Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Ἡ χρήσις τοῦ ὄρου Μακεδονία εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν

 6336_book-515081_1280-628x471
Ὑπὸ Ἰωάννου Βελιτσιάνου
Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.- Ὑπεύθυνος Ἐκπαιδεύσεως Ν. Ἠμαθίας 

22 Μαρτίου 2016


Η χρήση ενός ονόματος, είτε γίνεται σπάνια είτε συχνά, έχει διττή προσέγγιση. Σ’ αυτήν την περίπτωση κάποιος θα διαπιστώσει δύο διαφορετικούς τρόπους εκτίμησης της χρήσης του ονόματος, εντελώς αντίθετους ο ένας με τον άλλον. Άλλοι καυχώνται για το όνομά τους, ότι είναι πολύ σπάνιο και με κάποια έννοια μοναδικό, και άλλοι ότι είναι πάρα πολύ συχνό, δηλαδή συναντάται παντού, διότι είναι δημοφιλές στους ανθρώπους κτλ. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με το όνομα Μακεδονία στην Αγία Γραφή, όπου η συχνή χρήση του, μας παραπέμπει στη σπουδαιότητα και στη διασημότητα αυτού.

Το όνομα της Μακεδονίας προέρχεται από την ελληνική μυθολογία που πέρασε στην κυρίως αρχαία ιστορία και που πρώτος την κατέγραψε ο Ηρόδοτος (Ε 17). Ο Όμηρος φαίνεται να αγνοεί το όνομα Μακεδονία και Μακεδόνες. Γι’ αυτόν οι πολεμιστές από τη χώρα που αδρεύει ο Αξιός είναι οι Παίονες και χώρα τους η Παιονία (Ιλιάδα Β’ 848, Π’ 287 και Φ’ 152). Πιθανόν αυτό να μαρτυρά ότι η τότε Μακεδονία ήταν ηπειρωτική χώρα μακρά του Αξιού και δεν είχε λόγους συμμετοχής σε ναυτικές εκστρατείες. Ο “πατέρας” της Ιστορίας, ο Ηρόδοτος, ονομάζει Μακεδονία την πέραν από της Πρασιάδας λίμνης και του Δυσώδους όρους χώρα (Ε 18) που ορίζεται προς Ν. Από τον Πηνειό και τον Όλυμπο (Ζ’ 173), αλλιώς Μακεδονίς (Ζ 127). Οι κάτοικοι αυτής, Μακεδόνες (Ε 18) ή Μακεδνόν έθνος (Α 56, Η 43) ήταν ελληνικό φύλο και μάλιστα ήταν κατ’ εκείνον Δωρικό γένος που κατοικούσε πρώτα στη Φθιώτιδα επί Δευκαλίωνα, παρά την Όσσα και τον Όλυμπο επί Δώρου και που τελικά εκδιώχθηκε από τους Καδμείους και κατέφυγε στην Πίνδο (Α 56). Ετυμολογικά το όνομα Μακεδονία – Μακεδόν(ιος) > Μακεδών ή Μακηδών, όπως και τα: Μάγνης, Μακέτης κ.ά. είναι προφανές ότι προέρχονται από τη δωρική ρίζα μακ- από την οποία παράγονται και τα: μάκος ή ιωνικά μήκος, magnus,a,um (o μέγας, ο με μήκος), μακ(ε)ρός – μακρός, μάκαρ κ.ά., καθώς και τα σύνθετα: Μακεδονία, μακεδνός, ή, ό – Μάκεδνος, = η ρίζα μακ- και η λέξη έδος = η χώρα, το έδαφος, κ.ά., απ’ όπου και η λέξη έδνον = το γλυκύ, εύγευστο, κ.ά. Στην Οδύσσεια (η, 106) αναφέρεται «..οία τε φύλλα μακεδνής αιγείρειο», όπου το επίθετο «μακεδνός, ή, ος» ή σε ουσιαστικοποίηση Μάκεδνος, η, (κάτι ως θερμή > θέρμη, ξανθή – Ξάνθη, Θερμός > Θέρμος, λευκός, ή – λεύκη ή λεύκος…) μεταφράζεται σε ευμήκη. Δηλαδή η λ.  Μάκεδνος σημαίνει εύσωμος, ευμήκης,  ψηλός, μακρός κ.ά. και Μακεδονία την ευμήκη, την μακρά και ωραία χώρα.
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Βιβλίο Γένεση), οι Έλληνες όπως και οι υπόλοιποι άλλοι λαοί είναι απόγονοι του Νώε, δηλαδή του ανθρώπου που μαζί με τη γυναίκα του διασώθηκαν μέσα σε κιβωτό ύστερα από τον κατακλυσμό που έγινε στην εποχή τους. Αναφέρεται επίσης ότι η Μακεδονία λέγεται Χεττειείμ στα εβραϊκά και οι Μακεδόνες είναι Έλληνες∙  «και εγένετο μετά το πατάξαι Αλέξανδρον τον Φιλίππου  Μακεδόνα, ος εξήλθεν εκ της γης Χεττιιμ, και επάταξε τον Δαρείον βασιλέα Περσών και Μήδων και εβασίλευσεν αντ᾿ αυτού πρότερος επὶ την Ελλάδα. και συνεστήσατο πολέμους πολλοὺς και εκράτησεν οχυρωμάτων πολλών και έσφαξε βασιλείς της γης»[1].

