ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ"(2ον Μέρος)
Κεφάλαιο Α΄ - Η διόρθωσις του Ιουλιανού ημερολογίου το 1924
Ουδέν μεμπτόν υπάρχει σε αυτό το υποκεφάλαιο. Όλα όσα αναφέρονται έτσι έχουν.
Το υποκεφάλαιο αυτό αρχίζει με την αναφορά δύο αποτυχημένων προσπαθειών για συζήτηση (ούτε καν ενεργειών
για αλλαγή) περί της μεταρρυθμίσεως του ημερολογίου, που έγιναν η πρώτη
το 1324 επί αυτοκράτορος Ανδρονίκου και η δεύτερη το 1902 επί
πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄, οι οποίες και απέτυχαν για έναν και κύριο
λόγο, όπως παραδέχεται και ο συγγραφέας: για να μην προκληθεί στο
πλήρωμα της Εκκλησίας ταραχή, διάσταση, μερισμός, δηλαδή σχίσμα.
Παρόλα αυτά ο συγγραφέας αμέσως μετά φαίνεται να προσπαθεί να δικαιολογήσει την καινοτομούσα Εκκλησία της Ελλάδος όταν γράφει “την
αλλαγή του ημερολογίου αναγκάσθηκε εντός του έτους να αποφασίση και η
Εκκλησία προκειμένου να παύση η σύγχυσις του πιστού λαού λόγω της
χρήσεως διπλού ημερολογιακού συστήματος στην Ελληνική επικράτεια”. Δηλαδή
ο φόβος για την, εκ της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως, ταραχής στο
πλήρωμα της Εκκλησίας, που εκδηλώθηκε μέσα σε αυτά 600 χρόνια
τουλάχιστον δύο φορές (1324 και 1904), αλλά και άλλες, ξαφνικά εξέλιπε
το 1924 και πλέον η δήθεν σύγχυσις που επέφερε η αποδοχή του Γρηγοριανού
ημερολογίου από την Πολιτεία ήταν ανώτερη αυτού; Για ποια σύγχυση όμως
μιλάμε; Για ένα χρόνο (1923-1924), και μάλιστα τον πρώτο χρόνο μιας
τέτοιας κατάστασης, όπου κάθε αρχή και δύσκολη, η μεγάλη σύγχυση που
προήλθε από την χρήση των δύο ημερολογίων (γρηγοριανού για την Πολιτεία
και ιουλιανού για την Εκκλησία) ήταν ουσιαστικά ότι… εορτάστηκε η
πρωτοχρονιά προ των Χριστουγέννων[1][1]!
Ω ποία σύγχυσις! Τι μας ενδιαφέρει αν σκανδαλιστούν οι πιστοί, αν
δημιουργηθούν ταραχές, αν υπάρξει διάσταση, αν δημιουργήσουμε σχίσμα,
αρκεί να εκλείψει αυτή η… σύγχυσις, μια σύγχυση που οι Εκκλησίες της
Σερβίας και της Ρωσίας, αντιμετωπίζουν χωρίς κανένα πρόβλημα έναν αιώνα
κοντά, προς καταισχύνη των ψευδώς υποστηριζόντων ότι η αλλαγή του
εορτολογίου στην Εκκλησία της Ελλάδος έγινε για… κοινωνικούς λόγους,
ήτοι για να μην υπάρχει… σύγχυσις.
Συνεχίζοντας διαβάζουμε πιο κάτω ότι “η
Εκκλησία λοιπόν δεν δεχόταν το Γρηγοριανό ημερολόγιο, το οποίο
προσέκρουε στις περί του Πάσχα διατάξεις της Εκκλησίας, αλλά το νέο,
διορθωμένο, Ιουλιανό, το οποίο ταυτιζόταν μεν με το Γρηγοριανό στις
ημερομηνίες των ακινήτων εορτών, διέφερε όμως ριζικά από αυτό, όσον
αφορά το Πασχάλιο”.
