Ὀ Πύρινος Ἂγιος. Ἠλίας ὀ Θεσβίτης του Φωτίου Κόντογλου Αὐτὸς ὁ ἅγιος ξεχωρίζει ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους, καὶ μὲ ὅλο ποὺ ἤτανε ἄνθρωπος, φαίνεται σὰν κάποιο ὑπερφυσικὸ καὶ μυστηριῶδες πλάσμα, ποὺ ἔρχεται καὶ ξανάρχεται στὸν κόσμο. Οἱ Ἰουδαῖοι περιμένανε νὰ ξανἄρθει στὸν κόσμο, γιὰ τοῦτο θαρρούσανε πὼς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἤτανε ὁ Ἠλίας. Καὶ τότε ποὺ ρώτησε ὁ Χριστὸς τοὺς μαθητὲς τοῦ «Ποιός, λένε, πὼς εἶμαι, οἱ ἄνθρωποι;», τοῦ ἀπαντήσανε πὼς λέγανε πὼς ἤτανε ὁ Ἠλίας ἢ κάποιος ἄλλος ἀπὸ τοὺς προφῆτες. Ὁ προφήτης Μαλαχίας, ποὺ ἔζησε πολὺ ὑστερώτερα ἀπὸ τὸν Ἠλία, λέγει: «Τάδε λέγει Κύριος Παντοκράτωρ. Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστελῶ ὑμῖν Ἠλίαν τὸν Θεσβίτην, πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ», καὶ πολλοὶ τὸ ἐξηγήσανε πὼς ὁ Ἠλίας θἄρθη πάλι στὸν κόσμο πρὶν ἀπὸ τὴ Δευτέρα Παρουσία καὶ θὰ μαρτυρήσει. Σὲ ὅλα μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ὁ Πρόδρομος, γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀπόστολοι κ᾿ οἱ ἄλλοι Ἑβραῖοι ὑποπτευόντανε μήπως ἤτανε ὁ Ἠλίας ξαναγεννημένος. Ὕστερα ἀπὸ τὴ Μεταμόρφωση, σὰν κατεβήκανε ἀπὸ τὸ βουνὸ οἱ τρεῖς μαθητάδες μὲ τὸν Χριστό, τὸν ρωτήσανε: «Οἱ γραμματεῖς λένε πὼς ὁ Ἠλίας πρέπει νἄρθει πρῶτα. Ἐσὺ τί λές;» Κι᾿ ὁ Χριστὸς τοὺς ἀποκρίθηκε: «Ὁ Ἠλίας ἔρχεται πρῶτα καὶ θὰ τ᾿ ἀποκαταστήσει ὅλα· ἀλλὰ σᾶς λέγω πὼς ὁ Ἠλίας ἦρθε κιόλας, καὶ δὲν τὸν γνωρίσανε, ἀλλὰ τοῦ κάνανε ὅσα θελήσανε· τὰ ἴδια μέλλεται νὰ πάθει καὶ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπ᾿ αὐτούς». Τότε καταλάβανε οἱ μαθητὲς πὼς γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστὴ τοὺς εἶπε (Ματθ. ιστ´, 10). Ρωτήσανε οἱ μαθητὲς τὸν Χριστὸ γιὰ τὸν Ἠλία, ἐπειδὴ τὸν εἴχανε δεῖ πρὶν ἀπὸ λίγο, ἀπάνω στὸ Θαβώρ, νὰ φανερώνεται μαζὶ μὲ τὸν Μωυσῆ, τὴν ὥρα ποὺ μεταμορφώθηκε ὁ Χριστός, καὶ νὰ μιλᾶ μαζί του, μὲ ὅλο ποὺ εἶχε ζήσει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο πρὶν ἀπὸ 800 χρόνια. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴ Σταύρωση, σὰν φώναξε ὁ Χριστὸς «Ἠλὶ ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί», κάποιοι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ποὺ στεκόντανε κοντὰ στὸ σταυρὸ λέγανε πὼς θὰ φώναζε τὸν Ἠλία νὰ τὸν βοηθήσει: «Τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἐστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος» (Ματθ. κζ´, 46). Παντοῦ πλανιέται ὁ ἴσκιος του. Ὁ προφήτης Ἠλίας γεννήθηκε πρὸ 2767 χρόνια. Πατρίδα τοῦ ἤτανε ἕνας τόπος ποὺ τὸν λέγανε Θέσβη, στὰ σύνορά της Ἀραβίας, κι᾿ ἀπὸ τοῦτο λέγεται Θεσβίτης. Τὸν πατέρα τοῦ τὸν λέγανε Σωβάκ, ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἀαρῶν. Τὴ νύχτα ποὺ γεννήθηκε εἶδε ὁ πατέρας του πὼς πήγανε νὰ τὸν χαιρετήσουνε κάποιοι ἄνθρωποι μὲ ἄσπρα ροῦχα καὶ πὼς φασκιώσανε μὲ φωτιὰ τὸ νήπιο καὶ τοῦ δίνανε νὰ φάγει φωτιά. Σὰν μεγάλωσε, ἔγινε ἕνας ἄντρας τρομερὸς κ᾿ ἔτρεχε παντοῦ καὶ ξόρκιζε τοὺς Ἑβραίους νὰ γυρίσουνε στὸν ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ τὸν εἴχανε ἀρνηθεῖ καὶ προσκυνούσανε τὸν Βάαλ. Φωτιὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ δὲν στεκότανε μέρα-νύχτα, ἀλλὰ ὁλοένα μιλοῦσε γιὰ τὴν πίστη τ᾿ ἀληθινοῦ Θεοῦ, γιὰ τοῦτο ὀνομάσθηκε «ζηλωτής»: «Καὶ ἀνέστη Ἠλίας προφήτης ὡς πῦρ, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ὡς λαμπὰς ἐκαίετο» (Σοφ. Σειρὰχ μη´, 1 ). Φωτιὰ ἔτρωγε νήπιο, μὲ φασκιὲς ἀπὸ φωτιὰ ἤτανε τυλιγμένος, φωτιὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στόμα του, φωτιὰ ἔπεσε στὸ θυσιαστήριο μὲ τὴν προσευχή του, φωτιὰ ἔκαψε τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ἀνεβροχιὰ ἐπειδὴ τὸ ζήτησε ἀπὸ τὸ Θεό, φωτιὰ ἤτανε τ᾿ ἁμάξι ποὺ τὸν ἅρπαξε στὸν οὐρανό. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἤτανε βασιλιὰς τῶν Ἑβραίων ὁ Ἀχαάβ, ἄνθρωπος ἀσεβῆς, ποὺ προσκυνοῦσε τὸν Βάαλ, κ᾿ εἶχε γυναίκα τὴν Ἰεζάβελ, μιὰ τίγρη αἱμοβόρα ποὺ κυνηγοῦσε τὸν Ἠλία νὰ τὸν σκοτώσει, ἐπειδὴ δὲν ἔπαυε ἐλέγχοντας τὴν γιὰ τὴν ἀπιστία της καὶ γιὰ τὰ κακουργήματα ποὺ ἔκανε. Καὶ σὲ τοῦτο μοιάζει ὁ Ἠλίας μὲ τὸν Πρόδρομο, ποὺ τὸν κατάτρεχε ἡ Ἡρωδιάδα. Γιὰ νὰ φανεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸν παρακάλεσε ὁ Ἠλίας νὰ μὴ βρέξει. Καὶ σφαλίσθηκε ὁ οὐρανὸς καὶ δὲν ἔπεσε σταλαγματιὰ στὴ γῆ. Κ᾿ ἔγινε λόγος Κυρίου στὸν Ἠλία νὰ πάγει νὰ κρυφθεῖ σ᾿ ἕνα ξεροπόταμο ποὺ τὸ λέγανε Χοράθ. Κι᾿ ὁ Ἠλίας πῆγε στὸ ξεροπόταμο, καὶ τὰ κοράκια τοῦ πηγαίνανε ψωμὶ καὶ κρέας κι᾿ ἔτρωγε, κ᾿ ἔπινε ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ στεκότανε στὶς λακκοῦβες τοῦ ξεροπόταμου. Ὕστερα ἀπὸ λίγες μέρες ξεράθηκε ὁλότελα τὸ ξεροπόταμο καὶ τοῦ λέγει ὁ Θεός: «Σήκω καὶ σύρε σὲ μία πολιτεία ποὺ τὴ λένε Σάρεφθα κοντὰ στὴ Σιδώνα, κ᾿ ἐγὼ θὰ προστάξω μία χήρα γυναίκα νὰ σὲ θρέφει». Πῆγε λοιπὸν καὶ στάθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν καστρόπορτα, καὶ βλέπει μία γυναίκα ποὺ μάζευε λίγα ξυλαράκια, κ᾿ ἔκραξε ὁ προφήτης καὶ τῆς εἶπε: «Σύρε καὶ φέρε μου μιὰ στάλα νερὸ νὰ πιῶ». Καὶ πηγαινάμενη ἡ γυναίκα νὰ φέρει τὸ νερό, τῆς φώναξε ὁ Ἠλίας: «Φέρε μου καὶ λίγο ψωμὶ νὰ φάγω». Τοῦ λέγει ἡ γυναίκα: «Ὁ Θεὸς ξέρει πὼς δὲν ἔχω ἄλλο τίποτα παρὰ μονάχα μιὰ δράκα (μονοχεριά) ἀλεύρι στὴν κρήνα (σεντουκάκι) καὶ λίγο λάδι στὸ λαδικό, καὶ μαζεύω τώρα λίγα ξύλα νὰ κάνω μία μικρὴ πίτα νὰ φάγω ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου κ᾿ ὕστερα νὰ πεθάνουμε». Τότε τῆς λέγει ὁ Ἠλίας: «Μὴ φοβᾶσαι, μόνο σύρε καὶ κᾶνε καθὼς εἶπα, ἀλλὰ φέρε μου πρῶτα ἕνα κομμάτι πίτα, κ᾿ ὕστερα νὰ φᾶς ἐσὺ καὶ τὰ παιδιὰ σοὺ· γιατί, νὰ τί λέγει ὁ Κύριος: «Ἀπὸ τὸν κουβά σου δὲν θὰ λείψει τ᾿ ἀλεύρι κι᾿ ἀπὸ τὸ λαδόμπρικό σου δὲν θὰ λιγοστέψει τὸ λάδι, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ στείλω βροχὴ ἀπάνω στὴ γῆ». Πῆγε λοιπὸν ἡ γυναίκα κ᾿ ἔκανε ὅπως τῆς παράγγειλε ὁ Ἠλίας, καὶ τὸν πῆρε στὸ σπίτι της, κι᾿ ἀπὸ κείνη τὴ μέρα δὲ λιγόστεψε τ᾿ ἀλεύρι μήτε τὸ λάδι σώθηκε, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ πέρασε καιρός, ἀρρώστησε βαρειὰ ὁ γυιὸς τῆς χήρας καὶ πέθανε. Κ᾿ ἡ μάνα του ἡ καημένη, ἀπὸ τὴν πίκρα της, εἶπε στὸν Ἠλία: «Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ἦρθες στὸ σπίτι μου γιὰ νὰ τοῦ θυμίσεις τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ πάρει τὸ παιδί μου;» Τῆς λέγει ὁ Ἠλίας: «Δῶσε μου τὸ γυιό σου». Τὸν πῆρε λοιπὸν στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸν ἀνέβασε στ᾿ ἀνώγι ποὺ κοιμότανε, καὶ τὸν ἔβαλε ἀπάνω στὸ στρωσίδι ποὺ κοιμότανε ὁ ἴδιος καὶ φύσηξε τρεῖς φορὲς στὸ πρόσωπό του κ᾿ ἔκραξε στὸ Θεὸ κ᾿ εἶπε: «Ἂς γυρίσει πίσω ἡ ψυχὴ σὲ τοῦτο τὸ παιδάριο». Κ᾿ ἔγινε καθὼς εἶπε, καὶ ζωντάνεψε τὸ παιδάριο. Τότε φώναξε τὴ μητέρα του καὶ τῆς τόδωσε, λέγοντάς της: «Νά, ζεῖ πάλι ὁ γυιός σου». Κ᾿ εἶπε ἡ γυναίκα: «Τώρα κατάλαβα πὼς εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, κι᾿ ὁ λόγος του εἶναι ἀληθινὸς στὸ στόμα σου». Σὰν περάσανε τρία χρόνια, εἶπε ὁ Θεὸς στὸν Ἠλία: «Πήγαινε στὸν Ἀχαὰβ καὶ παρουσιάσου μπροστά του, καὶ θὰ δώσω βροχὴ στὸ πρόσωπο τῆς γῆς». Τράβηξε λοιπὸν ὁ Ἠλίας καὶ πῆγε στὰ μέρη τῆς Σαμάρειας, κ᾿ ἤτανε μεγάλη πείνα. Ὁ Ἀχαὰβ εἶχε ἕναν οἰκονόμο τοῦ παλατιοῦ του ποὺ τὸν λέγανε Ἀβδιού, ἄνθρωπο ποὺ πίστευε στὸ Θεὸ καὶ ποὺ προστάτευε τοὺς λίγους ποὺ προσκυνούσανε τὸν ἀληθινὸ Θεό, κ᾿ εἶχε κρύψει ἑκατὸ παπάδες σὲ δυὸ σπηλιὲς καὶ τοὺς ἔθρεφε κρυφά. Εἶπε λοιπὸν μία μέρα ὁ βασιλιὰς στὸν Ἀβδιοὺ νὰ βγοῦνε μαζὶ στὸν κάμπο ἴσως βροῦνε λίγο χορτάρι γιὰ τ᾿ ἄλογά τους νὰ μὴν ψοφήσουνε. Ὁ Ἀχαὰβ τράβηξε ἀλλοῦ, κι᾿ ὁ Ἀβδιοὺ τράβηξε σ᾿ ἄλλο μέρος. Καὶ κεῖ ποὺ περπατοῦσε ὁ Ἀβδιού, βλέπει τὸν Ἠλία, καὶ σὰν τὸν εἶδε τὸν γνώρισε κ᾿ ἔπεσε χάμω καὶ τὸν προσκύνησε κ᾿ εἶπε: «Ἐσὺ εἶσαι, ἀφέντη μου, ὁ Ἠλίας;» Τοῦ λέγει ὁ προφήτης: «Ἐγὼ εἶμαι· μόνο σύρε καὶ πὲς στὸν ἀφέντη σου τὸν Ἀχαὰβ πὼς θέλω νὰ τὸν ἀνταμώσω». Κι᾿ ὁ καημένος ὁ Ἀβδιοὺ στενοχωρέθηκε καὶ τοῦ λέγει: «Ἀφέντη μου, τόσο ἀψηφᾶς τὴ ζωή σου καὶ θέλεις νὰ δεῖς τὸν Ἀχαάβ; Αὐτὸς δὲν ἄφησε τόπο ποὺ νὰ μὴ στείλει νὰ σὲ ζητήσει. Καὶ καλὰ νὰ πάγω νὰ τοῦ πῶ πὼς τὸν θέλεις, μὰ ἂν ἔρθει τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἁρπάξει καὶ δὲν σὲ βρεῖ ὁ Ἀχαὰβ καὶ πεῖ πὼς τοῦ εἶπα ψέματα, θὰ μὲ σκοτώσει». Τοῦ λέγει ὁ Ἠλίας: «Στ᾿ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, πήγαινε νὰ κάνεις ὅπως σοῦ εἶπα καὶ μὴ φοβᾶσαι». Κι᾿ ὁ Ἀβδιοὺ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν Ἀχαάβ. Καὶ σὰν εἶδε ὁ βασιλιὰς ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἠλία, τοῦ φώναξε: «Ἐσὺ εἶσαι ποὺ παραπλανᾶς τὸ λαό;» Τοῦ λέγει ὁ Ἠλίας: «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ποὺ παραπλανῶ τὸ λαό, ἀλλὰ ἐσὺ κ᾿ οἱ δικοί σου ποὺ ἀρνηθήκατε τὸν Κύριο καὶ προσκυνᾶτε τὸν Βάαλ. Λοιπὸν στεῖλε τώρα καὶ σύναξε ὅλους τοὺς παπᾶδες τῶν εἰδώλων, τοὺς παπάδες τῆς ντροπῆς, νἄρθουνε στὸ βουνὸ Καρμήλι». Κι᾿ ὁ βασιλιὰς ἔκανε ὅπως τοῦπε ὁ Ἠλίας. Καὶ σὰν μαζευθήκανε οἱ ἀλλαξόπιστοι, γυρίζει καὶ τοὺς λέγει ὁ Ἠλίας: «Ὡς πότε θὰ κουτσαίνετε πότε ἀπάνω στόνα ποδάρι καὶ πότε ἀπάνω στάλλο; Ἂν εἶναι θεὸς ὁ Κύριος, πηγαίνετε ξοπίσω του, κι᾿ ἂν εἶναι θεὸς ὁ Βάαλ, πηγαίνετε μαζί του». Κι᾿ ὁ λαὸς δὲν εἶπε