Οι πρώτες αναφορές για το όνομα Μακεδονία γίνονται στην Παλαιά Διαθήκη με το όραμα του προφήτη Δανιήλ, όπου προφητεύει διακόσια χρόνια πριν γεννηθεί ο Μ. Αλέξανδρος τις νίκες κατά των Μήδων και των Περσών, με την παραβολική παράσταση της νίκης του τράγου κατά του κριού∙ « τον κριόν ον είδες τον έχοντα τα κέρατα, βασιλεύς Μήδων και Περσών έστι. και ο τράγος των αιγών βασιλεύς των Ελλήνων εστί∙ και το κέρας το μέγα το ανά μέσον των οφθαλμών αυτού, αυτός ο βασιλεύς ο πρώτος. και τα συντριβέντα και αναβάντα οπίσω  αυτού τέσσαρα κέρατα, τέσσαρες βασιλείς του έθνους αυτού αναστήσονται ου κατά την ισχύν αυτού»[2].

Χαρακτηριστικό είναι π.χ. το αναφερόμενο στην Παλαιά Διαθήκη όραμα του προφήτη Δανιήλ (8, 1-22), με το οποίο, δια της παραβολικής νίκης του τράγου κατά του κριού, προφητεύονται διακόσια χρόνια νωρίτερα οι νίκες του M. Αλεξάνδρου κατά των Mήδων και των Περσών. Ο προφήτης Δανιήλ, ειδικότερα, αναφέρεται να βλέπει το 539 π.Χ. σε όραμα ένα κριό να στέκεται κοντά του. Τούτος είχε δύο κέρατα, που το ένα μεγάλωνε περισσότερο από το άλλο. Σε λίγο φάνηκε και ένας τράγος, ο οποίος είχε ανάμεσα στα μάτια του ένα εντυπωσιακό κέρατο. Ο τράγος όρμησε κατά του κριού οργισμένος και του έσπασε τα κέρατα. Κατά τη διάρκεια της ακμής της δόξας του τράγου έσπασε το μεγάλο κέρατό του και φύτρωσαν στη θέση του τέσσερα νέα κέρατα, στραμμένα προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Στην απορία του Δανιήλ περί του νοήματος του οράματος παρουσιάζεται ένας άνδρας και του δίνει την εξής ερμηνεία: «Ο κριός είναι ο βασιλέας των Μήδων και Περσών Δαρείος Γ΄ ο Κοδομανός. Ο τράγος είναι ο βασιλέας των Ελλήνων Μ. Αλέξανδρος, ο οποίος το 331 π.Χ. στη μάχη του Γρανικού ποταμού σύντριψε τη δύναμη (= τα κέρατα) του Δαρείου. Για τον παραπάνω λόγο, τον Μ. Αλέξανδρο τον παρίσταναν στα νομίσματα με κέρατο τράγου. Τούτο έσπασε βέβαια με το θάνατό του, στη θέση αυτού φύτρωσαν όμως τέσσερα νέα «κέρατα»: οι διάδοχοί του Μ. Αλεξάνδρου με τα τέσσερα βασίλεια».

Στο βιβλίο Α΄ Μακκαβαίων αποδεικνύονται από ιστορική άποψη τα ονόματα Αλέξανδρος, Φίλιππος, Μακεδόνες, Αντίοχος και Έλληνες∙ «και εγένετο μετά το πατάξαι Αλέξανδρον τον Φίλιππον τον Μακεδόνα…και εβασίλευεν αντ’ αυτού πρότερος επί την Ελλάδα…και διήλθεν έως άκρων της γης και έλαβε σκύλα πλήθους εθνών…και εβασίλευεν Αλέξανδρος έτη δώδεκα και απέθανε…και εξήλθεν εξ’ αυτών ρίζα αμαρτωλός Αντίοχος Επιφανής, υιός Αντιόχου βασιλέως ος ην όμηρος εν τη Ρώμη και εβασίλευεν εν έτει εκατοστώ και τριακοστώ και εβδόμω βασιλείας Ελλήνων».[3]
Όπως παρατηρούμε τα βιβλία των Μακκαβαίων είναι γεμάτα από αναφορές στην ιστορία και τη δράση των Ελλήνων Μακεδόνων, των ανδρών του M. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του. Τονίζεται, δηλαδή, ότι ο Μ. Αλέξανδρος εξόρμησε από την Ελλάδα και νίκησε το βασιλιά των Περσών Δαρείο και βασίλευσε αντί αυτού στην Ελλάδα. Στα ίδια βιβλία αναφέρεται ακόμη η αντίδραση των αδελφών Μακκαβαίων κατά της προσπάθειας του διαδόχου του Μ. Αλεξάνδρου Αντίοχου Δ΄ του Επιφανούς (175-164π.Χ), ο οποίος σαν Έλληνας ήθελε να εξελληνίσει τους Εβραίους. Κατεξοχήν χρησιμοποιείται στους Μακκαβαίους η φράση: «από βασιλείας Ελλήνων», ακριβώς γιατί ο Μ. Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του, που κυριάρχησαν στην περιοχή για διακόσια πενήντα χρόνια (312 έως 65 π.Χ.), ήταν Έλληνες. Η Παλαιά Διαθήκη γενικότερα δεν διαφοροποιεί τους Μακεδόνες από τους Έλληνες, γιατί και οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες.

Αναφορά στις λέξεις Μακεδονία και Μακεδόνες γίνεται και στην Καινή Διαθήκη, όπου αποδεικνύεται με ξεκάθαρο τρόπο η ελληνικότητα της Μακεδονίας.  Ειδικότερα έχουν ως εξής:
Μακεδονία
Πράξεις

« Και όραμα δια της νυκτός τω Παύλω ώφθη, ανήρ Μακεδών τις ην εστώς και παρακαλών αυτόν και λέγων.  διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» (Πρξ. 16,9).

Ο απόστολος Παύλος κατάλαβε πως η παράκληση αυτή του Μακεδόνα είναι η πρόσκληση του Θεού να ευαγγελισθούν το Όνομά του σ’ ένα κόσμο διαφορετικό απ’ αυτόν που γνώριζαν μέχρι τώρα[4]. Έτσι, σύμφωνα με το βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων, ο απόστολος Παύλος με τη συνοδεία του πήραν το πλοίο από την Τροία με προορισμό τη Σαμοθράκη και από εκεί βγήκαν στο λιμάνι της Νεάπολης (σημερινή Καβάλα) και έπειτα συνέχισαν πεζοί στους Φιλίππους[5].

«Ως δε το όραμα είδεν, ευθέως εζητήσαμεν εξελθείν εις Μακεδονία, συμβιβάζοντες ότι προσκέκληται ημάς ο θεός  ευαγγελίσασθαι αυτούς» (16,10).

Η έλευση του Παύλου και των συνεργατών του στην Ελλάδα συνδέεται άμεσα με την ίδρυση της πρώτης αποστολικής εκκλησίας στην Ευρώπη, δηλ. της εκκλησίας των Φιλίππων. Η διάδοση του χριστιανισμού στην πνευματική εστία του ελληνορωμαϊκού κόσμου αποτελεί σφοδρή επιθυμία του Παύλου, ο οποίος θεωρεί το κήρυγμα του ευαγγελίου στον ελλαδικό χώρο ως επιτελικό στόχο του ιεραποστολικού προγράμματος αυτού και σημαντική γέφυρα για την ακτινοβολία της χριστιανικής πίστης στη Δύση.

«Κακείθεν εις Φιλίππους, ήτις εστί πρώτη[ς] μερίδος της Μακεδονίας πόλις, κολωνία» (16,12).
Όταν ο Παύλος χρησιμοποιώντας τη λέξη Μακεδονία[6] εννοεί μάλλον το παλαιό βασίλειο της Μακεδονίας που περιλάμβανε τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια και όχι τη ρωμαϊκή επαρχία, στην οποία συγκαταλεγόταν η Θεσσαλία και η Ήπειρος[7].

 «Ως δε κατήλθον από της Μακεδονίας ο τε Σίλας και ο Τιμόθεος…ο Παύλος» (18,5).
Ο παραπάνω στίχος αναφέρεται στο ότι ο Παύλος έστειλε από την Αθήνα τον Τιμόθεο στη Θεσσαλονίκη και το Σίλα σε κάποια εκκλησία, ίσως τη Βέροια ή τους Φιλίππους. Η προτίμηση να σταλεί ο Τιμόθεος στη Θεσσαλονίκη πρέπει να αποδοθεί και στο γεγονός ότι ο Τιμόθεος ήταν ελληνικής καταγωγής από την πλευρά του πατέρα του και αυτό δε θα δημιουργούσε προβλήματα στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης προκαλώντας τους Ιουδαίους εναντίον τους.
«Έθετο ο Παύλος εν τω πνεύματι διελθών την Μακεδονίαν» (19,21).
«Αποστείλας δε εις την Μακεδονίαν δύο των διακονούντων αυτώ Τιμόθεον και Έραστον» (19,22).
«Ασπασάμενος εξήλθεν πορεύεσθαι εις Μακεδονίαν» (20,1).
«Εγένετο γνώμης  του υποστρέφειν δια Μακεδονίας» (20,3).

Προς Ρωμαίους
«Ευδόκησαν γαρ Μακεδονία και Αχαΐα κοινωνίαν τινά ποιήσασθαι…» (15,26).

Α΄ Κορινθίους
«Ελεύσομαι δε προς υμάς όταν διέλθω Μακεδονίαν ∙ Μακεδονίαν γαρ διέρχομαι» (16,5).

Β΄ Κορινθίους
«Και γαρ ελθόντων ημών εις Μακεδονίαν ουδεμίαν έσχηκεν άνεσιν η σάρξ ημών αλλ’ εν παντί θλιβόμενοι∙ έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι» (7,5).
Ο Παύλος θέλει να τονίσει τις ποικίλες αντιδράσεις, τις διώξεις και γενικά κάθε είδους εμπόδια που διαρκώς προβάλλονταν στο έργο του ευαγγελίου κατά την περιοδεία του στις εκκλησίες της Μακεδονίας (Φίλιπποι – Θεσσαλονίκη – Βέροια).

«Γνωρίζω μεν δε υμίν, αδελφοί, την χάριν του θεού την δεδομένην εν ταις εκκλησίαις της Μακεδονίας ότι εν πολλή δοκιμή θλίψεως η περισσεία της χαράς αυτών και η κατά βάθους πτωχεία αυτών επερίσσευσεν εις το πλούτος της απλότητος αυτών» (8,1).
Οι εγκωμιαστικοί λόγοι του αποστόλου Παύλου που αναφέρονται στο παραπάνω χωρίο επιβεβαιώνουν τον αυθορμητισμό, την εγκαρδιότητα και τη μεγαλοψυχία των Μακεδόνων, καθώς και τη δεκτικότητά τους στο κήρυγμα του αποστόλου Παύλου.

Φιλιππησίους
«Ότε εξήλθον από Μακεδονίας» (4,15).

Α΄ Θεσσαλονικείς
«Ώστε γενέσθαι υμάς τύπον  πάσι τοις πιστεύουσιν εν τη Μακεδονία και εν τη Αχαΐα» (1,7).
Η αποδοχή του ευαγγελίου από τους Θεσσαλονικείς, το σθένος που τους έδωσε η νέα τους πίστη για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες, και γενικά ο καινούργιος τρόπος ζωής που ακολουθούν έλαβαν τέτοιες διαστάσεις, ώστε ο Παύλος με αυτόν τον ενθουσιώδη έπαινο προς τους Θεσσαλονικείς δίνει και μια εκκλησιολογική διάσταση στο γεγονός της πίστης τους. Ο Παύλος τονίζει αφ’ ενός την ενότητα της εκκλησίας του Χριστού και αφ’ έτερου επισημαίνει ότι η ζωή των χριστιανών δεν έχει περιορισμένες διαστάσεις αλλά επεκτείνεται σε όλη την εκκλησία. Η λ. «τύπος» εδώ χρησιμοποιείται με ηθική έννοια και σημαίνει το υπόδειγμα, το πρότυπο που προβάλλεται προς μίμηση.

Α΄ Τιμόθεον
«Πορευόμενος εις Μακεδονίαν, ίνα παραγγείλης τισίν μη ετεροδιδασκαλείν μηδέ προσέχειν μύθοις και γενεαλογίαις απέραντοις» (1,3-4).

  1. Μακεδόνες

Πράξεις
«Ανήρ Μακεδών τις ην εστώς, παρακαλών αυτόν και λέγω» (Διαβάς εις Μακεδονίαν) (16,9).
«Συναρπάσαντες Γάϊον και Αρίσταρχον Μακεδόνας, συνεκδήμους Παύλου» (19,29).
«Όντος συν ημίν Αριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως» (27,2).
Το κήρυγμα του Παύλου ασπάστηκαν και δέχτηκαν πιστοί προερχόμενοι κυρίως από τους «σεβόμενους έλληνας», δηλ. από τους εθνικούς, οι οποίοι ήταν κουρασμένοι από την κενότητα των ειδωλολατρικών θρησκειών. Μεταξύ των πρώτων χριστιανών ήταν και οι Αρίσταρχος, Γάϊος Σεκούνδος, τους οποίους αναφέρει ο Λουκάς ως συνεργάτες του Παύλου από τη Θεσσαλονίκη[8].  Παρόμοια αναφορά γίνεται και στην προς Κολοσσαείς επιστολή στην οποία αναφέρεται ο Αρίσταρχος ως Θεσσαλονικεύς ιουδαιοχριστιανός[9].  Η παράδοση, όπως απηχείται στο ρωμαϊκό ημερολόγιο, θέλει τον Αρίσταρχο ως πρώτο επίσκοπο Θεσσαλονίκης, ενώ άλλη παράδοση που εκπροσωπεί ο Ωριγένης θεωρεί σαν πρώτο επίσκοπο το Γάϊο.

Β΄ Κορινθίους
«Οίδα γαρ την προθυμίαν υμών ην υπέρ υμών καυχώμαι Μακεδόσιν» (9,2).
«Μή πως εάν έλθωσι συν εμοί Μακεδόνες και εύρωσιν υμάς απαρασκευάστους» (9,4).

  1. Ονόματα ελληνικών μακεδονικών πόλεων στην Καινή Διαθήκη.

Πράξεις

«Αναχθέντες δε από Τρωάδος ευθυδρομήσαμεν εις Σαμοθράκην, τη δε επιούση εις Νεάν πολιν εκείθεν τε εις Φιλίππους» (16, 11-12).
Ο Παύλος, μετά το όραμα που είδε στην Τροία, μαζί με τους τρεις συνεργάτες του Λουκά, Σίλα και Τιμόθεο κατευθύνθηκαν δια θαλάσσης στη Σαμοθράκη[10] και την επομένη μέρα στη Νεάπολη,[11] τη σημερινή Καβάλα, και από εκεί αναχώρησαν αμέσως προς τους Φιλίππους, ρωμαϊκή αποικία (Colonia)[12] του πρώτου διαμερίσματος της Μακεδονίας[13].

«Διοδεύσαντες δε την Αμφίπολιν και Απολλωνίαν ήλθον εις Θεσσαλονίκην» (17,1).
Ο Παύλος κατά τη δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία (Πρξ. 17, 1-10), μαζί με τους συνεργάτες του Σίλα και Τιμόθεο,  μετά από τους Φιλίππους, που ήταν ο πρώτος σταθμός της ιεραποστολικής δραστηριότητάς του στο ευρωπαϊκό έδαφος, ακολουθώντας την Εγνατία οδό και περνώντας από την Αμφίπολη και την Απολλώνία έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη ήταν η πρωτεύουσα του δεύτερου τμήματος της Μακεδονίας, του τμήματος δηλαδή που εκτείνονταν ανάμεσα στους ποταμούς Στρυμόνα και Αξιό σύμφωνα με τη διαίρεση που έκαναν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι μετά τη μάχη της Πύνδας το 168 π.Χ. και μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Ανδρίσκου έγιναν τελικά κύριοι της Μακεδονίας το 164 π.Χ.

«Οι δε αδελφοί ευθέως δια νυκτός εξέπεμψαν τον τε Παύλον και τον Σίλαν εις Βέροιαν» (17,10).
Το επίρρημα ευθέως  δηλώνει ότι χωρίς χρονοτριβή οι αδελφοί συνεννοούνται  με τον Παύλο και τον Σίλα και αποφασίζουν να τους φυγαδεύσουν από την πόλη της Θεσσαλονίκης[14] στη Βέροια, ενώ ο προσδιορισμός δια νυκτός επιτείνει το εσπευσμένο της αναχωρήσεως. Πράγματι το σκοτάδι ήταν πολύτιμος σύμμαχος, διότι θα προστάτευε τη συνοδεία από τις άγριες διαθέσεις των Ιουδαίων[15].  Πίσω από τον αόριστο εξέπεμψεν, ο οποίος  δηλώνει το κατευόδιο των Θεσσαλονικέων στον απόστολο, μπορούμε να διακρίνουμε την αγωνία και την συγκίνηση εκείνη τη νύχτα.

«Ούτοι δε ήσαν ευγενέστεροι των εν Θεσσαλονίκη» (17,11).
Οι Ιουδαίοι της Βέροιας ήταν «ευγενέστεροι των εν Θεσσαλονίκη», διότι χωρίς εγωιστική προδιάθεση αλλά με προθυμία και ζήλο δέχτηκαν το κήρυγμα του Παύλου. Άλλωστε και ο Ι. Χρυσόστομος με το επίθετο «ευγενής» δεν χαρακτηρίζει την καταγωγή αλλά τη διάθεση των Βεροιέων[16].

«Ως δε έγνωσαν οι από της  Θεσσαλονίκης Ιουδαίοι ότι και εν τη Βεροία κατηγγέλη υπό του Παύλου ο λόγος του θεού, ήλθον κακεί σαλεύοντες και ταράσσοντες τους όχλους» (17,13).
Και στη Βέροια ακολουθήθηκε η ίδια τακτική που είχε εφαρμοσθεί στους Φιλίππους και στη Θεσσαλονίκη. Η απόσταση των δύο πόλεων, ως γνωστό, δεν είναι μεγάλη. Αποτέλεσμα της μικρής αυτής απόστασης είναι να φθάσει η είδηση πολύ γρήγορα και να έρθουν οι Ιουδαίοι στη Βέροια με σκοπό κακεί σαλεύοντες τους όχλους. Οι Belser[17], Holtzmann[18], Jacquier[19] και πολλοί άλλοι ερμηνευτές[20] τονίζουν ότι η μετοχή σαλεύοντες αναφέρεται στο επίρρημα κακεί και όχι στο ρήμα ήλθον θέλοντας να μιλήσουν για το σάλο και όχι για την άφιξη των Θεσσαλονικέων[21].

Προς Θεσσαλονικείς Α΄
«Παύλος και Σιλουανός και Τιμόθεος  τη εκκλησία Θεσσαλονικέων εν θεώ πατρί και κυρίω Ιησού Χριστώ χάρις υμίν και ειρήνη» (1,1).
Προς Θεσσαλονικείς Β΄
«Παύλος και Σιλουανός και Τιμόθεος τη εκκλησία Θεσσαλονικέων εν θεώ πατρί ημών και κυρίω Ιησού Χριστώ, χάρις υμίν και ειρήνη από θεού πατρός ημών και κυρίου Ιησού Χριστού» (1,1-2).
Και τα δύο παραπάνω χωρία παρουσιάζουν στο μεγαλύτερο μέρος ομοιότητες, εκτός εάν εξαιρέσουμε την προσθήκη του «ημών» και στην προσθήκη της φράσεως «θεού πατρός ημών και κυρίου Ιησού Χριστού» μετά «χάρις υμίν και ειρήνη». O Τιμόθεος έχει σημαντική συμμετοχή τόσο στην ίδρυση όσο και στην εδραίωση της Θεσσαλονίκης. Η αναγκαστική διακοπή του ιεραποστολικού έργου του Παύλου στη Θεσσαλονίκη δημιούργησε την ανάγκη άμεσης επικοινωνίας του Παύλου με τη νεοσύστατη εκκλησία. Για την αποστολή αυτή επέλεξε τον Τιμόθεο, ο οποίος πιθανόν συμπλήρωσε το κήρυγμα του ευαγγελίου, ενθάρρυνε τους Θεσσαλονικείς στη νέα τους πίστη και τους ενίσχυσε το ηθικό στην αντιμετώπιση των ποικίλων αντιδράσεων, τόσο από τους Ιουδαίους της πόλης όσο και από τους εθνικούς.
Συνοψίζοντας, έχουμε να παρατηρήσουμε δυο πράγματα:
α. Πράγματι η Μακεδονία υπήρξε για χιλιετίες χωνευτήρι διαφορετικών επιδράσεων και πολιτισμών, τόπος συνάντησης θρησκειών και δημιουργίας καινοτόμων ιδεών και πρακτικών, αλλά και τόπος όπου διαδραματίστηκαν μεγάλα θρησκειοϊστορικά γεγονότα, τα οποία διαμόρφωσαν καθοριστικά τη μετέπειτα πορεία των λαών της Ευρώπης. Κινητήριος μοχλός όλων των υπερβάσεων είναι η βαθιά πίστη των νεοφώτιστων Μακεδόνων στο Θεό και η ολόψυχη αφιέρωση σ’ αυτόν και στους αποστόλους.
β. Η συχνή χρήση του ονόματος Μακεδονία στην Αγία Γραφή όσο και συχνή μνεία που γίνεται από τον απόστολο Παύλο, μαρτυρούν αφ’ ενός τη σπουδαιότητα του ονόματος Μακεδονία και αφ’ ετέρου την ελληνικότητα αυτής. Αυτόκλητοι και με ακούσια θέλησή τους οι Μακεδόνες προσφέρθηκαν να συνδράμουν με κάθε τρόπο στο ιεραποστολικό έργο του αποστόλου Παύλου. Δικαιολογημένα ο Παύλος εκφράζει τις ευχαριστίες του προς το Θεό για τη σταθερότητα των Μακεδόνων στη νέα πίστη«Ευχαριστούμεν τω θεώ πάντοτε περί πάντων υμών μνείαν ποιούμενοι επί των προσευχών ημών, αδιαλείπτως μνημονεύοντες υμών του έργου της πίστεως και του κόπου της αγάπης και της υπομονής της ελπίδος του κυρίου ημών Ιησού Χριστού έμπροσθεν του θεού και πατρός ημών» (Α΄ Θεσ. 1, 2-3). Όπως δέχονται και πολλοί υπομνηματιστές[22] στο παραπάνω χωρίο το «αδιαλείπτως» πρέπει να συνδέεται με το «μνείαν». Η αδιάλειπτη μνεία μπροστά στο Θεό των επιτευγμάτων των Μακεδόνων στη νέα τους πίστη φανερώνει το πραγματικό μέγεθος της επιτυχίας που είχε το κήρυγμα του Παύλου στη Μακεδονία[23]. Στο παραπάνω χωρίο ο Παύλος χρησιμοποιεί τρεις όρους, «πίστις», «αγάπη», «ελπίς», οι οποίοι φανερώνουν, κατά τον Ι. Γαλάνη[24], «μια κλιμάκωση των τριών αρετών αρετών με κεντρικό άξονα την πίστη. Συνδέονται και οι τρεις με αντίστοιχες λέξεις «έργον», «κόπος» και «υπομονή». Αυτό γίνεται για να τονισθεί το γεγονός ότι και οι τρεις αρετές έχουν ενεργητικό χαρακτήρα και δεν περιορίζονται απλώς στη σκέψη και στη διάνοια». Με λίγα λόγια, οι Μακεδόνες είναι αυτοί που αποτέλεσαν τη γέφυρα στο να διαδοθεί το χριστιανικό κήρυγμα στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και στην Ευρώπη γενικότερα.

Ἰωάννης Βελιτσιάνος
Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ.- Yπεύθυνος Εκπαίδευσης Ν. Ημαθίας
[1]           Α΄ Μακ. 1, 1-2.
[2]           Δαν. 8, 20-22.
[3]           Α΄ Μακ. 1,1.3.7.10.
[4]           Ι. Καραβιδόπουλου,  Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 199.
[5]           Η πόλη αυτή κτίσθηκε από τον Φίλιππο, τον πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, το 365 π.Χ.., στο μέρος που βρίσκονταν οι αρχαίες Κρηνίδες, η οποία πήρε  έτσι το όνομα του Μακεδόνα βασιλιά.  Οι Κρηνίδες ιδρύθηκαν από Θάσιους υπό  τον Αθηναίο Καλλίστρατο με σκοπό την εκμετάλλευση της πλούσιας ενδοχώρας (360 π.Χ.). Πιεζόμενοι από ντόπια θρακικά φύλα ζήτησαν τη βοήθεια του Φιλίππου  Β΄ της Μακεδονίας, ο οποίος, αναγνωρίζοντας την προνομιακή θέση της πόλης, εγκατέστησε σε αυτήν αποίκους, την οχύρωσε και την ονόμασε Φιλίππους (365 π.Χ.).  Με την υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. η πόλη των Φιλίππων έγινε ρωμαϊκή επαρχία, όπως σημειώνει και ο Λουκάς στις Πράξεις 16,12: «πρώτης  μερίδος της Μακεδονίας πόλις, κολωνία». Το 42 π.Χ., όταν τα στρατεύματα του Οκταβιανού και Αντωνίου νίκησαν εκεί τους δημοκράτες Βρούτο και Κάσσιο, η πόλη εποικίσθηκε με παλαίμαχους Ρωμαίους στρατιώτες και απόκτησε το δικαίωμα της ρωμαϊκής πόλης, με ρωμαϊκούς  θεσμούς, όπως π.χ. οι «στρατηγοί». Καθώς η πόλη αυτή βρισκόταν στην Εγνατία οδό, δίπλα στο Παγγαίο ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που συναντούσε κανείς ερχόμενος από την Ασία, με αποτέλεσμα να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στη διάδοση θρησκευτικών δοξασιών που προέρχονται από την Ανατολή. Βλ.  Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τ. 51, Αθήνα 2006, σσ.  630εξ.
[6]               Βλ. σχετικό λήμμα, Θ.Η.Ε., σσ. 500-503.
[7]           Βλ. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης, Αθήναι 1956, σ. 499.
[8]           Πρξ. 20,4.
[9]           Κολ. 4,10εξ.
[10]                    [10] Βλ. K. Lehmann, Samothrace, New York 1955.
[11]             [11] Πρξ. 16,11: «Αναχθέντες δε από Τρωάδος ευθυδρόμησαμεν εις Σαμοθράκην, τη δε επιούση εις Νέαν  πόλιν κακείθεν εις Φιλίππους, ήτις εστίν πρώτης μερίδος της Μακεδονίας πόλις, κολωνία». Κατά τον Π. Τρεμπέλα ο κύριος λόγος που ο απόστολος Παύλος προσπέλασε τη Νεάπολη είναι ότι δεν υπήρχε εκεί συναγωγή (Βλ. Π. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης, Αθήναι 1956, σ. 454). Βλ. ακόμη G. Schneider, Die Apostelgeschichte II Teil, Freiburg-Basel-Wien 1982, σ. 213. Κατά τον ίδιο τρόπο σχολιάζει και Ι. Χρυσόστομος το παραπάνω εδάφιο: «Είπα λέγει και τους τόπους, άτε ιστορίαν εξηγούμενος και δεικνύς που ενεχρόνισε: και δείκνυσιν, ότι εν ταις μείζοσι, τας δε άλλας παρήει. Αξίωμα έστι πόλεως η κολωνεία». P.G. 60, 248.
[12]             [12] Σχετικά με  την αποικία των  Φιλίππων κατά τους αυτοκρατορικούς ρωμαϊκούς χρόνους, βλ. περισσότερα την εργασία του P. Collart, Philippes ville la Macédoine depuis ses origenes jusgua la fin de l’ époque romain, Paris 1937.
[13]             [13] Για την διοικητική διαίρεση της Μακεδονίας, βλ. Δ. Κανατσούλη, Ιστορία της Μακεδονίας μέχρι του Μ. Κωνσταντίνου, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 89.
[14]             Πρβλ. J. E. Belser, Die Apostelgeschichte, Wien 1905,σσ. 216-217. Th. Zahn, Die Apostelgeschichte des Lukas, Kommentar zum Neuen Testament, Leipzig – Erlagen 1921, σ. 592.
[15]          E. Jacquier, Les Actes des Apotres, Paris 1929, σ. 516.
[16]          Πρβλ. J. Knabenbauer, Commentarius in Actus Apostolorum, Parisiis 1899, σ. 298. Th. Zahn, Die Apostelgeschichte des Lukas, Kommentar zum Neuen Testament,  σ. 593. Blass, Acta Apostolorum,  Göttingen 1985, σ. 187. F.F. Bruce, The Acts of the Apostels, London 1956, σ. 328. A.C. Gaebelein, The Acts of the Apostels, Edinburgh,  σ. 301. Conzelmann, Acts of the Apostels, J. Limburg, A. The. Knaabel, D.H. Juel, USA 1987, σ. 116. Περισσότερα για το θέμα βλ. Π. Κουτλεμάνη, «Ούτοι δε (οι Βεροιείς) ήσαν ευγενέστεροι των εν Θεσσαλονίκη (Πρξ. 17,11)», Βέροια 1995.
[17]          J. E.Belser, Die Apostelgeschichte, Wien 1905, σ. 216.
[18]          H.J. Holtzmann, Hand-Kommentar zum Neuen Testament, Tübingen und Leipzig 1901, σ. 110.
[19]          Jacquier, Les Actes des Apotres, σ. 518.
[20] Ο Blass στο έργο του Acta Apostolorum,αναφέρει ότι η μετοχή σαλεύοντες αναφέρεται στο επίρρημα κακεί και όχι στο ρ. ήλθον, οπότε θα ήταν ταυτόσημο με το κακείνο δηλώνοντας το τόπο σε κίνηση. σ. 188. Την ίδια άποψη έχει και ο W. Eckey, Die Apostelgeshichte, (1968), σ. 125.
[21]             Πρβλ. Πρξ. 14,19.
[22]             [22] Βλ. Περισσότερα, M. Dibelius, An die Thessalonicher-Briefe, 71937 και W. Neil, The Epistles of Paul to the Thessalonians. An Introduction and Commentary (The Tyndale New Testament Commentaries), 21960.
[23]             [23] Βλ. T. Holzt, ό.π., σ. 42.
[24]             [24] Βλ. Ι. Γαλάνη, Η πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Θεσσαλονικείς, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 91.