Εδώ πρέπει να εξεταστούν δύο ζητήματα:
α) το χιλιοειπωμένο επιχείρημα ότι είναι άλλο
το Γρηγοριανό ημερολόγιο και άλλο το νέο διορθωμένο Ιουλιανό και
β) το θέμα της αλλαγής του Πασχαλίου, εφόσον αμέσως παρακάτω και προς τιμήν του ο συγγραφέας παραδέχεται τα εξής: “Φυσικά
κανείς δεν μπορεί να αρνηθή, το ότι η διόρθωσις αυτή του ημερολογίου
έθιγε έμμεσα το Πασχάλιο, καθώς ο εορτασμός του Πάσχα και των λοιπών
κινητών εορτών σε νέες ημερομηνίες δημιουργούσε αρκετές κυρίως
λειτουργικές και τυπικολογικές επιπτώσεις. Το Πάσχα π.χ. θα εορταζόταν
πλέον και κατά τον μήνα Μάιο, ενώ η Κυριακή των αγίων Πάντων ακόμη και
κατά τον μήνα Ιούλιο, με αποτέλεσμα να εκμηδενίζεται στις συγκεκριμένες
περιπτώσεις η νηστεία των αγίων Αποστόλων”.
α)
Είναι αλήθεια πως η Εκκλησία της Ελλάδος μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν
προσέλαβε το Γρηγοριανό ημερολόγιο λόγω της αλχημείας περί
«διορθωμένου» Ιουλιανού, το οποίο δεν ήταν τίποτε άλλο ουσιαστικά και
πρακτικά, παρά η παραδοχή του Γρηγοριανού στις ακίνητες εορτές. Η πρώτη
διαφορά που θα προκύψει στην πράξη μεταξύ του Γρηγοριανού και του
«διορθωμένου» Ιουλιανού, θα είναι η διαφορά μίας ημέρας, που θα συμβεί
το… 2800 μ. Χ.! Τότε θα φανεί πως το «διορθωμένο» Ιουλιανό είναι
ακριβέστερο επιστημονικά...
Ο πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (Το εκκλησιαστικόν ημερολόγιον ως κριτήριον της Ορθοδοξίας – 1/7/1935) γράφει:
"Κατ΄
αρχήν δεν δύναται να γίνη λόγος περί διορθώσεως του Ιουλιανού
ημερολογίου, διότι η αφαίρεσις εκ τούτου 13 ημερών δεν προσέδωκεν εις
αυτό την ιδιότητα του τελείου και ακριβούς ούτως ώστε ο Μακαριώτατος να
λέγη ότι διόρθωσε το λάθος τούτου. Άλλωστε η τελεία και ακριβής
διαίρεσις του χρόνου δεν δύναται να καθορισθή εφ’ όσον υπό της
Αστρονομικής και Μαθηματικής Επιστήμης δεν εξευρίσκεται η τελεία ακριβής
ισημερία του χρόνου. Και εφ’ όσον η URBI ET ORBI διατυμπανιζομένη
υπό του Μακαριωτάτου διόρθωσις του Ιουλιανού ημερολογίου, δεν
κατέστησεν αυτό διά της αφαιρέσεως των 13 ημερών εξ αυτού τέλειον και
ακριβές, αλλά προσέδωκεν εις τούτο δια της τροποποιήσεως ταύτης τα
ιδιάζοντα χαρακτηριστικά και διακριτικά γνωρίσματα του Γρηγοριανού
ημερολογίου, ερωτώμεν τον αμερόληπτον και απροσωπόληπτον κριτήν,
πλανάται εάν δεν σοφιστεύεται ή ου ο Μακαριωτατος όταν λέγη ότι
δεν εδέχθη το Γρηγοριανόν, αλλά διόρθωσε το Ιουλιανόν ημερολόγιον; Αφού
συμβαδίζει ο Μακαριώτατος όσον αφορά τα έτη, τους μήνας, τας εβδομάδας,
τας ημέρας και τας ώρας με το Γρηγοριανόν και όχι το ανύπαρκτον
διωρθωμένον Ιουλιανόν ημερολόγιον, δύναται σοβαρώς και αληθώς να
διϊσχυρισθή, ότι δεν προσέλαβεν το Γρηγοριανόν ημερολόγιον αφού
παρεδέχθη και εφήρμοσεν εν τη Εκκλησία το χρονόμετρον τούτου; Ο
διϊσχυρισμός ούτος του Μακαριωτάτου είναι παρόμοιος προς τον
διϊσχυρισμού εκείνου όστις διατείνεται ότι το όνομα Κώστας δεν είναι το
ίδιον με το όνομα Κωνσταντίνος και ότι το όνομα Γιάννης δεν είναι το
αυτό με το όνομα Ιωάννης".
