άσωτη γυναίκα ξαφνικά παρουσιάσθηκε συνετή, με το να φοβηθεί και να δείξει προθυμία, επειδή μίσησε τις πράξεις της αισχρής αμαρτίας, γιατί έφερε στο νου της τη μέλλουσα αιώνια ντροπή και την αβάσταχτη θλίψη της τιμωρίας. Εγώ όμως εξαιτίας των παθών της αμαρτίας, αν και προσεύχομαι καθημερινά, δεν απομακρύνομαι από αυτά, αλλά απεναντίας επιμένω διαρκώς ο ανόητος στην κακή μου συνήθεια. Η μοναδική προσδοκία μου βρίσκεται στην ελπίδα της μετάνοιας μου, καθώς ξεγελιέμαι με την ανώφελη υπόσχεσή της. Ενώ διαρκώς λέω ότι θα μετανοήσω, ποτέ δε μετανοώ. Μόνο με τα λόγια μετανοώ πρόθυμα, στην πράξη όμως είμαι πολύ μακριά από τη μετάνοια. Αν μάλιστα έχω άνεση, ξεχνώ ακόμη και την ανθρώπινη φύση μου, διότι κάνω συνειδητά το κακό και αμαρτάνω για να παροργίσω.
Ο Ησαύ δε βρήκε καιρό μετανοίας, επειδή προκάλεσε την αμαρτία για προσωπικό συμφέρον, και αμάρτησε χωρίς να κυριευθεί από τον Διάβολο· δεν αμάρτησε δηλαδή, επειδή απατήθηκε, αλλά παρόλο που γνώριζε την αμαρτία. Και παρόλο που τον συμβούλευαν, και τους γονείς του λύπησε και τον Θεό δε σεβάσθηκε. Και ο Ιούδας ο προδότης δε βρήκε καιρό μετανοίας, διότι αμάρτησε, αν και βρισκόταν μαζί με τον Κύριο, και γνώριζε αυτό που έπραττε, επειδή είχε δοκιμάσει τη χάρη.
Λοιπόν, για τις αμαρτίες μου, που έπραξα συνειδητά, τι μπορώ να περιμένω εγώ ο άθλιος; Και αν μάλιστα αυτός που μόνο σκέφθηκε την αμαρτία είναι ίσος μ' εκείνον που την έκανε, τι μπορώ να απολογηθώ εγώ για τα ατέλειωτα πλήθη των ανομιών μου; Ο Χαμ που σκέφθηκε να περιγελάσει τον πατέρα του, αποδοκιμάσθηκε. Αυτούς που συμφώνησαν με τον Κορέ τους κατάπιε η γη, αν και δεν είπαν εντελώς τίποτε, ούτε έκαναν τίποτε. Επίσης και οι ασεβείς στην εποχή του προφήτη Ηλία έπαθαν το ίδιο. Και ο Σαούλ αποδοκιμάσθηκε, επειδή συμβιβάσθηκε με τους λογισμούς της ειδωλολατρίας. Και ο Αχιτόφελ, επειδή μόνο έδωσε συμβουλή, πέθανε μέσα στην αμαρτία του. Και τα παιδιά του Ααρών, επειδή αμάρτησαν, φονεύθηκαν. Και αυτοί που ζούσαν μεταξύ τους με καταφρόνηση γύρω από τη Σαπφείρα, δε βρήκαν καιρό μετανοίας.
Εξετάζω τις πράξεις μου, και προσέχω τη συγκατάθεσή μου, και περιμένω την απόφαση της δικαιοσύνης, και θα ομολογήσω ότι είναι χωρίς αμφιβολία δίκαια. Γιατί με εξαπατά το σχήμα, εμένα που είμαι ξένος από τις αρετές και κάνω τα αντίθετα μπροστά στον Θεό που βλέπει από ψηλά τα πάντα; Καλά πάθαιναν, που ελέγχονταν οι Φαρισαίοι, καθώς ο Σωτήρας Χριστός έλεγε ότι η εμφάνισή τους είναι προσποιητή. Και σ' εμένα όμως συμβαίνει συνήθως μια τέτοια δυστροπία, ότι δηλαδή, καθώς ελέγχομαι από τη συνείδησή μου, αισθάνομαι αηδία και μου φαίνεται ότι είναι σκληρός ο έλεγχος. Η αλήθεια είναι πικρή για όσους ενδιαφέρονται να διαφύγουν την προσοχή των άλλων. Θα αφαιρέσω το εξωτερικό κάλυμμα, και θα φανούν τα σκουλήκια μου˙ και θα καταστρέψω την εξωτερική όψη τού ασβεστοκονιάματος, και θα δουν αυτοί που είναι παρόντες την απάτη τού τάφου˙ και θα εξετάσουν το περιεχόμενο της πράξης μου, και θα αντικρύσουν τη φαρισαϊκή ομοιότητα. Επειδή όμως και εδώ δεν είναι φανερά τα πράγματα, θα τα δοκιμάσει η φωτιά κατά την κρίση, όπως λέει ο Απόστολος.
