ΤΙΣ ΕΜΕΤΡΗΣΕ τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ; ΤΙΣ ΕΓΝΩ ΝΟΥΝ ΚΥΡΙΟΥ; (Νὰ ἀναγνωρίσουμε ταπεινὰ τὰ ὅριά μας)
Κοίταξε τὸ χέρι σου. Κοίταξέ το καλά, προσεκτικά. Μελέτησε τὶς διαστάσεις του. Σπούδασε τὸ σχῆμα του καὶ τὶς κινήσεις του. Δὲς τὰ δάκτυλά του, τὴν παλάμη. Πρόσεξε ἰδιαίτερα τὸ χέρι σου. Ὑπάρχει εἰδικὸς λόγος γι᾽ αὐτό. Καὶ τώρα ἄκουσε τὴν πρώτη ἐρώτηση τοῦ Προφήτη: Ποιός μπορεῖ μ᾽ ἕνα τέοιο ἀνθρώπινο χέρι, σὰν τὸ δικό σου, νὰ μετρήσει τοὺς ὄγκου τοῦ νεροῦ ποὺ καλύπτουν τὴ γῆ; Ποιός μπόρεσε χρησιμοποιώντας τὴν παλάμη του, τὴν χούφτα τοῦ χεριοῦ του, νὰ περάσει ἀπὸ αὐτὴν ὅλα τὰ νερά τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν ποταμῶν καὶ νὰ δώσει τὸ μέτρο τους;
Ὁ Προφήτης θέτει κι ἕνα δεύτερο ἐρώτημα: Ποιός μπορεῖ μ᾽ ἕνα τέτοιο ἀνθρώπινο χέρι, σὰν τὸ δικό σου, νά μετρήσει τὸν ἀπέραντο οὐρανό; Νὰ τὸν μετρήσει μὲ τὰ ἴδια του τὰ δάχτυλα, σπιθαμὴ μὲ σπιθαμή, ὅπως μετρᾶμε ἕνα ὕφασμα ἢ ἕνα τραπέζι; Καὶ νὰ πεῖ: «Ὁ οὐρανὸς ἔχει πλάτος τόσες σπιθαμές! Μέτρησα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι τὸ διάστημα, τὰ ἄστρα, τοὺς γαλαξίες…»
Τώρα ἀκολουθεῖ τὸ τρίτο ἐρώτημα τοῦ Προφήτη: Ποιός μπορεῖ μὲ ἕνα τέτοιο ἀνθρώπινο χέρι, σὰν τὸ δικό σου, νὰ μετρήσει τὴν γῆ; Νὰ τὴν μετρήσει κομμάτι κομμάτι, ὁλόκληρη τὴν γῆ; Νὰ κρατήσει στὴν παλάμη του τὸ χῶμα τῆς Εὐρώπης, τὴν παγωμένη γῆ τῶν Πόλων, τὴν ἄμμο τῆς Σαχάρας καὶ τοὺς βράχους τῆς Ἀμερικῆς; Καὶ νὰ πεῖ: «Κατάφερα καὶ μέτρησα ὁλόκληρη τὴν γῆ μὲ αὐτὸ τὸ χέρι. Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ δάχτυλά μου γλίστρησαν ὅλοι οἱ κόκκοι τοῦ χώματος ποὺ σκεπάζει τὰ βουνά, τοὺς κάμπους, τὶς κοιλάδες καὶ τὶς ἐρήμους τοῦ πλανήτη μας»! Αὐτὰ ρωτάει ὁ Προφήτης: «Τίς ἐμέτρησε τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸν οὐρανὸν σπιθαμῇ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν δρακί;» (Ἠσαΐου μ´ 12).
Μετὰ τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ὁ Προφήτης προσθέτει κάτι ἄλλο. Μετὰ τὸ «τίς ἐμέτρησε…» ρωτάει: «Καὶ τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;» (Ἠσ. μ´ 13). Τὴν θάλασσα εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴν χωρέσει τὸ ἀνθρώπινο χέρι. Τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ διάστημα ἀποκλείεται νὰ τὰ μετρήσει ἡ ἀνθρώπινη παλάμη. Ἔτσι καὶ «τὸν Νοῦν» τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν χωρέσει τὸ ἀνθρώπινο μυαλό.
