Ἡ ἀποτείχισις τῶν Ἁγιορειτῶν ἐπί Πατρ. Ἰωάννου τοῦ Βέκκου
τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
«Ἡ ἀποτείχισίς των ἀπό τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ὅ,τι δηλαδή ὑπαγορεύει καί ἐπιβάλλει διά κάθε ὀρθόδοξο ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου».
Ἀφήνοντας τό σχίσμα θά ἀναφέρομε ὀλίγα τινά διά τήν ἀποτείχισι τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἐπί Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου. Ὡς γνωστόν μετά τό σχίσμα ὁ μόνιμος ἐχθρός τῆς Ὀρθοδοξίας ἦτο ὁ Παπισμός καί ὁ μετέπειτα ἐξ αὐτοῦ προελθών Προτεσταντισμός. Οἱ ἅγιοι ὅμως τῆς μετά τό σχίσμα περιόδου δέν ἐφοβήθησαν τόσο τόν Παπισμό ὡς αἵρεσι, ἀλλά κυρίως ὡς κατακτητική διάθεσι. Καί τοῦτο διότι ὁ Παπισμός ὡς ἐγκόσμιο καί ἀνθρώπινο κατασκεύασμα χρησιμοποιοῦσε πάντοτε τήν κοσμική δύναμι καί ἐξουσία διά τήν ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱουδήποτε ἀνθίστατο εἰς αὐτόν. Εἰς τήν Ἀνατολή δέ μετά τό σχίσμα ὑπῆρχε ραγδαία αὔξησι τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν καί συγχρόνως ἀποδυνάμωσις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, λόγῳ ἀνικανότητος καὶ ἀνηθικότητος τῶν ἀρχόντων καί διαφόρων ἐσωτερικῶν διενέξεων. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως πληγή, ἡ ὁποία ἐπέδρασε καθοριστικά εἰς τήν ἀποδυνάμωσι καί τελική πτῶσι του ἦταν οἱ Σταυροφορίες, οἱ ὁποῖες καί αὐτές ὄχι μόνον ὑποκινοῦντο ἀπό τούς Πάπες, ἀλλά καί ἐχρησιμοποιήθησαν καθαρά ὡς τρόπος ὑποταγῆς τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν Παπισμό.
Ἔτσι λοιπόν μέσα εἰς τό Βυζάντιο ἐδημιουργήθησαν μετά τό σχίσμα δύο τάσεις καί ρεύματα, θά λέγαμε, θεολογικά, τά ὁποῖα ἐχαρακτηρίζοντο ἀπό τήν διάθεσί των ἀπέναντι στόν Παπισμό. Ἦταν δηλαδή οἱ λατινόφρονες καί οἱ Ὀρθόδοξοι οἱ ὁποῖοι ὠνομάζοντο Ἑνωτικοί καί Ἀνθενωτικοί ἀντιστοίχως. Ὅλοι δέ οἱ ἅγιοι τῆς μετά τό σχίσμα περιόδου, μηδενός ἐξαιρουμένου, ἦσαν ὄχι ἁπλῶς Ὀρθόδοξοι καί ἀνθενωτικοί, ἀλλά καί σφοδροί πολέμιοι τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ. Ἀπεναντίας οἱ λατινόφρονες καί Ἑνωτικοί ἦσαν ἄνθρωποι μέ μειωμένα ὀρθόδοξα αἰσθητήρια, μέ τάσεις συμβιβασμοῦ καί συγχωνεύσεως
τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐπί πλέον ἐκινοῦντο πρός αὐτήν τήν στάσι των προσδοκώντας βοήθεια στρατιωτική καί οἰκονομική ἀπό τούς Πάπες τῆς Ρώμης, ἐξ αἰτίας τῶν ἐξωτερικῶν κινδύνων τοῦ Βυζαντίου.
Ὅλα αὐτά τά ἀναφέραμε προλογικά διά νά κατανοηθῆ τό μαρτύριο καί ἡ ὁμολογία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων τῶν ἐπί Βέκκου ἀθλησάντων, καί ἐπί πλέον νά καταδειχθῆ ἡ ἀποτείχισίς των ἀπό τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ὅ,τι δηλαδή ὑπαγορεύει καί ἐπιβάλλει διά κάθε ὀρθόδοξο ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ἡ ὑπόθεσις τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἔχει ὡς ἑξῆς, σύμφωνα μέ τά ἱστορικά κείμενα τῶν Μ. Γεδεών καί Α. Δημητρακοπούλου εἰς τά ἀντίστοιχα βιβλία «Ὁ Ἄθως» καί «Ἡ Ἱστορία τοῦ Σχίσματος».
Τό ἔτος 1261 μετά ἑξηκονταετῆ σχεδόν δουλεία ἔγινε ἡ ἀνάκτησις καί ἀπελευθέρωσις τῆς Κων/πόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους. Ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ Η’ ὁ Παλαιολόγος, διά νά ἀποφύγη νέα ἐκστρατεία τῶν σταυροφόρων ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου, ἠθέλησε νά ἀποσπάση τήν εὔνοια καί φιλία τοῦ Πάπα. Τό ἐνέχυρο πού θά ἐδίδετο καί τό πρός θυσίαν σφάγιο τό ὁποῖο θά κατετίθετο στόν παπικό βωμό ἦτο φυσικά ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ὑποταχθῆ εἰς τόν Παπισμό ἀναγνωρίζοντας τό «Filioque», τήν παπική ἐξουσία καί αὐθεντία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τά ἄζυμα στή Θεία Λειτουργία καί ὅ,τι ἄλλο ἠξίουν οἱ Πάπες. Ὁ αὐτοκράτωρ διά νά ἐπιτύχη τόν σκοπόν του ἔπρεπε νά ἔχη σύμμαχο καί ὁμόφρονα καί τόν Πατριάρχη. Ἦτο δέ Πατριάρχης τότε ὁ Ἰωσήφ, ἄνδρας ἀνθενωτικός καί κατά πάντα ὀρθόδοξος.
