Ἐπιτρέπεται οἱ Λαϊκοὶ νὰ ἀναμειγνύονται
στὰ θέματα τῆς Πίστεως;
Εἰσαγωγὴ
Μποροῦν οἱ λαΐκοί, τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ποὺ δὲν ἔχουν τὴν Ἱερωσύνη, νὰ ἀσχολοῦνται μὲ θέματα Πίστεως; Δύνανται οἱ λαΐκοί, παρ' ὅλο ποὺ δὲν ἔχουν κανένα ἀξίωμα μυστηριακῆς διακονίας στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἐλέγξουν Ἐπισκόπους, ὅταν ἐκεῖνοι παρεκτρέπονται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια; Εἶναι δικαιολογημένοι ὅσοι πίσω ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς καὶ τοὺς Πνευματικοὺς τοὺς Πατέρες τηροῦν στάση ἀδιαφορίας, ὅταν παραχαράσσονται τὸ κήρυγμα καὶ ἡ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ παρομοίως καὶ οἱ Προεστώτες καὶ Πνευματικοὶ τοὺς Πατέρες, «ἀφοῦ ἔπαθαν κάτι ἀνθρώπινο» δὲν μαρτυροῦν καὶ δὲν ὀμολογοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας;
1) Ἡ Θεολογία μᾶς εἶναι ἀπαραίτητη γιὰ νὰ προχωρήσουμε στὴν ορθοπραξία
Ό,τί εἶναι ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία μᾶς, ἔχει παραδοθεῖ στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τοὺς θεωμένους διδασκάλους Τῆς, δηλαδὴ τοὺς ἁγίους Προφῆτες, Πατριάρχες, Ἀποστόλους καὶ Πατέρες καὶ εὑρίσκεται στὴν Ἁγία Γραφὴ, στὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων περὶ τῶν δογμάτων («Ὅροι») καὶ περὶ τοῦ βίου («ἱεροὶ Κανόνες»), καὶ στὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὥστε νὰ εἶναι εὔληπτο καὶ κατανοητὸ ἀπὸ τὸν ἁπλὸ πιστό, μὲ σκοπὸ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία νὰ περάσει στὴν ορθοπραξία, ἀποφεύγοντας τὸ σκόπελο τῶν αἱρέσεων. Οἱ αἱρέσεις μέσω τῆς ἀλλοιωμένης πίστεως (αἱρετικῆς πλάνης) καταστρέφουν τὴν ἱεροπραξία καὶ ἀπομακρύνουν«ὀντολογικὸς» ἀπὸ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἀποκόπτονται ἀπὸ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας περὶ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὴ Θεία Εὐχαριστία.
Σύμφωνα μὲ μία ἀπὸ τὶς «ἀρχὲς» τῆς ὀρθῆς θεολογίας, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία δὲν εἶναι φιλοσοφικὸ σύστημα, εἶναι προσπάθεια γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ θείωση. Στὶς θεολογικὲς διαμάχες αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει τοὺς Πατέρες δὲν εἶναι ἡ νίκη ἐπὶ τοῦ ἀντιπάλου, ἀλλὰ τὸ νὰ μὴ θιγεῖ ἡ δυνατότητα τῆς θεώσεως καὶ τῆς σωτηρίας1.
Τὰ δογματικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Πατέρων σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπευθύνονται σὲ λαϊκούς, στοὺς ἁπλοὺς πιστούς, μὲ σκοπὸ νὰ τοὺς μυήσουν βαθύτερα στὴν πίστη καὶ πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τοὺς προφυλάξουν ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. Αὐτὸ δὲν τὸ ὑπενθυμίζει σχεδὸν κανεὶς σήμερα, διότι τὸ θεολογικὸ – δογματικὸ κήρυγμα ἔχει ἐν πολλοῖς ἐκλείψει.
(Γιὰ τὶς συνέπειες τῆς αἱρέσεως στὴ πνευματικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων θὰ γράψουμε ξεχωριστὰ σὲ ἄλλη ἑνότητα).
2)Τὸ «ἀσφαλῶς θεολογικὴν» δὲν εἶναι μὲν γιὰ ὅλους, ἀλλὰ τὸ «φιλοσόφως θεολογεῖν»καὶ τὸ «ομολογεὶν» τὴν ἀποδεδειγμένη Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γιὰ
ὅλους τοὺς εὐλαβεῖς.
α. Ἡ Θεολογία
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεωροῦν τὴ Θεολογία ὡς κάτι πολὺ βαθὺ καὶ συνάμα ὑψηλὸ καὶ τονίζουν ὅτι ἡ ἐνασχόληση μὲ αὐτὴν ἁρμόζει μόνον σὲ ὅσους ἔχουν προοδεύσει στὴν κατὰ Θεὸν ζωή, καὶ εὑρίσκονται σὲ κατάσταση τοὐλάχιστον «καθάρσεως» ἀπὸ τὰ πάθη, ἂν ὄχι στὰ ἀνώτερα στάδια τοῦ «φωτισμοῦ» καὶ τῆς «θεώσεως», καθὼς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «Δὲν εἶναι γιὰ τὸν καθένα, ἀγαπητοί, τὸ νὰ φιλοσοφῆ περὶ Θεοῦ, δὲν εἶναι γιὰ τὸν καθένα· δὲν εἶναι τὸ πράγμα αὐτὸ τόσο φθηνὸ καὶ ὅσων πορεύονται στὰ χαμηλὰ» ἀλλὰ εἶναι γιὰ ὅσους «ἔχουν ἐξετασθῆ καὶ περάσει στὴ θεωρία [δηλ. στὴ θέα τοῦ Θεοῦ] καὶ εἶναι κεκαθαρμένοι στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἢ τοὐλάχιστον καθαίρονται» 2.