Και ο Λεοντοπόλεως (μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας) Χριστόφορος γράφει (Ημερολογιακά, Αλεξάνδρεια
1925, σελ. 25-26):
"Ως
προς μεν την υπάρχουσαν διαφοράν μεταξύ του Γρηγοριανού ημερολογίου και
του ημερολογίου, το οποίον χρησιμοποιούσιν οι παρ’ ημίν
νεοημερολογιακοί, μη ευμοιρούντες ημείς ειδικής μορφώσεως, ομολογούμεν,
ότι δεν δυνάμεθα να εύρωμεν που υπάρχει η διαφορά μεταξύ των δύο
ημερολογίων, αφού κατά 13 ημέρας αμφότερα προηγούνται του Ιουλιανού, και
κατά την αυτήν ημέραν εορτάζουσι τας αρχαίας ακινήτους εορτάς των οι
μεταρρυθμισταί». Και πιο κάτω «Εν
τούτοις, μολονότι οι νεοημερολογιακοί φρονούσιν ότι το ημερολόγιον
αυτών είνε διάφορον του Γρηγοριανού, οι Καθολικοί, αναγνωρίζοντες εις το
μετερρυθμισένον ημερολόγιον των Ορθοδόξων αυτό το ιδικόν των, καυχώνται
πανταχού,ότι κατόρθωσαν επί τέλους, καίτοι αργά να πείσωσι τους
Ορθοδόξους Έλληνας να καθολικίζωσι, τουλάχιστον κατά το ημερολόγιον…".
Όποιος
διαβάσει τα επίσημα έγγραφα των συνεδριάσεων για το ημερολογιακό, τόσο
της Εκκλησίας της Ελλάδος επί Μελετίου Μεταξάκη και Χρυσοστόμου
Παπαδόπουλου (Αρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία), όσο
και της Πατριαρχικής επιτροπής υπό την προεδρία του Βιζύης Ανθίμου (περιοδικό «Νέος Ποιμήν» 1922, τ.3-4-5), αλλά και του «Πανορθοδόξου» συνεδρίου επί Μελετίου Μεταξάκη (Πρακτικά και
αποφάσεις, Κων/πολη 1923), θα καταλάβει ότι το δήθεν «διορθωμένο» Ιουλιανό, ήταν ένας δόλιος τρόπος για να επιτευχθεί
η εορτολογική συμφωνία μετά των ετεροδόξων της Δύσεως, που επιθυμούσαν
τόσο οι νεωτεριστές πρωτεργάτες της καινοτομίας αυτής, όσο και οι
ετερόδοξοι.
β)
Ως προς το Πασχάλιο θαυμάζουμε το μέγεθος της υποκρισίας των
νεωτεριστών. Από τη μία και για να καθησυχάσουν τις φωνές διαμαρτυρίας
ισχυρίζονται ότι δεν άλλαξαν το Πασχάλιο, από την άλλη όμως θεωρούν
απαραίτητη μελλοντικά την αλλαγή του Πασχαλίου για να συμβαδίζει δήθεν
με το πνεύμα των κανόνων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, και με την
πραγματική ισημερία. Ας αφήσουμε όμως τον σοφό Τραπεζούντιο διδάσκαλο Σεβαστό Κυμινήτη να απαντήσει (δες το πρωτότυπο κείμενο στο βιβλίο του «Εορτολόγιον», Ιούνιος 1701, σελ. 65-67):
"Όμως
οι θειότατοι Πατέρες της πρώτης Συνόδου αν και ήξεραν καλά αυτή τη
διαφορά της ισημερίας, πως λίγο λίγο έρχεται προς τα πίσω, λόγω της
συνεχής προσθήκης της ημέρας του δισέκτου έτους, παρόλα αυτά όρισαν αυτή
την εαρινή ισημερία να κρίνεται και να λογαριάζεται πάντοτε όπως
βρέθηκε τότε στον καιρό τους, κατά την 21η Μαρτίου· και να μην
ανεβοκατεβαίνει πλέον έξω από αυτή την ημέρα.
Όσο
για το άγιον Πάσχα να εορτάζεται πάντοτε από όλους μαζί ταυτοχρόνως και
την αυτή του αυτού μηνός ημέρα, είτε Μαρτίου, είτε Απριλίου, για να μην
γίνει σύγχυση και διαφορά στα μέρη της Εκκλησίας που βρίσκονται σε όλη
την οικουμένη, από την αλλαγή της ισημερίας που προέρχεται όπως είπαμε
από την προσθήκη της ημέρας του δισέκτου.
