Ὁ Ὅσιος
Ἰάκωβος ὁ ἐξ
ἀπάτης τὸν
διάβολον
προσκυνήσας
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο, ἀφοῦ εἶχε
διαμοιράσει ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχούς, καὶ ἐπιδόθηκε στὸ
κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, στὶς αὐστηρὲς νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες.
Ὁ κόσμος, ποὺ τὸν ἔβλεπε νὰ κατορθώνει τόσες ἀρετές, τὸν ἐπαινοῦσε πολύ. Αὐτὸς ὅμως,
ἀντὶ νὰ κλείσει τ᾿ αὐτιά του στὰ ἐπικίνδυνα αὐτὰ ἐγκώμια, λησμόνησε τὰ λόγια της Γραφῆς ποὺ λένε, ὅτι ὁ Θεὸς ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερήφανους, καὶ ὅτι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, καὶ ἔτσι ἔπεσε στὸ ἄκρως ἐπικίνδυνο πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ διάβολος, δὲν ἔχασε τὴν εὐκαιρία καὶ κάποια νύκτα, παρουσιάστηκε σὰν ἄγγελος στὸν Ἰάκωβο καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι σὲ τίποτα δὲν ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ ὅτι γιὰ τὴν μεγάλη του ἁγιότητα, τὴν ἑπομένη νύκτα θὰ τοῦ ἔκανε ἐπίσκεψη ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Ἰάκωβος, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, τὸ πίστεψε καὶ μὲ θυμιάματα καὶ κεριά, ἑτοιμάσθηκε καὶ περίμενε τὸ Θεό. Πράγματι, μέσα στὴ σιγὴ τῆς νύκτας, ἀκούστηκε κρότος καὶ ὁ Ἰάκωβος ἄνοιξε τὴν πόρτα του καὶ προσκύνησε. Ὅταν ὅμως σήκωσε τὸ κεφάλι του, εἶδε τὸ φρικιαστικὸ πρόσωπο τοῦ σατανᾶ νὰ τὸν κοροϊδεύει. Τότε ἀμέσως ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε. Τὸ πρωί, μὲ δάκρυα ἐξομολογήθηκε τὸ πάθημά του σὲ κάποιο γέροντα, μετάνιωσε εἰλικρινὰ καὶ στὴν πράξη, καὶ ἀπὸ τότε ἔγινε ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης σ᾿ ὅλη τὴν περιοχή.
Ὁ κόσμος, ποὺ τὸν ἔβλεπε νὰ κατορθώνει τόσες ἀρετές, τὸν ἐπαινοῦσε πολύ. Αὐτὸς ὅμως,
ἀντὶ νὰ κλείσει τ᾿ αὐτιά του στὰ ἐπικίνδυνα αὐτὰ ἐγκώμια, λησμόνησε τὰ λόγια της Γραφῆς ποὺ λένε, ὅτι ὁ Θεὸς ἀντιτάσσεται στοὺς ὑπερήφανους, καὶ ὅτι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, καὶ ἔτσι ἔπεσε στὸ ἄκρως ἐπικίνδυνο πάθος τῆς ὑπερηφάνειας. Ὁ διάβολος, δὲν ἔχασε τὴν εὐκαιρία καὶ κάποια νύκτα, παρουσιάστηκε σὰν ἄγγελος στὸν Ἰάκωβο καὶ τοῦ εἶπε, ὅτι σὲ τίποτα δὲν ὑστερεῖ ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ ὅτι γιὰ τὴν μεγάλη του ἁγιότητα, τὴν ἑπομένη νύκτα θὰ τοῦ ἔκανε ἐπίσκεψη ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ὁ Ἰάκωβος, τυφλωμένος ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, τὸ πίστεψε καὶ μὲ θυμιάματα καὶ κεριά, ἑτοιμάσθηκε καὶ περίμενε τὸ Θεό. Πράγματι, μέσα στὴ σιγὴ τῆς νύκτας, ἀκούστηκε κρότος καὶ ὁ Ἰάκωβος ἄνοιξε τὴν πόρτα του καὶ προσκύνησε. Ὅταν ὅμως σήκωσε τὸ κεφάλι του, εἶδε τὸ φρικιαστικὸ πρόσωπο τοῦ σατανᾶ νὰ τὸν κοροϊδεύει. Τότε ἀμέσως ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε. Τὸ πρωί, μὲ δάκρυα ἐξομολογήθηκε τὸ πάθημά του σὲ κάποιο γέροντα, μετάνιωσε εἰλικρινὰ καὶ στὴν πράξη, καὶ ἀπὸ τότε ἔγινε ὑπόδειγμα ταπεινοφροσύνης σ᾿ ὅλη τὴν περιοχή.