Ἡ ἐνασχόληση κατ' ἐξοχὴν τῶν Ἐπισκόπων καὶ λοιπῶν Κληρικῶν μὲ τὴ Θεολογία, νοεῖται ὑπὸ τὴν ἔννοια, ὅτι οἱ Κληρικοὶ πληροῦν περισσότερο τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ φθάσουν στὸ στάδιο τοῦ φωτισμοῦ καὶ τῆς θεώσεως, ἐπειδὴ εἶναι ἐπίλεκτοι, χάρις στὴν καθαρὴ τοὺς ζωή. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες καθορίζουν τὴν εὐθύνη πρωτίστως τῶν Ἀρχιερέων γιὰ τὴν ἐνασχόληση μὲ τὰ δόγματα.
Ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει, ὅτι οἱ Κληρικοὶ ἀποτελοῦν χωριστὸ σῶμα ἐκτὸς τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, στὴν Ὁποία ἑνώνονται οργανικὼς μὲ ὅλους τοὺς πιστούς. Διὰ τοῦτο καὶ ἔχει ἐπισημανθεῖ, ότι «οἱ συνήθως λοιπὸν φερόμενοι ὅροι «ἐπίσημος Ἐκκλησία», «διοικοῦσα Ἐκκλησία», «διδάσκουσα Ἐκκλησία», χρησιμοποιοῦνται κατὰ συνθήκη καὶ καταχρηστικώς, ἐνῶ ἀπὸ δογματικὴ ἄποψη μὲ βάση τὴν ἀκρίβεια παρουσιάζονται ὡς ἀδόκιμοι»3.
Ἐνῶ, λοιπόν, ἡ κατ' ἐξοχὴν Θεολογία ἀνήκει σὲ ὅσους ἑνώθηκαν μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς θεώσεως καὶ τῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἀκτίστου φωτός, ὡστόσο, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων «ημπορούμε καὶ οἱ ἄλλοι νὰ θεολογούμε, ἀλλὰ σὲ ἄλλα, κατώτερα στάδια, κυρίως ὅμως μὲ τὸ νὰ ἀκολουθοῦμε τοὺς ἀληθεῖς θεολόγους»4. Ἀσφαλής ὁδὸς εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη σὲ ὅσα μᾶς ἀπεκάλυψε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διὰ τῶν Ἁγίων. Γράφει διὰ τοῦτο ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅτι μποροῦν νὰ θεολογοὺν καὶ αὐτοὶ ποὺ δὲν εἶναι ἅγιοι, καὶ μάλιστα μποροῦν νὰ θεολογοὺν μὲ βεβαιότητα, «ὄχι ἀκολουθώντας στοχασμούς, ἀλλὰ θεόλεκτα λόγια [δηλ. τὰ λόγια ποὺ ἐλέχθησαν ἀπὸ τὸ Θεὸ]5 ».
Λοιπόν, βάσει τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Παλαμᾶ καὶ τῶν προγενεστέρων Ἁγίων, τῶν ὁποίων τὴ διδασκαλία αὐτὸς συνοψίζει, ὑπάρχουν τρία εἴδη θεολογίας:
(α) ἡ ἀσφαλὴς καὶ μυστικὴ θεολογία ὅσων ἔφθασαν σὲ θεοπτία (θέα Θεοῦ) οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεόν,
(β) ἡ φιλόσοφος θεολογία, ὅσων δὲν ἔχουν μὲν προσωπικὴ ἐμπειρία θεοπτίας, ἀλλὰ μὲ ταπείνωση δέχονται τὶς ἐμπειρίες καὶ θεοπτίες τῶν θεοπτὼν καὶ θεολογοὺν σύμφωνα μὲ αὐτὲς καὶ
(γ) ἡ καινὴ (καινούργια-καινοτόμος) θεολογία τῶν θρασέων θεολόγων,ὅσων θεολογοὺν διαλεκτικὼς μὲ βάση τὶς δικὲς τοὺς φιλοσοφικὲς ἀρχὲς καὶ ἀπορρίπτουν τὶς ἐμπειρίες τῶν Ἁγίων6.
Ἡ μέση ὁδός, τῆς φιλοσόφου θεολογίας, βάσει τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας μᾶς, βασίζεται στὸν «ἀποδεικτικὸ συλλογισμὸ». Ἐπειδὴ διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων (Προφητῶν, Ἀποστόλων, Ὁμολογητῶν, Ἱεραρχῶν κ.λπ.) ἔχουμε διδαχθῆ ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὶς δογματικὲς ἀλήθειες, διὰ τοῦτο εἴμαστε βέβαιοι μὲ ἀποδείξεις γιὰ τὸ τὶ πιστεύει ἡ Ἐκκλησία καὶ δὲν περιπίπτουμε σὲ «διαλεκτικὸ συλλογισμὸ» ἡ ἀγνωστικισμὸ (ὅτι δηλ. μποροῦμε δῆθεν νὰ συλλογιζόμαστε διαλεκτικὰ γιὰ τὰ θεία πράγματα, ἢ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ προσκομίσουμε βέβαιες θέσεις καὶ ἀποδείξεις γι' αὐτὰ). Τοῦτο ἦταν καὶ ἕνα βασικὸ σημεῖο τῆς ἀντιπαραθέσεως τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρὸς τὸν φιλοσοφοῦντα ψευδὸ-μοναχό, ἀνθρωπιστὴ καὶ ἀγνωστικιστὴ Βαρλαὰμ τὸν Καλαβρό.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπεστήριξε ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐφαρμόσουμε στὴ θεολογία τὸν διαλεκτικὸ συλλογισμό, ὁ ὁποῖος πραγματεύεται σχετικὼς μὲ τὸ «νομιζόμενο καὶ πιθανὸ καὶ ποὺ ἐκ φύσεως ἄλλοτε εἶναι ἀλλιῶς καὶ ἄλλοτε ἀλλιῶς, καὶ ἄλλοτε ὑπάρχει, ἀλλὰ ἄλλοτε δὲν ὑπάρχει, καὶ κάποτε εἶναι ἀληθές, καὶ κάποτε δὲν εἶναι». Αὐτὸ ἔπρατταν οἱ Ἕλληνες φιλόσοφοι στοὺς ὁποίους ἡ θεολογία κατήντησε πιθανολογία. Ἀντιθέτως, ὁ ἀποδεικτικὸς συλλογισμός, ὁ ὁποῖος πραγματεύεται «γιὰ τὸ ἀναγκαῖο, καὶ ἐκεῖνο ποὺ πάντοτε ὑπάρχει καὶ πάντα εἶναι ἀληθινὸ καὶ πάντοτε εἶναι τὸ ἴδιο», εἶναι ἀπαραίτητος στὰ θεολογικὰ προβλήματα, ἀλλὰ καὶ ἀποτελεσματικός, διότι ὑπάρχουν πλευρὲς τοῦ θεολογικοῦ προβλήματος ποὺ ἐπιδέχονται ἀπόδειξη. Ἡ ἀπόδειξη στηρίζεται ἀφ' ἑνὸς στὶς ἀποκαλυμμένες ἀπὸ τὸν Θεὸ «ἀυτόπιστες ἀρχὲς», ἀφ' ἑτέρου στὶς «κοινὲς ἔννοιες» καὶ τὰ «ἀξιώματα»7.