τίποτα. Τοὺς λέγει πάλι ὁ Ἠλίας: «Ἐγὼ ἀπόμεινα ὁλομόναχος προφήτης τοῦ Θεοῦ, κ᾿ οἱ παπάδες ποὺ προσκυνᾶνε τὸν Βάαλ εἶναι χίλιοι διακόσοι. Φέρτε λοιπὸν δυὸ μοσχάρια, κι᾿ ἂς πάρουμε ἀπὸ ἕνα κι᾿ ἂς τὰ σφάξουμε κι᾿ ἂς κάνουμε προσευχή, ὁ καθένας στὸ θεό του, κι᾿ ὅποιος θεὸς ρίξει φωτιὰ καὶ κάψει τὸ βόδι, ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀληθινὸς θεός». Κι᾿ ὁ λαὸς φώναξε: «Σωστὸς εἶναι ὁ λόγος σου». Πήρανε λοιπὸν τὸ ἕνα τὸ βόδι οἱ χοτζάδες τοῦ Βάαλ καὶ κάνανε θυσιαστήριο καὶ τὸ σφάξανε καὶ τριγυρίζανε γύρω ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ μεσημέρι καὶ βγάζανε μεγάλες φωνὲς καὶ λέγανε: «Ἄκουσέ μας, Βάαλ, ἄκουσέ μας καὶ ρίξε φωτιά». Μὰ ἀδιαφόρετα. Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἠλίας: «Φωνάξετε πιὸ δυνατά, γιατὶ μπορεῖ ὁ θεός σας νὰ κοιμᾶται ἢ νἄχει πιάσει κουβέντα». Καὶ κεῖνοι κράξανε καὶ ἱδρώνανε καὶ κόβανε τὰ κρέατά τους μὲ τὰ μαχαίρια καὶ μὲ τὰ χαντζάρια, ὡς τὴν ὥρα ποὺ κόντευε νὰ βασιλέψει ὁ ἥλιος. Τότε τοὺς λέγει ὁ Ἠλίας: «Παραμερίσατε νὰ κάνω κ᾿ ἐγὼ τὴν προσευχή μου». Πῆρε δώδεκα πέτρες, κατὰ τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ, κ᾿ ἔχτισε θυσιαστήριο, κ᾿ ἔσκαψε λάκκο βαθὺν ὁλόγυρα, καὶ λιάνισε τ᾿ ἄλλο βόδι καὶ τὄβαλε ἀπάνω στὰ ξύλα καὶ λέγει στὸ λαό: «Πάρετε τέσσερες καρδάρες νερὸ καὶ χύσετέ τις ἀπάνω στὸ βόδι καὶ στὶς σχίζες τὰ ξύλα». Καὶ τὸ κάνανε. Κ᾿ εἶπε: «Δευτερώσατε!» καὶ δευτερώσανε. Κ᾿ εἶπε: «Τριτέψετε» καὶ τριτέψανε. Καὶ γέμισε νερὸ ὁ λάκκος καὶ ξεχείλισε. Καὶ τότε γύρισε ὁ Ἠλίας κατὰ τὸν οὐρανὸ κ᾿ εἶπε: «Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ἄκουσέ με σήμερα καὶ ρίξε φωτιά, γιὰ νὰ γνωρίσει ἐτοῦτος ὁ λαὸς πὼς ἐσὺ εἶσαι Κύριος ὁ ἀληθινὸς Θεός, καὶ πὼς ἐγὼ εἶμαι δοῦλος δικός σου, καὶ πὼς γιὰ σένα ἔκανα ὅ,τι ἔκανα. Ἄκουσέ με, Κύριε, ἄκουσέ με καὶ ρίξε φωτιά, γιὰ νὰ καταλάβει ὁ λαὸς ὅτι εἶσαι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινὸς καὶ πὼς ἐσὺ γύρισες τὴν καρδιὰ τοῦ πρὸς ἐσένα». Καὶ παρευθὺς ἔπεσε φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ κατάφαγε τὸ βόδι, τὰ ξύλα καὶ τὸ νερὸ καὶ τὶς πέτρες, ἀκόμα καὶ τὸ χῶμα ἔγλειψε ἡ φωτιά. Τότε ὁ λαὸς ἔπεσε καὶ προσκύνησε καὶ φώναξε: «Ἀληθινὰ αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός». Κι᾿ ὁ Ἠλίας ἔφυγε ἀπὸ κεῖ, ἐπειδὴ ἡ Ἰεζάβελ ἔστειλε νὰ τὸν σκοτώσουνε, καὶ τράβηξε μέσα ἀπὸ βουνὰ καὶ πέτρες νὰ πάγει στὸ βουνὸ Χωρήβ, ποὺ εἶναι κολλημένο μὲ τὸ Σινᾶ. Κι᾿ ἀπὸ τὴν κούραση ἔπεσε μισοπεθαμένος καὶ κοιμήθηκε κάτω ἀπὸ ἕνα δεντρὶ ποὺ τὸ λέγανε οἱ ντόπιοι ραθμᾶν κ᾿ οἱ Ἕλληνες τὸ λέγανε ἄρκευθο, κ᾿ εἶναι σὰν τὸ κέδρο. Καὶ πῆγε ἕνας ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: «Σήκω καὶ φάγε, γιατὶ ἔχεις πολὺν δρόμο νὰ πάρης». Καὶ σὰν σηκώθηκε, εἶδε κοντὰ στὸ μέρος ποὖχε βάλει τὸ κεφάλι του, ἕνα κριθαρόψωμο κ᾿ ἕνα λαγήνι νερό, κ᾿ ἔφαγε κι᾿ ἀποκοιμήθηκε πάλι. Τρεῖς φορὲς τὸν σήκωσε ὁ ἄγγελος. Καὶ φτάνοντας στὸ Χωρήβ, βρῆκε ἕνα σπήλαιο κοντὰ στὸ μέρος ποὺ εἶχε δεῖ τὸν βάτο ὁ Μωυσῆς ὁποὺ ἄναβε χωρὶς νὰ καίγεται, καὶ μπῆκε μέσα. Κι᾿ ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέγει: «Τί κάθεσαι αὐτοῦ, Ἠλία;» Κ᾿ εἶπε ὁ Ἠλίας: «Ἀγάπησε ἡ ψυχή μου τὸν Κύριο Παντοκράτορα, γιατὶ σὲ ἀφήσανε οἱ γυιοὶ τοῦ Ἰσραήλ, γκρεμνίσανε τὶς ἐκκλησίες σου, σκοτώσανε τοὺς παπάδες σου, κ᾿ ἐγὼ ἀπόμεινα καταμόναχος καὶ ζητᾶνε νὰ πάρουνε τὴ ζωή μου». Τοῦ λέγει ὁ Κύριος: «Αὔριο θἄβγεις νὰ σταθεῖς μπροστά μου στὸ βουνὸ ἐτοῦτο καὶ θὰ σηκωθεῖ ἄνεμος δυνατός, ποὺ θὰ χαλᾶ τὰ βουνὰ καὶ τὶς πέτρες, ἀλλὰ δὲν θἆμαι ἐκεῖ μέσα· ὕστερα θὰ γίνει σεισμός, μὰ κ᾿ ἐκεῖ δὲν θάμαι· κ᾿ ὕστερα θὰ γίνει φωτιά, κι᾿ οὔτε ἐκεῖ θἆμαι· κ᾿ ὕστερα θὰ σφυρίξει ἕνα λεπτὸ ἀγέρι, κ᾿ ἐκεῖ θἆμαι». Καὶ σὰν τἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἠλίας, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ καὶ σκέπασε τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν προβιὰ ποὺ φοροῦσε. Κι᾿ ἄκουσε πάλι τὴ φωνὴ καὶ τὸν πρόσταξε νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ πάγει στὴ Δαμασκό. Κ᾿ ἔπιασε νὰ περπατᾶ στὴν ἔρημο σὰν ἀγρίμι. Καὶ φτάνοντας στὴν Παλαιστίνη, εἶδε ἕνα ζευγολάτη ποὺ ὄργωνε τὸ χωράφι του, κι᾿ ὁ Ἠλίας ἔρριξε τὴ γούνα τοῦ ἀπάνω του. Κι᾿ ὁ ξοχάρης ἄφησε τ᾿ ἀλέτρι καὶ τὰ βόδια καὶ πῆγε μαζὶ μὲ τὸν Ἠλία. Αὐτὸς ἤτανε ὁ Ἐλισσαῖος ποὺ γίνηκε μαθητής του, καὶ καταστάθηκε μέγας προφήτης, καὶ δὲν ἀποχωρισθήκανε ὡς τὴ μέρα ποὺ ἅρπαξε τὸ δάσκαλό του ἕνα πύρινο ἁμάξι, καὶ τοὔριξε τὴ γούνα του μὲ τὴν ὁποία χτύπησε τὸν Ἰορδάνη καὶ πέρασε χωρὶς νὰ βραχεῖ. Ὁ προφήτης Ἠλίας εἶναι πολὺ τιμημένος ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Ὅπου