Επιστρέφω στον Θεοτόκη και αντιγράφω:
"Την πολιτικήν σχεδόν πάντες θεωρούν τέχνην αναγκαίαν και επιστήμην ωφελιμωτάτην. Όθεν αυτή κάθηται εις τας βασιλικάς αυλάς, πολιτεύεται εις τα κριτήρια, περιπατεί εις την αγοράν, εισέρχεται, φευ! και εις αυτήν την Εκκλησίαν. Αυτή επαινείται και θαυμάζεται και νομίζεται ως μεγάλη προκοπή και μεγάλων έργων κατορθώτρια. Και όμως η μεν σημερινή πολιτική ουδέν έτερον είναι ειμή υπόκρισις, ο δε πολιτικός ουδέν άλλον ειμή υποκριτής. [...] Διότι τις άλλος είναι ο λεγόμενος πολιτικός ειμή εκείνος όστις άλλο έχει εις το στόμα και άλλο εις την καρδίαν;
Έρχεσαι εις καιρόν ανάγκης προς τον πολιτικόν άνθρωπον, παρακαλών αυτόν και λέγων "Ευγενέστατε κύριέ μου, προστάτευσόν με δι' αγάπην Θεού εις την ανάγκην μου. Βοήθησόν με, παρακαλώ, εις τούτον μου τον κίνδυνον. Ναι, αποκρίνεται εκείνος μετά χαράς, με λόγια γλυκά και υποσχέσεις μεγάλας. Διό αναχωρείς ήσυχος και αναπαύεσαι αμερίμνως, ελπίζων ότι αυτός κατά τα λόγια και τας υποσχέσεις αυτού φροντίζει περί της καλής εκβάσεως της υποθέσεώς σου. Και αυτός μεν ουδεμίαν ούτε καν παραμικράν φροντίδα περί αυτής αναλαμβάνει, η δε υπόθεσίς σου καταντά εις το χειρότερον, συ δε τρυγάς τους καρπούς της βλάβης.
Εάν, όταν ήλθεν παρακαλών αυτόν, έλεγεν εις σε την αλήθειαν, δηλαδή το δεν θέλω ή δεν δύναμαι να εκπληρώσω το ζήτημά σου, συ τότε εφρόντιζες και έτρεχες αλλαχού και μετερχόμενος πάντα τρόπον απετίναζες το όλον ή καν μέρος της ζημίας. Επειδή δε αυτός δια των πολιτικών αυτού λόγων σε απεκοίμισε και έδεσε, δια να είπω ούτως, τας χείρας σου, έπαθες τοσαύτην βλάβην. Ούτο λοιπόν διδάσκει η πολιτική τέχνη, το ναι εις το στόμα και το όχι εις την καρδίαν ή και το αντίθετον. Τούτο πράττει ο πολιτικός άνθρωπος, το ναι δια του λόγου, το όχι διά του έργου ή το αντίθετον. Τούτο δε τι άλλο είναι ειμή υπόκρισις γυμνή και ψεύδος και απάτη και βλάβη του πλησίον;
Συναντάς τον πολιτικόν άνθρωπον, όστις είναι εχθρός σου κρυπτός. Αυτός έχει το μέλι εις το στόμα και το δηλητήριον εις την καρδίαν. Σε χαιρετίζει ευθύς ως ηγαπημένος, σε γλυκοφιλεί ως φίλος, λέγει εις σε λόγια μαλακά και απαλά υπέρ το έλαιον. Αλλ' αυτά τα λόγια είναι βλήματα και τοξεύματα ή κτυπήματα με ακόντιον. Διότι εάν πλανηθής και, νομίσας ότι είναι φίλος σου, εμπιστευθής εις αυτόν το μυστικόν σου και την υπόθεσίν σου, εκείνος τότε σε αφανίζει.
