Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου Ἰακώβου τοῦ Χοζεβίτου (A')
(μετάφραση ἀπό τά ρουμανικά π. Κωνσταντῖνος Πετράκης)
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης εἶναι ἕνας σύγχρονος ἅγιος ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε γιά 24 χρόνια στήν ἔρημο Χοζέβα, στούς Ἁγίους Τόπους.
Ὁ μακάριος καί θεοφόρος Ἰωάννης γεννήθηκε στό χωριό Κραϊνιτσένη τοῦ Νομοῦ Μποτοσάνι τῆς Μολδοβλαχίας, τό 1913, μοναχογιός μιᾶς οἰκογένειας εὐσεβῶν χριστιανῶν. Οἱ γονεῖς του, Μάξιμος καί Αἰκατερίνα, ἦταν γεωργοί. Στήν βάπτιση πῆρε τό ὄνομα Ἡλίας καί οἱ δικοί του τόν φώναζαν «Ἡλιούτσα». Ὅμως ἕξι μῆνες μετά τήν γέννηση ἀρχίζουν οἱ δοκιμασίες γιά τό μικρό Ἡλιούτσα, ἐπειδή ἀρρωσταίνοντας ἡ μητέρα του ἐγκαταλείπει αὐτόν τόν κόσμο καί τό μικρό φροντίζει καί ἀνατρέφει χριστιανικά ἡ γιαγιά του, Μαρία Ἰακώβου. Οἱ δοκιμασίες του δέν σταματοῦν ἐδῶ, το 1916 πεθαίνοντας ὁ πατέρας του καί τό 1923 ἡ ἀγαπημένη γιαγιά του. Ἔτσι στήν ἡλικία τῶν δέκα χρονῶν ὁ Ἡλίας ἔμεινε ὁρφανός, στερούμενος τῆς στοργῆς τῶν γονέων καθώς καί παππούδων. Ὁ θεῖος του, Ἀλέκος Ἰάκωβος τόν παίρνει στό σπίτι του νά μεγαλώσει δίπλα στά ἄλλα ἔξι παιδιά του. Στό διάστημα 1923-1932 ὁ νεαρός Ἡλίας παρακολουθεῖ τά μαθήματα Γυμνασίου Μ.Κ. καί τοῦ Λυκείου Δημητρίου Καντεμίρ στήν μεγάλη πόλη Τσερναούτσι.
Σημαντικό γεγονός ἀποτελεῖ ἡ ἀπόφασή του νά μπεῖ ὡς δόκιμος στήν ἀδελφότητα τῆς φημισμένης Μονῆς Νέαμτς. Τό 1936, ἡμέρα 8 Ἀπριλίου, κείρεται μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Ἰωάννης καί τό Νοέμβριο τοῦ ἴδου ἕτους παίρνει εὐλογία νά ἐπισκεφθεῖ μαζί μέ ἄλλους δύο μοναχούς τούς Ἁγίους Τόπους καί νά προσκηνήσει τόν Τάφο τοῦ Σωτῆρος. Ἀποφασίζει νά μείνει ἐδῶ καί ἐγκαταστάθηκε στό κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Σάββα, δίπλα στήν Βηθλεέμ.
Τήν 14ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1947 χειροτονεῖται πρεσβύτερος στόν Ἱερό Ναό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος, ἀπό τόν Μητροπολίτη Εἰρήναρχο καί μετέπειτα διορίζεται δίκαιος τῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου στόν Ἰορδάνη. Μετά ἀπό πέντε χρόνια αὐστηρῆς ἄσκησης καί ὑπακοῆς φεύγει μαζί μέ τόν ὑποτακτικό του, μοναχό Ἰωαννίκιο, στήν ἔρημο Χοζέβα, κάπου κόντα στήν Ἰεριχώ. Ἐδῶ διάγουν ἀσκητικά ὀκτώ χρόνια, στό σπήλαιο τῆς Ἁγίας Ἄννης, στήν κοιλάδα Χοράτ.
