Ἡ ὀρθόδοξος τέχνη νὰ γίνῃ κάποιος ἀμφοτεροδέξιος


 
Ἢ πῶς νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὴν σημερινὴ οἰκονομικὴ κρίσι καὶ κάθε θλίψι ἀπὸ τὰ «δεξιά»

(ἀκολουθοῦν ὡραῖες ὀρθόδοξες σκέψεις τοῦ ἀββᾶ Θεοδώρου, ἐκ τῆς συνομιλίας του μὲ τὸν ἀββᾶ Κασσιανό, σχολιασμένες ἐν παρενθέσει μὲ πλάγια γράμματα)

Οἱ τέλειοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ τοὺς ὀνομάζει «ἀμφοτεροδεξίους». Ἔτσι μᾶς περιγράφει στὸ Βιβλίο τῶν Κριτῶν πὼς ἦτο ὁ ξακουστὸς Ἀώδ, «ἄνδρας ἀμφοτεροδέξιος» (Κρίτ. 3, 15), (ὁ ὁποῖος, δηλαδή, μποροῦσε νὰ χρησιμοποιῇ τὸ ἀριστερό του χέρι τόσον καλῶς ὅσον καὶ τὸ δεξιό).

Ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ γίνουμε καὶ νὰ λεγώμαστε ἀμφοτεροδέξιοι – μὲ τὴν πνευματική, βεβαίως, ἔννοια τοῦ ὄρου – ἂν, δηλαδὴ, κάνουμε καλὴ χρῆσι τῆς εὐημερίας, τὴν ὁποία ὀνομάζουμε συμβολικῶς «δεξιὸ χέρι», καὶ τῆς θλίψεως, τὴν ὁποία παριστάνουμε ὡς «ἀριστερὸ χέρι». Ἄν, μὲ ἄλλα λόγια, θεωρήσουμε τὰ πάντα, ὅ, τι καὶ ἂν μᾶς συμβαίνει, πὼς εἶναι καλά, θετικὰ καὶ χρήσιμα. Νὰ μᾶς γίνεται κάθε τί, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ὅπλον δικαιοσύνης» (Β΄ Κορ., 6, 7). Ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος, πράγματι, τὸ βλέπουμε ἐναργῶς, ἀποτελεῖται ἀπὸ δυὸ οὐσιώδη μέρη. Ἢ νὰ τὸ ποῦμε ἀλλέως πώς, «ὁ ἔσω ἄνθρωπος» ἔχει στὴν πραγματικότητα δυὸ χέρια. Δὲν ὑπάρχει δίκαιος ποὺ νὰ μὴ ἔχῃ στὴν ζωή του θλίψεις, νὰ μὴ ἔχη δηλαδὴ ἀριστερὸ χέρι. Ἀλλὰ ἡ τελεία ἀρετὴ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς σημεῖο: καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο χέρι, χαρὲς καὶ θλίψεις, λειτουργοῦν σὰν τὸ δεξιό, μὲ τὴν θετική τους δηλαδὴ μορφὴ καὶ ἐνέργεια. Διότι, ὅταν φθάσῃ κανεὶς σὲ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀρετῆς, τότε γνωρίζει πλέον νὰ κάνῃ ὀρθὴ χρῆσι καὶ τῶν δυὸ καταστάσεων, καὶ τῶν εὐχαρίστων καὶ τῶν θλιβερῶν.

