Αββά Ισαάκ του Σύρου
Η ελεημοσύνη και η δικαιοκρισία (δίκαιη κρίση), όταν συνυπάρχουν
μέσα στην ίδια την ψυχή, μοιάζουν με τον άνθρωπο που, μέσα στον
ίδιο ναό, προσκυνεί το Θεό και τα είδωλα. Η ελεημοσύνη είναι
αντίθετη με τη δικαιοκρισία. Η δικαιοκρισία μετράει και αποδίδει
ακριβώς τα ίσα. Γιατί στον καθένα δίνει ό,τι του αξίζει και δε γέρνει
προς το ένα μέρος ούτε προσωποληπτεί κατά την ανταπόδοση του
δικαίου.
Η ελεημοσύνη όμως είναι λύπη της ψυχής για τον ανήμπορο. Η
ελεημοσύνη κινείται από τη θεία χάρη και ξεστρατίζει για να
βοηθήσει όλους με συμπάθεια, και στον άξιο τιμωρίας δεν ανταποδίδει
το κακό, και τον άξιο του καλού επαίνου τον φορτώνει με αγαθά.
Όπως το ξερό χορτάρι και η φωτιά δεν μπορούν να βρεθούν μαζί στον
ίδιο χώρο, έτσι δεν μπορούν να συνευρίσκονται στην ίδια ψυχή η
δικαιοκρισία και η ελεημοσύνη. Και όπως δεν μπορούν να
ισοζυγιαστούν στους δίσκους της ζυγαριάς ένας κόκκος άμμου από τη
μια, και το πολύ βαρύ χρυσάφι από την άλλη, έτσι και η δικαιοκρισία
του Θεού δεν μπορεί να εξομοιωθεί στο βάρος και να ισοζυγιαστεί με
την ελεημοσύνη του. Και όπως μια χουφτιά άμμου, που πέφτει σε
μεγάλη θάλασσα, χάνεται, έτσι και τα αμαρτήματα οποιουδήποτε
ανθρώπου δεν μπορούν να σταθούν μπροστά στη φιλάνθρωπη πρόνοια και στην ευσπλαχνία του Θεού. Και όπως δεν μπορεί να
φράξει κανείς μια πηγή με πολύ νερό με μια χούφτα χώμα, έτσι δεν
μπορεί να νικηθεί η ελεημοσύνη του Θεού από την κακία των
κτισμάτων του. Όπως δεν είναι δυνατό να εμποδίσουμε τη φλόγα της
φωτιάς να ανεβεί προς τα επάνω, έτσι δεν μπορούν να εμποδιστούν οι
προσευχές των ελεημόνων να ανεβούν στον ουρανό. (235 – 6).
Να γίνεις κήρυκας της αγαθότητας και της αγάπης του Θεού που, ενώ
είσαι ανάξιος, σε φροντίζει και, ενώ τα χρέη σου σ’ αυτόν είναι πολλά,
δε σε εκδικείται, παρά για τα μικρά καλά σου έργα που αντιπαρέχει
μεγάλες δωρεές. Μη καλέσεις λοιπόν το Θεό δίκαιο, γιατί η δικαιοσύνη
του δε φαίνεται στα αμαρτωλά σου έργα. Και αν ο Δαβίδ τον ονομάζει
δίκαιο και ευθύ, όμως ο Υιός του Κύριος Ιησούς Χριστός μας φανέρωσε
«ότι μάλλον είναι αγαθός και χρηστός» (Λκ. 6, 35). Είναι αγαθός, λέει,
για τους πονηρούς και τους ασεβείς. Και πως μπορείς να ονομάζεις το Θεό
δίκαιο, άμα διαβάσεις στο κεφάλαιο του ευαγγελίου που γράφει
για το μισθό των εργατών; Λέει λοιπόν εκεί: «Φίλε, δε σε αδικώ. Θέλω
να δώσω σ’ αυτόν τον τελευταίο όσα και σε σένα. Ή μήπως επειδή
είμαι καλός, το μάτι σου γεμίζει από ζήλια;» (Ματθ. 20, 13). Πως πάλι
μπορεί να ονομάζει κανείς το Θεό δίκαιο, άμα διαβάσει για τον άσωτο
γιο, που σκόρπισε τον πλούτο ασωτεύοντας; Πώς έτρεξε ο πατέρας του
και, μόνο με την κατάνυξη και τη συντριβή που έδειξε, έπεσε στον
τράχηλό του, και του έδωσε εξουσία να χαίρεται μέσα στον πλούτο
του; Και αυτά βέβαια για τον πατέρα του δεν τα είπε κανένας άλλος
ώστε να διστάσουμε να τον πιστέψουμε, αλλ’ ο ίδιος ο Υιός του Θεού.
Αυτός με τη δική του μαρτυρία μας βεβαίωσε ότι έτσι έχει το πράγμα.
Που βλέπεις λοιπόν τη δικαιοσύνη του Θεού; Στο ότι ήμασταν
αμαρτωλοί και ο Χριστός πέθανε για μας; Εάν λοιπόν ο Θεός σ’ αυτή
τη ζωή είναι ελεήμων και εύσπλαχνος, ας πιστέψουμε ότι ο Θεός δεν
μπορεί να αλλοιωθεί.
Λέγει ο άγιος Κύριλλος στην ερμηνεία της Γενέσεως: Να φοβάσαι το
Θεό από αγάπη και όχι από το σκληρό όνομα της δικαιοσύνης που του
δώσανε. Αγάπησέ τον, λοιπόν, όπως έχεις χρέος να τον αγαπήσεις, και
όχι για τα μέλλοντα αγαθά που περιμένεις να σου δώσει, αλλά για
όσα λάβαμε, και μόνο για τούτον τον κόσμο που δημιούργησε για μας
και μας τον χάρισε. Γιατί, είναι κανείς που μπορεί να ανταμείψει το
Θεό για ό,τι μας χάρισε; Που είναι η δίκαιη ανταπόδοση στα έργα μας;
Ποιος έπεισε το Θεό να μας δημιουργήσει; Και υπάρχει κανείς να τον
παρακαλεί για λογαριασμό μας όταν γινόμαστε αχάριστοι; Και όταν κάποτε
δεν υπήρχαμε, ποιος ξύπνησε εκείνο το σώμα μας και το έφερε
στη ζωή; Ας νιώθουμε, λοιπόν, ευγνωμοσύνη και αγάπη για όσα η
άφατη φιλανθρωπία του Θεού μας χάρισε και συνεχίζει να μας
χαρίζει.
Παρμένο από το Ανθολόγιο από την ασκητική εμπειρία του Αγίου Ισαάκ του Σύρου