Άπλωσε, Κύριε, χέρι βοήθειας σ' εμένα που κυλιέμαι στο έδαφος· γιατί, αν και θέλω να σηκωθώ, δεν μπορώ, διότι το βάρος της αμαρτίας με καταπλάκωσε, και η κακή συνήθεια με εξουσιάζει. Βλέπω, αλλά περπατώ σαν μέσα σε «γνόφο» και σε πολύ σκοτάδι. Απλώνω το χέρι μου, αλλά είμαι σαν παράλυτος. Είμαι χαρούμενος, αλλά αισθάνομαι αηδία. Προσεύχομαι να απαλλαγώ, αλλά όταν νηστεύω, στενοχωρούμαι. Έχω καλή διάθεση, αλλά εμποδίζομαι από κάποια πίεση. Για τη δοξολογία είμαι φιλόπονος, αλλά δεν εισπράττω την ευαρέστηση τού Θεού.
Κάμοι δέ συμβαίνει ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἡ τοσαύτη δυσκολία, ὅτι ὑπό τῆς συνειδήσεώς μου ἐλεγχόμενος ἀηδίζομαι, καί τραχύς εἶναι ὁ ἔλεγχος μοί δοκεῖ. Πικρόν ἔστιν ἡ ἀλήθεια τοῖς λανθάνειν σπουδάζουσιν. Ἀποκαλύψομαι τό σχῆμα, καί φανήσονταί μου οἱ σκώληκες• καί διελῶ τό προσωπεῖον τοῦ κονιάματος, καί ὄψονται οἱ παρόντες τοῦ τάφου τήν ἐπίθεσιν, καί τήν δύναμιν τῆς ἡμετέρας πράξεως σκέψονται, καί θεάσονται τήν φαρισαϊκήν ὁμοιότητα. Ὅτι δέ κανταύθα σαφῆ μή γίνεται, τό πῦρ δοκιμάσει ἐν τή κρίσει, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος.
Ὄρεξον μοί χείρα βοηθείας ἐν ἐδάφει κυλινδουμένω, Κύριε, θέλων γάρ ἀναστῆναι οὐ δύναμαι, διότι τό φορτίον τῆς ἁμαρτίας κατεβάρησε μέ, καί ἡ πονηρά συνήθεια κατέχει μέ. Βλέπω, καί ὡς ἐν γνόφω περιπατῶ καί ἐν σκότει πολλῶ. Τείνω μου τήν χείρα, καί ὥσπερ παράλυτος εἴμι. Εὔθυμος εἴμι, καί ἀηδίζομαι. Εὔχομαι καταλλαγῆναι, καί νηστεύων συνέχομαι.
Πώς να τολμήσω να ζητήσω συγχώρηση για τις προηγούμενες αμαρτίες μου, εφόσον δεν ξεχνώ καθόλου την προηγούμενη ζωή μου; Ή πως να αποβάλω τον παλαιό άνθρωπο, που φθείρεται, εφόσον δεν αποτίναξα τις επιθυμίες της προηγούμενης πλάνης; Αλίμονο, πως θα βαστάξω τον έλεγχο των ασεβών μου πράξεων και λογισμών! Ελέησέ με, Θεέ, σύμφωνα με το μεγάλο έλεός σου και σύμφωνα με την πολλή σου ευσπλαχνία. Ένα ανάξιο στόμα κράζει σ' εσένα, Δέσποτα, και μια καρδιά ακάθαρτη, και μια ψυχή που μολύνθηκε από τις αμαρτίες. Άκουσέ με, χάρη στην αγαθότητά σου, και μην αρνηθείς τη δέησή μου˙ διότι δεν απορρίπτεις τη δέηση αυτών που μετανοούν αληθινά. Απεναντίας η μετάνοια μου δεν είναι καθαρή, αλλά ακάθαρτη. Μια ώρα μετανοώ, και δυο παροργίζω.