Τήν 5ην Αὐγούστου τοῦ 1960, σέ ἠλικία 47 ἑτῶν, ὁ Ὅσιος Ἰωάννης μετατίθεται εἰς τά οὐράνια καί ἐνταφιάζεται στό σπήλαιο ὅπου εἶχε ἀσκηθεῖ. Ὕστερα ἀπό εἴκοσι χρόνια, στίς 8 Αὐγούστου τοῦ 1980, ἀνοίχθηκε ὁ τάφος του καί βρέθηκε τό ἱερό και ἀσκητικό του σῶμα νά εἶναι ἄφθαρτο. Στίς 15 Αὐγούστου τοῦ ἴδιου ἕτους, μέ τήν εὐλογία τοῦ Βενεδίκτου, Πατριάρχου Ἰεροσολύμων, ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου, ὅπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Θαῦματα καί διδαχές τοῦ Ὁσίου
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ ἐκ κοιλίας τῆς μητρός του, διότι παιδιόθεν ἐπεσκιάθηκε ἀπό τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, διάγοντας μέ πραότητα, ταπείνωση, σιωπή, μέ θεῖο ζῆλο γιά τήν προσευχή, μέ πολλή ὑπομονή στίς ἐσωτερικές καί ἐξωτερικές δοκιμασίες. Ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή μέ δάκρια μετανοίας ἐργαζόταν στό νοῦ καί στήν καρδιά του. Μάλιστα και ἡ μητέρα του ἦταν καθαρή ψυχή με καθαρή βιοτῆ πού ἔφερε στον κόσμο ἕναν μοναχογιό και ἀμέσως ἔφυγε στις ἐπουράνιες μονές. Ὁ μακάριος νεαρός Ἡλίας, ὁρφανός ἀπό νωρίς, μεγάλωνε ἔχοντας ὡς Πατέρα τον Θεό και Μητέρα την Ἐκκλησία. Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχάσουμε καί τή συμβολή τῆς εὐλαβούς γιαγιᾶς του, Μαρίας, ἡ ὁποία, κατά τις μαρτυρίες τῶν συγχωριανῶν, πήγαινε τό μωρό νά τό θηλάζουν οἱ νεαρές μητέρες και ἡ ἴδια καθόταν δίπλα του, μέρα-νύχτα ἐν προσευχῇ. Τά καλοκαίρια, ὅταν ἔπρεπε νά πηγαίνει στά χωράφια, ἔβαζε τό μωρό σέ ἕνα ντορβά, μέ τό κεφαλάκι ἕξω, τόν ἐσταύρωνε καί προσευχόμενη προχωροῦσε στή δουλειά. Ἡ εὐχή στά χείλη της, ἀσταμάτητη, και τά δάκρια νά γεμίζουν συνεχῶς τά μάτια της. Δουλειά, μέχρι τή δύση τοῦ ἤλιου. Τό βράδυ τόν κοίμιζε καί τόν ξάπλωνε δίπλα στίς εἰκόνες καί ἡ ἴδια συνέχιζε μέ προσευχές καί μετάνοιες, ὅπως ἔλεγε «κατά τήν πατροπαράδωτη πίστη μας».
Τό παιδί, μέ τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μάθαινε γρήγορα τά γράμματα καί ἔφερνε πολλή χαρά στήν πονεμένη γιαγιά του. Εἶχε μάθει ἀπό τήν εὐλογημένη γιαγιά πολλές προσευχές ἀπ’ ἕξω καί τή συνήθεια νά διαβάζει τακτικά τό Ψαλτῆρι καί τό Εὐαγγέλιο. Τό παιδί διάβαζε δυνατά καί ἡ γιαγιά ἔκανε μετάνοιες, κλαίγοντας. Ὁ ἔγγονος μιά φορά ρώτησε: «Μαμά, γιατί κλαῖς». Ἡ εὐλαβής γυναίκα ἀναστενάζοντας ἀπάντησε: «Ἀγαπητέ μου, δέν ξέρεις τόν πόνο τοῦ σπιτοῦ μας.
Ἐγώ δέν εἶμαι ἡ μητέρα σου. Ἡ ἀληθινή μητέρα σου ἔφυγε στόν Κύριο ὅταν ἦσουν 6 μηνῶν καί ὁ πατέρας σου ἔπεσε γιά τήν πατρίδα ὅταν ἦσουν 3 χρονῶν. Εἶμαι ἡ γιαγιά σου. Καί ὁ παππούς σου συγχωρέθηκε πρίν πολλά χρόνια. Ἦθελα νά πάω στό μοναστήρι, ἀλλά δέν μπόρεσα νά σέ ἀφήσω καί ἔτσι πῆρα τήν ἀπόφαση νά σέ μεγαλώσω ὅσο μπορῶ. Κλαίω διότι εἶμαι γριά καί ἀνησυχῶ γιά σένα. Γι’αὐτό, τέκνον μου, νά ἔχεις πίστη στόν Θεό, νά προσεύχεσαι ἀδιαλείπτως, νά ἀποφεύγεις τήν ἁμαρτία καί πάντα νά μᾶς θυμάσαι ὅλους στίς προσευχές σου. Ἐάν θά πράττεις ἔτσι, ἡ Παναγία μας θά σέ σκεπάσει μέ τή θεία σκέπη της καί θά σέ σώσει ἀπό κινδύνους. Εὔχομαι νά γίνεις λειτουργός τοῦ Ὑψίστου καί νά δοξολογεῖς συνεχῶς τόν Χριστό μέ τή ζωή σου!».