Μπορεῖ κανεὶς μὲ τὸ μικρό του ἀνθρώπινο μυαλὸ νὰ γνωρίσει «τὸν Νοῦν» τοῦ ἀπείρου Θεοῦ; Μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑπολογίσει τὸ ἀπύθμενο βάθος καὶ τὸ ἀπέραντο πλάτος τῆς θείας Διανοίας;
Ἂν μὲ τὸ χέρι εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθεῖ ἡ θάλασσα, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ —τὰ πεπερασμένα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ— πῶς θὰ μετρηθεῖ μὲ τὸ μυαλό μας ὁ θεῖος Νοῦς καὶ τὰ σχέδιά του; Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν τουλάχιστον παραλογισμός. Καὶ ὅμως σ᾽ αὐτὸ τὸν παραλογισμὸ πέφτουμε συχνά. Μὴν βιαστεῖς νὰ πῆς ὄχι! Σκέψου μόνο λίγο. Καὶ θυμήσου. Θυμήσου…
Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ συναντήθηκες μέσα στὴν καθημερινότητα πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν ἀδικία. Ἀντίκρισες τὴν φρικτὴ μορφή της. Καὶ τὴν εἶδες ἴσως νὰ θριαμβεύει. Εἶπες τότε μέσα σου —θυμήσου— μὲ παράπονο: «Τέλος πάντων, πῶς ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Θεός; Τί σχέδιο ἐφαρμόζει; “Ἱνατὶ ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;” Δὲν βλέπει τὴν ἀδικία;» Χωρὶς ἴσως νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεσαι, μέτρησες μὲ τὰ μέτρα τοῦ φτωχοῦ μυαλοῦ σου τὸν Νοῦ τοῦ Πανσόφου. «Τίς ἐμέτρησε… Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;»
Καὶ ἄλλες πάλι φορὲς εἶδες τὴν δυστυχία νὰ χτυπάει μιὰ οἰκογένεια γνωστὴ καὶ τὸν πόνο νὰ τὴν θερίζει. Εἶδες ἀναστατώσεις καὶ διαλύσεις σπιτιῶν, εἶδες ἀρρώστιες καὶ θανάτους. Καὶ τότε —θυμήσου— σκέφθηκες: «Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατὶ τόσα πλήγματα, γιατὶ τόσα μαστιγώματα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους;» Καὶ κατέκρινες τὸν Ὕψιστο καὶ τὸν κατηγόρησες. Καὶ ἄφησες νὰ φανεῖ ὅτι ἐσὺ κι ἐγὼ στὴ θέση του θὰ σκεπτώμαστε ἴσως πιὸ σωστά!
Να ὁ παραλογισμός. Ὁ παραλογισμὸς τόσων ἀνθρώπων ποὺ εὐκολώτατα καὶ προχειρότατα κρίνουν τὸν Παντοδύναμο Κύριο, χωρὶς νὰ σκεφθοῦν τὴν ἄπειρη σοφία του. «Τίς ἐμέτρησε τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ… Καὶ τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου».
Εἶναι καιρὸς νὰ σταθοῦμε μὲ δέος καὶ ἀπέραντο σεβασμὸ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας. Νὰ σκύψουμε εὐλαβικὰ τὸ κεφάλι καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε ταπεινὰ τὰ ὅριά μας. Νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι εἶναι ἀδύνατον, εἶναι παράλογο νὰ μετρᾶμε τὴν σκέψη τοῦ Θεοῦ, τὸν Νοῦ του, τὸν τέλειο, με τὰ φτωχὰ ἀνθρώπινα μέτρα μας.
Ἂς μάθουμε νὰ κοιτάζουμε τακτικὰ τὰ χέρια μας. Κοιτάζοντάς τα ἂς σκεπτώμαστε τὸν οὐρανό, τὴν γῆ, τὴν θάλασσα. «Τίς ἐμέτρησε τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸν οὐρανὸν σπιθαμῇ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν δρακί;» Καὶ ἂς προσθέτουμε εὐλαβικά: «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;»
Κύριε, ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσει τὴν σοφία Σου; Ποιός μπορεῖ νὰ συλλογισθεῖ ἔστω καὶ γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο τὸ βάθος τοῦ θείου Σου Νοῦ, χωρὶς νὰ αἰσθανεῖ ἴλιγγο;
Σὲ προσκυνοῦμε ταπεινά, Πάνσοφε, Παντογνώστη καὶ Παντοδύναμε. Γεμάτοι δέος γονατίζουμε μπροστά Σου, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἕνα μηδέν, γιὰ νὰ Σοῦ ἀπονείμουμε τὸν ὕμνο μας, τὴν δοξολογία μας. Καὶ βοήθησέ μας νὰ μὴ λησμονοῦμε ποτέ τὴν εἰκόνα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ἐκεῖ στὴν ἀμμουδιά, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ χωρέσει τὸν ὠκεανὸ στὸ κουβαδάκι του.