Αν
και στις μέρες μας κατέβηκε η ισημερία πολύ πιο κάτω, στις 10 Μαρτίου,
όπως οι νεώτεροι με ακριβέστερη παρατήρηση δείχνουν – και γι’ αυτή την
αιτία έκαναν την διόρθωση του Καλενδαρίου και έφεραν την ισημερία πάλι
στην 21 Μαρτίου-, όπως ήταν στον καιρό της πρώτης Συνόδου (με το να
φέρουν πίσω το Μάρτιο, και ακολούθως όλους τους μήνες, δέκα μέρες),
εμείς σε αυτό δεν τους ακολουθούμε! Ούτε τολμούμε ποτέ να παραβούμε τον
Όρο των θείων εκείνων Πατέρων, να φανούμε εμείς διακριτικότεροι από τους
θεοσόφους και αγίους εκείνους Πατέρες, να κάνουμε εμείς διόρθωση όπου
εκείνοι δεν τόλμησαν να την κάνουν.
Επειδή
ακόμη και αν ήταν εύλογος αυτή η διόρθωση θα την έκαναν προηγουμένως
εκείνοι. Και ή θα τραβούσαν πίσω δύο μέρες τον Μάρτιο (σημ. θα πρόσθεταν δύο μέρες δηλαδή),
για να ανεβάσουν πάνω την ισημερία και να την φέρναν στις 23, όπως ήταν
στην εποχή του Χριστού, ή θα τραβούσαν παραπάνω τον Μάρτιο, να την
κατεβάσουν στις 15 Μαρτίου, όπως ήταν στην αρχή στην εποχή του Αδάμ.
Όμως εκείνοι ούτε την ανέβασαν, ούτε την κατέβασαν, αλλά την άφησαν εκεί
που την βρήκαν στις 21 Μαρτίου, για την αιτία που είπαμε παραπάνω. Για
να μην προξενήσουν σύγχυση και διάσπαση στα μέρη και μέλη της Εκκλησίας,
όπως το έπαθαν οι διακριτικότεροι εκείνων Λατίνοι, οι οποίοι για μια
χρονική διόρθωση χωρίσθηκαν και αποκόπηκαν μαζί με τα άλλα και κατά το
καλενδάριον από ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας, ως σχισματικοί και
αυτάρεσκοι και αυτοκέφαλοι που είναι.
Για
αυτό λέω δεν μπορούμε εμείς να παραβαίνουμε τη γνώμη και κρίση των
θείων εκείνων Πατέρων, να πέσουμε και μεις στο αυτό αμάρτημα των
Λατίνων· για να μην λάβουμε στην ψυχή μας αντί κέρδους ζημία, όπως οι
Λατίνοι".
Σοφότεροι
των Πατέρων λοιπόν οι Μεταξάκηδες, Παπαδόπουλοι, Άνθιμοι, Γερμανοί,
Δωρόθεοι και λοιποί. Για κάτι τέτοιους «πατέρες» έγραφε και ο Άγιος
Νικηφόρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: «Σοφούς δέ χειροτονούσιν
εαυτούς οι σαρκοφιλόσοφοι και παρά των σπουδαστών εξιούσι καλείσθαι
θεολόγοι οι κενολόγοι και Χρυσόστομοι οι αισχρόστομοι» (P.G. 100, 557).
Και
πάλι προς τιμήν του ο συγγραφέας παραδέχεται τα μειονεκτήματα της
ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως, τα οποία κατά την άποψίν του είναι:
α) η ρήξη της ενότητας και η εξ αυτής σύγχυση,
β) η βιασύνη για την πραγματοποίησή της με σκοπό να εξυπηρετηθούν
πολιτικοοικονομικοί σκοποί,
γ) η βεβιασμένη και άνευ διαφωτίσεως και συζητήσεως πραγμάτωσή της και
δ) η άνευ κοινής συμφωνίας όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών αποδοχή της.
Το υποκεφάλαιο όμως αυτό κλείνει με μία πρόταση παγίδα: “η ημερολογιακή μεταρρύθμισις δεν προσέκρουε στα δόγματα της πίστεως”.
Το αν προσέκρουε ή όχι και σε ποιο δόγμα, θα προσπαθήσουμε να το δείξουμε παρακάτω στο επίμαχο κεφάλαιο.
Εδώ
απλά βλέποντας τα παραπάνω, τα οποία αποδέχονται όλοι οι εχέφρονες ως
μειονεκτήματα, εγείρεται δικαίως το ερώτημα: “μα γιατί τόση σπουδή και
βιασύνη για να γίνει η αλλαγή;”. Ποιοι ήταν πράγματι οι λόγοι της
μεταρρυθμίσεως αυτής;
Ήταν
οι κοινωνικοί λόγοι, δηλαδή είτε η αποφυγή της σύγχυσης των δύο
ημερολογίων, που επικαλείται ο τότε αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος
Παπαδόπουλος, είτε οι πιέσεις της Πολιτείας, που αναφέρει ο
αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης; Ούτε το πρώτο δικαιολογεί
τέτοια βιασύνη, ούτε το δεύτερο μας πείθει ιδιαιτέρως, λόγω των
στοιχείων που έχουμε και θα παραθέσουμε παρακάτω.