[…] ἂς πάρουμε ἕνα ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μέσα στὶς συγκυρίες ποὺ τὶς ὀνομάζουμε «τῆς δεξιᾶς» (στὶς χαρές, στὴν εὐημερία – στὶς ἡμέρες μας θὰ λέγαμε: «πρὸ τῆς κρίσεως»), δὲν φουσκώνει καθόλου ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς κενοδοξίας (καὶ, γενικῶς, δὲν κυριαρχείται ἀπὸ τὴν παμπεριεκτικὴ ἁμαρτία τῆς φιλαυτίας καὶ τῶν θυγατέρων αὐτῆς, φιληδονίας, φιλαργυρίας καὶ φιλοδοξίας). Μέσα, ἐπίσης, στὶς ἀντίστοιχες καταστάσεις τῆς «ἀριστερᾶς» (στὶς ἡμέρες μας θὰ λέγαμε: «ἀφοῦ ἄρχισε ἡ κρίσι»), μάχεται μὲ τόσην ἀνδρεία, ὥστε ὄχι μόνο δὲν πίπτει σὲ ἀπελπισία (αὐτὰ νὰ τὰ ἀκοῦμε ὅλοι μας, καὶ νὰ ζητοῦμε τὴν ἐκ Θεοῦ ἀνδρεία, καὶ νὰ βοηθοῦμε ὅσο μποροῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἰδιαιτέρως τώρα ποὺ αὐξήθηκαν τὰ ποσοστὰ τῶν αὐτοκτονιῶν), ἀλλά, ἀντιθέτως, μὲ τὴν ὑπομονή του φτιάχνει ἀπὸ τὶς ἀντίξοες αὐτὲς καταστάσεις ἕνα ἀποτελεσματικὸ ὅπλο, γιὰ νὰ ἀσκηθῇ στὴν ἀρετή. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ καὶ τὰ δυὸ χέρια σὰν νὰ ἤσαν «δεξιά». Θριαμβεύοντας καὶ στὴν μία καὶ στὴν ἄλλη μάχη, συλλέγει καὶ ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ τὸ βραβεῖο τῆς νίκης.

Ὁ μακάριος Ἰὼβ ἀξιώθηκε αὐτῆς τῆς δόξης καί, καθὼς διαβάζουμε στὴν Ἁγία Γραφή, κέρδισε τὸ στεφάνι ἀπὸ τὰ «δεξιά». Ἦτο πατέρας ἑπτὰ υἱῶν. Ζοῦσε μέσα στὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἀφθονία (παραλληλίσατε τὴν ζωή του μὲ τὴν δική μας πρὸ τῆς κρίσεως). Καί, ὅμως, βλέπουμε νὰ προσφέρῃ γιὰ αὐτοὺς καθημερινῶς στὸν Κύριο ἐξιλαστήριες θυσίες (Ἰώβ, 1, 5) (Ποῦ εἶναι ἡ δική μας πνευματικὴ - καὶ σωματικὴ - φροντίδα γιὰ τὰ τέκνα μας, ὅταν τὰ ἀφήνουμε ἀδιαφόρως νὰ «σαπίζουν» στὰ σημερινὰ σχολεῖα ποὺ διδάσκουν πλέον «ἄθεα γράμματα», στοὺς ἠλεκτρονικοὺς ὑπολογιστὲς μὲ τὰ ἀμέτρητα ψυχοφθόρα προγράμματα καὶ παιγνίδια καὶ τὸν ἀπύθμενο ὀχετὸ τοῦ διαδικτύου, στὴν τηλεόρασι, τὴν πορνεία, τὰ ναρκωτικά, τὴν μόδα καὶ κάθε τὶ πνευματικῶς καὶ σωματικῶς ὀλέθριο;). Διότι ὁ Ἰὼβ φρόντιζε νὰ κάνῃ τὰ παιδιά του περισσότερον οἰκεῖα καὶ ἀγαπητὰ στὸν Θεὸ παρὰ στὸν ἑαυτό του. Ἡ πόρτα του ἔμενε ὀλάνοικτη στὸν κάθε ξένο (ποῦ ἐχάθη ἡ χαρακτηριστικὴ τῶν Ἑλλήνων ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας;). Ὁ Ἰὼβ ἦτο γιὰ τοὺς χωλοὺς τὰ πόδια καὶ γιὰ τοὺς τυφλοὺς τὰ μάτια (Ἰώβ, 29, 15). Τὰ δέρματα καὶ τὰ μαλλιά, ποὺ τοῦ προσέφεραν τὰ ζῷα του, ζέσταιναν τὰ κορμιὰ τῶν ἀῤῥώστων. Ἦτο πατέρας τῶν ὀρφανῶν καὶ τὸ στήριγμα τῶν χηρῶν (ποῦ ἡ ἐλεημοσύνη μας;). Ὅταν ἔπεφτε ὁ ἐχθρός του, δὲν χαιρόταν (ποῦ ἡ ἀχαιρεκακία μας καὶ ἡ ἀγάπη μας;). Δὲν δεχόταν ἡ καρδιά του, γιὰ αὐτὴν τὴν θλίψι τοῦ ἐχθροῦ του, οὔτε ἕνα σκίρτημα μυστικῆς ἱκανοποιήσεως (Ἐμεῖς τί κάναμε τὸν καιρὸ τῆς εὐημερίας, πρὸ τῆς κρίσεως; Πέτρα ἡ καρδιὰ γιὰ τὸν συνάνθρωπο! Φωτιὰ καὶ λαύρα γιὰ τὸν ἐχθρό! Κλειστὴ γιὰ τὸν Θεό! Τώρα; Παραμένουμε οἱ ἴδιοι; Ἢ ἀμφοτεροαριστερίζουμε;).

