Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ
(Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΤΙΜΑΤΑΙ στὶς 5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Ο.Ε.)


ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ, Ο ΡΟΥΜΑΝΟΣ (+ 1960)

Ἀντ. Μάρκου

Ὁ νεοφανής Ἅγιος τῆς Ὀρθοδοξίας Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης, ἦταν Ρουμανικῆς καταγωγῆς. Γεννήθηκε τήν 23η Ἰουλίου 1913 στήν περιφέρεια Χοροντίστεα τῆς Μολδαβίας, ἀπό γονεῖς πτωχούς, τόν Μάξιμο καί τήν Αἰκατερίνη Ἰακώβ. Κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάσθηκε Ἠλίας. Τό 1914 ὁ πατέρας σκοτώθηκε στόν πόλεμο καί λίγο ἀργότερα ἡ μητέρα του ὑπέκυψε σέ λοιμώδη ἀσθένεια. Ἔτσι ὁ Ἠλίας ἔμεινε ὀρφανός, ἀπό τήν νηπιακή ἤδη ἡλικία. Τόν μεγάλωσε ἡ εὐλαβέστατη γιαγιά του Μαρία, ἡ ὁποία εἶχε πόθο νά γίνει μοναχή. Ὅταν ὁ μικρός Ἠλίας πῆγε στό σχολεῖο, ἡ γιαγιά του τόν ἔβαζε νά τῆς διαβάζει διάφορα πνευματικά βιβλία, ὅπως τό ἁπλοϊκό λαϊκό ἀνάγνωσμα «Τά Πάθη τοῦ Κυρίου». Ὅταν ἡ γιαγιά ἄκουγε γιά τά Ἅγια Πάθη ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα. Τό κλάμα τῆς γιαγιᾶς σπάραζε τήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ καί κάποτε τήν ρώτησε γιατί κλαίει. «Ὅσο ζοῦσε ὁ πατέρας σου - τοῦ εἶπε – εἶχα δώσει ὐπόσχεση στόν Κύριο νά πάω σ’ ἕνα ἅγιο μοναστήρι, νά φροντίσω γιά τήν σωτηρία μου. Ἀλλά, ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς σου, ἦταν ἀνάγκη νά σέ ἀναθρέψω ἐγώ, ὁπότε δέν ἔχω πλέον ἐλπίδα νά μπῶ στήν μοναχική τάξη. ὅμως παρακαλῶ τόν Θεό νά ἐκπληρώσεις ἐσύ τόν ἱερό μου πόθο, γιά νά ἔχω κι ἐγώ μία παρηγοριά, διότι σέ φύλαξα σάν κειμήλιο»! (Ἀπό τό ποίημά του, «Τό δῶρο τῆς γιαγιᾶς»).

Ὅταν ἡ γιαγιά του κοιμήθηκε, ὁ μικρός Ἠλίας (ἡλικίας 11 ἐτῶν) ἔμεινε καί πάλι ὀρφανός καί ζήτησε καταφύγιο κοντά στόν θεῖο του Ἀλέξανδρο, ὁ ὁποῖος τόν μεγάλωσε μέν, ἀλλά ἐπειδή τόν ζήλευε δέν ἔκανε τίποτα γιά νά τόν βοηθήσει στή μελλοντική του ζωή. Ὁ νεαρός Ἠλίας ἦταν ἐξαιρετικά ἔξυπνος καί μετά τό Δημοτικό Σχολεῖο φοίτησε στό Γυμνάσιο τοῦ Κοτσμάνι στήν Μπουκοβίνα καί στό Κολλέγιο Καντεμίρ στό Κερναούτι. Ἐπειδή ἦταν ὀρφανός δέν πλήρωνε μέν δίδακτρα, ἀλλά ὁ θεῖος του δέν διέθεσε ποτέ λίγα χρήματα γιά τήν τροφή ἤ γιά τά βιβλία του καί ἔτσι ὁ νεαρός Ἠλίας διάβαζε ἀπό βιβλία πού τοῦ δάνειζαν οἱ καθηγητές του!

Μετά τήν ἀποφοίτησή του ἀπό τό Κολλέγιο, ὁ Ἠλίας πῆγε νά ἐξομολογηθεῖ σέ ἕναν ἀρχιμανδρίτη καί ἐκεῖνος τοῦ συνέστησε νά μονάσει στή Μονή Νεάμτς, τοῦ ἔδωσε μάλιστα μία συστατική ἐπιστολή γιά τόν Ἡγούμενο Ἐπίσκοπο Νικόδημο Μουντεάνου (ἔπειτα Μητροπ. Μολδαβίας καί Πατριάρχη Ρουμανίας).

