Για ποιον λόγο θα έρθει η καταστροφή
Γιατί όμως θα καταστραφεί ο κόσμος; Στη δογματική θεολογία της Εκκλησίας μας αναπτύσσεται με σαφήνεια όχι μόνο το αναπότρεπτο του τέλους της υλικής κτίσεως αλλά και η αιτία του, η οποία είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη σωτηριολογία, δηλαδή με τη διαδικασία τής από μέρους του Θεού σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
Οι πατέρες της Εκκλησίας μας βλέπουν την τελική και δραματική αυτή καταστροφή του κόσμου να έχει συνάφεια με την αμαρτία του ανθρώπου, η οποία κατά τον απόστολο Παύλο είχε τραγικές συνέπειες και για την υλική κτίση: «ή γάρ άποκαραδοκία τής κτίσεως την άποκάλυψιν των υιών του Θεού άπεκδέχεται. Τη γάρ ματαιότητι η κτίσις ύπετάγη, ούχ έκούσα, αλλά διά τόν ύποτάξαντα, έπ' έλπίδι ότι και αυτή ή κτίσις έλευθερωθήσεται άπό τής δουλείας τής φθοράς εις τήν έλευθερίαν τής δόξης των τέκνων του Θεού. Οϊδαμεν γάρ ότιιασα ή κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν» (Ρωμ.8,20).
Ο αείμνηστος καθηγητής της Δογματικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Ν. Μητσόπουλος έγραψε ότι «υπό των πατέρων της Εκκλησίας συνάπτεται η παρέλευσις του κόσμου τούτου προς την αμαρτίαν των ανθρώπων. Η φθορά και το τέλος του κόσμου τούτου είναι αποτέλεσμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων και της αμαρτίας των ανθρώπων γενικότερον» Ν. Μητσόπουλου, Θέματα Ορθοδόξου Δογματικής Θεολογίας, Αθήνα, 1984, σελ. 404).
Ήδη ο άγιος Ειρηναίος, επίσκοπος Λουγδούνου (+199 μ.Χ.), τόνισε ότι «το σχήμα παράγει του κόσμου τούτου, τουτέστιν εν οις παράβασις γέγονεν, ότι επαλαιώθη ο άνθρωπος εν αυτοίς. Και διά τούτο το σχήμα τούτο πρόσκαιρον εγένετο, προειδότος τα πάντα του Θεού» (Ειρην., 'Ελεγχος, 5,36,1. P.G.7,1221).
To ίδιο και ο Θεοδώρητος Κύρου αναφέρει ότι «πάσα η κτίσις ορωμένη θνητήν έλαχε φύσιν, επειδήπερ των όλων ο Ποιητής προεώρα του Αδάμ την παράβασιν και την επενεχθησομένην αυτώ του θανάτου ψήφον. Ου γαρ ην εικός ουδέ δίκαιον τα μεν δι' αυτόν γεγενημένα μεταλαχείν αφθαρσίας αυτόν δε, ου χάριν ταύτα επεποίητο, θνητόν είναι και παθητόν» (Θεοδ., Ερμ. εις Ρωμ, 8,20. P.G.82,136-137).
Τέλος ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων θεωρεί απαραίτητη τη διά της καταστροφής ανακαίνιση του κόσμου, προκειμένου να καθαρθεί αυτός από τις προαιώνιες αμαρτίες όλων των ανθρώπινων γενεών, «επειδή γαρ και φθορά και κλοπή και μοιχεία και παν είδος αμαρτιών εχύθη επί της γης, και αίματα εφ' αίμασιν εμίγη εν τω κόσμω, ίνα ουν μη μείνη το θαυμαστόν τούτο οικητήριον ανόμοίας πεπληρωμένον, παρέρχεται ο κόσμος ούτος, ίνα ο καλλίων αναδειχθεί» (Κυρ., Ιερ. Κατηχ., 15,3. P.G.33,873).
Ο κόσμος, κατά τους αγίους Πατέρες, έχει μολυνθεί από την αμαρτία. Ο μόνος τρόπος να καθαριστεί είναι να καταστραφεί και να ανακαινιστεί εκ βάθρων.
Βλέπουμε λοιπόν ότι για τη θεολογία της Εκκλησίας μας το τέλος του κόσμου δεν είναι ένα απλό νομοτελειακό μελλοντικό γεγονός, αλλά το τέλος της πορείας της σωτηρίας του ανθρώπου και η απελευθέρωση της υλικής κτίσεως από τη φθορά. Ο ιερός Χρυσόστομος τόνισε ότι «έλευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς, τουυτ' έστιν έσται φθαρτή, αλλά ακολουθεί τη του σώματος ευμορφία» (Ι. Χρυσ. ΡG.60,530).
Με άλλα λόγια, ο κόσμος είναι ομοούσιος ως προς το σώμα με τον άνθρωπο και προέκταση του. Δημιουργήθηκε για να είναι συνεργός, κατά τον απόστολο Παύλο, στην «έλευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ.8,21). Ο περιβάλλων κόσμος είναι ο τόπος της βιολογικής και ηθικής πραγματώσεως των ανθρώπων. Όπως ακολούθησε τον άνθρωπο στη φθορά εξαιτίας της αμαρτίας, τώρα είναι δίκαιο να ακολουθήσει τον άνθρωπο στην αποκατάσταση και την αφθαρσία. Έτσι, κατά τον καθηγητή Ν. Μητσόπουλο, «αποκαθισταμένου του ανθρώπου εις την κατάστασιν της αφθαρσίας, διά της δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Και η κτίσις απαφθαρτίζεται. Ως ποιηθείσα δε χάριν του ανθρώπου προσλαμβάνει και αύτη νέαν μορφήν ανάλογον του νέου ανθρώπου, του κληρονομούντος την βασιλείαν των ουράνών» (Ν. Μητσόπουλου, ό.π., σελ. 405). Ο θαυμαστός κόσμος είναι και θα είναι διαπαντός το σημείο δοξολογίας του Θεού, όπως λέει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ.18,1-7).
Θα εξακολουθήσει να είναι σημείο της δοξολογίας του Θεού και μετά την «περέλευση του σχήματος του κόσμου τούτου» (Α" Κορ.7,31). Τώρα μετέχουμε της δόξης του Θεού «δι' εσόπτρου εν αινίγματι» (Α' Κορ.13,12)· τότε, εφόσον προτιμήσουμε την «αγαθήν μερίδα» (Λουκ. 10,42), δηλαδή εφόσον αξιωθούμε στη μεγάλη κρίση να συσταθούμε στα δεξιά του Κυρίου ως δίκαιοι (Ματθ.25,34), θα έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε κατά πρόσωπο τον Θεό και να δοξάζουμε αιωνίως τη μεγαλοπρέπεια Του μαζί με ολόκληρη τη δημιουργία.
Εξυπακούεται ότι το τέλος του κόσμου, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, έστω με αυτή τη βίαιη μορφή που αναφέρεται στην Αγία Γραφή, δεν σημαίνει την τέλεια κατάρρευση και εκμηδένιση του, αλλά την εκ νέου αναδημιουργία του. Τη δημιουργία «καινού ουρανού και καινής γης» (Αποκ.21,1). Γι'αυτή τη θαυμαστή αναδημιουργία θα κάνουμε εκτενή λόγο στη συνέχεια της εργασίας μας.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