Περιοδ. «ΖΩΗ»,ἀρ. τ. 4262, Νοέμβριος 2012
christianikivivliografia wordpress
Κοίταξε τὸ χέρι σου. Κοίταξέ το καλά, προσεκτικά. Μελέτησε τὶς διαστάσεις του. Σπούδασε τὸ σχῆμα του καὶ τὶς κινήσεις του. Δὲς τὰ δάκτυλά του, τὴν παλάμη. Πρόσεξε ἰδιαίτερα τὸ χέρι σου. Ὑπάρχει εἰδικὸς λόγος γι᾽ αὐτό. Καὶ τώρα ἄκουσε τὴν πρώτη ἐρώτηση τοῦ Προφήτη: Ποιός μπορεῖ μ᾽ ἕνα τέοιο ἀνθρώπινο χέρι, σὰν τὸ δικό σου, νὰ μετρήσει τοὺς ὄγκου τοῦ νεροῦ ποὺ καλύπτουν τὴ γῆ; Ποιός μπόρεσε χρησιμοποιώντας τὴν παλάμη του, τὴν χούφτα τοῦ χεριοῦ του, νὰ περάσει ἀπὸ αὐτὴν ὅλα τὰ νερά τῶν θαλασσῶν καὶ τῶν ποταμῶν καὶ νὰ δώσει τὸ μέτρο τους;
Ὁ Προφήτης θέτει κι ἕνα δεύτερο ἐρώτημα: Ποιός μπορεῖ μ᾽ ἕνα τέτοιο ἀνθρώπινο χέρι, σὰν τὸ δικό σου, νά μετρήσει τὸν ἀπέραντο οὐρανό; Νὰ τὸν μετρήσει μὲ τὰ ἴδια του τὰ δάχτυλα, σπιθαμὴ μὲ σπιθαμή, ὅπως μετρᾶμε ἕνα ὕφασμα ἢ ἕνα τραπέζι; Καὶ νὰ πεῖ: «Ὁ οὐρανὸς ἔχει πλάτος τόσες σπιθαμές! Μέτρησα μὲ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι τὸ διάστημα, τὰ ἄστρα, τοὺς γαλαξίες…»
Τώρα ἀκολουθεῖ τὸ τρίτο ἐρώτημα τοῦ Προφήτη: Ποιός μπορεῖ μὲ ἕνα τέτοιο ἀνθρώπινο χέρι, σὰν τὸ δικό σου, νὰ μετρήσει τὴν γῆ; Νὰ τὴν μετρήσει κομμάτι κομμάτι, ὁλόκληρη τὴν γῆ; Νὰ κρατήσει στὴν παλάμη του τὸ χῶμα τῆς Εὐρώπης, τὴν παγωμένη γῆ τῶν Πόλων, τὴν ἄμμο τῆς Σαχάρας καὶ τοὺς βράχους τῆς Ἀμερικῆς; Καὶ νὰ πεῖ: «Κατάφερα καὶ μέτρησα ὁλόκληρη τὴν γῆ μὲ αὐτὸ τὸ χέρι. Ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ δάχτυλά μου γλίστρησαν ὅλοι οἱ κόκκοι τοῦ χώματος ποὺ σκεπάζει τὰ βουνά, τοὺς κάμπους, τὶς κοιλάδες καὶ τὶς ἐρήμους τοῦ πλανήτη μας»! Αὐτὰ ρωτάει ὁ Προφήτης: «Τίς ἐμέτρησε τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸν οὐρανὸν σπιθαμῇ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν δρακί;» (Ἠσαΐου μ´ 12).
Μετὰ τὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ὁ Προφήτης προσθέτει κάτι ἄλλο. Μετὰ τὸ «τίς ἐμέτρησε…» ρωτάει: «Καὶ τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;» (Ἠσ. μ´ 13). Τὴν θάλασσα εἶναι ἀδύνατον νὰ τὴν χωρέσει τὸ ἀνθρώπινο χέρι. Τὸν οὐρανὸ καὶ τὸ διάστημα ἀποκλείεται νὰ τὰ μετρήσει ἡ ἀνθρώπινη παλάμη. Ἔτσι καὶ «τὸν Νοῦν» τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν χωρέσει τὸ ἀνθρώπινο μυαλό.
