Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2017

Χριστούγεννα, καὶ κάθε χρόνο τὸ ἴδιο μάθημα: τῆς θείας Πτωχείας


Χριστούγεννα,  καὶ κάθε χρόνο τὸ ἴδιο μάθημα: τῆς θείας Πτωχείας
 
                  «Δεῦτε λάβετε τὰ τοῦ Παραδείσου ἔνδον Σπηλαίου»
                «Μάγους κατέπληττεν, οὐ σκῆπτρα καὶ θρόνοι, ἀλλ᾿ ἐσχάτη πτωχεία».

π. Κωνσταντίνου Καλλιανοῦ

Ἄν δὲν καταλάβουμε, πὼς ὁ  πλουτισμὸς θεολογίας  ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ φτωχικό, ἀπέριττο καὶ ἁπλὸ μοναχικὸ κελλί, τότε δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ βιώσουμε καὶ νὰ αἰσθανθοῦμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο. Γιατὶ τὸ καλογερικὸ  κελλί, ποὺ εἶναι ἀναμφισβήτητα χῶρος προσευχῆς, ἀσκήσεως καὶ ἁγιασμοῦ, βρίσκεται σὲ πλήρη συντονισμό, ἀλλὰ ἔχει καὶ τόση μεγαλη συγγένεια μὲ τὸ Σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, ὥστε νὰ ἀλληλοπεριχωρεῖται τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Μὲ λίγα λόγια, καὶ τὰ δύο ἔχουν ἕνα κοινό, συγγενικὸ στοιχεῖο: τὴν πτωχεία. Αὐτὴ ποὺ κατέπληξε τοὺς Μάγους, αὐτὴ ποὺ καταπλήσσει τὸν κάθε μεγαλόφρονα, ὁ ὁποῖος διακρίνει   στὸ φτωχικὸ κελλὶ  καὶ στὸ  τσαλακωμένο ἔνδυμα τοῦ κάθε μοναχοῦ,  τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν εὐλογία Του. Καὶ ἀναφερόμαστε στὸν ἀληθινὸ μοναχό, ὁ  ὁποῖος «τὸν τόπον φυλάττει», ἀλλὰ παράλληλα καθίσταται καθημερινὰ  καὶ   «κοινωνὸς θείας χάριτος». Γιατὶ εὑρισκόμενος «ἐνώπιος ἐνωπίῳ», αὐτὸς, δηλαδή, κι ὁ Θεός,  καταννοεῖ πλήρως  πώς «ὅλον τὸ καθ᾿ ἡμᾶς  πτωχεύσας, καὶ χοϊκόν ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως, καὶ κοινωνίας ἐθεούργησας».

Εἶναι, πιστεύω, ἀδύνατο νὰ συλλάβει ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὁ συγκυλιδούμενος ταῖς ἡδοναῖς καὶ μερίμναις  τοῦ βίου αὐτὸ  τὸ μέγα μυστήριο τῆς πτωχείας, ποὺ δὲν ξεκινᾶ τόσο ἀπὸ τὴν ἀπουσία ὑλικῶν κ. λ.π ἄλλων ἀγαθῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πτωχεία τῆς φύσεώς μας, ἡ ὁποία δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ πλουτίσει μὲ τὴν πρόσληψη τῆς παρουσίας Του.  Καὶ τοῦτο, γιατὶ ἐπιμένει στὴν ἀποθήκευση πολλῶν καὶ περιττῶν ἀγαθῶν, ὅπως γνώσεις, θέσεις καὶ ἀκαδημαϊκοὺς τίτλους, ποὺ ἐξασφαλίζουν μὲν μιὰ κοινωνικὴ θέση καὶ δικαίωση, ὅμως  ἀπομακρύνουν τὴν ψυχὴ στὸ νὰ ἐννοήσει τὴν  πτωχεία της  σὲ  ἀληθινὴ γνώση,  ἀνόθευτηη ἁγιοπνευματικὴ ζωή, καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα τῆς   βιώσεως τοῦ μεγαλου γεγονότος τῆς «κενώσεως Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος μορφὴν δούλου ἔλαβε».  Ἄν, μὲ λίγα λόγια, δὲν καταστεῖ ἡ ψυχὴ Σπήλαιο ἀπέριττο, πενιχρό, δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπισκεψη τοῦ Σωτήρα, ὥστε νὰ γίνει ὁ λόγος τοῦ ἱ. ὑμνογραφου πραγματικότητα: «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς, ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν, καὶ οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ, εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν...».

Ἄν, λοιπόν, τοὺς σοφοὺς Μάγους, αὐτοὺς τοὺς γνήσιους ἐρευνητές,  ποὺ μὲ ὑπομονή, ἐπιμονή, ἴσως καὶ μὲ  κινδύνους, ἀπογοητεύσεις καὶ κοπους πολλοὺς ἀναζητοῦσαν «τίς ὁ τεχθείς Βασιλεύς» κι ἄν ἐπίσης  αὐτὸ ποὺ τοὺς κατέπληξε δὲν ἦταν τίποτε τὸ ἐπιφανειακό, ἐφήμερο καὶ τετριμμένο, ἀλλὰ ἡ πτωχεία Του, τότε ὁ κάθε πιστὸς  ποὺ ἑτοιμαζεται νὰ εὐπρεπίσει τὸ Σπήλαιό του, ὀφείλει πρωτίστως αὐτὴν τὴν πτωχεία νὰ προβάλλει, νὰ καταθέσει, νὰ διαμηνύσει. Κατὰ τὸ ψαλμικό, «ἐγὼ δὲ πτωχός εἰμι καὶ πένης· ὁ Θεός, βοήθησόν μοι. βοηθός μου καὶ ρύστης μου εἶ σύ· Κύριε, μὴ χρονίσῃς.» ( βλ. Ψαλμ.  69,6). 

Ἀμήν.