Ὅταν τελείωσε τό λύκειο, ὅλοι οἱ συγγενεῖς βλέποντας καθαρά τό δῶρο τοῦ Θεοῦ καί τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή ζωή τοῦ νεαροῦ Ἡλιούτσα, τόν παρακαλοῦσαν νά συνεχίζει τίς σπουδές γιά γίνει θεολόγος καί μετέπειτα ἱερέας τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ἡ καθαρή συνείδηση καί ὁ καθαρός λογισμός του ἔλεγαν «Ὄχι, θέλω νά γίνω μοναχός». Ἐκείνο τό καλοκαίρι δούλευε στά χωράφια μαζί μέ τά ξαδέρφια του. Προσευχόταν ἔντονα παρακαλώντας τόν Θεό νά τοῦ φανερώσει τί πρέπει νά κάνει. Κάποια στιγμή ἄκουσε μία δυνατή φωνή ἄνωθεν «Μοναστήρι!». Ἀπό τότε ἔχασε τήν ἡσυχία του, διότι ὁ λογισμός του, σκεπασμένος ἀπό τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τόν παρότρυνε συνεχῶς νά πάει στό μοναστήρι, νά ἀφιερώσει τή ζωή του στόν Χριστό.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1933, ἡμέρα Κυριακή, ἑνῶ ὅλοι οἱ νέοι τοῦ χωριοῦ χόρευαν σέ ἕνα γάμο, ὁ Ἡλίας προσκύνησε γιά τελευταία φορά τίς εἰκόνες τοῦ ἱεροῦ ναοῦ καθώς τούς σταυρούς τῶν γονέων καί τῶν παππούδων του καί πῆρε τό δρόμο γιά τήν Ἱερά Μονή Νέαμτς. Ἐκεῖ ζήτησε νά παρουσιαστεῖ στόν Ἠγούμενο Νικόδημο, ὁ ὁποῖος, ἐκείνη τῆν ἐποχή, ἦταν καί ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς. Ὁ Γέροντας τόν ρώτησε:
-Γιατί θέλεις νά μοῦ μιλήσεις, τέκνον Ἡλία;
-Γέροντα, θέλω νά γίνω καλόγερος, νά κλαίω γιά τίς ἁμαρτίες μου, νά προσεύχομαι γιά τούς κατά σάρκα γονεῖς μου καί νά δοξολογῶ ἀδιαλείπτως τόν Θεό.
-Καλό πράγμα διάλεξες, ἀδελφέ μου! Ἐάν θά ἀποκτήσεις ταπείνωση καί ὑπακοή καί συγχρόνως θά ἀγαπήσεις τήν προσευχή, ὅλα τά ἀγαθά θά πράττεις, ὅλούς τούς πειρασμούς τοῦ κόσμου τούτου θά νικήσεις καί μετά δικαίων ἐν οὑρανῷ θά συναριθμηθεῖς
-Γένοιτό μοι κατά τόν λόγο σου, Σεβασμιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα!
-Νά ἔχεις πάντα, τέκνον μου, ὑπομονή εἰς πάντας, νά τρέφεσαι μέ τίς διδασκαλίες τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων καί νά ἀκολουθεῖς τή βιοτή καί τίς συμβουλές τῶν ὁσίων γερόντων καί ἀσκητῶν τῆς ἀδελφότητάς μας. Πάμε νά προσκυνήσεις τή θαυματουργική εἰκόνα τῆς Παναγίας μας καί νά σε παραδώσω στόν πνευματικό τῆς Μονῆς. Νά τόν ἀκοῦς καί νά τόν ἀκολουθεῖς στόν πνευματικό ἀγώνα σου. Νά μήν ἀπουσιάσεις ἀπό τίς θεῖες ἀκολουθίες τοῦ ναοῦ μας καί τό πρώτο σου διακόνημα θά εἶναι στή βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς.