Ὁ Ἰώβ, ὅμως, ἐθριάμβευσε ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὰ «ἀριστερά». Ἀνέπτυξε, μέσα στὴν δυστυχία του καὶ τὴν στέρησι τῶν πάντων, ἀκόμη πιὸ ἀξιοζήλευτη ἀρετή. Μέσα σὲ μία στιγμὴ ἔχασε τοὺς ἑπτὰ υἱούς του. Καὶ ὅμως δὲν βλέπουμε καθόλου νὰ ἐκδηλώνεται σὲ αὐτὸν ὁ πατέρας ἢ ἕνας γονέας ποὺ θὰ ἀφηνόταν νὰ ἀναλωθῇ ἀπὸ τὸν πικρὸ καημό. Ἀντιθέτως, ὁ Ἰὼβ ἀπεδείχθη ὁ ἀληθινὸς ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ· ἄνθρωπος ποὺ βρίσκει ἱκανοποίησι καὶ χαρὰ μέσα στὸ θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ του. Ἦτο πλούσιος καὶ κατήντησε στὴν ἐσχάτη πτωχεία. Εἶχε τὰ πάντα καὶ ἔμεινε γυμνός. Ἦτο ὑγιής, καὶ ξαφνικὰ τὸ σῶμά του βρέθηκε καταπληγωμένο καὶ κυριολεκτικῶς σὲ ἀποσύνθεσι. Ζοῦσε μέσα στὴν δόξα καὶ τὶς τιμὲς καὶ κατεποντίσθη μέσα στὴν ἀχρειότητα καὶ τὴν περιφρόνησι. Παρ’ ὅλα, ὅμως, αὐτὰ τὰ παθήματά του, ὁ Ἰὼβ διετήρησε ἀκεραία ὅλη τὴν ψυχική του δύναμι. Ἀπεστερημένος ἀπὸ ὅλα του τὰ ἀγαθὰ καὶ ἀπὸ ὄλους τοὺς πόρους του, κοιτόταν πεσμένος πάνω στὴν κοπριά· καὶ κάνοντας ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του ἔργο δημίου, ἔξυνε μὲ ἕνα ὄστρακο τὶς πληγές, ἀπ’ ὅπου ἔβγαινε συνεχῶς ὑγρὸ (πύον), βγάζοντας μὲ τὰ χέρια του τὰ σκουλήκια ποὺ περπατοῦσαν πάνω σὲ ὅλα τὰ μέλη του καὶ ποὺ εἶχαν εἰσχωρήσει στὸ βάθος τῶν πληγῶν του (ἐμεῖς, σήμερα, δὲν ἐφθάσαμε σὲ τέτοια κατάστασι· ἀλλά, πάλιν, ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ» δὲν λέγουμε, μεμψιμοιρώντας καὶ ὑβρίζοντας τοὺς πάντας καὶ τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ αὐτὸν τὸν Πανάγαθο καὶ Πάνσοφο Θεό μας, ποὺ ζητεῖ φιλευσπλάγχνως παντοιοτρόπως νὰ μᾶς συνεφέρῃ). Μέσα σὲ τόσες συμφορὲς ὁ Ἰὼβ δὲν ἐξεδήλωσε καμμία ἀπελπισία, καμμία βλασφημία. Κανένας γογγυσμὸς δὲν βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη του ἐναντίον τοῦ Δημιουργοῦ του. Καὶ κάτι πολὺ περισσότερον: τόσες καὶ τόσες σκληρὲς δοκιμασίες δὲν τὸν ὁδήγησαν σὲ δειλία οὔτε κὰν στὸ ἐλάχιστο. […] Ἀφοῦ μάλιστα ἀφῃρεσε ἀπὸ πάνω του ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἡ λύσσα τοῦ ἐχθροῦ του τοῦ εἶχε ἀφήσει, τοῦ εἶπε κατὰ πρόσωπον, γεμᾶτος χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι, αὐτὰ τὰ πράγματι θεσπέσια λόγια: «εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσωμεν; Αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ· Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἰώβ, 2, 10· 1, 21). Δηλαδή, «Μόνον τὰ καλὰ θὰ δεχώμαστε ἀπὸ τὸν Κύριο; Δὲν πρέπει νὰ ὑπομείνουμε καὶ τὰ κακά; Ἐγὼ γυμνὸς βγῆκα ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, γυμνὸς καὶ θὰ γυρίσω ἐκεῖ (στὸ χῶμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθα). Ὁ Κύριος τὰ ἔδωσε, Ὁ Κύριος τὰ πῆρε πίσω· ὅπως ἐφάνη καλὸ στὸν Κύριο, ἔτσι ἔγινε. Ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου στοὺς αἰῶνες». Ἀμὴν.

