Μοναχός Νικήτας Ἁγιοβασιλιάτης. Ἀπό ληστής τῆς Θεσσαλίας ἐρημίτης στό Ἅγιο Ὄρος
Από το 1892 έως το 1941 σε ένα από τα ησυχαστήρια της παλιάς Σκήτης του Αγιοβασίλη, με πολλή αυταπάρνηση, εγκράτεια και ταπείνωση, έζησε και πνευματικά αγωνίστηκε, ο Μοναχός Νικήτας.
Αυτός κατάγονταν από τα μέρη της
Θεσσαλίας και σαν περιβόητος Ληστής που ήταν, κυριολεκτικά ελυμαίνονταν
την περιοχή. Είχε ριμάξει και ταράξει στις ληστείες και στα εγκλήματα
όλη την περιφέρεια εκείνη.
Με
τα πολλά κακά που είχε κάνει και γύριζε στην περιοχή αυτή, πληροφορήθηκε
για την ενάρετη ζωή και πνευματική προκοπή, του τότε περιβόητου
πνευματικού Παπα – Χαρίτωνα, πού κι αυτός κατάγονταν από τα μέρη εκείνα
των Τρικάλων.
Αναζήτησε και έμαθε, πώς ο
πατριώτης του αυτός βρίσκεται στο Αγιον Ορος και ησυχάζει στην έρημο του
Αγιοβασίλη. Ο Παπα – Χαρίτων πράγματι τότε βρίσκονταν στον Αγιοβασίλη
αλλά μετά έφυγε από εκεί και πήγε στη Σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του
Αθωνίτου, όπου και έγραψε μεταξύ των πολλών άλλων συγγραμμάτων και το
«ταξίδι στους ουρανούς» (βλεπ. στον Α’ τόμον του Γεροντικού του Αγίου
Όρους σελ. 186).
Άμα έμαθε αυτά για τον Παπα – Χαρίτωνα, ξεκίνησε από το λιμέρι του, άφησε τους συντρόφους του και πήγε προς αναζήτησή του.
Στό ησυχαστήριο του Αγιοβασίλη όταν
τον συνάντησε, με πολλή ταπείνωση, συντριβή καρδιάς και ειλικρινή
μετάνοια, εξομολογήθηκε τα κρυπτά της καρδιάς του και τα πολλά του
εγκλήματα, με θάρρος και παρρησία, σύμφωνα με το ρητό της Αγίας Γραφής
που λέει: «Είπα εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και ση
άφηκας την ασέβειαν της καρίας μου» (Ψαλμ. ΛΑ’ 5).
Έτσι με την συμβουλή του αγίου πνευματικού αυτού, έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Νικήτας σε μια από τις Καλύβες του Αγιοβασίλη.
Ό Μοναχός Νικήτας σε τόση
μεταμέλεια και θεοφοβία ήλθε, για τα πολλά κακά και εγκλήματα πού είχε
διαπράξει, κατά τό διάστημα της ληστρικής του ζωής και δράσεως και
επειδή είχε αφαιρέσει πολλές ζωές από ανθρώπους και ζώα, που καθώς
ομολόγησε ο ίδιος, με τόση ευκολία σκότωνε τους ανθρώπους, όπως εμείς
σκοτώνουμε τους ψύλλους και τις ψείρες.
Για τον λόγο αυτό και για κανόνα,
είχε τόσο παραμελήσει τον εαυτό του, και είχε τόση απλυσιά, που έπιασε
πλήθος πολύ από ψείρες στο σώμα του και άλλα ζωύφια, διότι έβαλε όρο και
έκαμε όρκο στον εαυτό του και είπε: «Θεέ μου, όπως σκότωνα εγώ τους
ανθρώπους έτσι να φάνε και το σώμα μου οι ψείρες και τα ακάθαρτα
ζωύφια».
Πραγματικά, καθώς με πληροφόρησαν
Πατέρες και Μοναχοί, που τον γνώρισαν από πολύ κοντά και τον έζησαν,
έπιανε, μου είπαν, τόσες πολλές ψείρες που τις καθάριζαν από το δέρμα
του οι Μοναχοί με το μαχαίρι, τόσο που κόβονταν και το δέρμα και πάλι ο
οργανισμός του έβγανε άλλες πολύ περισσότερες από τις πρώτες.
Τελικά από το πλήθος αυτό των
ζωυφίων, πού του απερρόφησαν τελείως το αίμα, παρέδωκε το πνεύμα του, με
πραγματική μετάνοια, συντριβή και συχνή εξομολόγηση, στα χέρια του
Πανάγαθου και Πολυεύσπλαχνου Θεού, ο οποίος δεν θέλει τον θάνατο του
αμαρτωλού, αλλά ποθεί να έλθη σε επίγνωση αληθείας, να μετανοήσει και να
σωθεί.
Ο Μοναχός Νικήτας τελείωσε τον
παράξενο αυτόν αγώνα της ζωής του το 1941 έτος, με την μεγάλη πείνα της
Γερμανικής Κατοχής. Αν και οι Πατέρες του προσφέρανε τα απαραίτητα για
την συντήρησή του τρόφιμα, αλλά αυτός είχε φτάσει σε τέτοια μέτρα
αρετής, από την επίγνωση του εαυτού του, και από την συνεχή και
αδιάλειπτη προσευχή, που είχε αποκτήσει βαθειά ταπείνωση.
Εργόχειρο δεν γνώριζε κανένα,
επειδή μεγάλος πήγε στην Καλογερική, όπως είπαμε από ληστής, γι’ αυτό
ζοϋσε από τις ελεημοσύνες των άλλων ερημιτών και συνασκητών του. Επειδή
όμως ήταν πολύ χεροδύναμος έκανε διάφορες εργασίες και μεταφορές των
άλλων Πατέρων, τους οποίους εξυπηρετούσε δωρεάν όλους εκείνους πού
ζητούσαν την βοήθειά του.
Και όπως έλεγε, για να μην τρώει τον αρτον που του πρόσφεραν δωρεάν, έκανε σ’ όλους υπακοή και ήθελε να λέει με τον Απόστολο Παϋλο: «Αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αυταί» (Πράξ. Κ’ 34).
Και όπως έλεγε, για να μην τρώει τον αρτον που του πρόσφεραν δωρεάν, έκανε σ’ όλους υπακοή και ήθελε να λέει με τον Απόστολο Παϋλο: «Αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αυταί» (Πράξ. Κ’ 34).