Ὁ νεαρός Ἡλίας πῆρε γρήγορα τήν εὐχή τοῦ ράσου καί γιά τρία χρόνια ἦταν ὑποτακτικός στόν Γέροντα Ἰώβ, προσπαθώντας νά τόν ἀκολουθήσει στήν αὐστηρή ἄσκησή του, στίς νηστεῖες, στή σιωπή, στήν ταπείνωση καί τήν ἔσχατη φτώχεια καθώς στήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Στή βιβλιοθήκη ἐργαζόταν μέ τόν ἴδιο ζῆλο, βάζοντας τά βιβλία στήν τάξη, διατηρώντας τήν καθαριότητα τοῦ χώρου. Ὡφελήθηκε πάρα πολύ ἀπό αὐτό τό διακόνημα διότι εἶχε τήν εὐκαιρία νά μελετήσει τά συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μέ μεγάλη ἀγάπη μοίραζε στούς νεότερους ἀδελφούς τά σοφά λόγια πού διάβαζε. Πολλοί μοναχοί τῆς Λαύρας τοῦ Νέαμτς κέρδισαν πνευματικά ἀπό τό ζῆλο του καί γι’αὐτόν τόν λόγο τόν ἀγαποῦσαν ἐξαιρετικά.
Ὁ Ἡγούμενος καί ὁ Γέροντας Ἰώβ, βλέποντας τό ζῆλο τοῦ Ἡλία, ἀποφάσισαν νά τόν δεχτοῦν ὠς ζωντανό μέλος τῆς ἀδελφότητας, κείροντάς τον μοναχό. Ἡ κουρά τοῦ νεαροῦ Ἡλία ἔγινε τήν 8ην Ἀπριλίου, τήν Μεγάλη Τετάρτη τοῦ 1936, λαμβάνοντας τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Ἔτσι, οἱ δύο μεγάλες ἠγιασμένες μορφές τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, ὁ Προφήτης Ἡλίας καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης,
ἔγιναν οἱ ἅγιοι διδάσκαλοί του στήν πνευματική πορεία τήν ὁποία ἔμελε νά ἀκολουθήσει ὁ μοναχός Ἰωάννης. Σέ ὅλη του τή ζωή, αὐτοί οἱ δύο μεγάλοι ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, τόν ἐνδυνάμωσαν στούς ἀγώνες καί τοῦ θύμιζαν συνεχῶς τούς ὅρκους τῆς παρθενίας, ἐσχάτης φτώχειας καί ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καθώς τούς μεγάλους ἀναχωρητές τῆς κοιλάδας τοῦ Ἰορδάνου. Ὅπως ὁμολογοῦσε ὁ Ὅσιος, ὁ Προφήτης Ἡλίας τοῦ ἔτρεφε τό ζῆλο γιά τήν ὁμολογία πίστεως καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής τόν καλοῦσε στούς Ἁγίους Τόπους, τόν παρότρυνε νά κηρύττει παντοῦ τήν μετάνοια καί νά διώχνει μέ τόλμη τήν ἁμαρτία. Ἡ σχέση αὐτή τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου μέ τούς δύο μεγάλους ἀναχωρητές τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης καθώς τήν πνευματική στάση του, κατοπτρίζονται τόσο στήν πνευματική του ζωή ὅσο στίς ἐπιστολές καί τούς λόγους πού ἔγραψε.
Γεμάτος μέ τήν ἀγάπη γιά τόν Κύριο καί μέ ἐπιθυμία νά προσκυνήσει τόν Ἅγιον Τάφο τοῦ Σωτήρα, διψώντας νά βιώνει τά λόγια τοῦ προφήτη Δαυΐδ «τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστί», ἀλλά καί πτερούμενος «θεϊκῷ ἔρωτι», ὁ μοναχός Ἰωάννης κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσκύνησε τή θαυματουργική εἰκόνα τῆς Παναγίας, πῆρε εὐλογία τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς καί ξεκίνησε γιά τούς Ἁγίους Τόπους. Ἧταν φθινόπωρο τοῦ 1936.