Συνεπῶς, ὡς Ὀρθόδοξοι μποροῦμε πάντοτε νὰ προσάγουμε «ἀποδείξεις» γιὰ τὴν καθολικὴ ἀλήθεια περὶ Θεοῦ, ἀνθρώπου καὶ κόσμου, ἂν ὄχι βάσει τῆς (ἴσως ἀνύπαρκτης) προσωπικῆς μᾶς μεθέξεως στὸν Θεόν, ἀλλὰ βάσει (α) τηςθεολογικὴς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων μᾶς, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν σὲ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸν καὶ (β) τῆς κοινῆς λογικῆς, ἡ ὁποία ἐφαρμόζει τὶς διδασκαλίες αὐτὲς στὰ νέα προβλήματα ποὺ ἀνακύπτουν.
β. Ἡ ὁμολογία
Ὅπως θὰ δοῦμε καὶ παρακάτω σὲ ἱστορικὰ συμβάντα, ὅταν κινδυνεύει ἡ Πίστη, τότε ἡ ὑπεράσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ «ὁμολογία» τῆς ἀληθείας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς, δὲν εἶναι θέμα φιλοσοφήσεως ἢ συζητήσεως, κατὰ τὸν «διαλεκτικὸ συλλογισμὸ» ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ εἶναι θέμα ἐμμονῆς στὴ θεολογία ποὺ ἔχει ἀπ' ἀρχῆς παραδοθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στοὺς πιστούς, ὡς θεολογία ἀλάθητη. Στὴν ἐμμονὴ αὐτή, τὴν ὁμολογία, δὲν ὑπάρχουν διαβαθμίσεις προϊσταμένων καὶ ὑφισταμένων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἶναι κατηγορηματικὸς: «Εἶναι ἐντολὴ Κυρίου νὰ μὴ σιωπᾶ κάποιος σὲ περίσταση ποὺ κινδυνεύει ἡ Πίστη. Διότι λέγει «Λάλει καὶ μὴ σιωπήσης» [Πράξ. 18, 9]. Καί «Ἐὰν ὑποχωρήση δὲν εὐδοκεῖ ἡ ψυχὴ μοῦ σ' αὐτὸν» [Ἐβρ. 10,38]. Kαί «Ἄν αὐτοὶ σιωπήσουν, οἱ λίθοι θὰ κράξουν» [Λουκ. 19, 40]. Ὥστε ὅταν πρόκειται περὶ πίστεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πῆ κανεὶς «Ἐγὼ ποιὸς εἶμαι; » 8.
Καί ἀλλοῦ γράφει: «Kατά τὸν καιρὸ τοῦτο ποὺ διώκεται ὁ Χριστὸς μέσω τῆς Εἰκόνος τοῦ, ὀφείλει κάποιος νὰ ἀγωνίζεται, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ὑπέρτερος στὸ ἀξίωμα καὶ τὴ γνώση, ὁμιλώντας καὶ διδάσκοντας τὸν λόγον τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμη εὑρίσκεται σὲ θέση μαθητοῦ, ἔχει χρέος νὰ φανερώνει μὲ θάρρος τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ὁμιλῆ μὲ ἐλευθερία. Δὲν εἶναι λόγος ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ τοῦ θείου Χρυσοστόμου μαζὶ μὲ ἄλλους Πατέρας»9.
Ἅς ἰδοῦμε, λοιπὸν μόνον μερικὰ ἀπὸ τὰ πολλὰ ἱστορικὰ συμβάντα γιὰ τὴν προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ λαϊκούς.
3) Ἱστορικὲς μαρτυρίες γιὰ τὴν ἐνασχόληση τοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ θέματα Πίστεως
α. Ὁ Ἐυσέβιος, ποὺ μεταγενεστέρως έγινεν Ἐπίσκοπος τοῦ Δορυλαίου
Ἕνας ἐκ τῶν πρώτων ποὺ ἀντέδρασαν κατὰ τοῦ αἱρετικοῦ Πατριάρχου Νεστορίου, ὁ λαΐκὸς ἄνθρωπος Ἐυσέβιος, μετέπειτα ἐπίσκοπος Δορυλαίου, δικαιώθηκε τελικὼς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν καταδίκην τοῦ Νεστορίου. Ὁ Ἐυσέβιος (ὄντας λαϊκὸς) ἐίχεν ἀντιδράσει ἀμέσως (τὸ 429), ἀντικρούοντας τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Κύριλλο,«Ἐπειδὴ αὐτὸς [ὁ Νεστόριος] στὴ μέση τῆς Ἐκκλησίας παρουσίαζε καινούργιες καὶ βέβηλες διδασκαλίες, κάποιος ἄνδρας ἀπὸ τοὺς πολὺ ἐπιεικεῖς, καὶ ὄντας ἀκόμη μεταξὺ τῶν λαϊκῶν, ἀλλὰ ἔχοντας συγκεντρώσει μέσα τοῦ θαυμαστὴ παιδεία, κινημένος ἀπὸ θερμὸ καὶ φιλόθεο ζῆλο, φωνάζοντας ἐντόνως ἐίπεν, ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ προαιώνιος Λόγος ὑπέμεινε καὶ δεύτερη γέννηση, δηλαδή, κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, καὶ ἀπὸ γυναίκα· καὶ ἐνῶ στὰ πλήθη γινόταν θόρυβος γι'γι' ΄αὐτὰ καὶ οἱ μὲν περισσότεροι καὶ συνετοὶ τὸν ἐτιμούσαν μὲ μεγάλους ἐπαίνους, ὡς εὐσεβὴ καὶ συνετώτατο καὶ γνώστην τῆς ὀρθότητος τῶν δογμάτων, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἦταν λυσσασμένοι ἐναντίον τοῦ, αὐτὸς [ὁ Νεστόριος] διακόπτει καὶ ἀμέσως ἀποδέχεται ἐκείνους τοὺς ὁποίους καὶ κατέστρεψε μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ, στρέφει δὲ τὴν γλώσσα τοῦ ἐναντίον ἐκείνου [τοῦ Ἐυσεβίου], που δὲν ἀνέχθηκε τὰ λόγια τοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μᾶς θεσμοθέτησαν τὸν εὐσεβὴ Ὅρο τῆς Πίστεως, τὴν ὁποίαν ἔχομεν ὡς ἄγκυρα τῆς ψυχῆς ἀσφαλὴ καὶ βεβαία, καθὼς ἔχει γραφὴ [ Ἐβρ. 6, 19]»10.
Ἀμέσως μετὰ ὁ Ἐυσέβιος τοιχοκόλλησε στὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ διέδωσε δημόσιο γραπτὸ λίβελλο – ἔλεγχο τῆς αἱρέσεως τοῦ Πατριάρχη μὲ τὴν παρακίνηση:«Ὁρκίζω στὴν Ἁγίαν Τριάδα αὐτὸν ποὺ λαμβάνει αὐτὸ τὸ χαρτί, νὰ τὸ παρουσιάση σὲ ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους, διακόνους, ἀναγνῶστες, λαϊκοὺς ποὺ κατοικοῦν τὴν Κωνσταντινούπολι, κι ἀκόμη νὰ τοὺς δώση καὶ ἀντίγραφο, πρὸς ἔλεγχο τοῦ αἱρετικοῦ Νεστορίου, ὅτι εἶναι ὁμόφρων τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως ποὺ ἀναθεματίσθηκε πρὶν ἀπὸ ἑκατὸν ἑξήκοντα ἔτη ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους Πατέρες Ἐπισκόπους. Καὶ αὐτὰ ποὺ λέχθηκαν καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἔχουν ὡς ἑξῆς…»11.
Ἀργότερα, ὁ ἴδιος αὐτὸς Ἐυσέβιος, ὡς Ἐπίσκοπος πλέον τοῦ Δορυλαίου, πρωτοστάτησε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Φλαβιανὸν Πατριάρχην ΚΠόλεως καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ αἱρεσιάρχη Εὐτυχοῦς, ὁ ὁποῖος πρῶτος εἰσήγαγε τὸν μονοφυσιτισμό, καὶ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιον Φλαβιανὸν ὑπέστη διωγμοὺς μετὰ τὴ μονοφυσιτικὴ καὶ ληστρικὴ σύνοδο τῆς Ἐφέσου (449 μ.Χ.). Γράφει σχετικὼς ὁ Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητὴς καὶ Χρονογράφος: «ὁ προαναφερθεὶς Ἐυσέβιος ὁ σχολαστικός, ποὺ πρῶτος ἀντιμετώπισε τὸν Νεστόριο, ἀφοῦ προήχθη στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Δορυλαίου, συζητώντας μὲ τὸν Εὐτυχὴ τὸν Ἀρχιμανδρίτη σχετικὼς μὲ τὴν πίστη, τὸν ἐυρήκε νὰ μὴ φρονῆ ὀρθῶς. Καὶ ἀφοῦ τὸν παρεκάλεσε πολὺ καὶ τὸν παρήνεσε, δὲν μπόρεσε νὰ τὸν ὠφελήση. Τότε ὁ Ἐυσέβιος ἀνέφερε τὰ σχετικὰ μὲ αὐτὸν στὸν Ἐπίσκοπο Φλαβιανὸ» 12 κ.λπ.
β.Λαϊκοὶ ποὺ ὀμολόγησαν καὶ ἐδιώχθησαν ἀπὸ τὸν αἱρεσιάρχη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο.
Ἀπὸ ἐπιστολὴ τοῦ Πάπα Ρώμης Κελεστίνου πρὸς τὸν Νεστόριο πληροφορούμαστε, ὅτι πολλοὶ Κωνσταντινουπολίτες, οἱ ὁποῖοι -ὅπως εἴπαμε-ἀντέδρασαν στὴν αἵρεση τοῦ Πατριάρχη τοὺς Νεστορίου, ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ ἀκοινωνησία ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ Πατριάρχη. Γράφει ὁ Πάπας πρὸς τὸν αἱρεσιάρχη Πατριάρχη Νεστόριο: «Ἀκούω, ὅτι οἱ κληρικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ φρονοῦν ὅπως ἡ Καθολικὴ [Ὀρθόδοξος] Ἐκκλησία, μὲ τοὺς ὁποίους ἐμεῖς κοινωνοῦμε, ὑπομένουν βία μεγίστη, τόσον ὥστε νὰ λέγεται ὅτι ἔχουν ἀποκλεισθῆ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλη. Χαίρομεν, διότι ἐκέρδισαν τὸ ἔπαθλο τῆς ὁμολογίας, ἀλλὰ λυπούμεθα ποὺ ὁ διώκτης εἶναι Ἐπίσκοπος. Ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος ἀπὸ διώκτης μετηλλάγη σὲ κήρυκα· τώρα εἶναι μέγιστο ἀσέβημα ἀπὸ κήρυκα νὰ μεταλλαγὴ κανεὶς σὲ διώκτη»13.