Τό 1274 ἔγινε στή Λυών Σύνοδος παπική, στήν ὁποία ἔστειλε ἀντιπροσωπεία ὁ αὐτοκράτωρ, χωρίς τήν συγκατάθεσι τοῦ Πατριάρχου. Σύμφωνα μέ τούς παπικούς ἱστορικούς, ἀναφέρει ὁ Ἀνδ. Δημητρακόπουλος (Ἡ Ἱστορία τοῦ Σχίσματος, σελ. 94), οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ἐδέχθησαν τήν ἕνωσι μέ τόν Πάπα. Ἐν συνεχείᾳ ὁ αὐτοκράτωρ, προκειμένου νά ἑδραιωθῆ ἡ ἕνωσις, ἄρχισε νά ἐξορίζη καί νά βασανίζη ποικιλοτρόπως τούς Ὀρθοδόξους ἀνθενωτικούς. Ὁ Ἀνδ. Δημητρακόπουλος, ἀντλώντας ὑλικὸ ἀπὸ τούς ἱστορικούς Παχυμέρη, Γρηγορᾶ καί Νικηφ. Χοῦμνο, ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Μετά τήν ἀναχώρησιν τῶν πρεσβευτῶν ὁ Αὐτοκράτωρ συλλαβών τινας τῶν ἑδραίως τοῖς δόγμασι τῶν πατέρων αὐτῶν ἐμμενόντων ἀπηνῶς ἐβασάνισε...».
Μετά τήν ἐξορίαν τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ κατά τό ἔτος 1275 μέ τήν προτροπή τοῦ αὐτοκράτορος ἀνεβιβάσθη Πατριάρχης ὁ λατινόφρων καί ὁμόφρονάς του Ἰωάννης ὁ Βέκκος. Κατ’ αὐτήν τήν περίοδο καί προκειμένου νά ἔχη βοήθεια ἀπό τούς Λατίνους, ὁ αὐτοκράτωρ ἐπίεζε ἅπαντας νά ἀποδεχθοῦν τήν ἕνωσι, ἐξαιρέτως δέ τούς ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκουμένους μοναχούς...
Ἡ ἐπιστολή ποὺ ἀπέστειλαν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες στὸν αὐτοκράτορα εἶναι ὄντως ὄχι μόνο ἕνα ὁμολογιακό κείμενο, ἀλλά καί ἕνας ἀπλανής ὁδηγός πρός σωτηρίαν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί κινδυνευούσης πίστεως. Θά ἀναφέρωμε ἀπό τήν περίφημον αὐτήν ἐπιστολήν τό περί μνημονεύσεως τμῆμα της, μολονότι ὁλόκληρη ὁμιλεῖ διά τήν ἐκκλησιαστικήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀναφέροντας πρός τοῦτο πλεῖστα ὅσα ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία:
«Ὁ μέγας τοῦ Κυρίου ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει: “εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει μεθ' ἑαυτοῦ, χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε καί εἰς οἰκίαν μή λαμβάνετε· ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς”. Εἰ δέ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τό εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινήν εἰργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ' ἐν ναῷ Θεοῦ, ἀλλ' ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις ἐπί τῆς μυστικῆς καί φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀθύτως σφαγιαζομένου.... Ποῖος ἅδης ἐξερεύξεται τό μνημόσυνον τοῦ παρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως ὡς κατά Θεοῦ καί τῶν θείων γενήσεται. Εἰ γάρ τό ἁπλῶς χαίρειν εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καί ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων. Εἰ δέ ὁ προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἄν τό μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός τό συντάττειν αὐτόν ὡς ὀρθόδοξον Πατριάρχην μεταξύ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων σκηνικῶς παίξομεν; καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καί ὡς καπηλεύοντας τά θεῖα, τούτους ἡγήσεται; Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία· τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν, καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καί πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος.
»... Ἀλλ’ ὡς οἰκονομίαν τοῦτο ποιήσωμεν· καί πῶς δεχθήσεται οἰκονομίαν τά θεῖα βεβηλοῦσαν κατά τόν τοῦ Θεοῦ εἰρημένον λόγον καί ἐκ τῶν θείων ἀπωθοῦσαν τό τοῦ Θεοῦ πνεῦμα· καί τῆς ἐντεῦθεν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, καί τῆς υἱοθεσίας τούς πιστούς ἀμετόχους ποιοῦσα· καί τί ἄν εἴη ταύτης τῆς οἰκονομίας ζημιωδέστερον; ἄν ἡ κοινωνία αὐτῶν ᾖ πρόδηλος, καί ἐν ἑνί τοῦ ὀρθοῦ ἔκπτωσις καί ἀνατροπή; ὁ γάρ αἱρετικόν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι· καί ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» (Ἐπιστολή ἁγιορειτῶν πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, Δοκίμιον Ἱστορικόν Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, ἐκδ. 1896, σελ. 97-107).
Εἶναι ὄντως ἀπαράμιλλος ἡ θεολογική ἀκρίβεια καί συγχρόνως ἡ ὁμολογιακή διάθεσις τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων στό θέμα τῆς μνημονεύσεως καί ἀποτειχίσεως. Οἱ Πατέρες ἐπιέζοντο ἀπό τόν Αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο νά δεχθοῦν τήν μνημόνευσι τοῦ Πάπα στή Θεία Λειτουργία, ὡς κάτι ἁπλό καί θά λέγαμε τυπικό. Ἐπικαλούμενοι λοιπόν τόν μέγα ὁμολογητή Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί μάλιστα ἀναφέροντας τό ἀκριβέστερο χωρίο του στό θέμα τῆς μνημονεύσεως, καθώς καί ἄλλα ἁγιογραφικά χωρία, ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ μνημόνευσις αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στή Θεία Λειτουργία εἶναι βεβήλωσις τοῦ μυστηρίου, ἀπώθησις ἀπό αὐτό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἄρνησις τῆς υἱοθεσίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί ἔκπτωσις ἐκ τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου πίστεως... Ὅλη ἡ ὁμολογιακή ἐπιστολή τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων... εἶναι ἄκρως ἐλεγκτική, τηρουμένων τῶν τυπικῶν ἐκφράσεων καί ἀναφερομένη σέ ὑψηλά ἱστάμενα πρόσωπα καί συγχρόνως μή ἀπομακρυνομένη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως, οὐδέ βῆμα ποδός.
