Ο
σατανάς, γνωρίζων το «δίκαιον» του Πνευματικού νόμου, αγωνίζεται να
επιτύχη μόνον την νοεράν συγκατάθεσιν αυτού που πολεμεί. Και έτσι, ή να
καταστήση τον ηττηθέντα, κατά νούν, υπεύθυνον εις τους κόπους της
μετανοίας ή, εάν δεν μετανοή εμπράκτως, να τον τυραννήση με ακουσίας
οδύνας. Συνήθως, ο σατανάς, διαθέτει έτσι τον υπ' αυτού τυραννούμενον,
ώστε να γογγύζη διά τας θλίψεις του. Και τούτο, με τον σκοπόν όπως, και
ενταύθα αυξήση τας οδύνας, αλλά και εις την Κρίσιν να τον αποδείξη ως μή
πιστεύσαντα εις την δικαιοσύνην του Θεού, αφού δεν υπέμεινεν ευχαρίστως
τας παιδαγωγικάς τιμωρίας.
Πολλοί προσεπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους πειρασμούς με διάφορα πνευματικά μέσα. Αλλά χωρίς την προσευχήν και την πράξιν της μετανοίας, ουδείς διέφυγε τα δεινά των πειρασμών, που παραχωρούνται κατά την δικαιοσύνην του Θεού προς σωφρονισμόν και κάθαρσιν.
Τα κακά αυξάνουν την δύναμίν των εκ της αλληλεπιδράσεως του ενός προς το άλλο, εκ της ανακυκλήσεώς των εις τον χώρων του κακού. Εις τον αυτόν Πνευματικόν νόμον υπόκεινται και τα αγαθά, αυξανόμενα δι' αλλήλων εις την περιοχήν του καλού. Και ο μετέχων ή των κακών ή των αγαθών, ωθείται συνεχώς υπ' αυτών προς μείζοντας «κατακτήσεις».
Ο διάβολος χρησιμοποεί μίαν παλαιάν μέθοδον: να παρουσιάζει τα μικρά αμαρτήματα ως μηδαμινά. Χωρίς αυτήν την μεθοδείαν του, δεν δύναται να οδηγήση εις μεγαλύτερα κακά. (Διότι κατ' αναλογίαν των μικρών κακών που πράττονται αφαιρείται και η διάκρισις, οπότε τα μεγάλα δεν φαίνονται μεγάλα. Ή και διότι ο διάβολος αποκτά δικαιώματα επί του ηττωμένου εις τα μικρά).
Ο ανθρώπινος έπαινος αποτελεί την ρίζαν της αισχρής επιθυμίας, όπως και ο έλεγχος της κακίας γίνεται ρίζα της σωφροσύνης. Όχι, βεβαίως, όταν ακούωμεν τον έπαινον ή τον έλεγχον, αλλ' όταν γινώμεθα δέκται και η ψυχή ροφά τας ενεργείας του επαίνου και του ελέγχου.
Τίποτε δεν ωφελείται όστις ανεχώρησεν από τον κόσμον και εξακολουθεί να ηδυπαθή, διερχόμενος τον βίον του φιληδόνως. Διότι ότι έπραττεν εις τον κόσμον διά χρημάτων, το ίδιον πράττει και εν ακτημοσύνη.
Ωσαύτως και εκείνος, που είναι εγκρατής και αφιλήδονος, αλλά συνάζει χρήματα, είναι αδελφός του ανωτέρω, κατά τας διαθέσεις. Μητέρα μέν έχουν κοινήν, την νοεράν ηδονήν, πατέρα δέ όχι κοινόν, λόγω της διαφοράς του πάθους.
Υπάρχει περίπτωσις, που περικόπτει τις ένα πάθος, αλλά διά να αντλήση μείζονα ηδυπάθειαν. Οι δε αγνοούντες τον σκοπόν της ενεργείας του, τον τιμούν. Πιθανόν δε και ο ίδιος να μή καταλαβαίνη αυτό που έπραξε και ούτω να κακοπαθή ανωφελώς.