Μπορεῖ κανεὶς μὲ τὸ μικρό του ἀνθρώπινο μυαλὸ νὰ γνωρίσει «τὸν Νοῦν» τοῦ ἀπείρου Θεοῦ; Μπορεῖ κανεὶς νὰ ὑπολογίσει τὸ ἀπύθμενο βάθος καὶ τὸ ἀπέραντο πλάτος τῆς θείας Διανοίας;
Ἂν μὲ τὸ χέρι εἶναι ἀδύνατον νὰ μετρηθεῖ ἡ θάλασσα, ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ —τὰ πεπερασμένα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ— πῶς θὰ μετρηθεῖ μὲ τὸ μυαλό μας ὁ θεῖος Νοῦς καὶ τὰ σχέδιά του; Κάτι τέτοιο θὰ ἦταν τουλάχιστον παραλογισμός. Καὶ ὅμως σ᾽ αὐτὸ τὸν παραλογισμὸ πέφτουμε συχνά. Μὴν βιαστεῖς νὰ πῆς ὄχι! Σκέψου μόνο λίγο. Καὶ θυμήσου. Θυμήσου…
Δὲν εἶναι λίγες οἱ φορὲς ποὺ συναντήθηκες μέσα στὴν καθημερινότητα πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὴν ἀδικία. Ἀντίκρισες τὴν φρικτὴ μορφή της. Καὶ τὴν εἶδες ἴσως νὰ θριαμβεύει. Εἶπες τότε μέσα σου —θυμήσου— μὲ παράπονο: «Τέλος πάντων, πῶς ἐνεργεῖ ἔτσι ὁ Θεός; Τί σχέδιο ἐφαρμόζει; “Ἱνατὶ ὁδὸς ἀσεβῶν εὐοδοῦται;” Δὲν βλέπει τὴν ἀδικία;» Χωρὶς ἴσως νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεσαι, μέτρησες μὲ τὰ μέτρα τοῦ φτωχοῦ μυαλοῦ σου τὸν Νοῦ τοῦ Πανσόφου. «Τίς ἐμέτρησε… Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;»
Καὶ ἄλλες πάλι φορὲς εἶδες τὴν δυστυχία νὰ χτυπάει μιὰ οἰκογένεια γνωστὴ καὶ τὸν πόνο νὰ τὴν θερίζει. Εἶδες ἀναστατώσεις καὶ διαλύσεις σπιτιῶν, εἶδες ἀρρώστιες καὶ θανάτους. Καὶ τότε —θυμήσου— σκέφθηκες: «Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατὶ τόσα πλήγματα, γιατὶ τόσα μαστιγώματα σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους;» Καὶ κατέκρινες τὸν Ὕψιστο καὶ τὸν κατηγόρησες. Καὶ ἄφησες νὰ φανεῖ ὅτι ἐσὺ κι ἐγὼ στὴ θέση του θὰ σκεπτώμαστε ἴσως πιὸ σωστά!
Να ὁ παραλογισμός. Ὁ παραλογισμὸς τόσων ἀνθρώπων ποὺ εὐκολώτατα καὶ προχειρότατα κρίνουν τὸν Παντοδύναμο Κύριο, χωρὶς νὰ σκεφθοῦν τὴν ἄπειρη σοφία του. «Τίς ἐμέτρησε τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ… Καὶ τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου».
Εἶναι καιρὸς νὰ σταθοῦμε μὲ δέος καὶ ἀπέραντο σεβασμὸ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας. Νὰ σκύψουμε εὐλαβικὰ τὸ κεφάλι καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε ταπεινὰ τὰ ὅριά μας. Νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι εἶναι ἀδύνατον, εἶναι παράλογο νὰ μετρᾶμε τὴν σκέψη τοῦ Θεοῦ, τὸν Νοῦ του, τὸν τέλειο, με τὰ φτωχὰ ἀνθρώπινα μέτρα μας.
Ἂς μάθουμε νὰ κοιτάζουμε τακτικὰ τὰ χέρια μας. Κοιτάζοντάς τα ἂς σκεπτώμαστε τὸν οὐρανό, τὴν γῆ, τὴν θάλασσα. «Τίς ἐμέτρησε τῇ χειρὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸν οὐρανὸν σπιθαμῇ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν δρακί;» Καὶ ἂς προσθέτουμε εὐλαβικά: «Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου;»
Κύριε, ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσει τὴν σοφία Σου; Ποιός μπορεῖ νὰ συλλογισθεῖ ἔστω καὶ γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο τὸ βάθος τοῦ θείου Σου Νοῦ, χωρὶς νὰ αἰσθανεῖ ἴλιγγο;
Σὲ προσκυνοῦμε ταπεινά, Πάνσοφε, Παντογνώστη καὶ Παντοδύναμε. Γεμάτοι δέος γονατίζουμε μπροστά Σου, ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἕνα μηδέν, γιὰ νὰ Σοῦ ἀπονείμουμε τὸν ὕμνο μας, τὴν δοξολογία μας. Καὶ βοήθησέ μας νὰ μὴ λησμονοῦμε ποτέ τὴν εἰκόνα τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, ἐκεῖ στὴν ἀμμουδιά, ποὺ προσπαθοῦσε νὰ χωρέσει τὸν ὠκεανὸ στὸ κουβαδάκι του.
Περιοδ. «ΖΩΗ»,ἀρ. τ. 4262, Νοέμβριος 2012
christianikivivliografia wordpress
_________________
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με !