Στήριξε την καρδιά μου με το φόβο σου, Κύριε. Στήριξε την ψυχή μου στην πέτρα της μετάνοιας. Ας νικήσει η αγαθότητά σου την κακία που υπάρχει μέσα μου. Ας νικήσει το φως της χάρης σου το σκότος που υπάρχει μέσα μου. Άκουσε την προσευχή μου, αγαθέ Κύριε, όχι εξαιτίας των δίκαιων έργων μου, διότι δεν έχω κάτι καλό, αλλά χάρη στην ευσπλαχνία σου, και χάρη στην πολλή και ανέκφραστη αγαθότητά σου. Ανόρθωσε τα μέλη μου, που τα έριξε κάτω συντρίμμια η αμαρτία, και φώτισε την καρδιά μου, που την σκότισε η πονηρή επιθυμία. Γλύτωσέ με από κάθε πονηρό έργο, και ας μη με νικήσει τελειωτικά ο αντίπαλος. Μη στρέψεις το πρόσωπο σου μακριά από μένα. Μη μου πεις˙«Αλήθεια σου λέω, δε σε ξέρω». Σώσε, Κύριε, από το θάνατο μια ψυχή θλιμμένη, εσύ που εξουσιάζεις τη ζωή και το θάνατο. Διότι εσύ είπες, Δέσποτα˙ «Ζητάτε, και θα σας δοθεί».
Καθάρισε με, Κύριε, από κάθε αμαρτία, πριν από το τέλος της ζωής μου, και δώρισέ μου, φιλάνθρωπε, σε όλη τη σύντομη αυτή ζωή μου να αναβρύζω από την καρδιά μου δάκρυα για την κάθαρση των ψυχικών μου μολυσμάτων, ώστε να μπορέσω να εξοφλήσω απ' αυτή τη ζωή, έστω και λίγα αμαρτήματα από τα πολλά μου χρεώγραφα˙ και εκεί, στη μέλλουσα ζωή, θα σωθώ μέσα στη σκέπη τού παντοδύναμου χεριού σου, τότε που θα τρέμει κάθε ψυχή από τη φοβερή δόξα σου.
Ναι, Δέσποτα, Υιέ τού Θεού μονογενή, άκουσε και δέξου τη δέηση εμένα τού αμαρτωλού και ανάξιου δούλου σου. Εγώ είμαι αμαρτωλός περισσότερο από κάθε άνθρωπο, σώσε με δωρεάν με τη χάρη σου, διότι είσαι Θεός εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, και σ' εσένα αναπέμπουμε τη δόξα και την ευχαριστία και την προσκύνηση, στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Αναζήτησέ με, όπως το χαμένο πρόβατο, διότι έχω στερηθεί από κάθε προθυμία και σκέψη να διορθώσω τον εαυτό μου. Επειδή τυφλώθηκα δηλαδή από τις ηδονές, έχω σκοτισμένη την ψυχή μου, και έχω πωρωμένη την καρδιά μου από τη μέθη των παθών. Εξομολογούμαι σ' εσένα, Κύριε, Σωτήρα του κόσμου, όλη τη σκληρότητά μου, την πονηρία μου, την απερισκεψία μου. Θα ομολογήσω επίσης όλη τη χαρά σου, τη γλυκύτητά σου, που πρόσφερες σ' εμένα χάρη στην καλοσύνη σου, φιλάνθρωπε.
Από τα μικρά μου χρόνια σε παρόργισα, έδειξα απροθυμία στο αγαθό, επινόησα κάθε κακία, διέπραξα εύκολα κάθε αμαρτία. Εσύ όμως, Δέσποτα, παρέβλεψες όλη την πονηρία μου χάρη στους πολλούς οικτιρμούς σου, Υιέ του Θεού. Η κεφαλή μου ανυψώνεται με τη χάρη σου, Δέσποτα, ενώ εξαιτίας των αμαρτιών μου πάλι ταπεινώνεται. Με προσελκύει πάλι η χάρη σου στη ζωή, αλλά εγώ περισσότερο κατευθύνομαι με πολλή προθυμία στο θάνατο, διότι η πολύ κακή συνήθεια της χαλαρότητας μου με παρασύρει προς τον εαυτό της και χωρίς να το θέλω.