Ήταν
οι επιστημονικοί λόγοι, δηλαδή η ατέλεια του Ιουλιανού ημερολογίου; Μα
και οι Πατέρες της εν Νικαία Α΄ Συνόδου γνώριζαν το σφάλμα του
ημερολογίου, πάνω σε αυτό όμως καθόρισαν το Πασχάλιο το οποίο όρισαν
αιώνιο και αμετακίνητο. Όπως γράφει και πάλι χαρακτηριστικά ο Σεβαστός
Κυμινήτης (βλ. ανωτ. σελ. 179): "Είναι
ποτέ δυνατόν σε μας να παραβαίνουμε την γνώμη και την κρίση των θείων
εκείνων Πατέρων και να κάνουμε εμείς αυτή τη διόρθωση και να μην
προξενήσουμε σύγχυση και διάσπαση στην παγκόσμια του Χριστού Εκκλησία;
Όπως το έπαθαν οι νεωτεριστές Λατίνοι, ως αυτοκέφαλοι και αυτάρεσκοι.
Και γι’ αυτή τη διόρθωση που έκαναν και εξέδωσαν κοινή απόφαση στην
Εκκλησία, χωρίς κοινή Σύνοδο, και γι’ αυτήν τους την αυτοκεφαλία,
αποκόπηκαν και χωρίσθηκαν αυτοβούλως από την καθολική του Χριστού
Εκκλησία".
Κι
αν τάχα οι υπερόπτες καταφρονητές των Αγίων Πατέρων κόπτονταν τόσο πολύ
για την επιστημονική ορθότητα του ημερολογίου γιατί δεν προέκριναν νέο
τελειότερο ημερολόγιο αφού γνώριζαν καλώς ότι και το «διορθωμένο»
Ιουλιανό ήταν ατελές; Μήπως τελικά ο σκοπός τους ήταν ο συνεορτασμός των
εορτών, κινητών και ακινήτων, με τους Δυτικούς, ως πρώτο βήμα και
απαραίτητη προϋπόθεση για την «ένωση των εκκλησιών»; Βεβαιότατα! Και
προς απόδειξη αυτού παραθέτω ενδεικτικά τα εξής στοιχεία στον
καλοπροαίρετο αναγνώστη:
α)
Από την Πατριαρχική Εγκύκλιο του 1920. Η προσέγγιση των Εκκλησιών θα
γίνει «διά της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν
των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών».
β)
Από την Πατριαρχική επιτροπή του 1922. Το μέλος της επιτροπής καθηγητής
Γ. Λιαννόπουλος απέδειξε ότι εκ των τριών ηλιακών ημερολογίων, το
Ιουλιανό και το Περσικό είναι ανώτερα του Γρηγοριανού. Αυτή η
επιστημονική γνώμη μάλλον δεν εξυπηρετούσε όμως τον σκοπό ο οποίος ήταν ο
κοινός εορτασμός, όπως προείπαμε, τόσο στις ακίνητες, όσο και στις
κινητές εορτές, δηλαδή στο Πασχάλιο. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να
γίνει χωρίς αντίδραση η παραδοχή του Γρηγοριανού Πασχαλίου, συζητήθηκε
και η μονιμοποίηση της εορτής του Πάσχα (να γίνει δηλαδή ακίνητη εορτή),
για την οποία ο Βιζύης Άνθιμος γνωμοδότησε (Νέος Ποιμήν, 1922, τ.