[...] Ποίους λέγετε πολιτικούς; Τους πολιτικούς τους αληθινούς, δηλαδή εκείνους, οίτινες γνωρίζουν τους νόμους τους φυσικούς, τους πολιτικούς, τους των εθνών, τους του Θεού, και παρατηρούντες ευφυώς και επιτηδείως πάσας τας προκειμένας των πραγμάτων περιστάσεις, ενίοτε δε εκ της πολλής αυτών πείρας και της κοσμικής πράξεως και τα μέλλοντα να συμβούν ευστόχως προβλέποντες, προφθάνουν εις τον πρέποντα καιρόν και χωρίς να βλάψουν επιτυγχάνουν την εκ των πραγμάτων ωφέλειαν, ως άνθρωποι δε τίμιοι και τον Θεόν φοβούμενοι διοικούν καλώς τα της πολιτείας πράγματα, ανακόπτοντες όσα είναι εναντία εις τους νόμους της δικαιοσύνης, και ως πατέρες φιλόστοργοι διακυβερνώσι παν μέλος της πολιτικής ομηγύρεως, ευσεβώς τε και θεοφιλώς διευθύνοντες πάσαν την υπ' αυτών διοικουμένην πολιτείαν;
Εάν μεν τούτους, τους όντως πολιτικούς, σεις καλήτε πολιτικούς, αληθώς ούτοι και τιμώνται και ευτυχούν και μακαρίζονται. Εάν δε πολιτικούς ονομάζητε τους υποκριτάς και ψεύστας, τους απατεώνας και δολίους, τας παρδάλεις δια το πολυποίκιλον των λόγων, τας αλώπεκας δια την πανουργίαν του ήθους, τους χαμαιλέοντας δια την μεταμόρφωσιν των σχημάτων, εάν, λέγω, πολιτικούς καλήτε τους υποκριτάς, οίτινες δι' ουδέν άλλο φροντίζουν ειμή δια το ίδιον κέρδος, έστω και αν τούτο μεγάλως βλάπτη και τον πλησίον και την κοινωνίαν και αυτήν την Εκκλησίαν, ούτοι, αν και παραχωρήσει Θεού και συνεργεία Διαβόλου ευδοκιμώσι προς καιρόν και υπερυψώνται και υπεραίρωνται, αφότου όμως γνωρισθή το πανουργότατον και παγκάκιστον αυτών ήθος, πίπτουν και εξαφανίζονται, δεν φαίνεται δε ούτε ίχνος αυτών [...].
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1736-1800)
Ομιλία περί υποκρισίας για την Κυριακή Ι' Λουκά (Λουκά ΙΓ', 10-17)
"Την πολιτικήν σχεδόν πάντες θεωρούν τέχνην αναγκαίαν και επιστήμην ωφελιμωτάτην. Όθεν αυτή κάθηται εις τας βασιλικάς αυλάς, πολιτεύεται εις τα κριτήρια, περιπατεί εις την αγοράν, εισέρχεται, φευ! και εις αυτήν την Εκκλησίαν. Αυτή επαινείται και θαυμάζεται και νομίζεται ως μεγάλη προκοπή και μεγάλων έργων κατορθώτρια. Και όμως η μεν σημερινή πολιτική ουδέν έτερον είναι ειμή υπόκρισις, ο δε πολιτικός ουδέν άλλον ειμή υποκριτής. [...] Διότι τις άλλος είναι ο λεγόμενος πολιτικός ειμή εκείνος όστις άλλο έχει εις το στόμα και άλλο εις την καρδίαν;
Έρχεσαι εις καιρόν ανάγκης προς τον πολιτικόν άνθρωπον, παρακαλών αυτόν και λέγων "Ευγενέστατε κύριέ μου, προστάτευσόν με δι' αγάπην Θεού εις την ανάγκην μου. Βοήθησόν με, παρακαλώ, εις τούτον μου τον κίνδυνον. Ναι, αποκρίνεται εκείνος μετά χαράς, με λόγια γλυκά και υποσχέσεις μεγάλας. Διό αναχωρείς ήσυχος και αναπαύεσαι αμερίμνως, ελπίζων ότι αυτός κατά τα λόγια και τας υποσχέσεις αυτού φροντίζει περί της καλής εκβάσεως της υποθέσεώς σου. Και αυτός μεν ουδεμίαν ούτε καν παραμικράν φροντίδα περί αυτής αναλαμβάνει, η δε υπόθεσίς σου καταντά εις το χειρότερον, συ δε τρυγάς τους καρπούς της βλάβης.
