Οἱ καιροὶ ἀπαιτοῦν Πατροκοσμάδες
Γράφει ὁ Δημ. ΝατσιόςΔάσκαλος-Κιλκίς
«Ἐὰν ὅμως ὁ λόγος καὶ ἡ ὑπόθεσις εἶναι περὶ Πίστεως καὶ τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας μας, τότε καὶ ὁ πλέον εἰρηνικὸς καὶ ἥσυχος πρέπει νὰ πολεμῆ ὑπὲρ αὐτῶν πλὴν ὄχι μὲ ταραχὴν τῆς καρδίας, ἀλλὰ μὲ ἕνα θυμὸν ἀνδρεῖον καὶ σταθερόν, κατ’ ἐκεῖνο τὸ τοῦ Ἰωὴλ “ἐκεῖ ὁ πραΰς ἔστω μαχητής”». (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, «Ἀόρατος Πόλεμος»).Τὰ χρόνια ποὺ ἔγραφε ὁ Ἅγιος Νικόδημος τὰ παραπάνω, τὸ Γένος βρισκόταν ἐν αἰχμαλωσίᾳ, στὸ σκοτάδι τῆς Τουρκοκρατίας. Δὲν ὑπῆρχε πατρίδα, κράτος. Ἂν ζοῦσε σήμερα θὰ προσέθετε καὶ «περὶ πατρίδος». Ἔχουμε ὅμως τὸν σύγχρονο Ἅγιο Παΐσιο τὸν Ἁγιορείτη ποὺ μᾶς κανοναρχεῖ “ἑπόμενος τοῖς θείοις πατράσι”: «Στὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος δὲν χωρᾶνε ὑποχωρήσεις, πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς ἀμετακίνητος, σταθερός». (Λόγοι Ε´, «Πάθη καὶ Ἀρετές», σελ. 277). Πιάνουμε τὶς μύτες μας τοῦτες τὶς ἡμέρες ἀπὸ τὶς ἀναθυμιάσεις ποὺ ἀναδίδει ὁ γνωστὸς ὀχετός, ὁ ἑσμὸς τῶν ἄθεων προοδομανῶν.
Νὰ καταργηθοῦν οἱ παρελάσεις, ἡ προσευχή, τὰ θρησκευτικά, ἡ ὀρθόδοξη ἀγωγὴ στὰ σχολεῖα. «Παρὰ φύσιν», χαρακτήρισε ὁ κὺρ-Φίλης τὴν διδασκαλία τῶν ἀρχαίων στὸ γυμνάσιο. (Ὅταν ὀνομάζεις «παρὰ φύσιν» τὴν ἀρχαία ἑλληνική, πέραν τῶν ἄλλων ὑπονοεῖς ὅτι καὶ ἡ γλώσσα τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «παρὰ φύσιν», διότι αὐτὸ γράφτηκε σ’ αὐτὴν τὴν γλώσσα. Θὰ ἀπαντηθεῖ αὐτὴ ἡ προσβολὴ «μὲ θυμὸν ἀνδρεῖον καὶ σταθερὸν» ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ἢ θὰ περιοριστεῖ καὶ πάλι σὲ ἀνώδυνους καὶ κομψότατους ἐλέγχους τοῦ τύπου «κούρασε καὶ κουράστηκε ὁ ὑπουργός»;).
Βεβαίως τίποτε «παρὰ φύσιν» δὲν ὑπάρχει στὴν ἐξαίσια γλώσσα μας. Γλῶσσες «παρὰ φύσιν» δὲν ὑπάρχουν, ἄνθρωποι «παρὰ φύσιν» ὑπάρχουν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς κινδυνεύουμε, ὅπως ἔχω ξαναγράψει. Ὅμως, διορθώνω, ὑπάρχουν στὴν ἐκπαίδευση ὄντως διεστραμμένα πράγματα, τὰ ὁποῖα παρεισέφρησαν στὰ σχολικὰ βιβλία τάχα καὶ Γλώσσας.