Ἔχοντας λοιπόν ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ὁ Η’ ὁ Παλαιολόγος ὑπ’ ὄψιν του τήν ἀντίδρασι τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων.. κατά τήν ἐπάνοδό του ἀπό τήν Ἰταλία, ἴσως μαζί μέ τόν Πατριάρχη ἤ ὁπωσδήποτε μέ ἀντιπροσώπους του, διέβη ἀπό τό ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος καί προσπάθησε μέ τόν φόβο καί τίς ἀπειλές νά πείση τούς Πατέρες νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικῶς μαζί των. Τό συλλείτουργο καί ἡ μνημόνευσις εἰς αὐτό τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου θά ἦτο καί ἡ ἀπόδειξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως τῶν Πατέρων μετά τοῦ Πατριάρχου καί συγχρόνως ἡ ἀποδοχή τῶν λατινικῶν ἀποκλίσεων τοῦ Πατριάρχου.
Ἀπό τήν διήγησι λοιπόν αὐτή γίνεται φανερό ὅτι κάποιοι ἀπό τούς Πατέρες ὑπέκυψαν στίς ἀπειλές καί στόν φόβο καὶ συλλειτούργησαν μετά τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Πατριάρχου. Οἱ πλεῖστοι ὅμως Πατέρες ἔμειναν ἑδραῖοι εἰς τήν πίστι καί ὑπέστησαν μαρτυρικόν δι’ αὐτήν θάνατο. Ἡ ἄρνησις καί ἡ ὁμολογία των ἦτο ὅτι δέν ἤθελαν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, Αὐτοκράτορα Μιχαήλ καί Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο. Καί βεβαίως αὐτό πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Πατριάρχου, ὅπως ἀκριβῶς προστάσσει ο 15ος Ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Οἱ μονές λοιπόν πού ἀναφέρονται ὅτι συμβιβάστηκαν καί συλλειτούργησαν ἦσαν ἡ Μεγ. Λαύρα καί ἡ μονή Ξηροποτάμου. Αὐτές δέ πού ἐκράτησαν τήν πίστι καί τήν ὁμολογία ἦσαν ἡ Ἰβήρων, ἡ Βατοπεδίου, ἡ Ζωγράφου καί ἡ σκήτη τῶν Καρυῶν. Συνολικῶς ἐθανατώθησαν 74 μοναχοί. Ὁ ἀριθμός αὐτός διεσώθη ἴσως κατά τήν παράδοσιν, διότι οἱ συναξαριστές, τά ἁγιολόγια καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ἀριθμοῦν μόνον τούς εἴκοσι ἕξι (26) ὁσιομάρτυρες τῆς μονῆς Ζωγράφου καί τούς δώδεκα (12) Βατοπεδινούς μοναχούς, μαζί μέ τόν ἡγούμενόν των, ὀνόματι Εὐθύμιον. Διά τούς ὑπολοίπους γίνεται ἀναφορά χωρίς συγκεκριμένο ἀριθμό...
Διά νά γίνη σαφής ἡ πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀποτείχισις τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἀναφέρομεν τά ἑξῆς ἀπό τόν Ἀνδ. Δημητρακόπουλο: «Μετ’ ὀλίγους μῆνας ἐτελεύτησεν ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ (ὁμιλεῖ διά τήν δευτέρα πατριαρχία τοῦ Ἰωσήφ μετά τήν ἐκθρόνισι τοῦ Βέκκου) ὅν διεδέξατο ὁ ἐκ Κύπρου Γρηγόριος. Ἐπί τῆς πατριαρχίας τούτου συνελθόντες ἐν τῷ ναῷ τῶν Βλαχερνῶν οἱ ζῆλον ὑποκρινόμενοι κληρικοί, (αὐτοί οἱ κληρικοί πού ἐπεδείκνυον ἰδιαίτερο ζῆλο) κατεψηφίσαντο καθαίρεσιν παντελῆ ἐκείνων τῶν ἀρχιερέων καί κληρικῶν, ὅσοι τῷ βασιλεῖ Μιχαήλ τοῦ δόγματος ἐκοινώνησαν, καί ὅσοι ἐπί τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου χειροτονίαν ἐδέχθησαν, ”κἄν αὐτός ἦν χειροτονητής κἄν ἐκ προτροπῆς ἐκείνου ἐχειροτόνησαν ἕτεροι, πλήν ἐπί τοῖς ἐντός τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῖς δ’ ἐκτός ἐπιτιμηθεῖσι κατά καιρόν ἀνίεσθαί τε καί ἐνεργεῖν· διώκταις δέ πρόστιμον εἶναι τήν εἰσαεί ἀπραξίαν, κἄν ἐντός εὑρίσκωνται κἄν ἐκτός τοῖς δέ ἄλλοις τῶν κληρικῶν ἐπιτιμηθεῖσι τήν λύσιν δίδοσθαι“» (ὅπ. ἀν. σελ. 113).
Ἐδῶ ἀναφέρεται ὅτι μετά τήν ἐκθρόνισι τοῦ Βέκκου, ὁ δεύτερος διάδοχός του Γρηγόριος ὁ ἐκ Κύπρου, συνοδικῶς καθήρεσε ὅσους ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν Βέκκο ἤ ἐχειροτονήθησαν μέ τήν προτροπήν του. Τόση ἀκρίβεια εἶχαν οἱ Πατέρες τότε εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ὥστε οὔτε αὐτούς πού ἐχειροτόνησε ὁ Βέκκος, πρίν κατακριθῆ συνοδικῶς, ἄφησαν ἀτιμώρητους!