Ὅμως στή μοναχική πολιτεία τόν κάλεσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός. Στή Ρουμανία ὑπάρχει τό ἔθιμο νά ἐπισκέπτονται οἱ πιστοί τό ἀπόγευμα τοῦ Πάσχα τά κοιμητήρια καί νά ἀνάβουν καντήλια καί κεριά στούς τάφους τῶν κεκοιμημένων Ὀρθοδόξων. «Ἐνῶ ὁ κόσμος χαίροταν – γράφει ὁ ἀρχιμ. Πετρώνιος – καί οἱ καμπάνες κτυποῦσαν χαρμόσυνα, ἕνα παιδί ἔκλαιγε μέ στεναγμούς καί ἔσκυψε νά ἀνάψει ἕνα κερί στόν φρέσκο τάφο, δίπλα στήν ξύλινη μικρή ἐκκλησία. Ἐκεῖ πού ἦταν ὁλοκληρωτικά κυριευμένο ἀπό τόν πόνο, ἀκούει μία φωνή νά τοῦ λέει: «Μήν κλαῖς παιδί μου καί μή στενοχωριέσαι, διότι νά, εἶμαι μαζί σου, Χριστός Ἀνέστη»! Φοβισμένο τό παιδί σηκώθηκε καί κοιτάζοντας γύρω του, ζητοῦσε νά μάθει ἀπό πού ἦρθε ἡ φωνή. Τότε στό Βῆμα τῆς ἐκκλησίας εἶδε τόν Ἀναστάντα Κύριο νά τοῦ χαμογελᾶ»! Ἡ ἐμφάνιση αὐτή τοῦ Κυρίου σημάδεψε τήν ζωή τοῦ μικροῦ Ἠλία. Ἄν καί ἦταν καλός στό σχολεῖο δέν ἀκολούθησε ἀνώτερες σπουδές, ἀλλά προτίμησε τήν μοναχική ἀφιέρωση.

Τό κύριο χαρακτηριστικό τῶν παιδικῶν του χρόνων ἦταν ἡ μεγάλη φτώχεια. Μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στήν πεῖνα καί τήν στέρηση. Πολλές φορές ἡ μοναδική του τροφή ἦταν τό τσάϊ καί μάλιστα χωρίς ζάχαρη! Μοναδική του παρηγοριά ἦταν ἡ Ἐκκλησία, ὁ ναός τοῦ χωριοῦ του καί τά πολλά καί ἀκμάζοντα μοναστήρια τῆς πατρίδας του. Ἔτσι γεννήθηκε στήν ψυχή του μεγάλη ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία Του καί πρός τόν μοναχικό βίο.

Τήν 15η Αὐγούστου 1933, σέ ἡλικία 20 ἐτῶν, ἐντάχθηκε στήν ἀδελφότητα τῆς μεγάλης καί ἱστορικῆς Μονῆς Νεάμτς τῆς Μολδαβίας, τῆς Μητροπόλεως τοῦ Ρουμανικοῦ Μοναχισμοῦ. Στό πνευματικό περιβάλλον τῆς Μονῆς (ἡ ὁποῖα λειτουργοῦσε σύμφωνα μέ τό Τυπικό τοῦ ἁγ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκι, τοῦ Πατέρα τῆς Σλαβωνικῆς Φιλοκαλίας), ὁ δόκιμος Ἠλίας καλλιέργησε τίς μοναχικές ἀρετές καί ἀγάπησε ἰδιαίτερα τήν μόνωση, στήν ὁποῖα ἄλλωστε τόν προσκαλοῦσε ὁ ἐξαιρετικός φυσικός περίγυρος τῆς Μονῆς, μέ τά ἀπέραντα δάση, τά τρεχούμενα νερά καί τά ἄγρια ζῶα. Στούς συμμοναστές του ἐκείνης τῆς περιόδου, «παρεμένουν ζωντανές στή μνήμη τους ἡ ἀδύνατη, σεμνή, ταπεινή καί φωτεινή μορφή τοῦ εἰκοσαετούς νέου» (ἀρχιμ. Πετρώνιος Προδρομίτης).