Είναι φοβερή η συνήθεια των παθών αλυσοδένει τη σκέψη μου, σαν με άθραυστες αλυσίδες και τις βρίσκω διαρκώς ποθητές τις αλυσίδες. Αλυσοδένομαι με τη συνήθεια των παγίδων ο δύστυχος, και χαίρομαι αλυσοδεμένος. Είμαι βυθισμένος μέσα στον κατάπικρο άδη, και όμως νιώθω ευχαρίστηση. Καθημερινά ο Εχθρός ανανεώνει τις αλυσίδες μου, και όμως χαίρομαι. Ω την πανουργία τού Εχθρού! Δε με αλυσοδένει με αλυσίδες, που εγώ δε θέλω, αλλά διαρκώς μου προσφέρει τέτοιες αλυσίδες και παγίδες, που εγώ τις δέχομαι με πολλή ευχαρίστηση˙ διότι ξέρει ότι αυτό που βάζει μπροστά μου είναι πιο δυνατό, και γι' αυτό στη στιγμή προσφέρει την αλυσίδα που θέλω.
Αυτό είναι πένθος, αυτό είναι κλάμα, ατιμία και ντροπή˙ ότι δηλαδή εγώ είμαι αλυσοδεμένος στα θελήματά μου. Γιατί ενώ μπορώ να σπάσω τις αλυσίδες μια και καλή, και να ελευθερωθώ απ' όλες τις παγίδες, δε θέλω να το κάνω, επειδή εξουσιάζομαι από τη χαλαρότητά μου, και επειδή υποδουλώνομαι με την πρόθεσή μου στις συνήθειες των παθών. Αυτό είναι επίσης το πιο φοβερό, και είναι πένθος γεμάτο από ντροπή, διότι εγώ συμφιλιώνομαι με τα θελήματα τού Εχθρού μου. Με αλυσοδένει, και θανατώνομαι μέσα στα πάθη, για τα οποία αυτός χαίρεται. Και ενώ μπορώ να σπάσω τις αλυσίδες, δε θέλω να το κάνω. Ενώ μπορώ να ξεφύγω από τις παγίδες, δεν το προτιμώ.
Υπάρχει λοιπόν τίποτε πικρότερο απ' αυτό το πένθος και απ' αυτό το κλάμα; Υπάρχει λοιπόν άλλη ντροπή βαρύτερη απ' αυτή; Δεν υπάρχει, νομίζω, πικρότερη απ' αυτή την ντροπή, να κάνει δηλαδή κανείς τα θελήματα τού εχθρού του. Και ενώ είμαι σε τέτοια κατάσταση ο ταλαίπωρος, και ενώ ξέρω τις αλυσίδες μου, τις κρύβω κάθε ώρα από τους θεατές, κάνοντας τον ευλαβή. Η συνείδησή μου όμως με ελέγχει που κάνω αυτά. Καθημερινά με ελέγχει˙ «Γιατί δεν προσέχεις, άθλιε; Ή μήπως δεν ξέρεις ότι είναι πολύ κοντά η φοβερή μέρα της κρίσης; Σήκω επάνω ως άνθρωπος δυνατός˙ σπάσε τις αλυσίδες σου. Στο χέρι σου βρίσκεται η δύναμη να ελευθερωθείς ή να μείνεις στα δεσμά».
Γι' αυτά διαρκώς με ελέγχει η αγία συνείδηση, και όμως δε θέλω να απαλλαγώ από τα δεσμά των παγίδων. Καθημερινά κλαίω και στενάζω γι' αυτά, και όμως παραμένω αλυσοδεμένος στα ίδια πάθη, εγώ ο ταλαίπωρος και άθλιος, που δεν προκόπτω σ' αυτό που ωφελεί την ψυχή μου, διότι δε φοβούμαι που βρίσκομαι μέσα στις παγίδες του θανάτου. Το σώμα μου φοράει το σχήμα της ευλάβειας μπροστά σ' αυτούς που με βλέπουν, η ψυχή όμως είναι αλυσοδεμένη μέσα σε άπρεπους λογισμούς. Εξωτερικά κάνω τον ευλαβή με προθυμία, εσωτερικά όμως είμαι βδελυρός μπροστά στον Θεό. Γλυκαίνω τη φωνή μου στους ανθρώπους, ενώ ο ίδιος είμαι σκληρός και πονηρός ως προς τη διάθεσή μου. Και λοιπόν, τι θα κάνω κατά τη μέρα της εξέτασης, όταν ο Θεός θα τα φανερώσει όλα μπροστά στο θείο του βήμα; Μεγάλος φόβος βασανίζει την καρδιά μου διαρκώς, επειδή στενοχωρούμαι από τα δεσμά των ατέλειωτων αμαρτιών μου. Ο ίδιος το ξέρω καλά ότι εκεί θα τιμωρηθώ, αν δεν παρακαλέσω με δάκρυα σ' αυτή τη ζωή τον Δικαστή. Γι' αυτό το λόγο δεν εμποδίζεις την ευσπλαχνία σου, Δέσποτα, εξαιτίας της οργής σου, διότι ο ίδιος περιμένεις την επιστροφή μου. Διότι δε θέλεις να δεις κανένα να καίγεται στο πυρ της κολάσεως, αλλά θέλεις να σωθούν όλοι οι άνθρωποι στην αιώνια ζωή.