(Μετάφρασι ἐκ τῶν ἐκδόσεων «Ἑτοιμασία», μὲ κάποιες γραμματικές καὶ ἄλλες τροποποιήσεις)


Υ.Γ. Ἡ ἐπικαιρότητα (μὲ τὴν συνεχιζομένη προδοσία τῆς Πίστεως ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱεροσολύμων καὶ τοὺς λοιποὺς οἰκουμενιστές – ἔσχατο παράδειγμα, ὅσα συνέβησαν στὰ Ἱεροσόλυμα) ἐπιβάλλει νὰ προσθέσουμε καὶ ὅτι ὀφείλουμε νὰ εἴμεθα ἀμφοτεροδέξιοι καὶ στὰ τῆς πίστεως. Μὲ ποίαν ἔννοιαν; Ἐν καιρῷ εἰρήνης, μὴ κινδυνευούσης τῆς ὀρθῆς Πίστεως, ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιζώμεθα ἐν προσευχῇ, νηστείᾳ καὶ πᾶσῃ ἄλλη ἀρετῇ, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ ἀγαλλώμενοι γιὰ τὴν εἰρήνην αὐτήν. Ἐν καιρῷ δὲ αἱρέσεως, ὀφείλουμε νὰ αὐξήσουμε τὸν προσωπικὸν ἀγῶνα, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε, παντὶ σθένει, νὰ διατηρήσουμε ἀνόθευτο τὴν Πίστι μας, ἀποκόπτοντες τοὺς αἱρετικοὺς (διὰ Συνόδου) ἢ ἀποτειχιζόμενοι ἀπὸ αὐτοὺς (ἄχρι συγκλήσεως τῆς Συνόδου), δοξάζοντες τὸν Θεὸν, ποὺ δοκιμάζει τὴν προαίρεσι, τὴν ἀνδρεία, τὴν ἀγάπη μας καὶ τὸν ἀγῶνά μας γιὰ τὴν δόξαν Αὐτοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του.

Νεόφυτος Βάτος


http://krufo-sxoleio.blogspot.gr/2014/05/blog-post_31.html