Διά δέ τήν συνοδική καταδίκη τοῦ Βέκκου καί τῶν σύν αὐτῷ λατινοφρόνων ὁ Ἀνδ. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ Βέκκος περιωρισμένος ὤν ἐν Προύσῃ, ἀπῄτει ὅπως αὖθις ἐξετασθῶσι τά κατ’ αὐτόν ὑπό συνόδου. Ἐν ἔτει οὖν 1284 συνεκροτήθη ἐν Κωνσταντινουπόλει σύνοδος ἱερά κελεύσει τοῦ Αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου, ἐν ᾗ παρῆν μέν αὐτός τε καί ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος καί ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος (οἱ δ’ ἄλλοι Πατριάρχαι καί ἀπόντες συνῄνουν καί τήν εὐσεβῶς καί ἐνθέσμως γεγονυῖαν ψῆφον ἠσπάζοντο)· συνῆν δέ καί πᾶσα τῶν ἀρχιερέων ὁμήγυρις καί μοναχοί πλεῖστοι καί τῶν λαϊκῶν οἱ ἐλλόγιμοι· παρῆν δέ ἐν αὐτῇ καὶ ὁ Βέκκος καί οἱ αὐτῷ ὁμόφρονες Κωνσταντῖνος Μελιτηνιώτης καί Γεώργιος Μετοχίτης. Γενομένης δέ διαλέξεως μεταξύ τούτων καί τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου, τοῦ μεγάλου λογοθέτου Θεοδώρου τοῦ Μουζάλωνος, Γεωργίου τοῦ Μοσχάμπαρος καί ἄλλων, κατεφωράθη ὁ Βέκκος, παλίμβουλος ὤν, ὅτι ὥσπερ κύων ἐπί τόν ἴδιον ἐπέστρεψεν ἔμετον. Ὅθεν ἡ σύνοδος αὕτη, ἧς τά πρακτικά ἐμπεριέχονται ἐν τῇ ἱστορίᾳ Γεωργίου τοῦ Παχυμέρη τόμ. β΄ σελ. 90, ἐξέθηκε τόμον δι’ οὗ ἀποκηρύκτους τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πεποίηται τόν Ἰωάννην Βέκκον καί τούς αὐτῷ ὁμόφρονας ἀρχιδιακόνους τοῦ βασιλικοῦ κλήρου Γεώργιον Μετοχίτην καί Κωνσταντῖνον Μελιτηνιώτην. Ἐν τῷδε τῷ τόμῳ ὑπό τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου συνταχθέντι, μετά τόν πρόλογον τίθεται ἡ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὁμολογία, ἐν ᾗ ἀποδέδεικται, ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται· ἕπεται δέ ἡ ἀποκήρυξις τῆς ἐν Λουγδούνῳ ἐν ἔτει 1274 γενομένης ψευδοσυνόδου· ταύτην διαδέχεται ἡ διήγησις τῶν πεπραγμένων ἐν τῇ συνόδῳ πρός ἥν λίβελλον μεταμελείας ἔδωκεν ὁ Βέκκος· ἐπί τούτοις ἕπεται ἡ ψῆφος κατακρίσεως τοῦ Βέκκου καί τῶν αὐτῷ ὁμοφρόνων. Ὁ τόμος οὗτος ἀνεγνώσθη πρῶτον ἐπ’ ἐκκλησίας μεγαλοφώνως, εἶτα ὑπέγραψεν αὐτόν ὁ Αὐτοκράτωρ, ὁ Πατριάρχης, 42 ἐπίσκοποι καί 28 κληρικοί. Διαλυθείσης δέ τῆς συνόδου περιωρίσθησαν οἱ καθαιρεθέντες Βέκκος, Μελιτηνιώτης καί Μετοχίτης εἰς τήν τοῦ Κοσμιδίου Μονήν, εἶτα δέ ἐξωρίσθησαν εἴς τι παράλιον τῆς Βιθυνίας φρούριον, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐπιλεγόμενον· καί τοῦτο ἦν πέρας τῶν ταραχῶν, ἅς ὁ Μιχαήλ ἐλεεινῶς διεξήγειρεν» (ὅπ. ἀν. σελ. 116). Ὁ Ἰωάννης ὁ Βέκκος λοιπόν καθηρέθη μετά τήν ἐκθρόνισί του καί τόν θάνατο τοῦ λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μιχαήλ τοῦ Η΄ τοῦ Παλαιολόγου κατά τό ἔτος 1284, ὁπότε εἶναι φανερό τοῖς πᾶσι ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν ὁσιομαρτύρων ἁγιορειτῶν ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως, σύμφωνα πάντοτε μέ τόν ὑπό ἐξέτασι ἱερό Κανόνα.
Διά δέ τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ ὁ Ἀ. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐν τούτοις ἀπέθανεν ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἀπροσδοκήτως τόν Δεκέμβριον τοῦ ἔτους 1282 στρατοπεδεύων παρά τινι κώμῃ (τῆς Θράκης) τοῦ Παχωμίου καλουμένη· τοῦτον ὁ μέν υἱός αὐτοῦ καί βασιλεύς Ἀνδρόνικος τηνικαῦτα παρών οὐδέ τῆς νενομισμένης ταφῆς ἠξίωσε· τό δ’ αἴτιον ὑπῆρχεν ἡ τοῦ ὀρθοῦ τῆς ἐκκλησίας δόγματος παρατροπή· ἡ δέ σύνοδος ἐστέρησε τῶν νενομισμένων μνημοσύνων» (ἔνθ. ἀν. σελ. 107). Δηλαδή συνοδικῶς ἀπηγορεύθη κάθε τιμή καί μνημόνευσίς του μετά θάνατο, λόγῳ τῶν λατινικῶν φρονημάτων του.
Ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρομε ὅτι οἱ ὁσιομάρτυρες ἁγιορεῖτες, οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες ἑορτάζονται κατά τήν 4η Ἰανουαρίου οἱ Βατοπεδινοί, τήν 13η Μαΐου οἱ Ἰβηρίτες, τήν 22α Σεπτεμβρίου οἱ Ζωγραφίτες καί τήν 5η Δεκεμβρίου οἱ Καρυῶτες. Ἀναφορά δέ εἰς αὐτούς κάνουν πέραν τῶν προαναφερθέντων Μ. Γεδεών καί Ἀ. Δημητρακόπουλο ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στόν συναξαριστή του καί στόν λόγον του κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων καί ἐπίσης ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων στήν Δωδεκάβιβλο (τόμος Θ΄, κεφ. Γ΄, & Ε΄, σελ. 37).
Πατερική Παράδοση καί Οἰκουμενισμός: Η τραγική ομοιότης των λατινόφρονων–Ενωτικών του 13ου αιώνα με τους λατινόφρονες– Οικουμενιστές του 21ου αιώνα! (Κείμενο του π. Ευθ. Τρικαμηνά)
τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
«Ἡ ἀποτείχισίς των ἀπό τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ὅ,τι δηλαδή ὑπαγορεύει καί ἐπιβάλλει διά κάθε ὀρθόδοξο ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου».