Εάν, όταν ήλθεν παρακαλών αυτόν, έλεγεν εις σε την αλήθειαν, δηλαδή το δεν θέλω ή δεν δύναμαι να εκπληρώσω το ζήτημά σου, συ τότε εφρόντιζες και έτρεχες αλλαχού και μετερχόμενος πάντα τρόπον απετίναζες το όλον ή καν μέρος της ζημίας. Επειδή δε αυτός δια των πολιτικών αυτού λόγων σε απεκοίμισε και έδεσε, δια να είπω ούτως, τας χείρας σου, έπαθες τοσαύτην βλάβην. Ούτο λοιπόν διδάσκει η πολιτική τέχνη, το ναι εις το στόμα και το όχι εις την καρδίαν ή και το αντίθετον. Τούτο πράττει ο πολιτικός άνθρωπος, το ναι δια του λόγου, το όχι διά του έργου ή το αντίθετον. Τούτο δε τι άλλο είναι ειμή υπόκρισις γυμνή και ψεύδος και απάτη και βλάβη του πλησίον;
Συναντάς τον πολιτικόν άνθρωπον, όστις είναι εχθρός σου κρυπτός. Αυτός έχει το μέλι εις το στόμα και το δηλητήριον εις την καρδίαν. Σε χαιρετίζει ευθύς ως ηγαπημένος, σε γλυκοφιλεί ως φίλος, λέγει εις σε λόγια μαλακά και απαλά υπέρ το έλαιον. Αλλ' αυτά τα λόγια είναι βλήματα και τοξεύματα ή κτυπήματα με ακόντιον. Διότι εάν πλανηθής και, νομίσας ότι είναι φίλος σου, εμπιστευθής εις αυτόν το μυστικόν σου και την υπόθεσίν σου, εκείνος τότε σε αφανίζει.
[...] Ποίους λέγετε πολιτικούς; Τους πολιτικούς τους αληθινούς, δηλαδή εκείνους, οίτινες γνωρίζουν τους νόμους τους φυσικούς, τους πολιτικούς, τους των εθνών, τους του Θεού, και παρατηρούντες ευφυώς και επιτηδείως πάσας τας προκειμένας των πραγμάτων περιστάσεις, ενίοτε δε εκ της πολλής αυτών πείρας και της κοσμικής πράξεως και τα μέλλοντα να συμβούν ευστόχως προβλέποντες, προφθάνουν εις τον πρέποντα καιρόν και χωρίς να βλάψουν επιτυγχάνουν την εκ των πραγμάτων ωφέλειαν, ως άνθρωποι δε τίμιοι και τον Θεόν φοβούμενοι διοικούν καλώς τα της πολιτείας πράγματα, ανακόπτοντες όσα είναι εναντία εις τους νόμους της δικαιοσύνης, και ως πατέρες φιλόστοργοι διακυβερνώσι παν μέλος της πολιτικής ομηγύρεως, ευσεβώς τε και θεοφιλώς διευθύνοντες πάσαν την υπ' αυτών διοικουμένην πολιτείαν;
Εάν μεν τούτους, τους όντως πολιτικούς, σεις καλήτε πολιτικούς, αληθώς ούτοι και τιμώνται και ευτυχούν και μακαρίζονται. Εάν δε πολιτικούς ονομάζητε τους υποκριτάς και ψεύστας, τους απατεώνας και δολίους, τας παρδάλεις δια το πολυποίκιλον των λόγων, τας αλώπεκας δια την πανουργίαν του ήθους, τους χαμαιλέοντας δια την μεταμόρφωσιν των σχημάτων, εάν, λέγω, πολιτικούς καλήτε τους υποκριτάς, οίτινες δι' ουδέν άλλο φροντίζουν ειμή δια το ίδιον κέρδος, έστω και αν τούτο μεγάλως βλάπτη και τον πλησίον και την κοινωνίαν και αυτήν την Εκκλησίαν, ούτοι, αν και παραχωρήσει Θεού και συνεργεία Διαβόλου ευδοκιμώσι προς καιρόν και υπερυψώνται και υπεραίρωνται, αφότου όμως γνωρισθή το πανουργότατον και παγκάκιστον αυτών ήθος, πίπτουν και εξαφανίζονται, δεν φαίνεται δε ούτε ίχνος αυτών [...].
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ (1736-1800)
Ομιλία περί υποκρισίας για την Κυριακή Ι' Λουκά (Λουκά ΙΓ', 10-17)