Κείμενα ποὺ ἀπευθύνονται σὲ παιδιὰ δημοτικοῦ καὶ γυμνασίου καὶ περιέχουν ὄντως «παρὰ φύσιν», ἐπικίνδυνα καὶ καταστρεπτικὰ γιὰ τὴν ἡλικία τους μηνύματα. Δὲν ἀκούσαμε τὸν κ. Λιάκο νὰ τὰ καταγγέλλει! Ἡ πρωινὴ προσευχή, ἂς γνωρίζει ὁ ἀπύθμενου θράσους ἐκκλησιομάχος, δὲν εἶναι μία τυπικὴ διαδικασία. Κάνοντας τὰ παιδιὰ τὸ πρωὶ τὸν σταυρό τους, παρατεταγμένα κατὰ τμήματα, ὁμολογοῦν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ πρωτίστως καὶ συνειδητοποιοῦν ὅτι ἀνήκουν σὲ μία ὁμόγλωσση, ὁμότροπη καὶ ὁμόπιστη κοινότητα, σ’ ἕνα ἔθνος ποὺ ἀπελευθερώθηκε ἀκριβῶς γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διαλαλεῖ τὶς πολυτίμητες ἀξίες του. Πόσοι καὶ πόσοι περίοικοι τοῦ σχολείου μας, ἡλικιωμένοι, ποὺ μένουν στὰ σπίτια τους τὰ πρωινά, ἀκοῦν μὲ συγκίνηση, ἀπὸ τὰ μεγάφωνα τοῦ σχολείου, τὴν δροσερὴ παιδικὴ φωνή, νὰ ἀπαγγέλλει τὸ «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», ἢ τὸ «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Θυμίζω, λοιπόν, κάποια «παρὰ φύσιν» κείμενα, γιὰ τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ ἀντιδράσουν κυρίως οἱ γονεῖς τῶν παιδιῶν. Νὰ σημειώσω, ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ τσιράκια τῆς Νέας Τάξης ἐδῶ καὶ δεκαετίες ἔχουν ἁλώσει τὶς πανεπιστημιακὲς σχολές, κυρίως τὰ τμήματα ἐκπαίδευσης καὶ συγγράφουν ἐπιδοτούμενα τὰ σχολικὰ βιβλία. Πρώην θαμῶνες τοῦ πασοκικοῦ σταύλου, ὀσμίστηκαν τὴν μετατόπιση τῶν ὀπαδῶν τοῦ… κινήματος καὶ κίνησαν γιὰ τὸν νέο πόλο ἐξουσίας.
Ζητωκραυγαστὲς πιὰ τοῦ ΣΥΡΙΖΑ ἐπιβραβεύτηκαν γιὰ τοὺς ἀνθελληνικούς τους «ἀγῶνες, «αἰχμαλωτίζοντας» καὶ τὸ ὑπουργεῖο ἀντεθνικῆς παιδείας. Ἀπὸ ἐκεῖ ξερνοῦν ἀνενόχλητοι τὶς ἐθνοκτόνες ἰδεοληψίες τους. «Τὸ ἔθνος ἡμῶν ὑφίσταται πολιτικήν τινα ζύμωσιν, καθ’ ἣν τὰ ἀκαθαρτότερα στοιχεῖα ἀνέρχονται καὶ ἐπιπλέουσιν, ἐν εἴδει ἑξαφρίσματος (=ἀφροῦ), ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας» ἔγραφε τὸ 1877 ὁ δηκτικὸς Ἐμ. Ροΐδης.
Ἐπανερχόμαστε ὅμως στὰ «παρὰ φύσιν» τῶν βιβλίων.