Ταῦτα ἀεί ἐλέγχει μέ ἡ ἁγία συνείδησις, καί οὐ θέλω ἐκ τῶν δεσμῶν τῶν παγίδων ἁπαλλαγῆναι. Ὀδύρομαι καί στενάζω περί τούτων καθ' ἡμέραν, καί ἐν αὐτοῖς τοῖς πάθεσιν εὑρίσκομαι δεδεμένος, τάλας καί ἄθλιος ἐγώ, ἀπρόκοπος εἰς τό ἀγαθόν της ἐμῆς ζωῆς, μή φοβούμενος ἐν παγίσι τοῦ θανάτου. Τό σῶμα περικεῖται σχῆμα τί εὐλαβείας ἐνώπιον τῶν θεατῶν, ἡ δέ ψυχή πεπέδηται ἕν λογισμοῖς ἀπρεπέσιν. Ἔξωθεν εὐλαβοῦμαι μετά σπουδῆς, καί ἔνδοθεν εἰμί βδέλυγμα ἐνώπιόν του Θεοῦ. Γλυκαίνω μου τήν λαλιάν τοῖς ἀνθρώποις, πικρός ὧν αὐτός καί πονηρός τή προαιρέσει. Καί τί ἄρα ποιήσω ἐν ἡμέρα διαγνώσεως, ὅταν ὁ Θεός δηλοί πάντα ἐπί βήματος;
Παίρνοντας λοιπόν θάρρος από την ευσπλαχνία σου, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ τού Θεού, πέφτω και σε προσκυνώ παρακαλώντας˙ κοίταξέ με με αγάπη, και ελέησέ με˙ βγάλε την ψυχή μου από τη φυλακή των ανομιών, και ας λάμψει μέσα στη διάνοιά μου ακτίνα φωτός, προτού να αναχωρήσω για τη μέλλουσα και φοβερή κρίση, όπου δεν υπάρχει καμιά εντελώς δυνατότητα να μετανοήσω για τις αμαρτίες μου. Με κυριεύει μεγάλος φόβος τον άθλιο και αισχρό, πως να πάω στην κρίση εντελώς απροετοίμαστος και γυμνός από αρετές. Με πιέζει φόβος και δειλία, διότι βλέπω τον εαυτό μου απρόθυμο στο αγαθό˙ βασανίζομαι όμως από αντίθετους λογισμούς, διότι υπακούω στους δαίμονες, που με εξαπατούν με τις ηδονές, για να με απολέσουν. Σε πολλά πράγματα φαίνομαι ότι γίνομαι χρήσιμος, αν δεν ελέγξω τη συνείδησή μου. Μοιάζω με ράθυμο και οκνηρό έμπορο, που χάνει καθημερινά το κεφάλαιο μαζί με το κέρδος. Με τον ίδιο τρόπο χάνω εγώ ο ταλαίπωρος τα ουράνια αγαθά μέσα στους πολλούς περισπασμούς που με παρασύρουν στο κακό.
Αντιλαμβάνομαι και ο ίδιος, πως ξεγελιέμαι κάθε στιγμή, και χωρίς να το θέλω συμβαίνει να κάνω πράξεις που μισώ. Μένω κατάπληκτος με την προαίρεσή μου την ανίκανη στις θλίψεις, μέσα στις οποίες διαρκώς αμαρτάνει ποικιλότροπα. Μένω κατάπληκτος με τη μετάνοιά μου, πως συμβαίνει να μην έχει γερό θεμέλιο οικοδομής την εγκράτεια· διότι δεν την αφήνει ο εχθρός της ψυχής μου. Βάζω καθημερινά θεμέλιο οικοδομής, και πάλι με τα δικά μου χέρια γκρεμίζω τον κόπο μου. Αυτό γίνεται, γιατί δεν έβαλε καλή αρχή η καλή μου μετάνοια. Επίσης δεν έχει ακόμη τελειωμό η τρισάθλια αμέλειά μου. Είμαι υποδουλωμένος από χαλαρότητα στο θέλημα τού εχθρού μου, και γι' αυτό κάνω με προθυμία όλες τις επιθυμίες του. Ποιος θα ρίξει στο κεφάλι μου, για να με δροσίσει, πολύ και άφθονο νερό, και θα χαρίσει στα μάτια μου πηγές, για να αναβρύζουν διαρκώς δάκρυα, ώστε να κλαίω ασταμάτητα προς τον εύσπλαχνο Θεό, για να στείλει τη χάρη του σ' εμένα τον αμαρτωλό, και να με ανασύρει από τη θάλασσα την οργισμένη από τα κύματα της αμαρτίας, που ταλαιπωρεί την ψυχή μου κάθε ώρα με τις τρικυμίες; Διότι τα δικά μου τα θελήματα στάθηκαν ισχυρότερα από τα τραύματά μου, ώστε να μη δέχονται καθόλου επίδεσμο θεραπείας. Εκείνη η άσωτη γυναίκα ξαφνικά παρουσιάσθηκε συνετή, με το να φοβηθεί και να δείξει προθυμία, επειδή μίσησε τις πράξεις της αισχρής αμαρτίας, γιατί έφερε στο νου της τη μέλλουσα αιώνια ντροπή και την αβάσταχτη θλίψη της τιμωρίας. Εγώ όμως εξαιτίας των παθών της αμαρτίας, αν και προσεύχομαι καθημερινά, δεν απομακρύνομαι από αυτά, αλλά απεναντίας επιμένω διαρκώς ο ανόητος στην κακή μου συνήθεια. Η μοναδική προσδοκία μου βρίσκεται στην ελπίδα της μετάνοιας μου, καθώς ξεγελιέμαι με την ανώφελη υπόσχεσή της. Ενώ διαρκώς λέω ότι θα μετανοήσω, ποτέ δε μετανοώ. Μόνο με τα λόγια μετανοώ πρόθυμα, στην πράξη όμως είμαι πολύ μακριά από τη μετάνοια. Αν μάλιστα έχω άνεση, ξεχνώ ακόμη και την ανθρώπινη φύση μου, διότι κάνω συνειδητά το κακό και αμαρτάνω για να παροργίσω.
Ο Ησαύ δε βρήκε καιρό μετανοίας, επειδή προκάλεσε την αμαρτία για προσωπικό συμφέρον, και αμάρτησε χωρίς να κυριευθεί από τον Διάβολο· δεν αμάρτησε δηλαδή, επειδή απατήθηκε, αλλά παρόλο που γνώριζε την αμαρτία. Και παρόλο που τον συμβούλευαν, και τους γονείς του λύπησε και τον Θεό δε σεβάσθηκε. Και ο Ιούδας ο προδότης δε βρήκε καιρό μετανοίας, διότι αμάρτησε, αν και βρισκόταν μαζί με τον Κύριο, και γνώριζε αυτό που έπραττε, επειδή είχε δοκιμάσει τη χάρη.
Λοιπόν, για τις αμαρτίες μου, που έπραξα συνειδητά, τι μπορώ να περιμένω εγώ ο άθλιος; Και αν μάλιστα αυτός που μόνο σκέφθηκε την αμαρτία είναι ίσος μ' εκείνον που την έκανε, τι μπορώ να απολογηθώ εγώ για τα ατέλειωτα πλήθη των ανομιών μου; Ο Χαμ που σκέφθηκε να περιγελάσει τον πατέρα του, αποδοκιμάσθηκε. Αυτούς που συμφώνησαν με τον Κορέ τους κατάπιε η γη, αν και δεν είπαν εντελώς τίποτε, ούτε έκαναν τίποτε. Επίσης και οι ασεβείς στην εποχή του προφήτη Ηλία έπαθαν το ίδιο. Και ο Σαούλ αποδοκιμάσθηκε, επειδή συμβιβάσθηκε με τους λογισμούς της ειδωλολατρίας. Και ο Αχιτόφελ, επειδή μόνο έδωσε συμβουλή, πέθανε μέσα στην αμαρτία του. Και τα παιδιά του Ααρών, επειδή αμάρτησαν, φονεύθηκαν. Και αυτοί που ζούσαν μεταξύ τους με καταφρόνηση γύρω από τη Σαπφείρα, δε βρήκαν καιρό μετανοίας.
Εξετάζω τις πράξεις μου, και προσέχω τη συγκατάθεσή μου, και περιμένω την απόφαση της δικαιοσύνης, και θα ομολογήσω ότι είναι χωρίς αμφιβολία δίκαια. Γιατί με εξαπατά το σχήμα, εμένα που είμαι ξένος από τις αρετές και κάνω τα αντίθετα μπροστά στον Θεό που βλέπει από ψηλά τα πάντα; Καλά πάθαιναν, που ελέγχονταν οι Φαρισαίοι, καθώς ο Σωτήρας Χριστός έλεγε ότι η εμφάνισή τους είναι προσποιητή. Και σ' εμένα όμως συμβαίνει συνήθως μια τέτοια δυστροπία, ότι δηλαδή, καθώς ελέγχομαι από τη συνείδησή μου, αισθάνομαι αηδία και μου φαίνεται ότι είναι σκληρός ο έλεγχος. Η αλήθεια είναι πικρή για όσους ενδιαφέρονται να διαφύγουν την προσοχή των άλλων. Θα αφαιρέσω το εξωτερικό κάλυμμα, και θα φανούν τα σκουλήκια μου˙ και θα καταστρέψω την εξωτερική όψη τού ασβεστοκονιάματος, και θα δουν αυτοί που είναι παρόντες την απάτη τού τάφου˙ και θα εξετάσουν το περιεχόμενο της πράξης μου, και θα αντικρύσουν τη φαρισαϊκή ομοιότητα. Επειδή όμως και εδώ δεν είναι φανερά τα πράγματα, θα τα δοκιμάσει η φωτιά κατά την κρίση, όπως λέει ο Απόστολος.
Άπλωσε, Κύριε, χέρι βοήθειας σ' εμένα που κυλιέμαι στο έδαφος· γιατί, αν και θέλω να σηκωθώ, δεν μπορώ, διότι το βάρος της αμαρτίας με καταπλάκωσε, και η κακή συνήθεια με εξουσιάζει. Βλέπω, αλλά περπατώ σαν μέσα σε «γνόφο» και σε πολύ σκοτάδι. Απλώνω το χέρι μου, αλλά είμαι σαν παράλυτος. Είμαι χαρούμενος, αλλά αισθάνομαι αηδία. Προσεύχομαι να απαλλαγώ, αλλά όταν νηστεύω, στενοχωρούμαι. Έχω καλή διάθεση, αλλά εμποδίζομαι από κάποια πίεση. Για τη δοξολογία είμαι φιλόπονος, αλλά δεν εισπράττω την ευαρέστηση τού Θεού.
Κάμοι δέ συμβαίνει ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἡ τοσαύτη δυσκολία, ὅτι ὑπό τῆς συνειδήσεώς μου ἐλεγχόμενος ἀηδίζομαι, καί τραχύς εἶναι ὁ ἔλεγχος μοί δοκεῖ. Πικρόν ἔστιν ἡ ἀλήθεια τοῖς λανθάνειν σπουδάζουσιν. Ἀποκαλύψομαι τό σχῆμα, καί φανήσονταί μου οἱ σκώληκες• καί διελῶ τό προσωπεῖον τοῦ κονιάματος, καί ὄψονται οἱ παρόντες τοῦ τάφου τήν ἐπίθεσιν, καί τήν δύναμιν τῆς ἡμετέρας πράξεως σκέψονται, καί θεάσονται τήν φαρισαϊκήν ὁμοιότητα. Ὅτι δέ κανταύθα σαφῆ μή γίνεται, τό πῦρ δοκιμάσει ἐν τή κρίσει, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος.
Ὄρεξον μοί χείρα βοηθείας ἐν ἐδάφει κυλινδουμένω, Κύριε, θέλων γάρ ἀναστῆναι οὐ δύναμαι, διότι τό φορτίον τῆς ἁμαρτίας κατεβάρησε μέ, καί ἡ πονηρά συνήθεια κατέχει μέ. Βλέπω, καί ὡς ἐν γνόφω περιπατῶ καί ἐν σκότει πολλῶ. Τείνω μου τήν χείρα, καί ὥσπερ παράλυτος εἴμι. Εὔθυμος εἴμι, καί ἀηδίζομαι. Εὔχομαι καταλλαγῆναι, καί νηστεύων συνέχομαι.
Πώς να τολμήσω να ζητήσω συγχώρηση για τις προηγούμενες αμαρτίες μου, εφόσον δεν ξεχνώ καθόλου την προηγούμενη ζωή μου; Ή πως να αποβάλω τον παλαιό άνθρωπο, που φθείρεται, εφόσον δεν αποτίναξα τις επιθυμίες της προηγούμενης πλάνης; Αλίμονο, πως θα βαστάξω τον έλεγχο των ασεβών μου πράξεων και λογισμών! Ελέησέ με, Θεέ, σύμφωνα με το μεγάλο έλεός σου και σύμφωνα με την πολλή σου ευσπλαχνία. Ένα ανάξιο στόμα κράζει σ' εσένα, Δέσποτα, και μια καρδιά ακάθαρτη, και μια ψυχή που μολύνθηκε από τις αμαρτίες. Άκουσέ με, χάρη στην αγαθότητά σου, και μην αρνηθείς τη δέησή μου˙ διότι δεν απορρίπτεις τη δέηση αυτών που μετανοούν αληθινά. Απεναντίας η μετάνοια μου δεν είναι καθαρή, αλλά ακάθαρτη. Μια ώρα μετανοώ, και δυο παροργίζω.
Στήριξε την καρδιά μου με το φόβο σου, Κύριε. Στήριξε την ψυχή μου στην πέτρα της μετάνοιας. Ας νικήσει η αγαθότητά σου την κακία που υπάρχει μέσα μου. Ας νικήσει το φως της χάρης σου το σκότος που υπάρχει μέσα μου. Άκουσε την προσευχή μου, αγαθέ Κύριε, όχι εξαιτίας των δίκαιων έργων μου, διότι δεν έχω κάτι καλό, αλλά χάρη στην ευσπλαχνία σου, και χάρη στην πολλή και ανέκφραστη αγαθότητά σου. Ανόρθωσε τα μέλη μου, που τα έριξε κάτω συντρίμμια η αμαρτία, και φώτισε την καρδιά μου, που την σκότισε η πονηρή επιθυμία. Γλύτωσέ με από κάθε πονηρό έργο, και ας μη με νικήσει τελειωτικά ο αντίπαλος. Μη στρέψεις το πρόσωπο σου μακριά από μένα. Μη μου πεις˙«Αλήθεια σου λέω, δε σε ξέρω». Σώσε, Κύριε, από το θάνατο μια ψυχή θλιμμένη, εσύ που εξουσιάζεις τη ζωή και το θάνατο. Διότι εσύ είπες, Δέσποτα˙ «Ζητάτε, και θα σας δοθεί».
Καθάρισε με, Κύριε, από κάθε αμαρτία, πριν από το τέλος της ζωής μου, και δώρισέ μου, φιλάνθρωπε, σε όλη τη σύντομη αυτή ζωή μου να αναβρύζω από την καρδιά μου δάκρυα για την κάθαρση των ψυχικών μου μολυσμάτων, ώστε να μπορέσω να εξοφλήσω απ' αυτή τη ζωή, έστω και λίγα αμαρτήματα από τα πολλά μου χρεώγραφα˙ και εκεί, στη μέλλουσα ζωή, θα σωθώ μέσα στη σκέπη τού παντοδύναμου χεριού σου, τότε που θα τρέμει κάθε ψυχή από τη φοβερή δόξα σου.
Ναι, Δέσποτα, Υιέ τού Θεού μονογενή, άκουσε και δέξου τη δέηση εμένα τού αμαρτωλού και ανάξιου δούλου σου. Εγώ είμαι αμαρτωλός περισσότερο από κάθε άνθρωπο, σώσε με δωρεάν με τη χάρη σου, διότι είσαι Θεός εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, και σ' εσένα αναπέμπουμε τη δόξα και την ευχαριστία και την προσκύνηση, στον Πατέρα και στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, τώρα και πάντοτε, και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.