3-4-5, σελ. 234-236): «Η προτεινόμενη μονιμοποίησις της εορτής του θείου
Πάσχα σκοπούσα αναμφισβήτως το μεν εις την επίτευξιν της ταυτοχρόνου παρά πάντων των χριστιανικών λαών πανηγύρεως
της μεγίστης ταύτης του Χριστιανισμού εορτής και των εξ αυτής
εξαρτωμένων εορτών, το δε την άρσιν των υφισταμένων διά την εύρεσιν της
εορτής ταύτης δυσχερειών και τον καθορισμόν αυτής εν ωρισμένη ημέρα του
μηνός είναι ομολογουμένως σκόπιμος και επωφελής. Από οποιασδήποτε δε
απόψεως, είτε εκκλησιαστικής, είτε κοινωνικής και αν εξετασθή σήμερον η προκειμένη πρότασις, ουδείς δύναται να διαμφισβητήση ότι αύτη αποτελεί διά
την Ορθόδοξον Ανατολικήν Εκκλησίαν μέρος του όλου Ημερολογιακού αυτής
ζητήματος· καθόσον από εκκλησιαστικής απόψεως εξεταζομένη, είναι
πρόδηλον ότι δεν δύναται και εν περιπτώσει πραγματώσεως αυτής να
συντελέση εις την επίτευξιν του επιδιωκομένου δι’ αυτής σκοπού, εφ’ όσον
η μεν ημετέρα Εκκλησία έχει εν χρήσει το Ιουλιακόν ημερολόγιον, αι δε
Εκκλησία της Δύσεως το Γρηγοριανόν. Δι’ ο και κατ’ ανάγκην επιβάλλεται
πρωτίστως η ενέργεια περί της ταυτότητος του Ημερολογίου και είτα να
επακολουθήση η σκέψις περί μονιμοποιήσεως του Πάσχα».
γ)
Από το «Πανορθόδοξο» Συνέδριο του 1923. «Η ανάγκη του ταυτοχρόνου
εορτασμού των μεγάλων χριστιανικών εορτών, των Χριστουγέννων και του
Πάσχα, υπό πάντων των χριστιανών, τονίζεται ιδιαιτέρως και εν τη προς
τας Αυτοκεφάλους Εκκλησίας προσκλήσει του Οικουμενικού Πατριαρχείου εις
την παρούσαν Διορθόδοξον Επιτροπήν» (Πρακτικά, σελ. 56). «Άλλος επί
πλέον λόγος προς άμεσον προσαρμογήν και του Πασχαλίου είναι η μεγάλη
ηθική σημασία και εντύπωσις, ην θα παραγάγη εις όλον τον πεπολιτισμένον
κόσμον η διά της αβιάστου πρωτοβουλίας ταύτης της Ορθοδόξου Εκκλησίας
προσέγγισις των δύο χριστιανικών κόσμων της Ανατολής και της Δύσεως εν
τω εορτασμώ των μεγάλων χριστιανικών εορτών» (σελ. 57).
δ)
Η στάση της παπικής εκκλησίας. Ένα περιστατικό δείχνει ξεκάθαρα τη
θετική στάση και της παπικής εκκλησίας απέναντι στον ταυτόχρονο
εορτασμό. Όταν η «Κοινωνία των Εθνών» πρότεινε νέο ημερολόγιο (ακόμη πιο
νέο δηλαδή και πιο ακριβές) κοινό για όλο τον κόσμο, η παπική εκκλησία
απάντησε ότι δέχεται αυτό, «αν δεχθή τούτο και η Ανατολική Εκκλησία» (ΣΚΡΙΠ 17-1-1924).
Ξαναλέω
όλα τα υπόλοιπα περί κοινωνικών ή επιστημονικών λόγων, αποδεικνύονται
από την μελέτη της ιστορίας, σοφίσματα και ουσιαστικά στάχτη στα μάτια
των Ορθοδόξων που αγωνιούσαν. Η μεγαλύτερη λοιπόν αδυναμία της
ημερολογιακής μεταρρύθμισης ήταν ότι αυτή δίχασε τους Ορθοδόξους χάριν
της ενώσεως με τους ετεροδόξους[1][2].
[1] Δεν τα γράφω εγώ, ο ίδιος ο τότε αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος τα λέει:
Όπως
επίσης δεν στέκει ως επιχείρημα ότι δημιούργησε σύγχυση η ξεχωριστή επιτέλεση της εθνικής από την θρησκευτική εορτή της 25ης Μαρτίου, γιατί μέχρι και τα μικρά παιδιά ξέρουν ότι η επανάσταση του 1821 δεν ξεκίνησε την 25η
Μαρτίου, απλά η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε λόγω της σπουδαιότητος του
Ευαγγελισμού. Ας έμενε λοιπόν η εθνική εορτή μαζί με την θρησκευτική.
Όλα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
[1][2]
Αξίζει να διαβάσετε το παρακάτω άρθρο του νεοημερολογίτου καθηγητού
Γεωργίου Αρβανιτάκη (βλ. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια) που
δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ την επομένη της ημερολογιακής
μεταρρύθμισης (24-3-1924):