νὰ πᾶς θὰ δεῖς ρημοκλήσια του ἀπάνω στὶς κορφὲς τῶν βουνῶν, ἀπὸ τὰ μικρὰ ὡς τὰ μεγάλα. Ὁ ἅγιος Νικόλας φυλάγει τὴ θάλασσα κι᾿ ὁ προφήτης Ἠλίας τὰ βουνά. Μέσα στὰ ρημοκλήσια τοῦ εἶναι ζωγραφισμένος ἀπὸ κείνους τοὺς παληοὺς μαστόρους σὰν τσομπάνος μὲ τὴ φλοκάτα, μὲ μαλλιὰ καὶ γένια ἀνακατεμένα καὶ στριφτὰ σὰν ἀγριόπρινος, γερακομύτης σὰν ἀητός, μὲ μάτια φλογερά. Κάθεται ἀπάνω σὲ μιὰ πέτρα, μπροστὰ σὲ μιὰ σπηλιά, σὰν τὸ ὄρνιο στὴ φωλιά του. Ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι του στὴν ἀπαλάμη του, καὶ κοιτάζει κατὰ πίσω, σὰν νὰ ἀκούγει τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ μιλᾶ μέσα σὲ κεῖνα τὰ ἄσπλαχνα κράκουρα. Ἀπὸ πάνω του πετᾶ ὁ κόρακας μ᾿ ἕνα κομμάτι κρέας, καὶ χυμίζει κατὰ κάτω νὰ τοῦ τὸ δώσει. Ὅπως εἶναι ζωγραφισμένος μέσα στὸ ρημοκλήσι του, θαρρεῖς πὼς βρίσκεσαι ἀληθινὰ μέσα στὴ σπηλιά του, καὶ ἀκοῦς τὸν ἀγέρα ποὺ βουΐζει στὰ χορτάρια καὶ τὰ ὄρνια ποὺ κράζουνε κόβοντας γύρους ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ βουνό. Κανένα παμπάλαιο θυμιατήρι εἶναι κρεμασμένο δίπλα τοῦ ἀπάνω στὸν καπνισμένον τοῖχο, κανένα κερὶ σβηστὸ στέκεται μπηγμένο στὸν ἄμμο σ᾿ ἕνα μανουάλι βουνίσιο σὰν τὸν ἅγιο ποὺ εἶναι ὁ νοικοκύρης ἐκείνου τοῦ ρημοκλησιοῦ. Κάθε χρόνο, στὶς 20 Ἰουλίου, ἔρχουνται ἀποβραδὺς οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τὸ χωριὸ μὲ τὸν παπά, καὶ τὸν προσκυνᾶνε τὸν προφήτη Ἠλία, ἀνάβουνε τὰ καντήλια, θυμιάζουνε, καὶ ψέλνει κανένας γέρος καὶ λέγει τὰ στιχηρὰ τῆς μνήμης του, καὶ κεῖνος ἀκούγει μὲ τὸ ἄγριο κεφάλι του ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κι᾿ ὁ κόρακας βαστᾶ τὸ ἴσιο μὲ τὴ βραχνὴ φωνή του: «Χαίροις ἐπίγειε Ἄγγελε καὶ οὐράνιε ἄνθρωπε, Ἠλία μεγαλώνυμε. Χαίροις Ἠλία ζηλωτά, τῶν παθῶν αὐτοκράτωρ. Ὢ τοῦ θαύματος! Ὁ πήλινος ἄνθρωπος, οὐρανοὺς τοῦ βρέχειν ὑετὸν οὐκ ἔδωκεν, καὶ οὐρανοὺς ἀνατρέχει ἐν πυρίνῳ ἄρματι». Καὶ τὴν ἄλλη μέρα, ἅμα τελειώσει ἡ λειτουργία, φεύγουνε οἱ ἄνθρωποι, κι᾿ ὁ Ἠλίας κάθεται πάλι ὁλομόναχος «μονώτατος», βουβός, τυλιγμένος στὴν προβιά του, σὰν ἀγιούπας κουρνιασμένος. Χιλιάδες χρόνια κάθεται ἔτσι, ἄλλες πολλὲς θὰ κάθεται, «ἕως τοῦ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανή». (ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996) |