Κάθε κακίας αιτία είναι η κενοδοξία και η ηδονή. Εκείνος που δεν μισή αυτά τα πάθη, ουδέν πάθος δύναται να περικόψη.
Ο Απόστολος ωνόμασε την φιλαργυρίαν «ρίζαν πάντων των κακών» (Α' Τιμ. ς', 10). Αλλ' η φιλαργυρία λαμβάνει την ύπαρξίν της απ΄ όλα τα κακά.
Πολλοί προσεπάθησαν να αντιμετωπίσουν τους πειρασμούς με διάφορα πνευματικά μέσα. Αλλά χωρίς την προσευχήν και την πράξιν της μετανοίας, ουδείς διέφυγε τα δεινά των πειρασμών, που παραχωρούνται κατά την δικαιοσύνην του Θεού προς σωφρονισμόν και κάθαρσιν.
Τα κακά αυξάνουν την δύναμίν των εκ της αλληλεπιδράσεως του ενός προς το άλλο, εκ της ανακυκλήσεώς των εις τον χώρων του κακού. Εις τον αυτόν Πνευματικόν νόμον υπόκεινται και τα αγαθά, αυξανόμενα δι' αλλήλων εις την περιοχήν του καλού. Και ο μετέχων ή των κακών ή των αγαθών, ωθείται συνεχώς υπ' αυτών προς μείζοντας «κατακτήσεις».
Ο διάβολος χρησιμοποεί μίαν παλαιάν μέθοδον: να παρουσιάζει τα μικρά αμαρτήματα ως μηδαμινά. Χωρίς αυτήν την μεθοδείαν του, δεν δύναται να οδηγήση εις μεγαλύτερα κακά. (Διότι κατ' αναλογίαν των μικρών κακών που πράττονται αφαιρείται και η διάκρισις, οπότε τα μεγάλα δεν φαίνονται μεγάλα. Ή και διότι ο διάβολος αποκτά δικαιώματα επί του ηττωμένου εις τα μικρά).
Ο ανθρώπινος έπαινος αποτελεί την ρίζαν της αισχρής επιθυμίας, όπως και ο έλεγχος της κακίας γίνεται ρίζα της σωφροσύνης. Όχι, βεβαίως, όταν ακούωμεν τον έπαινον ή τον έλεγχον, αλλ' όταν γινώμεθα δέκται και η ψυχή ροφά τας ενεργείας του επαίνου και του ελέγχου.
Τίποτε δεν ωφελείται όστις ανεχώρησεν από τον κόσμον και εξακολουθεί να ηδυπαθή, διερχόμενος τον βίον του φιληδόνως. Διότι ότι έπραττεν εις τον κόσμον διά χρημάτων, το ίδιον πράττει και εν ακτημοσύνη.
Ωσαύτως και εκείνος, που είναι εγκρατής και αφιλήδονος, αλλά συνάζει χρήματα, είναι αδελφός του ανωτέρω, κατά τας διαθέσεις. Μητέρα μέν έχουν κοινήν, την νοεράν ηδονήν, πατέρα δέ όχι κοινόν, λόγω της διαφοράς του πάθους.
Υπάρχει περίπτωσις, που περικόπτει τις ένα πάθος, αλλά διά να αντλήση μείζονα ηδυπάθειαν. Οι δε αγνοούντες τον σκοπόν της ενεργείας του, τον τιμούν. Πιθανόν δε και ο ίδιος να μή καταλαβαίνη αυτό που έπραξε και ούτω να κακοπαθή ανωφελώς.
Κάθε κακίας αιτία είναι η κενοδοξία και η ηδονή. Εκείνος που δεν μισή αυτά τα πάθη, ουδέν πάθος δύναται να περικόψη.
Ο Απόστολος ωνόμασε την φιλαργυρίαν «ρίζαν πάντων των κακών» (Α' Τιμ. ς', 10). Αλλ' η φιλαργυρία λαμβάνει την ύπαρξίν της απ΄ όλα τα κακά.