Μετὰ ἀπὸ τοπικὴ Σύνοδο τῆς Ἀλεξανδρείας ὅπου καταδικάστηκε ἡ καινοφανὴς διδασκαλία τοῦ Νεστορίου ὡς αἵρεση (430 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔγραψε γράμμα στοὺς ἁπλοὺς πιστοὺς τῆς ΚΠόλεως, ἐνθαρρύνοντὰς τοὺς νὰ ἀπόσχουν ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Νεστόριο, ἂν αὐτὸς δὲν μετανοήσει· ἐκείνους ποὺ αὐτὸς (ὁ Νεστόριος) εἶχε ἀποκόψει ἀπὸ τὴν κοινωνία μαζὶ τοῦ, ὁ Ἅγιος Κύριλλος τοὺς θεωροῦσε ὡς κανονικὼς εὑρισκομένους σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ἐκκλησία. Γράφει ὁ Ἅγιος σὲ ἐπιστολὴ τοῦ στοὺς Κωνσταντινουπολίτες «διατηρῆστε τοὺς ἑαυτοὺς σᾶς ἀσπίλους καὶ ἀμώμους, μήτε κοινωνώντας μὲ τὸν προαναφερόμενο, μήτε προσέχοντὰς τὸν ὡς διδάσκαλον, ἂν παραμείνη λύκος ἀντὶ ποιμένος καὶ προτιμήση καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν μᾶς τὴν ὑπόμνησι νὰ φρονῆ τὰ διεστραμμένα.Ἐμεῖς δὲ κοινωνοῦμε μὲ τοὺς κληρικοὺς ἢ λαϊκοὺς οἱ ὁποῖοι χάριν τῆς ὀρθῆς Πίστεως χωρίσθηκαν ἢ καθαιρέθηκαν ἀπὸ αὐτόν, καὶ δὲν ἐπικυρώνουμε τὴν ἄδικη ψῆφο ἐκείνου, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπαινοῦμε τοὺς πάσχοντας, λέγοντας πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖνο «ἐὰν ὀνειδίζεσθε ἐν Κυρίω, εἶσθε μακάριοι, διότι τὸ Πνεῦμα τῆς δυνάμεως καὶ τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀναπαυθῆ πάνω σᾶς» [Ασᾶς ΄Πέτρου 4, 14]»14.
γ. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὧν ἀκόμη ἀξιωματοῦχος στὸ Χαλιφάτο τῆς Δαμασκοῦ, καὶ ἐνῶ εἶχε ἐκσπάσει ἡ εἰκονομαχία στὴν ΚΠολη, ἔγραψε περὶ τὸ 730 μ.Χ. λόγους κατὰ τῆς Εἰκονομαχίας, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν πολλὴ ζημία στὴν αἵρεση.Καθὼς λέγει ὁ Βίος τοῦ, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἐπλήσθη μὲ ζῆλο, ὡς ὁ Προφήτης Ἠλίας, «στοὺς Ὀρθοδόξους ἐκείνους ποὺ τὸν ἐγνώριζαν ἀποστέλλει λόγους σὲ μορφὴ ἐπιστολῶν υπέρτης προσκυνήσεως τῶν σεβασμίων Εἰκόνων, ἀποδεικνύοντας στὸ ἔπακρο, μὲ πολλὴ σοφία, ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη ἡ προσκύνηση τῶν θείων ἐκτυπωμάτων [Εἰκόνων]. Καὶ παρήγγειλε σὲ ἐκείνους νὰ λέγουν τὰ παρόμοια καὶ πρὸς ἄλλους καὶ νὰ δείχνουν τὶς ἐπιστολὲς τοῦ. Καὶ μὲ ὅλους τοὺς τρόπους ἔσπευδε ὁ νέος ἀθλητὴς τῆς ἀληθείας, σὰν μέσω κάποιου κύκλου, νὰ κυκλοφοροῦν οἱ ἐπιστολὲς τοῦ ἀπὸ χέρι σὲ χέρι στοὺς πιστούς, καὶ νὰ δυναμώνη ἡ Ὀρθοδοξία». Ἔτσι ἐξυφάνθηκε ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ Αὐτοκράτορα τῆς ΚΠόλεως Λέοντα 'γ συκοφαντία κατὰ τοῦ Ἁγίου Ιωάνου μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἰωάννης νὰ τιμωρηθῆ ἀδίκως ἀπὸ τὸν Χαλίφη, ὡς ἐπίδοξος στασιαστὴς καὶ ἐπίβουλος τῆς ἀραβικῆς κυριαρχίας καὶ νὰ τοῦ ἀποκοπὴ ἡ δεξιὰ χεῖρα. Μετὰ τὴ θαυματουργὸ θεραπεία τοῦ ἀπὸ τὴν ἱερὰ Εἰκόνα τῆς Παναγίας ὁ Ἅγιος ἐγκατέλειψε τὴ θέση τοῦ καὶ ἐμόνασε στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὰ Ιεροσόλυμα15.
δ. Οἱ Δέκα Μάρτυρες τῆς Χαλκὴς Πύλης ἐναντίον τῆς Εἰκονομαχίας, ἑορταζόμενοι στὶς 9 Αὐγούστου.
Τὸ Συναξάριον τῆς 9ης Αὐγούστου, μνημονεύει τὴν ἑορτὴ τῶν Ἁγίων Δέκα Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν Μαρτύριον χάριν τῆς Εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τῆς τοποθετημένης στὴν Χαλκὴ Πύλη τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οἱ ἐννέα πρῶτοι ἀπὸ τοὺς δέκα αὐτοὺς Ἁγίους, Ἰουλιανόν, Μαρκιανόν, Ἰωάννην, Ἰάκωβον, Ἀλέξιον, Δημήτριον, Φώτιον, Πέτρον, Λεόντιον καὶ Μαρίαν τὴν Πατρικίαν, ἔλαβαν μέρος στὴν ἀντίστασι ποὺ τὸ πλῆθος ἐκδήλωσε ἐναντίον τοῦ Στρατοῦ, ὅταν ἕνας ἀξιωματικὸς (σπαθάριος) προσπάθησε νὰ κατεβάσει τὴν ἱερὰ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν Χαλκὴ Πύλη, ἐπὶ Λέοντος ΓΛέοντος ΄τοῦ Ισαύρου τὸ ἔτος 730 μ.Χ. μετὰ τὴν ὑπογραφὴ εἰκονομαχικοῦ διατάγματος16. Μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μῆνες φυλάκιση καὶ φρικτὲς βασάνους οἱ Ἅγιοι ἐκτελέστηκαν χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὴν ἁγία Μαρία τὴν Πατρικία17.
4) Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἐπιτρέπουν καὶ ἐνθαρρύνουν τὴν ἀντίδραση τῶν λαϊκῶν σὲ αἱρετικοὺς (ψευδὸ)-ποιμένες
Τὸ πλέον ἐύλαλο κείμενο γιὰ τὸ δικαίωμα προασπίσεως τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἀκόμη καὶ ἐναντίον τῶν Ἐπισκόπων, ὅταν οἱ Ἐπίσκοποι μέσω τῆς αἱρέσεως ἀποκαλύπτονται ὡς «ψευδ-ἐπίσκοποι» καὶ «ψευδὸ-ποιμένες», ἀποτελεῖ ὁ περιώνυμος15ος ἱερὸς Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου (ΑΣυνόδου ΄Φωτιανὴς) τοῦ ἔτους 861 μ.Χ. ἡ ὁποία Σύνοδος θεωρεῖται ισόκυρος μὲ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Ὁ ἱερὸς αὐτὸς Κανών, ἀφοῦ ἐπισημάνει πὼς πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἀντιδροῦν σὲ ἐνδεχόμενες παρεκτροπὲς τοῦ Ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς τούς, τελειώνει μὲ τὴν ἑξῆς διευκρίνηση: «Ὅποιοι λόγω κάποιας αἱρέσεως κατηγορημένης ἀπὸ τὶς Ἅγιες Συνόδους ἢ τοὺς Πατέρες χωρίζουν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς ἀπὸ τὸν Πρόεδρο (τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Ἐπίσκοπο), δηλαδὴ ὅταν ἐκεῖνος κηρύττη δημοσίως τὴν αἵρεσι καὶ τὴ διδάσκει στὴν Ἐκκλησία «μὲ γυμνὴν τὴν κεφαλὴν», αὐτοὶ ὄχι μόνον δὲν ὑπόκεινται σὲ κανονικὰ ἐπιτίμια πρὸ συνοδικῆς διαγνώμης, ἐπειδὴ ἀποτειχίζουν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀπὸ τὴν κοινωνία πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπο, ἀλλὰ θὰ ἀξιωθοῦν καὶ τῆς ἁρμοζούσης τιμῆς ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους. Διότι κατηγόρησαν ὄχι Ἐπισκόπους, ἀλλὰ ψευδ-ἐπισκόπους καὶ ψευδὸ-διδασκάλους, καὶ δὲν κατακομμάτιασαν τὴν ἕνωσι τῆς Ἐκκλησίας μὲ σχίσμα, ἀλλὰ ἐμερίμνησαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἐκκλησίαν ἀπὸ σχίσματα καὶ διαμερισμοὺς» 18.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι σχετικοὶ Κανόνες καὶ ἑρμηνεῖες κανονολόγων (θὰ τοὺς δοῦμε σὲ εἰδικὴ ἑνότητα).
5) Ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς Πίστεως τοῦ Ἐπισκόπου ἀπὸ τοὺς λαϊκοὺς
Πολὺ ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὁ πολὺς θεολόγος Πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅτι ναὶ μὲν ὁ Ἐπίσκοπος δὲν διδάσκει τὴν Πίστη βάσει ἐξουσιοδοτήσεως καὶ ὑποδείξεων τοῦ ποιμνίου τοῦ, δηλ. τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἀλλὰ οὔτε πάλι μπορεῖ νὰ λέγει ο,τιδήποτε θέλει, διότι «μέσα στὴν Ἐκκλησία, «προσωπικὲς γνῶμες» δὲν πρέπει οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν»19. Λοιπὸν ὁ Ἐπίσκοπος καλεῖται καὶ περιορίζεται στὸ νὰ ἐκφράσει τὴν διὰ τῶν αἰώνων καθολικὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν δὲν ἔχη «συσσωματωθεὶ» ἐν Ἀγίω Πνεύματι σ' αὐτὴν τὴν ἐμπειρία, πράγμα ποὺ φαίνεται καὶ στὴ διδασκαλία τοῦ, Ἰδού, θὰ ὑποστῆ πρεπόντως καὶ δικαίως τὴν ἀντίδραση τοῦ Ποιμνίου. Πὼς ἔχουν ἀκριβῶς τὰ λόγια τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ: «… ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νπρέπει ΄ἀγκαλιάση μέσα τοῦ ὅλη τοῦ τὴν Ἐκκλησία· πρέπει νὰ ἐκδηλώση, νὰ φανερώση τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν πίστι τῆς. Δὲν πρέπει νὰ ὁμιλῆ ἀφ' ἑαυτοῦ ἀλλὰ ἐν ὀνόματι τῆς Ἐκκλησίας, «ex consensu ecclesiae».[…] Τὴν πλήρη ἱκανότητα νὰ διδάσκη δὲν τὴν ἔχει λάβει ὁ ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ ποίμνιὸ τοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Χριστό, μέσω τῆς Ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Ἀλλ' ἡ πλήρης αὐτὴ ἱκανότης, ποὺ ἔχει δοθῆ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκανότης τοῦ νὰ φέρη τὴ μαρτυρία τῆς καθολικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Περιορίζεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτήν.Ἑπομένως, σὲ ἐρωτήματα περὶ πίστεως, ὁ λαὸς πρέπει νὰ κρίνη ἀνάλογα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ. Τὸ καθῆκον τῆς ὑπακοῆς παύει νὰ ἰσχύη, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος ξεφεύγη ἀπὸ τὸ καθολικὸ πρότυπο, ὁπότε ὁ λαὸς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τὸν κατηγορήση ἀκόμη καὶ νὰ τὸν καθαιρέση»20.
Γιά τὸ λόγο τοῦτο ἡ ἀπάντηση τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς στὸν Πάπα Πίο τὸν 9ο, τό 1848, διεκήρυξε τὴ σημασία τοῦ ρόλου τῶν λαϊκῶν στὴν διατήρηση τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας : «σὲ μᾶς, οὔτε Πατριάρχες, οὔτε Σύνοδοι μπόρεσαν ποτὲ νὰ εἰσαγάγουν νέα [δόγματα καὶ έθη], διότι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ λαός, ὁ ὁποῖος θέλει τὸ θρήσκευμὰ τουαιωνίως ἀμετάβλητο καὶ ὁμοειδὲς μὲ αὐτὸ τῶν πατέρων τοῦ»21.