Ὑπενθυμίζω:
«Ὁ καθηγητὴς τῆς φιλολογίας ἔριχνε
κάθε ἡμέρα τὸ μπαλάκι. Ὅλη ἡ τάξη τὸ ἔπιανε σὰν ἕνα γαργαλιστικὸ μήνυμα.
Τὸ πετοῦσε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον. Χαρᾶς εὐαγγέλια.
“Ὁσάκις…”, ἄρχιζε τὴ φράση του ὁ φιλόλογος.
“Ναί. Ναί. Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης!”, φώναζαν ὅλες μαζὶ οἱ μαθήτριες γελώντας.
Κι ὁ καθηγητὴς τρελαινόταν.
“Ὁσάκις…”, ἐπαναλάμβανε τονίζοντας τὴ λέξη σὰν νὰ ἔλεγε «σκάστε».
“Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης! ἀκουγόταν πάλι ἀπὸ κάτω καὶ τὸ γέλιο ἔδινε καὶ ἔπαιρνε.
Ὁ καθηγητὴς δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσει ποιὲς ἀπὸ τὶς μαθήτριες ἦταν οἱ δράστες. Ἡ λέξη-μπαλάκι κυλοῦσε ἀκαριαία σὲ κλάσμα δευτερολέπτου μέσα ἀπὸ τὰ χείλια τους ποὺ ἦταν κρυμμένα στὸ κάτω μέρος τοῦ σκυμμένου τοὺς κεφαλιοῦ. Νόμιζε πὼς ἁπλῶς ἐπαναλάμβαναν τὴ λέξη. Πῶς τὶς ἐρέθιζε αὐτὴ ἡ λέξη. Δὲν ἦταν ὅμως ἔτσι. Ἄλλο πράγμα τὸ «Ὁσάκις» κι ἄλλος ἄνθρωπος «Ὁ Σάκης».
“Ὁσάκις…”, ἄρχιζε τὴ φράση του ὁ φιλόλογος.
“Ναί. Ναί. Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης!”, φώναζαν ὅλες μαζὶ οἱ μαθήτριες γελώντας.
Κι ὁ καθηγητὴς τρελαινόταν.
“Ὁσάκις…”, ἐπαναλάμβανε τονίζοντας τὴ λέξη σὰν νὰ ἔλεγε «σκάστε».
“Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης! ἀκουγόταν πάλι ἀπὸ κάτω καὶ τὸ γέλιο ἔδινε καὶ ἔπαιρνε.
Ὁ καθηγητὴς δὲν μποροῦσε νὰ ξεχωρίσει ποιὲς ἀπὸ τὶς μαθήτριες ἦταν οἱ δράστες. Ἡ λέξη-μπαλάκι κυλοῦσε ἀκαριαία σὲ κλάσμα δευτερολέπτου μέσα ἀπὸ τὰ χείλια τους ποὺ ἦταν κρυμμένα στὸ κάτω μέρος τοῦ σκυμμένου τοὺς κεφαλιοῦ. Νόμιζε πὼς ἁπλῶς ἐπαναλάμβαναν τὴ λέξη. Πῶς τὶς ἐρέθιζε αὐτὴ ἡ λέξη. Δὲν ἦταν ὅμως ἔτσι. Ἄλλο πράγμα τὸ «Ὁσάκις» κι ἄλλος ἄνθρωπος «Ὁ Σάκης».
Ὁ Σάκης ἦταν ἠλεκτρολόγος μὲ μαγαζί. Μεγαλύτερός τους, 25 ἐτῶν. Τὰ εἶχε
φτιάξει μὲ τὴν Ἀλέκα. Μία ἀπὸ τὶς μαθήτριες τῆς τάξης. Ψηλὴ κι ἀδύνατη,
μὲ κοντὰ ξανθὰ μαλλιὰ καὶ μεγάλα καστανὰ μάτια, μακρὺ λαιμὸ καὶ μακριὰ
χέρια καὶ πόδια, κάπως ξερακιανή, ἀλλὰ ζόρικη. Στὰ 15-16, ὅπως ὅλες
τους. Ἡ πρώτη ποὺ ἔβγαινε ραντεβοὺ μῆνες τώρα. Ὁ Σάκης τὴν περίμενε τὸ
μεσημέρι στὴν ἄλλη γωνία κι οἱ ἄλλες μαθήτριες ἔτρεχαν ἀπὸ πίσω της νὰ
τὸν δοῦνε. Τὰ σχόλια ἔδιναν κι ἔπαιρναν. Ἦταν ὁ πρῶτος ἔρωτας τῆς τάξης.
Ὁ καθηγητὴς φώναξε τὴν πρώτη μαθήτρια, τὴ Μαρία, στὸ γραφεῖο του καὶ τὴ ἐρώτησε.
Ὁ καθηγητὴς φώναξε τὴν πρώτη μαθήτρια, τὴ Μαρία, στὸ γραφεῖο του καὶ τὴ ἐρώτησε.
«Τί συμβαίνει μὲ τὸ “Ὁσάκις”; Γιατί αὐτὴ ἡ ἀντίδραση;»
«Δὲν ξέρω, κύριε. Στὸ δικό μου θρανίο δὲν ξέρουμε τίποτα. Τὸ πῆραν ἔτσι φαίνεται καὶ τὸ διασκεδάζουν», τοῦ ἀπάντησε.
Ρώτησε κι ἄλλες μαθήτριες. Μερικὲς δὲν κρατήθηκαν καὶ γελοῦσαν. Ὁ καθηγητὴς προσπάθησε νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ λεξιλόγιό του τὴ λέξη “Ὁσάκις”.
Αὐτὴ ὅμως ἀντιστεκόταν. Τοῦ ἔβγαινε αὐθόρμητα, ἔστω καὶ μὲ κάποια καθυστέρηση. Τότε, ὅμως, γινόταν πανζουρλισμός. Σὰν νὰ τὴν εἶχε στερηθεῖ ἡ τάξη καὶ ξεσποῦσε “Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης!”, φώναζαν ἀκόμα πιὸ δυνατὰ καὶ γελοῦσαν μὲ τὴν καρδιά τους. Γιατί ἦταν ὑπόθεση καρδιᾶς καὶ ὄχι γραμματικῆς». (Νεοελληνικὴ Γλώσσα, Α´ Γυμνασίου, τετρ. ἐργασιῶν, σελ. 16).
«Δὲν ξέρω, κύριε. Στὸ δικό μου θρανίο δὲν ξέρουμε τίποτα. Τὸ πῆραν ἔτσι φαίνεται καὶ τὸ διασκεδάζουν», τοῦ ἀπάντησε.
Ρώτησε κι ἄλλες μαθήτριες. Μερικὲς δὲν κρατήθηκαν καὶ γελοῦσαν. Ὁ καθηγητὴς προσπάθησε νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ λεξιλόγιό του τὴ λέξη “Ὁσάκις”.
Αὐτὴ ὅμως ἀντιστεκόταν. Τοῦ ἔβγαινε αὐθόρμητα, ἔστω καὶ μὲ κάποια καθυστέρηση. Τότε, ὅμως, γινόταν πανζουρλισμός. Σὰν νὰ τὴν εἶχε στερηθεῖ ἡ τάξη καὶ ξεσποῦσε “Ὁ Σάκης! Ὁ Σάκης!”, φώναζαν ἀκόμα πιὸ δυνατὰ καὶ γελοῦσαν μὲ τὴν καρδιά τους. Γιατί ἦταν ὑπόθεση καρδιᾶς καὶ ὄχι γραμματικῆς». (Νεοελληνικὴ Γλώσσα, Α´ Γυμνασίου, τετρ. ἐργασιῶν, σελ. 16).