Ὁ πρῶτος σταθμός ἦταν ἡ προσκύνηση στό Γολγοθά καί στόν Ἅγιο Τάφο τοῦ Κυρίου. Ἡ καρδιά του φλεγόταν ἀκαταπαύστως ἀπό τό θεῖο ἔρωτα. Κοινώνησε Σώματος καί Αἴματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀμέσως ξεκίνησε νά βαδίζει στά ἴχνη τοῦ Κυρίου καί τῶν Ἁγίων Ἡλία καί Προδρόμου. Γιά ἕνα διάστημα ἔμεινε μόνος του σέ μιά σπηλιά, ἐν προσευχῇ, νηστείᾳ καί ἡσυχίᾳ πολλή. Ὕστερα μπῆκε στό κοινόβιο τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου. Ἐδώ, σ’αὐτόν τόν παμπάλαιο καί ἱστορικό χῶρο τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ἔμεινε μέχρι τό 1947. Ἐδώ, ὁ νέος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, Ἰωάννης μοναχός, ἀπέκτησε τό χάρισμα τῶν δακρίων καί τῆς καρδιακῆς προσευχῆς. Ἐδῶ ὑπέμεινε φοβερές δοκιμασίες καί ἀτελείωτες προσπάθειες τοῦ ἐχθροῦ ὁ ὁποῖος δέν ἄντεχε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του καί τήν ἀκατάπαυστη δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἐδώ ἔλαβε τό μεγάλο μοναχικό σχῆμα. Ἐδώ νίκησε τούς ἀοράτους ἐχθρούς μέ αὐστηρή νηστεία, μέ ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες, μέ ρωμφαία τοῦ Πνεύματος, μέ τή νικητήρια εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καθώς μέ τήν ἀσπίδα τῆς ταπείνωσης. Ἔφθασε στό στάδιο τῆς ἀπαθείας, ὑπομένοντας μέ χαρά τίς ἀδικίες καί τά λόγια ἐπιπλήξεως πάντα προσευχόμενος γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά ὅλην τήν κτήση. Δέν φοβόταν τούς δαίμονας, οὔτε τόν θάνατο.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἔλαβε στή Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα τό διακόνημα τοῦ βιβλιοθηκάριου καί τοῦ νοσοκόμου. Δέν ἀπουσίαζε ἀπό τίς ἀκολουθίες τοῦ Καθολικοῦ, ἔκανε τόν κανόνα του στό κελί συνήθως τή νύκτα. Ἐπίσης τή νύκτα φρόντιζε τή βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς γιά νά μπορεῖ τήν ἡμέρα νά φροντίζει τούς ἀρρώστους. Ἐπισκεφτόταν τακτικά τούς ἀσκητές στήν ἔρημο, πηγαίνοντάς τους φάρμακα καί τρόφιμα. Φρόντιζε μέ μεγάλη ἀγάπη τούς τραυματίες πολέμου πού ἔφθαναν ἐδῶ, προσευχόμενος ἀσταμάτητα καί αἰσθανόμενος τήν παρουσία καί τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ.
Ὅπως οἱ μεγάλοι ἀναχωρητές, ὁ μοναχός Ἰωάννης ἔτρεφε ἀπερίγραπτο σεβασμό πρός τήν ἱεροσύνη καί ἀπέφυγε πολλές φορές νά λάβει αὐτό τό δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Μέ τήν συμβολή ὅμως τοῦ ἀρχιμανδρίτη Βίκτωρος Οὐρσάκε, ὁ ὁποῖος ἦταν προϊστάμενος τοῦ ρουμανικοῦ οἰκοτροφείου στά Ἰεροσόλυμα, δέχτηκε τήν χειροτονία του εἰς πρεσβύτερον τό 1947 καί τό ἴδιο ἕτος διορίστηκε δίκαιος τῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ἐδώ προσθέτηκαν ἄλλοι κόποι πνευματικοί καί σωματικοί καθώς καί δοκιμασίες ἐκ μέρους τῶν δαιμόνων. Ὁ μαθητής του σημειώνει στό ἡμερολόγιο του: «τήν ἡμέρα δέν ἔτρωγε τίποτα μέχρι τή δύση τοῦ ἥλιου, λέγοντας ἀδιαλείπτως τήν εὐχή. Ἐργαζόταν στόν κῆπο τῆς σκήτης, σέ ὁποιαδήποτε ἐργασία συντήρησης, ἔτρεχε νά ἀναπαύει τούς προσκυνητές. Τή νύχτα προΐστατο τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ ναοῦ, ἐξομολογοῦσε τούς προσκυνητές, ὕστερα ἡσυχαζόταν λίγες ὥρες σέ μιά σπηλιά στήν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνη καί τό πρωί γυρνοῦσε στή σκήτη μέ τό πρόσωπο λούσμενο στό φῶς».
Φλεγόμενος γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί διψώντας γιά τήν ἡσυχία καί συνομιλία μέ τόν Θεό, ὁ μακάριος ἱερομόναχος Ἰωάννης ἀναχωρεῖ γιά τήν ἔρημο τό φθινόπωρο τοῦ 1952 μαζί μέ τόν ὑποτακτικό του Ἰωαννίκιο μοναχό. Ἔμειναν γιά λίγους μήνες στή Μονή Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου. Ὕστερα ἐγκαταστάθηκαν ὁριστικά στή Σπηλιά τῆς Ἁγίας Ἄννης, στήν κοιλάδα τοῦ Χωράτ. Ἐδώ πέρασε ὁ Ὅσιος τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς ἀφιερωμένος στήν συνομιλία μέ τόν Θεό. Ἔζησε ἀγγελική ζωή, κανεῖς δέν γνωρίζει τό μέγεθος καί τό βάθος τῶν κόπων καί τῶν ἀσκήσεων του. Ὁ ὑποτακτικός ἔβλεπε μόνον τήν ἑξωτερική ἔφραση τῶν ἀγώνων τοῦ Γέροντός του. Ἔβλεπε τίς ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες, τό ἐξαιρετικό ζῆλο γιά τίς ἀκολουθίες πού διάβαζαν μαζί στή σπηλιά, τήν μελέτη τῶν συγγραμμάτων τῶν Πατέρων, τίς μεταφράσεις στά ρουμανικά. Μία ἄλλη ἐκδήλωση τοῦ θείου ἔρωτος, τοῦ τρέφοντος τήν καρδιά τοῦ Ὁσίου, εἶναι τό πλῆθος τῶν ὕμνων καί τῶν ποιημάτων πού σύνταξε στά ρουμανικά καί τά μοίραζε στούς προσκυνητές.
Γιά τόν ἄγώνα καί τήν καρτυερία του, ὁ ὑποτακτικός τοῦ Ὁσίου, ἔλεγε: «Ὅσο ἦταν ἄρρωστος δε ἀναστέναξε ποτέ. Ὑπέμεινε ὅλα μέ φωτισμένο πρόσωπο, μέ χαρα, δοξολογώντας τόν Θεό. Εἶχε μεγάλα διαστήματα ἀπόλυτης σιωπῆς, φαινόταν ὅτι προσεύχεται ἔντονα καί ὑποφέρει δίχως γογγισμό ὅλα τά δεινά τῆς ζωῆς. Νήστευε αὐστηρά, τρώγωντας ἐλάχιστο φαγητό, στά ὅρια τῆς βιολογικῆς ἀντοχῆς. Ἀγαποῦσε πολύ τήν ἡσυχία, τήν μοναξιά, τήν συνομιλία μέ τόν Κύριο καθῶς καί τήν ὀρθή πίστη καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντας πάντα τόν νοῦ του προσηλωμένο στόν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστό. Δέν εἶχε κοσμικούς λογισμούς, ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά του βρίσκονταν στήν ἀπάθεια, καθώς τό σῶμα του, ὅλη ἡ ὕπαρξή του ἑνώθηκε μυστικά μέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς καί διά τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.»
Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ὑποτακτικός του, Ἰωαννίκιος μοναχός, ἔγραφε: «Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης εἶχε πληροφορηθεῖ γιά τό ἐπίγειο τέλος του, πράγμα πού τό σημείωσε στόν τoίχο τῆς σπηλιᾶς. Ὅταν ἐκοιμήθη, τοῦ ἔβαλα τό ράσο, τό μεγάλο σχῆμα, τό ἐπιτραχήλιο καί τόν ξάπλωσα σέ μιά καθαρή ψάθα. Ὕστερα ἄναψα τρία καθαρά κεριά καί τό κανδήλι καί ἔφυγα νά εἰδοποιήσω τόν Γέροντα Ἀμφιλόχιο, Καθηγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου, ὁ ὁποῖος ἤξερε καί ἀγαποῦσε πολύ τόν Ὅσιο. Κατά τήν ἐντολή του, ἐπί τρεῖς ἡμέρες σήμαιναν τίς καμπάνες καί ἔκανα ΄το τρισάγηιον στή σπηλιά».
Ὁ ὑποτακτικός Ἰωαννίκιος γράφει γιά τόν ἐνταφιασμό τοῦ Γέροντός του: «Τήν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ Ὁσίου διδασκάλου μου, ἦρθε ὁ Ἡγούμενος Ἀμφιλόχιος μέ συνοδεία μοναχῶν καί ἐρημιτῶν ἀπό τήν περιοχή Ρούβα. Ἀνέβηκαν ὅλοι τή σκάλα τῆς σπηλιᾶς καί κατά τίς δέκα τό πρωί ἄρχισαν τήν ἑξόδιο ἀκολουθία. Ἐκείνην τή στιγμή ἡ σπηλιά γέμισε ἀπό πουλιά, ἡ συντροφιά τήν ὁποίαν τάϊζε καθημερινά ὁ Ὅσιος. Τῶρα ὅμως δέν ἦρθαν γιά νά πάρουν τά παξμάδια τους ἀλλά ὁ Θεός τά ἔστειλε πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Του. Ἧταν Σάββατο, 10 Αὐγούστου».
Ἐπίσης εἶναι σημειωμένη καί ἡ μαρτυρία τοῦ Ἡγομένου τῆς Μονῆς: «Τά πουλιά μᾶς δυσκόλευαν νά διαβάσουμε τῆν ἑξόδιο ἀκολουθία. Πετοῦσαν συνεχῶς, χτυπώντας δυνατά τόν ἀέρα μέ τά φτερά τους, σβήνοντας τά κεριά, κλείνοντας τά βιβλία μας. Σταματοῦσαν πότε στό κεφάλι πότε στό στῆθος τοῦ Ὁσίου, κελαηδώντας τό καθένα μέ τόν τρόπο του. Φαινόταν ὅτι δέν ἦθελαν φαγητό ἀλλά τόν εὐεργέτη τους καί τῶρα κατάλαβαν ὅτι τόν χάνουν. Τελειώσαμε τήν ἀκολουθία καί τοποθετήσαμε τό λείψανό του σέ ἕνα παλαιό τάφο πού ὑπῆρχε στή σπηλιά ἀπό ἄλλους ἐρημίτες. Ὅτας βάλαμε τό ξύλινο καπάκι τότε τά πουλιά ἔφυγαν. Μέ χῶμα κάναμε ἕνα εἶδος λάσπης καί κολλήσαμε καλά τόν τάφο.»
Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου ἔμεινε ἐκεῖ, στή σπηλιά τῆς Ἁγίας Ἄννης, κάπως ξεχασμένο γιά ὁλόκληρα 20 χρόνια. Ὁ μοναχός Ἰωαννίκιος πῆγε στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὅταν περνοῦσαν ρουμάνοι προσκυνητές ὁ ὑποτακτικός τούς ἔφερνε στή σπηλιά, ἄναβαν κεριά, θυμίαζαν, διάβαζαν τόν Ἐσπερινό καί ὁ Ἰωαννίκιος τούς διηγόταν τό βίο τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου. Οἱ προσκυνητές ἔφευγαν δοξάζοντας τόν Θεό καί λέγοντας «Τί φοβερό ἀγώνα ἐπετέλεσε αὐτός ὁ ὅσιος!»
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1980, ἦρθε ἕνας ἕλληνας ἱερομόναχος μαζί μέ μερικούς προσκυνητές. Εἶχε γνωρίσει τόν Ὅσιο Ἰωάννη καί ἦθελε νά δεῖ τί κάνει. Ἀνέβηκε στή σπηλιά, προσευχήθηκε μαζί μέ τή συνοδεία του, προσκύνησε τόν τάφο τοῦ Ἁγίου καί ὕστερα διηγήθηκε γεμάτος συγκίνηση: «Ἧμουν γιά πολλά ἕτη ἀσκητής ἐδῶ σ’αὐτήν τήν περιοχή, καί ἀγαποῦσα πολύ τόν πατέρα Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ Γέροντάς μου. Πρίν 20 χρόνια πῆγα ὡς ἱεραπόστολος στήν Ἀμερική καί δέν ἦξερα τίποτε γιά τόν Γέροντα Ἰωάννη. Ὅμως μία νύχτα ἐμφανίστηκε στόν ὕπνο μου λέγοντας: Ἐάν θέλεις νά μέ δεῖς ἔλα στή σπηλιά τῆς Ἁγίας Ἄννης!».
(θά συνεχιστεῖ)
Πέρασε ἕνα μῆνα ἀπό τότε καί σ’ αὐτό τό διάστημα δέν ἔβρισκα τήν ἡσυχία μου. Ἧρθα λοιπόν μέχρι ἐδῶ νά μιλήσω μέ τόν φίλο καί πνευματικό μου, πατέρα Ἰωάννη, καί νά ἡσυχάσῳ, χωρίς νά ξέρω ὅτι εἶχε ἀναπαυθεῖ ἐν Κυρίῳ. Τῶρα θά βρῶ τήν ἡσυχία μου μόνον ἐάν θά φιλήσῳ τά ἄχραντά του πόδια!»