Ἑρμηνεύοντας αὐτὴ τὴν ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν πρὸς τὸν Πάπα Πίο ΘΠίο ΄τὸ 1848, ὅπου ἐπισημαίνεται ὁ ρόλος τῶν λαϊκῶν στὴ διαφύλαξη τῆς πίστεως, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ παρατηρεῖ «Τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐπαληθεύη, η, γιά νὰ εἴμαστε περισσότερο ἀκριβεῖς, τὸ δικαίωμα, καὶ ὄχι μόνο τὸ δικαίωμα, ἀλλὰ τὸ καθῆκον τῆς «ἐπιβεβαιώσεως». Μ' αὐτὴν τὴν ἔννοια οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἔγραφαν στὴ γνωστὴ Ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοῦ 1848 ὅτι «ὁ λαὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ μόνος τοῦ υπήρξεν ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς θρησκείας»»22.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
α. Ἔπαινος μιᾶς ομολογητρίας ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς εἰκονομαχίας ἀνεδείχθησαν μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς Πίστεως μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων λαϊκῶν. Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, γράφοντας ἐπιστολὴ στὴ διωκομένη ἀξιωματοῦχο (Πατρικία) Εἰρήνη, τὴν παρηγορεῖ καὶ τὴν ἐνθαρρύνει μὲ τὰ ἑξῆς λόγια:
«Ποιὸς δὲν γνωρίζει ἀπὸ τοὺς ὁμολογητὲς ὅτι καὶ σὺ σὺν-ὀμολόγησες; Ποὺ δὲν ἀκούστηκε, ὅτι ὑπάρχει καὶ μιὰ συγκλητικὴ μεταξὺ τῶν μαρτύρων; Σὲ ἐθαύμασαν τὰ τάγματα τῶν Μοναχῶν καὶ σὲ ἐπήνεσαν οἱ συνάξεις τῶν λαϊκῶν. Ἀλλά, τὶ ἀξία τάχα ἔχουν αὐτά; Τὰ ἴδια τὰ τάγματα τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων εὐφράνθηκαν χάρις εἰς σέ. Καὶ μὴ νομίσης, ὅτι εἶναι κολακεία τὰ λόγια μοῦ. Βλέπε, μάρτυς Χριστοῦ, πόσον ἔχεις τιμηθῆ, πόσον ἔχεις ὑψωθῆ: σύγκρινέ μοῦ πηλὸ καὶ χρυσὸ: τόσο πιὸ μεγάλο καὶ πολὺ περισσότερον εἶναι ἀπὸ τὸ ἐπίγειο ἀξίωμα ποὺ ἐγκατέλειψες, τὸ ἐπουράνιο ἀξίωμα ποὺ σοῦ δωρήθηκε τώρα ἀπὸ τὸν Θεόν, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀποκαλεῖσαι μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ὁμολογητὴς τῆς ἀληθείας».
«Διὰ τοῦτο σοῦ ὑπενθυμίζω νὰ μὴ ξεφύγης καθόλου ἀπὸ τὴν ἔνστασι, σὺ ποὺ ἔχεις στηριχθῆ πάνω στὴν ἀσάλευτη πέτρα τῆς Ὀρθοδοξίας, μήτε νὰ γίνης εὔκολο-πτόητη καὶ διχόγνωμη, ἐξ αἰτίας τῶν πτώσεων [στὴν αἵρεσι] εἴτε λαϊκῶν εἴτε μοναστὼν καὶ ὅσων νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι, ἡ γενικῶς ὁποιουδήποτε ἄλλου. Αὐτοὶ εἶναι ψευδάδελφοι, ψευδαπόστολοι, ποὺ ἔχουν μόρφωσιν εὐσεβείας, ἀλλὰ ἔχουν ἀρνηθῆ τὴ δύναμὶ τῆς [Β΄Τιμ. 3, 5]. Πολλοὶ δοκησίσοφοι καὶ «ἀρχιεροφανείς» [φαινομενικοὶ ἀρχιερεῖς] καὶ «ἀγιόδοκοι» [φαινομενικοὶ ἅγιοι] νικήθηκαν στὶς παλαιὲς γενεὲς· ἀντιθέτως, ἔλαμψαν ὡς φωστῆρες ἐν τῷ κόσμω [Φιλιπ. 2, 15] ὀλίγοι καὶ ἀληθινοὶ σοφοί, οἱ ὁποῖοι διαβιοῦν μὲ φόβο Θεοῦ, ἐπειδὴ ἀρχὴ σοφίας εἶναι τὸ νὰ βοβήται κάποιος τὸν Κύριο [Ψαλμ. 110, 10], μολονότι δὲν ἔχουν θεωρηθῆ καὶ σπουδαῖοι, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος βλέπει στὸ πρόσωπο, ἀλλὰ ὁ Θεὸς στὴν καρδία»23.
β. Ἡ ἀγωνιστική ὁμολογία τῶν λαϊκῶν μέσα στοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐλέγχει καὶ κατακρίνει τὴν ἀπραξία πολλῶν Μοναχῶν
Πολλὰ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ καὶ ἐδῶ. Ἐμεῖς ἐκλέγουμε μόνο κάτι ἐνδεικτικὸ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸ Στουδίτη, πρὸς τὸν φίλο τοῦ Ἠγούμενο Θεόφιλο σχετικὰ μὲ τὴ «μοιχειανικὴ αἵρεση», δηλ. τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀνοχὴ πρὸς τὸν παράνομο (μοιχικὸ) γάμο τοῦ Βασιλέως Κωνσταντίνου ΤσσΤ ΄καὶ τὴν μετὰ ταῦτα συνοδικὴ ἀθώωση τοῦ («μοιχοζεύκτου») Ἠγουμένου Ἰωσὴφ ποὺ ἐτέλεσε τὸν παράνομο (μοιχικὸ) γάμο.