Ἀφήνοντας τό σχίσμα θά ἀναφέρομε ὀλίγα τινά διά τήν ἀποτείχισι τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἐπί Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου. Ὡς γνωστόν μετά τό σχίσμα ὁ μόνιμος ἐχθρός τῆς Ὀρθοδοξίας ἦτο ὁ Παπισμός καί ὁ μετέπειτα ἐξ αὐτοῦ προελθών Προτεσταντισμός. Οἱ ἅγιοι ὅμως τῆς μετά τό σχίσμα περιόδου δέν ἐφοβήθησαν τόσο τόν Παπισμό ὡς αἵρεσι, ἀλλά κυρίως ὡς κατακτητική διάθεσι. Καί τοῦτο διότι ὁ Παπισμός ὡς ἐγκόσμιο καί ἀνθρώπινο κατασκεύασμα χρησιμοποιοῦσε πάντοτε τήν κοσμική δύναμι καί ἐξουσία διά τήν ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας καί οἱουδήποτε ἀνθίστατο εἰς αὐτόν. Εἰς τήν Ἀνατολή δέ μετά τό σχίσμα ὑπῆρχε ραγδαία αὔξησι τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν καί συγχρόνως ἀποδυνάμωσις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, λόγῳ ἀνικανότητος καὶ ἀνηθικότητος τῶν ἀρχόντων καί διαφόρων ἐσωτερικῶν διενέξεων. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως πληγή, ἡ ὁποία ἐπέδρασε καθοριστικά εἰς τήν ἀποδυνάμωσι καί τελική πτῶσι του ἦταν οἱ Σταυροφορίες, οἱ ὁποῖες καί αὐτές ὄχι μόνον ὑποκινοῦντο ἀπό τούς Πάπες, ἀλλά καί ἐχρησιμοποιήθησαν καθαρά ὡς τρόπος ὑποταγῆς τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τόν Παπισμό.
Ἔτσι λοιπόν μέσα εἰς τό Βυζάντιο ἐδημιουργήθησαν μετά τό σχίσμα δύο τάσεις καί ρεύματα, θά λέγαμε, θεολογικά, τά ὁποῖα ἐχαρακτηρίζοντο ἀπό τήν διάθεσί των ἀπέναντι στόν Παπισμό. Ἦταν δηλαδή οἱ λατινόφρονες καί οἱ Ὀρθόδοξοι οἱ ὁποῖοι ὠνομάζοντο Ἑνωτικοί καί Ἀνθενωτικοί ἀντιστοίχως. Ὅλοι δέ οἱ ἅγιοι τῆς μετά τό σχίσμα περιόδου, μηδενός ἐξαιρουμένου, ἦσαν ὄχι ἁπλῶς Ὀρθόδοξοι καί ἀνθενωτικοί, ἀλλά καί σφοδροί πολέμιοι τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ. Ἀπεναντίας οἱ λατινόφρονες καί Ἑνωτικοί ἦσαν ἄνθρωποι μέ μειωμένα ὀρθόδοξα αἰσθητήρια, μέ τάσεις συμβιβασμοῦ καί συγχωνεύσεως
τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐπί πλέον ἐκινοῦντο πρός αὐτήν τήν στάσι των προσδοκώντας βοήθεια στρατιωτική καί οἰκονομική ἀπό τούς Πάπες τῆς Ρώμης, ἐξ αἰτίας τῶν ἐξωτερικῶν κινδύνων τοῦ Βυζαντίου.
Ὅλα αὐτά τά ἀναφέραμε προλογικά διά νά κατανοηθῆ τό μαρτύριο καί ἡ ὁμολογία τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων τῶν ἐπί Βέκκου ἀθλησάντων, καί ἐπί πλέον νά καταδειχθῆ ἡ ἀποτείχισίς των ἀπό τόν λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο πρό συνοδικῆς κρίσεως, ὅ,τι δηλαδή ὑπαγορεύει καί ἐπιβάλλει διά κάθε ὀρθόδοξο ὁ 15ος ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου. Ἡ ὑπόθεσις τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἔχει ὡς ἑξῆς, σύμφωνα μέ τά ἱστορικά κείμενα τῶν Μ. Γεδεών καί Α. Δημητρακοπούλου εἰς τά ἀντίστοιχα βιβλία «Ὁ Ἄθως» καί «Ἡ Ἱστορία τοῦ Σχίσματος».
Τό ἔτος 1261 μετά ἑξηκονταετῆ σχεδόν δουλεία ἔγινε ἡ ἀνάκτησις καί ἀπελευθέρωσις τῆς Κων/πόλεως ἀπό τούς σταυροφόρους. Ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ Η’ ὁ Παλαιολόγος, διά νά ἀποφύγη νέα ἐκστρατεία τῶν σταυροφόρων ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου, ἠθέλησε νά ἀποσπάση τήν εὔνοια καί φιλία τοῦ Πάπα. Τό ἐνέχυρο πού θά ἐδίδετο καί τό πρός θυσίαν σφάγιο τό ὁποῖο θά κατετίθετο στόν παπικό βωμό ἦτο φυσικά ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά ὑποταχθῆ εἰς τόν Παπισμό ἀναγνωρίζοντας τό «Filioque», τήν παπική ἐξουσία καί αὐθεντία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, τά ἄζυμα στή Θεία Λειτουργία καί ὅ,τι ἄλλο ἠξίουν οἱ Πάπες. Ὁ αὐτοκράτωρ διά νά ἐπιτύχη τόν σκοπόν του ἔπρεπε νά ἔχη σύμμαχο καί ὁμόφρονα καί τόν Πατριάρχη. Ἦτο δέ Πατριάρχης τότε ὁ Ἰωσήφ, ἄνδρας ἀνθενωτικός καί κατά πάντα ὀρθόδοξος.