Παρά τό γεγονός, ὅτι δέν εἶχε λάβει κάποια ἰδιαίτερη παιδεία, ὁ Ἡγούμενος τῆς Μονῆς ἀρχιμ. Βαλέριος Μογκλάν, βλέποντας τήν ἀγάπη του πρός τά βιβλία, τοῦ ἀνέθεσε τό διακόνημα τοῦ Βιβλιοθηκάριου. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα μέσα σέ σύντομο διάστημα νά εἶναι σέ θέση νά προμηθεύει τούς ἀδελφούς μέ βιβλία ἀνάλογα τῶν προβλημάτων πού ἀντιμετώπιζαν, ἡ μελέτη τῶν ὁποίων (μαζί μέ τήν καθημερινή συμμετοχή στίς ἀκολουθίες, τήν συχνή ἐξομολόγηση καί τήν κοινωνία τῶν Ἀχράντων μυστηρίων τήν ὁποία συνιστοῦσε), τούς ὁδηγοῦσε σέ πνευματική ἄνοδο καί προκοπή.

Τήν 8η Ἀπριλίου 1936 δέχθηκε τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα μέ τό ὄνομα Ἰωάννης. Αὐτό εἶχε σάν συνέπεια τήν αὔξηση τοῦ πνευματικοῦ του ζήλου καί τῶν ἀγώνων του.

Κατά τήν περίοδο ἐκείνη τήν Ρουμανία συγκλόνιζε ὁ διωγμός κατά τῶν ἀκολουθούντων τό παλαιό ἡμερολόγιο Ρουμάνων Ὀρθοδόξων, ἀπό τόν Πατριάρχη Ρουμανίας Μύρωνα (Κριστέα, πρ. Οὐνίτη, 1925 – 1939). Ὁ διωγμός αὐτός ἦταν ἐξαιρετικά βίαιος καί αἱματηρός. Ὁ Πατριάρχης Μύρων, ἐκμεταλευόμενος τήν ἰδιότητά του ὡς Ἀντιβασιλέως τῆς Ρουμανίας, προχώρησε μέ τήν βοήθεια τοῦ στρατοῦ στήν κατεδάφιση ὅλων τῶν ναῶν καί μονῶν τῶν Παλαιοημερολογιτῶν καί στή φυλάκιση τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν πού δέν τόν ἀναγνώριζαν. Οἱ μοναχοί καί οἱ μοναχές φυλακίστηκαν σέ δύο μονές, ὅπου τούς μεταχειρίστηκαν μέ ἀνήκουστη βαρβαρότητα. Ὁ Ἱερομόναχος Παμβώ (ἱδρυτής τῆς Μονῆς Ντόμπρου, ἡ ὁποία κατεδαφίστηκε τρεῖς φορές!), βρῆκε μαρτυρικό θάνατο. Κατά τήν διάλυση τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος Κούκουβα, πέντε λαϊκοί ρίχτηκαν στό πηγάδι τῆς Μονῆς καί πνίγηκαν! (Ἐπισκόπου Κυπριανοῦ, «Ἡ Μαρτυρική Ἐκκλησία τῶν Γ.Ο.Χ. Ρουμανίας», 1981).

Ἡ Ὀρθόδοξη συνείδηση τοῦ Μοναχοῦ Ἰωάννη δέν τοῦ ἐπέπρεπε πλέον νά μένει στό ἐκκλησιαστικό κλῖμα τοῦ Πατριαρχείου Ρουμανίας. Ἔτσι τό ἴδιο ἔτος 1936, μέ πρόσχημα τό προσκύνημα, μαζί μέ ἄλλους δύο μοναχούς, τόν Δαμασκηνό καί τόν Κλαύδιο, ξεκίνησε γιά στούς Ἁγίους Τόπους, μέ ἀπώτερο σκοπό νά ἐγκαταβιώσει ἐκεῖ. Πράγματι ὁ μ. Ἰωάννης ἔμεινε γιά πάντα στήν Ἁγία Γῆ, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μοναχοί ἐπέστρεψαν στή Ρουμανία μετά ἀπό ὀκτώ μῆνες.

Ἀρχικά, ἔζησε στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Σάββα (ἐκεῖ ἡ παρουσία Ρουμάνων μοναχῶν ἀνάγεται στόν 16ο αἰ.), ὅπου ὑπηρέτησε ὡς βιβλιοθηκάριος γιά ἑπτά χρόνια. Τό 1947 δέχθηκε τήν Ἱερωσύνη καί διορίσθηκε Ἡγούμενος τῆς Ρουμανικῆς Σκήτης τοῦ Τιμίου Προδρόμου στόν Ἰορδάνη.