«Ἐπειδὴ λοιπὸν ἐξῆλθε μὲ Σύνοδο εἰς τὸ ἐμφανὲς ἡ αἱρετικὴ ἀσέβεια, πρέπει καὶ ἡ εὐλάβειὰ σοῦ μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ ἐκφράζεται μὲ θάρρος, μὲ τὸ νὰ μὴ κοινωνῆ μὲ τοὺς κακοδόξους, μήτε νὰ μνημονεύη κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ παρευρέθησαν στὴ μοιχοσύνοδο ἢ ομοφρονοὺν μὲ αὐτήν. Καὶ βεβαίως εἶναι δίκαιον, ὅσιε πάτερ, ἀφοῦ εἶσαι σὲ ὅλα θεόφιλος, ὅπως δηλώνει καὶ τὸ ὄνομὰ σοῦ, νὰ ἀγαπᾶς τὸν Θεὸν καὶ σ' αὐτό. Διότι ὁ Χρυσόστομος μὲ ἔντονη καὶ εκτενή φωνὴ ἐχαρακτήρισε ὡς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ ὅσους κοινωνοῦν μ' αὐτούς. Καὶ ἐὰν ἡ δικὴ σοῦ σταθερότης δὲν διασφαλισθῆ, ποιὸς λοιπὸν θὰ σωθῆ; Καὶ αὐτὸς ποὺ μὲ τὴ δύναμι τοῦ Θεοῦ ὠμολόγησε μὲ παρρησία σὰν ἅγιος πλὴν ὁλοκληρωθῆ ἡ αἵρεσι, ἐὰν τώρα, μετὰ τὴν αἵρεσι ὑποχωρήση, πὼς κάποιος ἄλλος θὰ τολμήσει νὰ πῆ «γρὺ»;
«Καὶ ἐὰν τὸ μοναχικὸν τάγμα δὲν θὰ τὰ θεωρήση ὅλα σκύβαλα [σκουπίδια], ἐννοῶ τὰ μοναστήρια καὶ ὅλα τὰ γύρω ἀπὸ αὐτά, πὼς ὁ λαϊκὸς θὰ καταφρονήση τὴν γυναίκα, τὰ τέκνα καὶ τὰ λοιπά;» 24.
Εἶναι σαφὲς τὸ δικαίωμα ἢ μᾶλλον ἡ ὑποχρέωση τῶν πιστῶν γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεως. Σὲ ἄλλη ἑνότητα, Θεοῦ θέλοντος, θὰ διαπραγματευθοῦμε καὶ τὸ θέμα τῆς συμβολῆς τῶν Μοναχῶν στὰ θέματα Πίστεως.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- 1. Πρβλ. Πρωτοπρεσβ. Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς Θείοις Πατράσι-Ἀρχὲς καὶ κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας,Πατερικὰ 1, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 44.
- 2. Λόγος 27, Θεολογικὸς 1, 3, PG 36, 13ε. (μεταγλώττιση).
- 3. Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β΄, ἐκδ. «Σωτὴρ», Ἀθῆναι 2003, σελ. 376 (μεταγλώττιση).
- 4. Πρωτοπρεσβ. Θεοδώρου Ζήση, ὲνθ ἀνωτ., σελ. 43.
- 5. Λόγος ἀποδεικτικὸς δεύτερος 18 καὶ 28, ἐκδ. Π. Χρήστου τόμ. 1, 94. 103.
- 6. Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκαλος τῆς θεώσεως, ἐκδ. Ι.Μ. Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 54.
- 7. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐκδ. Σπηλιώτη, Θεσσαλονίκη (α.χ.), σελ. 61.
- 8. Ἐπιστολή (81) Παντολέοντι Λογοθέτη, PG 99, 1321Α.Β (μεταγλώττιση).
- 9. Ἐπιστολή (2) Μονάζουσι, PG 99, 1120Β (μεταγλώττιση).
- 10. Πεντάβιβλος Ἀντίρρησις κατὰ τῶν Νεστορίου δυσφημιὼν 1, 5, PG 76, 41ε. (μεταγλώττιση).
- 11. ACO Ι, 1, 1, 101 (μεταγλώττιση).
- 12. Θεοφάνους, Χρονογραφία Α.Μ. 5940, PG 108, 260B.261Β (μεταγλώττιση).
- 13. Ἐπιστολή Κελεστίνου Νεστορίω ACO 1,1,1,81 (μεταγλώττιση).
- 14. ACO Ι, 1, 1, 113-114 (μεταγλώττιση).
- 15. Ὁλόκληρος ὁ Βίος ἐν Ἰωάννου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Βίος τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, PG 94, 429-489. Τό συγκεκριμένο περιστατικό, ἀπὸ τὴν παράγραφο ΙΔΙΔ ΙΔ΄ (΄PG 94, 449Β) καί ἑξῆς.
- 16. Βλ. Ιω. Φειδά, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τόμ. Ατὸμ ,΄Ἀθῆναι 1994, σελ. 774.
- 17. Μηναίον τοῦ Αὐγούστου, ἐν Ἐκκλησιαστικὴ Βιβλιοθήκη «ΦΩΣ», ἐκδ. «ΦΩΣ», Ἀθῆναι 19702, σελ. 101.
- 18. Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καὶ Νικοδημου Μοναχοῦ, Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηὸς τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σελ. 292 (μετγαλώττιση).
- 19. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. «Ἄρτος Ζωῆς», Ἀθῆναι 1973, σελ. 208.
- 20. Αὐτόθι,σελ. 207.208.
- 21. (§17), ἐν ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Βτὸμ ,΄ἐν Ἀθήναις 1953, σελ. 920.
- 22. π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, ὲνθ ἀνωτ., σελ. 207.
- 23. Ἐπιστολή (156) Εἰρήνη Πατρικία, ἐν Theodori Studitae Epistulae, τόμ. Βτὸμ ,΄ἐκδ. De Gruyter, Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Series Berolinensis 31, Berlin 1992, σελ. 276.277 (μεταγλώττιση).
- 24. Ἐπιστολή (39) Θεοφίλω Ηγουμένω, PG 99, 1049Α.Β (μεταγλώττιση).
- .impantokratoros.gr