Τό 1274 ἔγινε στή Λυών Σύνοδος παπική, στήν ὁποία ἔστειλε ἀντιπροσωπεία ὁ αὐτοκράτωρ, χωρίς τήν συγκατάθεσι τοῦ Πατριάρχου. Σύμφωνα μέ τούς παπικούς ἱστορικούς, ἀναφέρει ὁ Ἀνδ. Δημητρακόπουλος (Ἡ Ἱστορία τοῦ Σχίσματος, σελ. 94), οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι ἐδέχθησαν τήν ἕνωσι μέ τόν Πάπα. Ἐν συνεχείᾳ ὁ αὐτοκράτωρ, προκειμένου νά ἑδραιωθῆ ἡ ἕνωσις, ἄρχισε νά ἐξορίζη καί νά βασανίζη ποικιλοτρόπως τούς Ὀρθοδόξους ἀνθενωτικούς. Ὁ Ἀνδ. Δημητρακόπουλος, ἀντλώντας ὑλικὸ ἀπὸ τούς ἱστορικούς Παχυμέρη, Γρηγορᾶ καί Νικηφ. Χοῦμνο, ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Μετά τήν ἀναχώρησιν τῶν πρεσβευτῶν ὁ Αὐτοκράτωρ συλλαβών τινας τῶν ἑδραίως τοῖς δόγμασι τῶν πατέρων αὐτῶν ἐμμενόντων ἀπηνῶς ἐβασάνισε...».
Μετά τήν ἐξορίαν τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ κατά τό ἔτος 1275 μέ τήν προτροπή τοῦ αὐτοκράτορος ἀνεβιβάσθη Πατριάρχης ὁ λατινόφρων καί ὁμόφρονάς του Ἰωάννης ὁ Βέκκος. Κατ’ αὐτήν τήν περίοδο καί προκειμένου νά ἔχη βοήθεια ἀπό τούς Λατίνους, ὁ αὐτοκράτωρ ἐπίεζε ἅπαντας νά ἀποδεχθοῦν τήν ἕνωσι, ἐξαιρέτως δέ τούς ἐν τῷ ἁγίῳ ὄρει τοῦ Ἄθωνος ἀσκουμένους μοναχούς...
Ἡ ἐπιστολή ποὺ ἀπέστειλαν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες στὸν αὐτοκράτορα εἶναι ὄντως ὄχι μόνο ἕνα ὁμολογιακό κείμενο, ἀλλά καί ἕνας ἀπλανής ὁδηγός πρός σωτηρίαν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί κινδυνευούσης πίστεως. Θά ἀναφέρωμε ἀπό τήν περίφημον αὐτήν ἐπιστολήν τό περί μνημονεύσεως τμῆμα της, μολονότι ὁλόκληρη ὁμιλεῖ διά τήν ἐκκλησιαστικήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀναφέροντας πρός τοῦτο πλεῖστα ὅσα ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία:
«Ὁ μέγας τοῦ Κυρίου ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης λέγει: “εἴ τις ἔρχεται πρός ὑμᾶς καί ταύτην τήν διδαχήν οὐ φέρει μεθ' ἑαυτοῦ, χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε καί εἰς οἰκίαν μή λαμβάνετε· ὁ γάρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς”. Εἰ δέ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τό εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινήν εἰργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ' ἐν ναῷ Θεοῦ, ἀλλ' ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις ἐπί τῆς μυστικῆς καί φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀθύτως σφαγιαζομένου.... Ποῖος ἅδης ἐξερεύξεται τό μνημόσυνον τοῦ παρά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως ὡς κατά Θεοῦ καί τῶν θείων γενήσεται. Εἰ γάρ τό ἁπλῶς χαίρειν εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καί ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων. Εἰ δέ ὁ προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἄν τό μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός τό συντάττειν αὐτόν ὡς ὀρθόδοξον Πατριάρχην μεταξύ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων σκηνικῶς παίξομεν; καί πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καί οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καί ὡς καπηλεύοντας τά θεῖα, τούτους ἡγήσεται; Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία· τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν, καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καί πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος.
»... Ἀλλ’ ὡς οἰκονομίαν τοῦτο ποιήσωμεν· καί πῶς δεχθήσεται οἰκονομίαν τά θεῖα βεβηλοῦσαν κατά τόν τοῦ Θεοῦ εἰρημένον λόγον καί ἐκ τῶν θείων ἀπωθοῦσαν τό τοῦ Θεοῦ πνεῦμα· καί τῆς ἐντεῦθεν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, καί τῆς υἱοθεσίας τούς πιστούς ἀμετόχους ποιοῦσα· καί τί ἄν εἴη ταύτης τῆς οἰκονομίας ζημιωδέστερον; ἄν ἡ κοινωνία αὐτῶν ᾖ πρόδηλος, καί ἐν ἑνί τοῦ ὀρθοῦ ἔκπτωσις καί ἀνατροπή; ὁ γάρ αἱρετικόν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι· καί ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» (Ἐπιστολή ἁγιορειτῶν πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, Δοκίμιον Ἱστορικόν Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, ἐκδ. 1896, σελ. 97-107).
Εἶναι ὄντως ἀπαράμιλλος ἡ θεολογική ἀκρίβεια καί συγχρόνως ἡ ὁμολογιακή διάθεσις τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων στό θέμα τῆς μνημονεύσεως καί ἀποτειχίσεως. Οἱ Πατέρες ἐπιέζοντο ἀπό τόν Αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο νά δεχθοῦν τήν μνημόνευσι τοῦ Πάπα στή Θεία Λειτουργία, ὡς κάτι ἁπλό καί θά λέγαμε τυπικό. Ἐπικαλούμενοι λοιπόν τόν μέγα ὁμολογητή Θεόδωρο τόν Στουδίτη καί μάλιστα ἀναφέροντας τό ἀκριβέστερο χωρίο του στό θέμα τῆς μνημονεύσεως, καθώς καί ἄλλα ἁγιογραφικά χωρία, ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ μνημόνευσις αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στή Θεία Λειτουργία εἶναι βεβήλωσις τοῦ μυστηρίου, ἀπώθησις ἀπό αὐτό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἄρνησις τῆς υἱοθεσίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί ἔκπτωσις ἐκ τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου πίστεως... Ὅλη ἡ ὁμολογιακή ἐπιστολή τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων... εἶναι ἄκρως ἐλεγκτική, τηρουμένων τῶν τυπικῶν ἐκφράσεων καί ἀναφερομένη σέ ὑψηλά ἱστάμενα πρόσωπα καί συγχρόνως μή ἀπομακρυνομένη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως, οὐδέ βῆμα ποδός.
Ἔχοντας λοιπόν ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ὁ Η’ ὁ Παλαιολόγος ὑπ’ ὄψιν του τήν ἀντίδρασι τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων.. κατά τήν ἐπάνοδό του ἀπό τήν Ἰταλία, ἴσως μαζί μέ τόν Πατριάρχη ἤ ὁπωσδήποτε μέ ἀντιπροσώπους του, διέβη ἀπό τό ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνος καί προσπάθησε μέ τόν φόβο καί τίς ἀπειλές νά πείση τούς Πατέρες νά ἐπικοινωνήσουν ἐκκλησιαστικῶς μαζί των. Τό συλλείτουργο καί ἡ μνημόνευσις εἰς αὐτό τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου τοῦ Βέκκου θά ἦτο καί ἡ ἀπόδειξις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως τῶν Πατέρων μετά τοῦ Πατριάρχου καί συγχρόνως ἡ ἀποδοχή τῶν λατινικῶν ἀποκλίσεων τοῦ Πατριάρχου.
Ἀπό τήν διήγησι λοιπόν αὐτή γίνεται φανερό ὅτι κάποιοι ἀπό τούς Πατέρες ὑπέκυψαν στίς ἀπειλές καί στόν φόβο καὶ συλλειτούργησαν μετά τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Πατριάρχου. Οἱ πλεῖστοι ὅμως Πατέρες ἔμειναν ἑδραῖοι εἰς τήν πίστι καί ὑπέστησαν μαρτυρικόν δι’ αὐτήν θάνατο. Ἡ ἄρνησις καί ἡ ὁμολογία των ἦτο ὅτι δέν ἤθελαν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, Αὐτοκράτορα Μιχαήλ καί Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο. Καί βεβαίως αὐτό πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Πατριάρχου, ὅπως ἀκριβῶς προστάσσει ο 15ος Ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Οἱ μονές λοιπόν πού ἀναφέρονται ὅτι συμβιβάστηκαν καί συλλειτούργησαν ἦσαν ἡ Μεγ. Λαύρα καί ἡ μονή Ξηροποτάμου. Αὐτές δέ πού ἐκράτησαν τήν πίστι καί τήν ὁμολογία ἦσαν ἡ Ἰβήρων, ἡ Βατοπεδίου, ἡ Ζωγράφου καί ἡ σκήτη τῶν Καρυῶν. Συνολικῶς ἐθανατώθησαν 74 μοναχοί. Ὁ ἀριθμός αὐτός διεσώθη ἴσως κατά τήν παράδοσιν, διότι οἱ συναξαριστές, τά ἁγιολόγια καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ἀριθμοῦν μόνον τούς εἴκοσι ἕξι (26) ὁσιομάρτυρες τῆς μονῆς Ζωγράφου καί τούς δώδεκα (12) Βατοπεδινούς μοναχούς, μαζί μέ τόν ἡγούμενόν των, ὀνόματι Εὐθύμιον. Διά τούς ὑπολοίπους γίνεται ἀναφορά χωρίς συγκεκριμένο ἀριθμό...
Διά νά γίνη σαφής ἡ πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀποτείχισις τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἀναφέρομεν τά ἑξῆς ἀπό τόν Ἀνδ. Δημητρακόπουλο: «Μετ’ ὀλίγους μῆνας ἐτελεύτησεν ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ (ὁμιλεῖ διά τήν δευτέρα πατριαρχία τοῦ Ἰωσήφ μετά τήν ἐκθρόνισι τοῦ Βέκκου) ὅν διεδέξατο ὁ ἐκ Κύπρου Γρηγόριος. Ἐπί τῆς πατριαρχίας τούτου συνελθόντες ἐν τῷ ναῷ τῶν Βλαχερνῶν οἱ ζῆλον ὑποκρινόμενοι κληρικοί, (αὐτοί οἱ κληρικοί πού ἐπεδείκνυον ἰδιαίτερο ζῆλο) κατεψηφίσαντο καθαίρεσιν παντελῆ ἐκείνων τῶν ἀρχιερέων καί κληρικῶν, ὅσοι τῷ βασιλεῖ Μιχαήλ τοῦ δόγματος ἐκοινώνησαν, καί ὅσοι ἐπί τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου χειροτονίαν ἐδέχθησαν, ”κἄν αὐτός ἦν χειροτονητής κἄν ἐκ προτροπῆς ἐκείνου ἐχειροτόνησαν ἕτεροι, πλήν ἐπί τοῖς ἐντός τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῖς δ’ ἐκτός ἐπιτιμηθεῖσι κατά καιρόν ἀνίεσθαί τε καί ἐνεργεῖν· διώκταις δέ πρόστιμον εἶναι τήν εἰσαεί ἀπραξίαν, κἄν ἐντός εὑρίσκωνται κἄν ἐκτός τοῖς δέ ἄλλοις τῶν κληρικῶν ἐπιτιμηθεῖσι τήν λύσιν δίδοσθαι“» (ὅπ. ἀν. σελ. 113).
Ἐδῶ ἀναφέρεται ὅτι μετά τήν ἐκθρόνισι τοῦ Βέκκου, ὁ δεύτερος διάδοχός του Γρηγόριος ὁ ἐκ Κύπρου, συνοδικῶς καθήρεσε ὅσους ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν Βέκκο ἤ ἐχειροτονήθησαν μέ τήν προτροπήν του. Τόση ἀκρίβεια εἶχαν οἱ Πατέρες τότε εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ὥστε οὔτε αὐτούς πού ἐχειροτόνησε ὁ Βέκκος, πρίν κατακριθῆ συνοδικῶς, ἄφησαν ἀτιμώρητους!
Διά δέ τήν συνοδική καταδίκη τοῦ Βέκκου καί τῶν σύν αὐτῷ λατινοφρόνων ὁ Ἀνδ. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ Βέκκος περιωρισμένος ὤν ἐν Προύσῃ, ἀπῄτει ὅπως αὖθις ἐξετασθῶσι τά κατ’ αὐτόν ὑπό συνόδου. Ἐν ἔτει οὖν 1284 συνεκροτήθη ἐν Κωνσταντινουπόλει σύνοδος ἱερά κελεύσει τοῦ Αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου, ἐν ᾗ παρῆν μέν αὐτός τε καί ὁ Πατριάρχης Γρηγόριος καί ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιος (οἱ δ’ ἄλλοι Πατριάρχαι καί ἀπόντες συνῄνουν καί τήν εὐσεβῶς καί ἐνθέσμως γεγονυῖαν ψῆφον ἠσπάζοντο)· συνῆν δέ καί πᾶσα τῶν ἀρχιερέων ὁμήγυρις καί μοναχοί πλεῖστοι καί τῶν λαϊκῶν οἱ ἐλλόγιμοι· παρῆν δέ ἐν αὐτῇ καὶ ὁ Βέκκος καί οἱ αὐτῷ ὁμόφρονες Κωνσταντῖνος Μελιτηνιώτης καί Γεώργιος Μετοχίτης. Γενομένης δέ διαλέξεως μεταξύ τούτων καί τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου, τοῦ μεγάλου λογοθέτου Θεοδώρου τοῦ Μουζάλωνος, Γεωργίου τοῦ Μοσχάμπαρος καί ἄλλων, κατεφωράθη ὁ Βέκκος, παλίμβουλος ὤν, ὅτι ὥσπερ κύων ἐπί τόν ἴδιον ἐπέστρεψεν ἔμετον. Ὅθεν ἡ σύνοδος αὕτη, ἧς τά πρακτικά ἐμπεριέχονται ἐν τῇ ἱστορίᾳ Γεωργίου τοῦ Παχυμέρη τόμ. β΄ σελ. 90, ἐξέθηκε τόμον δι’ οὗ ἀποκηρύκτους τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πεποίηται τόν Ἰωάννην Βέκκον καί τούς αὐτῷ ὁμόφρονας ἀρχιδιακόνους τοῦ βασιλικοῦ κλήρου Γεώργιον Μετοχίτην καί Κωνσταντῖνον Μελιτηνιώτην. Ἐν τῷδε τῷ τόμῳ ὑπό τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου συνταχθέντι, μετά τόν πρόλογον τίθεται ἡ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὁμολογία, ἐν ᾗ ἀποδέδεικται, ὅτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται· ἕπεται δέ ἡ ἀποκήρυξις τῆς ἐν Λουγδούνῳ ἐν ἔτει 1274 γενομένης ψευδοσυνόδου· ταύτην διαδέχεται ἡ διήγησις τῶν πεπραγμένων ἐν τῇ συνόδῳ πρός ἥν λίβελλον μεταμελείας ἔδωκεν ὁ Βέκκος· ἐπί τούτοις ἕπεται ἡ ψῆφος κατακρίσεως τοῦ Βέκκου καί τῶν αὐτῷ ὁμοφρόνων. Ὁ τόμος οὗτος ἀνεγνώσθη πρῶτον ἐπ’ ἐκκλησίας μεγαλοφώνως, εἶτα ὑπέγραψεν αὐτόν ὁ Αὐτοκράτωρ, ὁ Πατριάρχης, 42 ἐπίσκοποι καί 28 κληρικοί. Διαλυθείσης δέ τῆς συνόδου περιωρίσθησαν οἱ καθαιρεθέντες Βέκκος, Μελιτηνιώτης καί Μετοχίτης εἰς τήν τοῦ Κοσμιδίου Μονήν, εἶτα δέ ἐξωρίσθησαν εἴς τι παράλιον τῆς Βιθυνίας φρούριον, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἐπιλεγόμενον· καί τοῦτο ἦν πέρας τῶν ταραχῶν, ἅς ὁ Μιχαήλ ἐλεεινῶς διεξήγειρεν» (ὅπ. ἀν. σελ. 116). Ὁ Ἰωάννης ὁ Βέκκος λοιπόν καθηρέθη μετά τήν ἐκθρόνισί του καί τόν θάνατο τοῦ λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μιχαήλ τοῦ Η΄ τοῦ Παλαιολόγου κατά τό ἔτος 1284, ὁπότε εἶναι φανερό τοῖς πᾶσι ὅτι ἡ ἀποτείχισις τῶν ὁσιομαρτύρων ἁγιορειτῶν ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως, σύμφωνα πάντοτε μέ τόν ὑπό ἐξέτασι ἱερό Κανόνα.
Διά δέ τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ ὁ Ἀ. Δημητρακόπουλος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐν τούτοις ἀπέθανεν ὁ Αὐτοκράτωρ Μιχαήλ ἀπροσδοκήτως τόν Δεκέμβριον τοῦ ἔτους 1282 στρατοπεδεύων παρά τινι κώμῃ (τῆς Θράκης) τοῦ Παχωμίου καλουμένη· τοῦτον ὁ μέν υἱός αὐτοῦ καί βασιλεύς Ἀνδρόνικος τηνικαῦτα παρών οὐδέ τῆς νενομισμένης ταφῆς ἠξίωσε· τό δ’ αἴτιον ὑπῆρχεν ἡ τοῦ ὀρθοῦ τῆς ἐκκλησίας δόγματος παρατροπή· ἡ δέ σύνοδος ἐστέρησε τῶν νενομισμένων μνημοσύνων» (ἔνθ. ἀν. σελ. 107). Δηλαδή συνοδικῶς ἀπηγορεύθη κάθε τιμή καί μνημόνευσίς του μετά θάνατο, λόγῳ τῶν λατινικῶν φρονημάτων του.
Ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρομε ὅτι οἱ ὁσιομάρτυρες ἁγιορεῖτες, οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες ἑορτάζονται κατά τήν 4η Ἰανουαρίου οἱ Βατοπεδινοί, τήν 13η Μαΐου οἱ Ἰβηρίτες, τήν 22α Σεπτεμβρίου οἱ Ζωγραφίτες καί τήν 5η Δεκεμβρίου οἱ Καρυῶτες. Ἀναφορά δέ εἰς αὐτούς κάνουν πέραν τῶν προαναφερθέντων Μ. Γεδεών καί Ἀ. Δημητρακόπουλο ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στόν συναξαριστή του καί στόν λόγον του κατά τήν ἑορτή τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων καί ἐπίσης ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων στήν Δωδεκάβιβλο (τόμος Θ΄, κεφ. Γ΄, & Ε΄, σελ. 37).
Πατερική Παράδοση καί Οἰκουμενισμός: Η τραγική ομοιότης των λατινόφρονων–Ενωτικών του 13ου αιώνα με τους λατινόφρονες– Οικουμενιστές του 21ου αιώνα! (Κείμενο του π. Ευθ. Τρικαμηνά)