Ἡ παραμονή τοῦ Ἱερομ. Ἰωάννη στά Ἱεροσόλυμα τόν βοήθησε νά τοποθετηθεῖ ὀρθά ἀπέναντι στό θέμα τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας - Ἐκκλησιολογίας. Σύμφωνα μέ μαρτυρία στόν γράφοντα συνασκητοῦ του στήν ἔρημο τοῦ Χοζεβᾶ, τοῦ λογίου Μοναχοῦ Παύλου τοῦ Κυπρίου, ὁ π. Ἰωάννης (ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁ π. Παῦλος), πῆγε στά Ἱεροσόλυμα ἐπειδή τό ἐκεῖ Πατριαρχεῖο τηροῦσε τό παλαιό ἡμερολόγιο. Ὅμως ὁ συγχρωτισμός τῶν Ἱεροσολυμιτῶν μέ τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς καί ἡ κοινωνία τούς μέ τούς Νεοημερολογίτες, δέν ἀνέπαυαν τήν συνείδησή τους. «Εὐτυχῶς πού ἦρθε ὁ Πάπας στά Ἱεροσόλυμα - ἔλεγε ὁ π. Παῦλος – καί μᾶς ἄνοιξε τά μάτια καί εἴδαμε τήν ἐκκλησιαστική μας κατάσταση». Δηλαδή, ἐνῶ ὁ π. Ἰωάννης δέν ἦταν σέ κοινωνία γιά λόγους ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως μέ τόν νεοημ. Πατριάρχη Ρουμανίας Ἰουστινιανό (1948 – 1977), ὅπως προηγουμένως καί μέ τόν Πατριάρχη Νικόδημο (1939 – 1948), ἀνῆκε σέ ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία (Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων), ἡ ὁποία ἦταν σέ κοινωνία μαζί του.

Αὐτή ἀκριβῶς ἡ οὐνιτική κατάσταση ὑποχρέωσε τόν π. Ἰωάννη τό 1952, νά φύγει μαζί μέ τόν ὑποτακτικό του Μοναχό Ἰωαννίκιο στήν ἔρημο τῆς περιοχῆς Χοζεβᾶ καί νά ζήσει ἐρημητικά στό σπήλαιο ὅπου κατά τήν παράδοση προσευχήθηκε ἡ ἁγ. Ἄννα. (Ἀργότερα καί γιά τόν ἴδιο λόγο ὁ μοναχός Παῦλος ἦρθε στήν Ἑλλάδα καί ἐντάχθηκε στήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Κοιμήθηκε εἰρηνικά στήν Ἱ. Μ. Ευαγγελιστρίας Ἀθηκίων Κορινθίας). Ἀπό τότε καί μέχρι τήν μακαρία του κοίμηση δέν συλλειτούργησε ποτέ μέ Νεοημερολογίτες Κληρικούς, ἀλλά οὔτε καί μέ Παλαιοημερολογίτες πού κοινωνοῦσαν μέ Νεοημερολογίτες.

Ὅταν τό 2008 τέθηκε θέμα ἀπό Ὀρθοδόξους τοῦ ἐξωτερικοῦ, σχετικά μέ τήν ὁμολογία τοῦ Ἱερομ. Ἰωάννη, ὁ Σεβ. Μητροπ. Μεσογαίας κ. Κήρυκος (τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), ἔδωσε τήν ἐξῆς ἀπάντηση:

«Τήν ἴδια ἐρώτηση διετύπωσα κι ἐγώ πρός εἰκοσαετίας, ὅταν ὁ ὑποτακτικός τοῦ π. Ἰωάννου Μοναχός Ἰωαννίκιος, μέ κάλεσε νά μεταβῶ στά Ἱεροσόλυμα, νά ἐκδώσουμε τόν βίο τοῦ Ἁγίου. Ἐγώ ἀπόρησα καί εἶπα, πώς θά συμβάλω στήν ἔκδοση τοῦ βίου ἑνός «ἁγίου» ὁ ὁποῖος ἀνῆκε στήν δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἐνῶ αὐτό εὑρίσκετο σέ κοινωνία μετά τῶν Νεοημερολογιτῶν – Οἰκουμενιστῶν. Καί μοῦ ἐξήγησε ὁ π. Ἰωαννίκιος, ὅτι ὁ Γέροντάς του, τοῦ ὁποίου τό Λείψανο σώζεται ἀδιάφθορο, εἶχε τήν Ὁμολογία τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου καί ποτέ δέν συλλειτούργησε μέ Νεοημερολογίτες, οὔτε καί μέ Παλαιοημερολογίτες πού ἐπικοινωνοῦσαν μετά Νεοημερολογιτῶν.