Ὁ καθηγούμενος τῆς μονῆς, πατήρ Ἀμφιλόχιος μετά ἀπό κάποιο δυσταγμό, ἔδωσε τήν εὐλογία νά ἀνοιχθεῖ ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου. Ὅταν τόν ἄνοιξαν, ὦ τοῦ θαύματος! Ἡ σπηλιά ὁλόκληρη καί οἱ καρδιές ὁλονῶν γέμισαν ἀπό εὐωδία εὐλογημένη. Τό λείψανο καί τᾶ ροῦχα τοῦ Ὁσίου ἦταν ἄθικτα καί σκορποῦσαν ἐκεῖνο τό θεϊκό ἄρωμα. Σαν νά κοιμήθηκε πρόσφατα.
Τότε μοναχοί καί λαϊκοί γονάτισαν καί μέ δάκρυα εὐλαβείας ἀναφώνησαν: Δόξα Σοι, Κύριε γιά τό θαῦμα αὐτό! Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης εἶναι ὄντως Ἅγιος! Προσκύνησαν τό ἠγιασμένο λείψανο, θυμίασαν, ἄναψαν λαμπάδες καί ἔψαλαν τό ἀπολυτίκιον: «Ἐν σοὶ Πάτερ ἀκριβῶς, διεσώθη τὸ κατ' εἰκόνα· λαβὼν γὰρ τὸν Σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες· ὑπερορᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελεῖσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου·διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἰωάννη, τὸ πνεῦμά σου.»
Οἱ δέ προσκυνητές πῆραν εὐλογία ἕνα κομμάτι ἀπό τά ροῦχα τοῦ Ὁσίου καί ἀναχώρησαν, τά μέν λείψανα ἔμειναν στή σπηλιά μέχρι στίς 15 Αὐγούστου.
Ὁ μοναχός Ἰωαννίκιος διηγεῖται ὅτι τήν παραμονή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς μαζί μέ τούς ἱερεῖς ἔβαλαν τό ἱερό λείψανο σέ καινούργια λάρνακα, τό θυμίασαν καί ἔψαλαν τροπάρια. Τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου πανηγυρίζει ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου. Ἡ συνοδεία ἀρχιερέων, ἱερέων καί μοναχῶν ἦρθε στή σπηλιά καί κατέβασαν με κατάνυξη τά ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου Πατρός καί τά ἔφεραν ἐν πομπῇ στόν Καθολικό τῆς μονῆς δίπλα στά ἄλλα λείψανα. Οἰ πατέρες τέλεσαν 40 Θεῖες Λειτουργίες, προσευχόμενοι στόν Θεό νά τούς ἐπιβεβαιώσει τήν κατάσταση ἁγιασμοῦ τῶν λειψάνων. Πράγματι, μετά τήν τέλεση τοῦ σαρανταλείτουργου, τά λείψανα τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου Ἰακώβου ἔμειναν ἄφθαρτα σκορπίζοντας ἄρρητη εὐωδία. Ἀπό τότε ἡ τοπική Ἐκκλησία τόν τιμᾶ ὡς Ὅσιο καί μακάριο μέλος τοῦ χοροῦ τῶν Ἁγίων.
***
Τά ποιήματά του, οἱ ἐπιστολές του τά κείμενά του γενικά κυκλοφοροῦσαν (σέ χειρόγραφό καί πρόχειρα ἀντίγραφα) γιά δεκαετίες ἀνάμεσα στούς Ρουμάνους μοναχούς ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους, βοηθώντας τους θεολογικά καί πνευματικά. Τίς συλλογές ποιημάτων ὁ ἴδιος τίς ὀνόμασε «Πνευματική Τροφή». Κάποια στιγμή, στήν δεκαετία τοῦ ΄90, κυκλοφόρησαν καί στή Ρουμανία, ἀποδεικνύοντας ἔτσι τήν ἐκτίμηση καί τῆν εὐλάβεια τοῦ λαοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τίς μαρτυρίες τοῦ βίου καί τῆς πολιτείας τοῦ ἱερομονάχου Ἰωάννου Ἰακώβου, καθώς καί τήν εὐλάβεια τοῦ λαοῦ πρός αὐτόν, τήν 20ην Ἰουνίου τοῦ 1992 τόν ἀνακήρυξε Ἅγιο τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας με τό ὄνομα «Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκ Νεαμτς - Χοζεβίτης», ὁρίζοντας τήν 5ην Αὐγούστου ὡς ἡμερα μνήμης του.