«Δὲν λογαριάζω παπᾶ τὴν πίστιν σου» φώναξε καὶ πυροβόλησε τὸν
Ἐσταυρωμένον – Ὅταν ὁ Τοῦρκος πυροβόλησε τὸν Χριστόν στὸ κεφάλι καὶ τὸ θαῦμα ποὺ ἀκολούθησε
Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1866
εἶχε περάσει… Μία ἐπανάσταση ποὺ χώρισε χριστιανοὺς καὶ μουσουλμάνους στὰ δύο καί
τὸ αἷμα ἔτρεξε ποτάμι σὲ ὅλη τὴν Κρήτη!
Σὲ ἕνα κεφαλοχώρι τῆς Μεσαρᾶς, στό Σίβα, εἶχε ἔλθει ὁ Τοῦρκος φοροεισπράκτορας ἀπό το γειτονικὸ χωριὸ
Ἅγιο Ἰωάννη, νὰ εἰσπράξει το φόρο της δεκάτης…
-Ἀνήμερα
τ' Ἄι – Γιαννιοῦ τοῦ
Ρηγολόγου ἦλθε ὁ
ἀθεόφοβος στὸ χωριό, μονολόγησε ὁ παπᾶ Σύγκελος… Καὶ ἦρθε καὶ μεθυσμένος!
Εἶχε καθίσει στὴν πεζούλα
του Ἄι Γιάννη καὶ ξέροντας πὼς οἱ Ρωμιοὶ
νηστεύουν, ἔβριζε τους χριστιανούς, ἔβριζε τὰ Θεῖα καὶ πρόσταξε νά του βράσουν
μιὰ ὄρνιθα…
-Αὐτὸ
ἀγᾶ μου δὲ γίνεται, του λέει ὁ παπᾶ – Σύγκελος! Ἡ πίστη μας δέ
μας ἐπιτρέπει τέτοια μέρα νὰ βάλουμε κρέας στὸ τσικάλι…
-Ποιὰ
πίστη σας μωρὲ παπᾶ του λέει… Ἐδὰ θὰ δεῖς …
Καί μὲ ἕνα σάλτο
σηκώνεται, παίζει μιὰ κλωστά στὴν πόρτα της ἐκκλησίας του Ἄι – Γιάννη καὶ μπαίνει μέσα. Βγάζει
την μπιστόλα του καὶ σημαδεύει το Χριστό στὸ κεφάλι…
-Μὴ ἀγᾶ
μου φωνάζει ὁ παπᾶς! Τὶ πᾶς νὰ κάνεις;
Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει
το λόγο του καὶ ἡ μπιστόλα βρόντηξε.
Τὸ βόλι βρῆκε τὸν Χριστόν
στὸ τέμπλο στὸ κεφάλι!
Γελώντας καὶ
οὐρλιάζοντας ἀπὸ
ἱκανοποίηση ὁ
Τοῦρκος βγαίνει
ἀπό την
ἐκκλησία καὶ
ξανακάθετε στὴν
πεζούλα.
-Δὲν
τὴν λογαριάζω παπᾶ
την πίστη σου, φώναξε. Δὲν φοβᾶμαι το Χριστό σας…
Μὰ δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει
το λόγο του καὶ μία μέλισσα τον γυρόφερε…
Πῆγε καὶ κάθισε στὰ
χείλη του, χωρὶς νὰ πάρει εἴδηση ὁ μεθυσμένος.
Το δάγκωμα τον
τρόμαξε.
Πετάχτηκε ὁλόρθος…
-Ήντα 'παθες ἀγᾶ μου; Ἐρώτησε ὁ παπᾶς…
-Κάτι
μὲ δάγκωσε στὰ χείλη καὶ ἄρχισα νὰ πρίχνομαι, φώναξε.
Ὁ Τοῦρκος ἄρχισε νὰ
πρίχνεται πράγματι καὶ νὰ μὴν αἰσθάνεται
καλά.
Πῆρε τη φοράδα του
καὶ πῆγε στὸν Ἄι – Γιάννη στὸ κονάκι του.
Το βράδυ φτάνει στὸ
χωριὸ ἀπεσταλμένος του καὶ χτυπᾶ την πόρτα του σπιτιοῦ του παπᾶ Συγκέλου.
-Ὁ ἀγᾶς
εἶναι βαριὰ ἄρρωστος, εἶπε. Σὲ παρακαλεῖ νὰ προσευχηθεῖ στὸν Ἅγιο σας νά μὲ κάνει
καλὰ καὶ θά σας φτιάξει ὅτι θέλετε, μου εἶπε νά σας πῶ…
Πράγματι ὁ παπᾶς πῆγε
στὴν ἐκκλησία καὶ παρακάλεσε τον Ἅγιο νά τον συγχωρέσει ὄχι γιατὶ νοιάστηκε γιά
τον Τοῦρκο, ἀλλὰ γιατὶ φοβόταν την ὀργή τους ἂν πέθαινε…
Πράγματι μετὰ ἀπὸ λίγες
μέρες ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε. Φώναξε τον παπᾶ νά τον εὐχαριστήσει καὶ νά του πεῖ
τὶ θέλει νὰ φτιάξει γιά το χωριό.
Ὁ παπᾶ – Γιάννης ρώτησε τους χωριανοὺς καὶ ζήτησαν ἀπό τον ἀγᾶ νά τους
φτιάξει γοῦρνες στὴν εἴσοδο του χωριοῦ γιὰ νὰ πλένουν οἱ γυναῖκες τα ροῦχα καὶ νὰ
ποτίζουν τα ζῶα οἱ Σιβιανοί.
Τὸ ἔργο ἔγινε…
Σήμερα στὸ Σίβα στέκουν καί τα δύο γιὰ νὰ δηλώνουν το θαῦμα!
Καὶ ἡ τρύπα στὸ κεφάλι
του Χριστοῦ στὸ τέμπλο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου καὶ ἡ βρύση στὴν εἴσοδο τοῦ Σίβα…
Τὸ γεγονὸς καταγράφεται
στὴ δεκαετία τοῦ 1870.
Πηγή: e-mesara.gr