Μικρή αγιορείτικη διήγηση
Ίσως μας φαίνονται εξώκοσμα, ψεύτικα ή ωραία σαν παραμύθια, μα είναι πέρα για πέρα αληθινά! Ο λόγος για ασκητές του Αγίου Όρους που ζουν κρυφά ακόμα και απ’ τους άλλους μοναχούς. Μόνοι τους «μόνω Θεώ»…
Όλη του η μέρα, αλλά κυρίως η νύχτα ήταν αφιερωμένες στην επικοινωνία με τον ουρανό. Προσπαθούσε να βρίσκει χρόνο πολύ για να παραδίδεται στην προσευχή. Ώρες ολόκληρες στην νυχτερινή γαλήνη, αρρέμβαστος, ευρισκόμενος έξω από τον κόσμο και τα γήινα, προσευχόταν χύνοντας ποταμούς δακρύων (είχε το χάρισμα των δακρύων) από την πολλή του κατάνυξη και τον θείο έρωτα.
Μια νύχτα σηκώθηκε ο π.Λάζαρος να πάει από το κάθισμα των αγίων Αποστόλων στις Καρυές. Υπήρχε ανάγκη για τον ασθενή γερο-Μόδεστο. Ήταν Ιούλιος και έκανε πολλή ζέστη. Η βραδιά ήταν φεγγαρόλουστη. Μόλις βγήκε έξω από την καλύβη και προχώρησε λίγο, εκεί κοντά στο δρόμο, βλέπει ένα μοναδικό θέαμα. Κάποιος, γονατιστός, με υψωμένα τα χέρια μέσα στην απέραντη ησυχία της νύχτας και τη γαλήνη της φύσης, προσευχόταν. Ήταν ο γερο-Ισαάκ!
Ο π.Λάζαρος σταμάτησε και άλλαξε πορεία. Το θεώρησε ιεροσυλία να περάσει από μπροστά του και να χαλάσει εκείνη τη μεγαλειώδη σκηνή.
Ποιος ξέρει τι θεία ευφροσύνη, τι ουράνια χάρη απλωνόταν τη βραδιά εκείνη στο φωτεινό πρόσωπο του γέροντα; Ποιος ξέρει τι ζητούσαν εκείνα τα άγια προσευχόμενα χέρια από τον ουρανό; Τι δάκρυα… Τι δάκρυα…
Ίσως μας φαίνονται εξώκοσμα, ψεύτικα ή ωραία σαν παραμύθια, μα είναι πέρα για πέρα αληθινά! Ο λόγος για ασκητές του Αγίου Όρους που ζουν κρυφά ακόμα και απ’ τους άλλους μοναχούς. Μόνοι τους «μόνω Θεώ»…
Όλη του η μέρα, αλλά κυρίως η νύχτα ήταν αφιερωμένες στην επικοινωνία με τον ουρανό. Προσπαθούσε να βρίσκει χρόνο πολύ για να παραδίδεται στην προσευχή. Ώρες ολόκληρες στην νυχτερινή γαλήνη, αρρέμβαστος, ευρισκόμενος έξω από τον κόσμο και τα γήινα, προσευχόταν χύνοντας ποταμούς δακρύων (είχε το χάρισμα των δακρύων) από την πολλή του κατάνυξη και τον θείο έρωτα.
Μια νύχτα σηκώθηκε ο π.Λάζαρος να πάει από το κάθισμα των αγίων Αποστόλων στις Καρυές. Υπήρχε ανάγκη για τον ασθενή γερο-Μόδεστο. Ήταν Ιούλιος και έκανε πολλή ζέστη. Η βραδιά ήταν φεγγαρόλουστη. Μόλις βγήκε έξω από την καλύβη και προχώρησε λίγο, εκεί κοντά στο δρόμο, βλέπει ένα μοναδικό θέαμα. Κάποιος, γονατιστός, με υψωμένα τα χέρια μέσα στην απέραντη ησυχία της νύχτας και τη γαλήνη της φύσης, προσευχόταν. Ήταν ο γερο-Ισαάκ!
Ο π.Λάζαρος σταμάτησε και άλλαξε πορεία. Το θεώρησε ιεροσυλία να περάσει από μπροστά του και να χαλάσει εκείνη τη μεγαλειώδη σκηνή.
Ποιος ξέρει τι θεία ευφροσύνη, τι ουράνια χάρη απλωνόταν τη βραδιά εκείνη στο φωτεινό πρόσωπο του γέροντα; Ποιος ξέρει τι ζητούσαν εκείνα τα άγια προσευχόμενα χέρια από τον ουρανό; Τι δάκρυα… Τι δάκρυα…
Από το βιβλίο του αρχ. Χερουβείμ «Σύγχρονες αγιορείτικες μορφές- Ισαάκ Διονυσιάτης»
Πηγή: aoratigonia.blogspot.gr