Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΜΕ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ
Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920
Παρά την σταθερή εκτίμηση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για μια απόπειρα προσεγγίσεως με τους ετεροδόξους, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επανέρχεται το 1920 «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» «φρονούσα ότι η των διαφόρων Χριστιανικών Εκκλησιών προσέγγισις προς αλλήλας και κοινωνία ουκ αποκλείεται υπό των υφισταμένων μεταξύ αυτών δογματικών διαφορών».(Ἰ ω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ. 957).
Τα κριτήρια που τίθενται από πλευράς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι καθαρά κοινωνικά και πολιτικά. Κάθε θεολογική αναφορά απουσιάζει και ο θεολογικός λόγος παραχωρεί την θέση του στην κοινωνική πολιτική και διπλωματία.
Ως βασική αναγκαιότητα που επιβάλλει τον οικουμενικό διάλογο και την «συνεργασία των εκκλησιών» ορίζονται τα δεινά που προκάλεσε ο πρόσφατος πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.
Με την εγκύκλιό του αυτή ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου Δωρόθεος προτείνει την σύσταση της «Κοινωνίας των Εκκλησιών» στα πρότυπα της «Κοινωνίας των Εθνών», που μόλις είχε ιδρυθεί. Διατυπώνει δε 11 βασικά σημεία βάσει των οποίων θα οικοδομηθούν οι απαραίτητες καλές σχέσεις και η φιλία μεταξύ των «εκκλησιών»:
«α) δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών, β) δια της ανταλλαγής αδελφικών γραμμάτων κατά τας μεγάλας του εκκλησιαστικού ενιαυτού εορτάς, εν αις είθισται, και εν άλλαις εκτάκτοις περιστάσεσι, γ) δια της οικειοτέρας συσχετίσεως των εκασταχού ευρισκομένων αντιπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών, δ) δια της επικοινωνίας των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της θεολογικής επιστήμης και δια της ανταλλαγής των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδομένων θεολογικών και εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραμμάτων, ε) δια της αποστολής νέων χάριν σπουδών από της μιας εις τας σχολάς της άλλης Εκκλησίας, στ) δια της συγκροτήσεως παγχριστιανικών συνεδρίων προς εξέτασιν ζητημάτων κοινού πάσαις ταις Εκκλησίαις ενδιαφέροντος, ζ) δια της απαθούς και επί το ιστορικώτερον εξετάσεως των δογματικών διαφορών από της έδρας και εν ταις συγγραφαίς, η) δια του αμοιβαίου σεβασμού των κρατούντων εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις ηθών και εθίμων, θ) δια της παροχής αμοιβαίων ευκτηρίων οίκων και κοιμητηρίων δια τας κηδείας και την ταφήν των εν τη ξένη αποθνησκόντων οπαδών των ετέρων Ομολογιών, ι) δια του διακανονισμού μεταξύ των διαφόρων Ομολογιών του ζητήματος των μικτών γάμων, ια) δια της πρόφρονος τέλος αμοιβαίας υποστηρίξεως των Εκκλησιών εν τοις έργοις της θρησκευτικής επιρρώσεως, της φιλανθρωπίας και τοις παραπλησίοις» (ο.π., σελ. 958-959).
Πρόκειται για τις βασικές «σταθερές» του Οικουμενισμού που ακολουθούνται με πιστότητα μέχρι τις μέρες μας.
Το Βατικανό, βέβαια, αποδεικνύει για μία ακόμη φορά φρούδες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του Φαναρίου για ειλικρινή προσέγγιση και διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Τρία μόλις χρόνια μετά το κάλεσμα του Πατριαρχείου (το 1923) απαντά με την εγκύκλιο Mortalium Animos στην οποία επιμένει και πάλι ότι ο μόνος τρόπος «ενώσεως» είναι η υπαγωγή της Ορθοδοξίας στο σκήπτρο του Πάπα (βλ. σχ. ο.π., σελ. 930).
Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920
Παρά την σταθερή εκτίμηση όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για μια απόπειρα προσεγγίσεως με τους ετεροδόξους, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως επανέρχεται το 1920 «προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» «φρονούσα ότι η των διαφόρων Χριστιανικών Εκκλησιών προσέγγισις προς αλλήλας και κοινωνία ουκ αποκλείεται υπό των υφισταμένων μεταξύ αυτών δογματικών διαφορών».(Ἰ ω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σελ. 957).
Τα κριτήρια που τίθενται από πλευράς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι καθαρά κοινωνικά και πολιτικά. Κάθε θεολογική αναφορά απουσιάζει και ο θεολογικός λόγος παραχωρεί την θέση του στην κοινωνική πολιτική και διπλωματία.
Ως βασική αναγκαιότητα που επιβάλλει τον οικουμενικό διάλογο και την «συνεργασία των εκκλησιών» ορίζονται τα δεινά που προκάλεσε ο πρόσφατος πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.
Με την εγκύκλιό του αυτή ο τοποτηρητής του Οικουμενικού Θρόνου Δωρόθεος προτείνει την σύσταση της «Κοινωνίας των Εκκλησιών» στα πρότυπα της «Κοινωνίας των Εθνών», που μόλις είχε ιδρυθεί. Διατυπώνει δε 11 βασικά σημεία βάσει των οποίων θα οικοδομηθούν οι απαραίτητες καλές σχέσεις και η φιλία μεταξύ των «εκκλησιών»:
«α) δια της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών, β) δια της ανταλλαγής αδελφικών γραμμάτων κατά τας μεγάλας του εκκλησιαστικού ενιαυτού εορτάς, εν αις είθισται, και εν άλλαις εκτάκτοις περιστάσεσι, γ) δια της οικειοτέρας συσχετίσεως των εκασταχού ευρισκομένων αντιπροσώπων των διαφόρων Εκκλησιών, δ) δια της επικοινωνίας των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της θεολογικής επιστήμης και δια της ανταλλαγής των εν εκάστη Εκκλησία εκδιδομένων θεολογικών και εκκλησιαστικών περιοδικών και συγγραμμάτων, ε) δια της αποστολής νέων χάριν σπουδών από της μιας εις τας σχολάς της άλλης Εκκλησίας, στ) δια της συγκροτήσεως παγχριστιανικών συνεδρίων προς εξέτασιν ζητημάτων κοινού πάσαις ταις Εκκλησίαις ενδιαφέροντος, ζ) δια της απαθούς και επί το ιστορικώτερον εξετάσεως των δογματικών διαφορών από της έδρας και εν ταις συγγραφαίς, η) δια του αμοιβαίου σεβασμού των κρατούντων εν ταις διαφόροις Εκκλησίαις ηθών και εθίμων, θ) δια της παροχής αμοιβαίων ευκτηρίων οίκων και κοιμητηρίων δια τας κηδείας και την ταφήν των εν τη ξένη αποθνησκόντων οπαδών των ετέρων Ομολογιών, ι) δια του διακανονισμού μεταξύ των διαφόρων Ομολογιών του ζητήματος των μικτών γάμων, ια) δια της πρόφρονος τέλος αμοιβαίας υποστηρίξεως των Εκκλησιών εν τοις έργοις της θρησκευτικής επιρρώσεως, της φιλανθρωπίας και τοις παραπλησίοις» (ο.π., σελ. 958-959).
Πρόκειται για τις βασικές «σταθερές» του Οικουμενισμού που ακολουθούνται με πιστότητα μέχρι τις μέρες μας.
Το Βατικανό, βέβαια, αποδεικνύει για μία ακόμη φορά φρούδες τις ελπίδες και τις προσδοκίες του Φαναρίου για ειλικρινή προσέγγιση και διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών. Τρία μόλις χρόνια μετά το κάλεσμα του Πατριαρχείου (το 1923) απαντά με την εγκύκλιο Mortalium Animos στην οποία επιμένει και πάλι ότι ο μόνος τρόπος «ενώσεως» είναι η υπαγωγή της Ορθοδοξίας στο σκήπτρο του Πάπα (βλ. σχ. ο.π., σελ. 930).