Τώρα πού ἑνωθήκαμε μέ τούς Ρουμάνους (ἐνν. τούς Σεβ. Ἐπισκόπους Κασσιανό καί Γερόντιο τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας), πληροφορηθήκαμε ὅτι ὁ π. Ἰωάννης εἶχε ἐπικοινωνία μαζί τους καί τούς συνιστοῦσε πάντα νά ἔλθουν στήν Ἑλλάδα, νά συναντήσουν τούς Ἐπισκόπους πού χειροτονήθηκαν ἀπό τόν Βρεσθένης Ματθαῖο καί ἐκεῖθεν νά λάβουν τήν Ἀποστολική Διαδοχή, καθ’ ὅσον τότε δέν εἶχαν Ἐπισκόπους. Ἐπίσης καί σέ ἄλλους πού τόν ρωτοῦσαν ἔλεγε: «Νά πᾶτε στούς Ἐπισκόπους τούς ὁποίους χειροτόνησε ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος, εἶναι οἱ μόνοι Ὀρθόδοξοι». (Περιοδικό «Γνώσεσθε τήν Ἀλήθειαν», φ. 55, Νοεμβρίου 2009, σελ. 172 – 173).

Ἀγωνιζόμενος στήν ἔρημο ὁ ὅσ. Ἰωάννης, ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως καί τῆς παραμυθίας τῶν θλιβομένων ψυχῶν. Φύση εὐαίσθητη, ἐξωτερίκευε τά συναισθήματα τοῦ ψυχικοῦ του κόσμου γράφοντας ποιήματα, σέ κάποια ἀπό τά ὁποῖα περιέγραφε καί τήν δύσκολη ζωή του (μετά τόν θάνατό του τά ἐξέδωσε ὁ ὑποτακτικός του μ. Ἰωαννίκιος, τό 1968 καί τό 1970) καί οἱ ἐκδόσεις "Ὀρθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκης.

Ὁ ὅσ. Ἰωάννης κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 5η Αὐγούστου 1960, σέ ἡλικία μόλις 47 ἐτῶν. Ἐνταφιάστηκε στό σπήλαιο τῆς ἀσκήσεώς του. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ μ. Παύλου τοῦ Κυπρίου καί ἄλλων ἐρημιτῶν, πρίν τήν ταφή του δεκάδες πουλιά ἦρθαν καί κάθησαν στό λείψανό του, σάν νά τόν ἀποχαιρετοῦσαν!

Τήν 8η Αὐγούστου 1980, μετά ἀπό ἐμφανίσεις του (σέ μία ἀπό αὐτές, σέ μία γυναῖκα στήν Αὐστραλία, ζήτησε τήν ἀγορά λάρνακας γιά λείψανο!), τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο ἀπό τόν τότε Ἡγούμενο τῆς Μονῆς Χοζεβᾶ ἀρχιμ. Ἀμφιλόχιο. Σήμερα φυλάσσεται στή Μονή Χοζεβᾶ, σέ ἄριστη κατάσταση, μέ ἀπολύτως φυσικό χρῶμα, τά μαλλιά καί τά γένια καί γενικά μία πολύ εὐχάριστη ὄψη.

Τό 1984 κυκλοφόρησε ἀπό τίς ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» τῆς Θεσσαλονίκης.


«Ὁ Βίος καί τά ποιήματα τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου, 1913 – 1960», σέ μετάφραση ἀδελφῶν τῆς Μονῆς ὁσ. Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους. Στή ἔκδοση αὐτή δέν γίνεται κανένας λόγος γιά τήν ὁμολογία τοῦ μακαρίου Ἰωάννη. Ἔτσι τό 1987 ὁ ὑποτακτικός του Μοναχός Ἰωαννίκιος, ἀναγκάστηκε νά ἐκδόσει τόν πλήρη Βίο του (μ. Ἰωαννικίου, "Βίος τοῦ π. Ἰωάννου, συγχρόνου ἀσκητοῦ ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους", 1987). Τό 1992 τό Πατριαρχεῖο Ρουμανίας, γιά λόγους σκοπιμότητος, διακήρυξε τήν ἁγιότητά του, παρά τό γεγονός ὅτι ὁ μακάριος ἐρημίτης τοῦ Χοζεβᾶ δέν ἦταν σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί του.

Ἡ μνήμη τοῦ ἁγ.Ἰωάννου τιμᾶται τήν 5η Αὐγούστου.

Ἅγιε τοῦ Θεοῦ ΙΩΑΝΝΗ πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν