Πάθη και πόνος
Μοναχού Μωυσή Αγιορείτη
Πάθος
σημαίνει πάθημα, πτώση, υποδούλωση, οδύνη, άλγος. Ο πιο πονεμένος και
δυστυχισμένος είναι ο εμπαθής άνθρωπος. Νοσεί, αφού αγαπά τα πάθη, τα
λατρεύει, τα προσκυνά, δεν τ’ αφήνει παρότι τον ταλαιπωρούν. Πρόκειται
για ένα φοβερό και παθογόνο διχασμό. Ενώ του δίνονται ευκαιρίες ν’
απεγκλωβισθεί τις απορρίπτει. Οι εμπαθείς επιλογές όμως του ανθρώπου του
κοστίζουν. Οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν μία μέτρια, χλιαρή και χαλαρή,
μονότονη, ανιαρή, ανολοκλήρωτη, μίζερη, κακόμοιρη, ρηχή, άχαρη ζωή. Η
βίωση της άρνησης και της αποτίναξης αυτού του τρόπου ζωής αποτελεί
οδυνηρή εμπειρία. Αφαιρείται από τον ίδιο τον άνθρωπο η δυνατότητα
βιώσεως μιας αυθεντικής, καθαρής, ανυπόκριτης, τίμιας και ειλικρινούς
ζωής. Είναι λυπηρό να πλανάται και να αιχμαλωτίζεται ο άνθρωπος σε αυτή
την ανόητη ζωή. Να σκηνοθετεί μία αμεταμόρφωτη ζωή μέσα στην εμπάθεια.
Σίγουρα κύριος υποκινητής είναι ο δαίμονας, αφού κατά τον άγιο Γρηγόριο
τον Παλαμά όλα τα πάθη είναι δαιμονοκίνητα. Ο άνθρωπος βέβαια επιλέγει
μόνος του τον τρόπο αυτό ζωής. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα ν’
αντισταθεί, ν’ αντικρούσει τα πάθη, ν’ απελευθερωθεί. Μα δυστυχώς συχνά
δεν το κάνει.
Ο πόνος φαίνεται να έχει μία κυρίαρχη θέση στη ζωή. Έφθασαν οι φιλόσοφοι να πουν πονώ άρα υπάρχω. Ο Κίκεργκωρ λέει: «Δεν
είμαι αυτός που σκέφτεται πως δεν πρέπει να πονούμε ποτέ. Περιφρονώ
αυτήν την ποταπή σκέψη κι αν μπορώ να επιλέξω προτιμώ να υπομείνω μέχρι
τέλους τον πόνο. Είναι καλό να υποφέρουμε και μέσα στα δάκρυα υπάρχει
δύναμη, αλλά δεν είναι να υποφέρουμε δίχως ελπίδα». Κρύβεται ένα βαθύ νόημα, αδελφοί μου, στην παρουσία του πόνου στη ζωή μας. Για να το δούμε μαζί.
Ο
πόνος αρχίζει στον κήπο της Εδέμ. Η παράλογη υπακοή στον δαίμονα και η
υπερήφανη ανυπακοή στον Θεό είναι η αρχή του πόνου στη ζωή των
ανθρώπων. Η τραγωδία εισέρχεται στον κόσμο. Συγκρούεται ο άνθρωπος με
τον Θεό. Διακόπτεται ο άνετος διάλογος Αδάμ και Θεού. Χάνεται ο
παράδεισος. Αρχίζει ο κόπος, η λύπη, ο στεναγμός. Τη γυμνότητά του
αισθάνθηκε ο Αδάμ μετά την αμαρτία της παρακοής και τη γεύση του κακού. Η
αίσθηση της γυμνότητός του σημαίνει αντίληψη της τρεπτότητος και
τρωτότητος, έλλειψη προστασίας, κατανόηση του πόνου της αποδεσμεύσεώς
του από τον Θεό. Μπορούσαν να θεραπευθούν οι πρωτόπλαστοι διά της
μετανοίας. Δεν το έπραξαν όμως. Γιατί; Θέλησαν να δικαιολογηθούν, ν’
ακολουθήσουν δικό τους δρόμο, πιο σύντομο, πιο εύκολο, δίχως Θεό.
Παγιδεύτηκαν οικτρά στον δραματικό πόνο της μοναξιάς, της θεώσεως δίχως
Θεό, της παράλογης αυτοθεώσεως. Η θεοδώρητη επιθυμία θεώσεως των
πρωτοπλάστων εκμεταλλεύθηκε από τον πανούργο δαίμονα, που θέλησε να τους
προσφέρει μία δική του ταχύρρυθμη ισοθεΐα κι έτσι τους απάτησε και τους
θανάτωσε.