Ἄλλο χαρακτηριστικὸ μάθημα εἶναι τό:
«Τὸ θέλγητρο τῆς Ἀνδαλουσίας»
(Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Α´ Γυμνασίου). Γράφει: «Ἡ Ἀνδαλουσία
εἶναι μία γυναίκα τοῦ λαοῦ, κρουστὴ καὶ μελαψή, μὲ κόκκινα χείλια καὶ
φλογερὸ βλέμμα, ποὺ ἀγαπάει τὴ ζωή, τὸ χορὸ καὶ τὸ τραγούδι, μία γυναίκα
ὅλη χυμοὺς καὶ ζωτικότητα… δίνει ἐρωτικὲς συνεντεύξεις μέσα στὶς
ἐκκλησιὲς» (σελ.114). «Ἀνδαλουσία! Ἀνδαλουσία… Ἀνθισμένος τόπος… ποὺ
ρυθμίζουν τοὺς ἡδονικοὺς χοροὺς τῶν τσιγγάνων… θρησκευτικὲς λιτανεῖες
ποὺ περιφέρουν γλυκερὲς Παναγίες ντυμένες σὰν κοῦκλες καὶ γεμάτες
δαντέλες καὶ μαργαριτάρια, ἀκολουθούμενες ἀπὸ μετανοοῦντες ποὺ κρύβουν
τὸ πρόσωπό τους μέσα σὲ κουκοῦλες μοναχῶν καὶ πού, ὅταν περνᾶν κάτω ἀπὸ
τὰ παράθυρα τῆς ἀγαπημένης τους γυναίκας, χτυποῦν τὸ κορμί τους μὲ
βίτσες…» (σελ. 115).
Στὸ ἴδιο βιβλίο, σελ. 124, διαβάζουμε ἕναν «ἐξαιρετικὸ» ὁρισμὸ τῆς πατρίδας μας:
«…ἦταν ἡ Ἑλλάδα μία γυναίκα τόσο προκλητικὴ σεξουαλικὰ ποὺ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐρωτευτῶ σωματικὰ κι ἀπελπισμένα…», κάποιου Ἄγγλου συγγραφέα.
Μάθημα «Νεοελληνικὴ Γλώσσα» (σελ. 148). Ἐδῶ ἐμφιλοχώρησε ἕνα τραγούδι, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ τὸ ἀκούσει κάποιος τὶς μεταμεσονύκτιες ὧρες σὲ κάποιο ξενυχτάδικο γιὰ χασομέρηδες, ἀλλὰ σὲ σχολικὴ τάξη οὐδεὶς σοβαρὸς παιδαγωγὸς θὰ τὸ παρουσίαζε καὶ μάλιστα σὲ βιβλίο. Κείμενο:
«Ἅμα ξυπνήσεις καὶ ἔχει βγάλει
οὐρὰ/ἂν κοιταχτεῖς καὶ ἔχεις βγάλει βυζιά…/Don’t worry be happy/Ἅμα ἡ
κόρη σου σὲ λέει μπαμπά, ἐνῶ ὁ γυιός σου/ σὲ φωνάζει μαμά…/Don’t worry
be happy» καὶ λοιπὰ καὶ λοιπά.
Ἐρώτηση: Καθηγητὴς ποὺ θὰ διαβάσει τὸν στίχο «ἂν κοιταχτεῖς καὶ ἔχεις…. δὲν κινδυνεύει μὲ ὁριστικὴ ἀπώλεια τῆς σοβαρότητάς του; Ἀπὸ πότε ἡ χυδαιότητα καὶ ἡ αἰσχρολογία ἀνήκουν στὰ γνωστικὰ πεδία τοῦ σχολείου;
Δρέπουμε τοὺς καρποὺς μιᾶς Παιδείας, μιᾶς ἀγωγῆς ποὺ προβάλλει, «διδάσκει» τὴν διαφθορά, τὴν λαγνεία. Ἂς τὰ σεκφτοῦν αὐτὰ οἱ γονεῖς, ἂς τὰ διαβάσει αὐτὰ κάποιος Εἰσαγγελέας.
Καὶ ἕνα τελευταῖο σκύβαλο. Στὸ Τετράδιο Ἐργασιῶν Γ´ Γυμνασίου, σελ. 73, σὲ κείμενο μὲ τίτλο «Παρὰ πλανητικά», οἱ μαθητὲς μυοῦνται καὶ στὴν ἀστρονομία, τὰ ζώδια καὶ τὰ ὡροσκόπια ἀπὸ τὸν «μέγα παιδαγωγὸ» Κώστα Λεφάκη, τὸν γνωστὸ τηλεαστρολόγο. Διαβάζω: «Ὁ Ἄρης θὰ ἐμπνεύσει πολὺ κόσμο πάνω σὲ νέους σκοπούς. Οἱ σκοποὶ αὐτοὶ ἴσως νὰ εἶναι ἐρωτικοί… Αὐτὸν τὸν μήνα οἱ συμπτώσεις θὰ ἐνισχύσουν τὶς ἐρωτικὲς σχέσεις…». Λεφάκη βρίσκεις σ’ αὐτὰ τὰ βιβλία! Ποῦ εἶναι ὅμως τὰ μεγάλα πνευματικὰ ἀναστήματα τοῦ τόπου;
Τὸ θέμα εἶναι τί κάνουμε; Ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης στὸ βιβλίο του «Μὲ πόνο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο» (σελ.307), ἔλεγε: «Τὸ ἔργο τοῦ δασκάλου εἶναι ἱερό. Ἔχει μεγάλη εὐθύνη καί, ἂν προσέξη, μπορεῖ νὰ πάρη μεγάλο μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό. Νὰ φροντίζη νὰ διδάσκη στὰ παιδιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ βροῦν τρόπο οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ περνᾶνε κάποια μηνύματα στὰ παιδιὰ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὴν Πατρίδα. Ἂς σπείρουν αὐτοὶ τὸν σπόρο, καὶ ἂς μὴν τὸν δοῦν νὰ βλαστάνη. Τίποτε δὲν πάει χαμένο, κάποια στιγμὴ θὰ πιάση τόπο».
Ὑπάρχει ἐλπίδα ἀλλά, πρῶτον «θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στὴν Τῆνο, ποὺ νὰ ᾽ρθεῖ μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας νὰ καθαρίσει τὸν τόπο ἀπ’ ὅλων τῶν λογιῶ τῆς Τουρκιᾶς καὶ τῆς γηραιᾶς Εὐρώπης τὰ ἀπομεινάρια». (Ἐλύτης).
Καὶ δεύτερον «ἀπ’ ἔξω μαυροφόρ’ ἀπελπισιὰ καὶ χειροπιαστὸ σκοτάδι»: Κρυφὸ Σχολειό. Ἕνα σὲ κάθε ἐνορία, στὰ ὁποῖα θὰ διδάσκουν δάσκαλοι μὲ ψυχὴ καὶ Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία πάντα στάθηκε ἑλληνοσώτειρα. Οἱ ἄμβωνες νὰ σταματήσουν τὶς ἱερὲς μουρμοῦρες. Ἡ Πατρίδα χάνεται, τὸ ποίμνιο ποδοπατεῖται. Οἱ καιροὶ ἀπαιτοῦν Πατροκοσμάδες καὶ ἐπισκόπους Γερμανοὺς ποὺ σηκώνουν λάβαρα. Τὴν Πατρίδα τὸ ’21 δὲν τὴν ἐλευθέρωσε ἡ Εὐρώπη καὶ οἱ…θεσμοί της. Τὴν ἀνέστησε ἡ μαγιά, τὰ πνευματικοπαίδια τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τῶν Δασκάλων τοῦ Γένους, τῶν Νεομαρτύρων.
Πηγή: Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία