Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΠΕΤΡΟΣ ΖΒΕΡΕΦ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΒΟΡΟΝΕΖ. Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΥΜΟΥΝΙΣΤΕΣ
Το καλοκαίρι του 1922 δημιουργήθηκε το σχίσμα της
«Ζωντανής Εκκλησίας» . Μερικοί ιερείς, άλλοι επειδή πλανήθηκαν
και άλλοι επειδή απειλήθηκαν ακόμα και με φυσική εξόντωση. προσχώρησαν στο σχίσμα. Σ’ αυτούς
ό επίσκοπος Πέτρος απαγόρευσε την ιερουργία. Στην απαγόρευση έδωσε ευρεία
δημοσιότητα. Συνέταξε στις 19 Σεπτεμβρίου του 1922 σχετική εγκύκλιο προς τούς
πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς, στην όποια τούς εξηγούσε τά κίνητρα και τούς
στόχους της σχισματικής κινήσεως και τούς προειδοποιούσε για τις ολέθριες
πνευματικές συνέπειες της αποκοπής τους από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το κείμενο της εγκυκλίου, πριν αυτή διανεμηθεί,
δόθηκε, όπως επέβαλλαν οι σοβιετικές αρχές, στο Τμήμα Λογοκρισίας της
ΓκεΠεΟυ τού Τβέρ για έλεγχο και έγκριση.
Το Τμήμα Λογοκρισίας, όμως, αρνήθηκε να δώσει άδεια κυκλοφορίας της εγκυκλίου
μέ το εξής αιτιολογικό: «Επειδή ή εγκύκλιος στρέφει ένα μέρος τού κλήρου και
των πιστών εναντίον άλλου, κι αυτό το απαγορεύει το διάταγμα τού χωρισμού της
Εκκλησίας από το κράτος, το όποιο δίνει σε κάθε πολίτη και σε κάθε κοινότητα το
δικαίωμα να πιστεύουν σε ότι θέλουν και να προσεύχονται όπου και όπως θέλουν,
αποφασίζουμε να απαγορευθεί ή κυκλοφορία της εγκυκλίου και να συλληφθει ό συντάκτης
της επίσκοπος Πέτρος για άνυποταγή στην εξουσία».
Ή υπόθεση διαβιβάστηκε στο ΣΤ Τμήμα της ΓκεΠεΟυ της
Μόσχας. Ό διευθυντής τού τμήματος Τούτσκωφ ειδοποίησε
την ΓχεΠεΟυ τού Τβέρ ότι δεν μπορούσε να εκδώσει
ένταλμα συλλήψεως για τον επίσκοπο Πέτρο, παρά μόνο αν εκείνος κυκλοφορούσε την
εγκύκλιο παρά τη σχετική απαγόρευση.
Στις 15 Νοεμβρίου του 1922 ή ΓκεΠε- Ου του Τβέρ ανέφερε
στον Τούτσκωφ: «Έπειτα από συστηματική παρακολούθηση, διαπιστώσαμε ότι ό
επίσκοπος Πέτρος διανέμει την απαγορευμένη εγκύκλιο. Εντός των ημερών θα συλληφθούν
τόσο αυτός όσο και τά υπόλοιπα μέλη της τοπικής ομάδας των οπαδών του Τύχωνα.
Ζητούμε την άδεια να τούς στείλουμε όλους σ εσάς αμέσως μετά τη σύλληψή τους,
προκειμένου να αποφευχθούν αντιδράσεις των φανατικών πιστών».
Την ίδια κιόλας ημέρα ή Μυστική Υπηρεσία της
ΓκεΠεΟυ ενέκρινε τη μεταφορά στη Μόσχα «του επισκόπου Πέτρου και τών άλλων
προσώπων πού έχουν σχέση μ’ αύτη την υπόθεση».
Στις 24 Νοεμβρίου ό επίσκοπος συνελήφθη. Μαζί του
συνελήφθησαν ό γραμματέας του Αλέξανδρος Πρεομπραζένσκι, οι πρωτοπρεσβύτεροι
Βασίλειος Κουπριάνωφ και Αλέξιος Μπενεμάνσκι, ό ταμίας της Μονής Αγίων Μπόρις και
Γκλιέμπ ιερομόναχος Βενιαμίν Τρόιτσκι και ό Αλέξιος Σοκολώφ. Στις 30 Νοεμβρίου
στάλθηκαν στη Μόσχα και κλείστηκαν στις φυλακές Μπουτίρκι. Τον Δεκέμβριο τούς απαγγέλθηκε
ή κατηγορία της διαδόσεως της απαγορευμένης εγκυκλίου του επισκόπου Πέτρου,
«πού εναντιωνόταν φανερά σε κάθε σχισματική κίνηση στην Εκκλησία και υπερασπιζόταν
την αντεπαναστατική πολιτική του Τύχωνα».
Μετά την Απαγγελία της κατηγορίας μεταφέρθηκαν στις
φυλακές Ταγκάνκα. Στα μέσα Μαρτίου του 1923, δύο εβδομάδες πριν από το Πάσχα,
ανακοινώθηκε στους φυλακισμένους ότι θα μεταφέρονταν στην απόμακρη Τασκένδη κι από
’κει σε διάφορους τόπους εξορίας. Στο μεταξύ, ό επίσκοπος Πέτρος από την ελλιπή
σίτιση είχε πάθει αβιταμίνωση. και όλο το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο μέ επιδέσμους.
Στην Τασκένδη μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς μέ τη
συνοδεία ισχυρής ένοπλης φρουράς. Τούς έκλεισαν στη φυλακή της πόλης μέχρι την
Πέμπτη της Διακαινησίμου, οπότε τούς οδήγησαν στο Φρουραρχείο της τοπικής
ΓκεΠεΟυ. Εκεί γνωστοποίησαν στον καθένα τον τόπο της εξορίας του. Τον επίσκοπο
Πέτρο τον έστελναν στο Περόφσκ. Τον υποχρέωσαν, μάλιστα, να αναχωρήσει την ίδια
κιόλας μέρα, όπως και πράγματι έκανε.
Στο Περόφσκ (σημερινό Κιζίλ Όρντά τού Καζακστάν),
πόλη μέ κυρίαρχη την παρουσία τού μουσουλμανικού στοιχείου, έμεινε έναν
ολόκληρο χρόνο ό άγιος ιεράρχης. Έχοντας στραμμένα τά μάτια της ψυχής του στον ουρανό,
δέχτηκε τις καθημερινές στερήσεις μέ εγκαρτέρηση και υπομονή, μέ προσευχή και ευχαριστία,
μέ πίστη και ελπίδα στο έλεος και την προστασία τού Θεού.
Τον Μάρτιο τού 1924, λόγω τού θανάτου τού Λένιν,
χορηγήθηκε από τις σοβιετικές αρχές αμνηστία σε πολλούς πολιτικούς
κρατουμένους. Ανάμεσα τους ήταν και ό επίσκοπος Πέτρος, ό όποιος ανακλήθηκε από
την εξορία. Έτσι, στο τέλος τού 1924, ύστερα από δύο συνεχή χρόνια φυλακίσεως και
εξορίας, ελεύθερος πια, έφτασε στη Μόσχα. Και στις 16 Ιουλίου τού 1925 στάλθηκε
από την Ιερά Σύνοδο στο Βορονέζ, ως βοηθός τού μητροπολίτη Βλαδιμήρου
(Σιμκόβιτς), πού ήταν τότε ογδόντα τεσσάρων ετών.
Ό πιστός λαός τού Βορονέζ πολύ γρήγορα αγάπησε
βαθιά τον επίσκοπο για τις κατανυκτικές ιερουργίες του, για τά συναρπαστικά
κηρύγματά του και για την απέραντη καλοσύνη του. Οι ναοί, όπου λειτουργούσε,
ήταν πάντοτε κατάμεστοι.
Στις 6 Ιανουαρίου τού 1926 κοιμήθηκε ό γέροντας
μητροπολίτης Βορονέζ Βλαδίμηρος, και οι πιστοί, σε συνέλευση πού
πραγματοποίησαν, αποφάσισαν ομόφωνα να ζητήσουν την
ανάδειξη του επισκόπου Πέτρου σε ποιμενάρχη του Βορονέζ.
Παίρνοντας μαζί του το σχετικό ψήφισμα της συνελεύσεως,
ό επίσκοπος αναχώρησε για τη Μόσχα, προκειμένου να λάβει την αναγνώριση της εκκλησιαστικής
αρχής. Ό αναπληρωτής του τοπο τηρητή του πατριαρχικού θρόνου μητροπολίτης
Σέργιος, κάνοντας δεκτό το αίτημα του λαού, διόρισε τον επίσκοπο Πέτρο ποιμενάρχη
της επαρχίας Βορονέζ, προάγοντάς τον συνάμα σε αρχιεπίσκοπο.
Οι πιστοί του επιφύλαξαν, όταν επέστρεψε, παλλαϊκή
υποδοχή. Μεγάλο πλήθος τον προϋπάντησε στον σιδηροδρομικό σταθμό και ακόμα
μεγαλύτερο τον περίμενε στη Μονή Άλεξέγεφσκι, όπου έγινε ή τελετή της ενθρονίσεως
του. Ένας εκπρόσωπος τών εργατών, πού τον προσφώνησε, του πρόσφερε μία εικόνα
τών τοπικών άγιων Μητροφάνους και Τύχωνος, απευθύνοντας του τις θερμές ευχές
όλων τών πιστών για επιτυχή και καρποφόρα ποιμαντορία μέ τις πρεσβείες τών
ιεραρχών αυτών.
Το σοβαρότερο πρόβλημα πού είχε ν’ αντιμετωπίσει ό
λαοπρόβλητος ιεράρχης ήταν ή δράση της «Ζωντανής Εκκλησίας», τά μέλη της όποιας
είχαν αρπάξει πολλούς ναούς της επαρχίας του. Αλλά μέ την ευλάβεια του, την Αγάπη
του και τη σοφία του κατόρθωσε να επαναφέρει στην Εκκλησία πολλές ενορίες πού
είχαν προσχωρήσει στη σχισματική κίνηση. Γι αυτό ό σχισματικός
ψευδομητροπολίτης Τυχών (Ποπώφ), τον όποιο υποστήριζε ή σοβιετική εξουσία,
χρησιμοποιούσε κάθε μέσο για να πετύχει την απομάκρυνση τού αρχιεπισκόπου
Πέτρου από το Βορονέζ.
Ό λαός, ωστόσο, αγαπούσε τον αρχιεπίσκοπο. Στούς
ναούς, όπου ό ποιμενάρχης ιερουργούσε και κήρυσσε, υπήρχε πάντοτε
κοσμοπλημμύρα. Οι ακολουθίες, μέ απόφαση του, τελούνταν σύμφωνα μέ το αγιορείτικο
τυπικό, γι’ αυτό και διαρκούσαν αρκετές ώρες. Κανείς, ωστόσο, από τούς πιστούς δεν
διαμαρτυρόταν όλοι παρέμεναν μέχρι το τέλος των άκολουθιών. Ό ίδιος
λειτουργούσε μέ κατάνυξη και ιεροπρέπεια.
Στο σπίτι του πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα πονεμένοι και
δυστυχισμένοι άνθρωποι, για να τού εμπιστευτούν τά προβλήματά τους και να
ζητήσουν τη συμβουλή ή τη βοήθειά του. Τούς έβλεπες να μπαίνουν μέ τά κεφάλια
κατεβασμένα, σκυθρωποί και στενοχωρημένοι, και να βγαίνουν πρόσχαροι, χαμογελαστοί,
παρηγορημένοι.
Στο μεταξύ, ό ιεράρχης γινόταν όλο και συχνότερα
στόχος της οργής και τού μίσους των σχισματικών και των άθεων. Πήρε αρκετές απειλητικές
επιστολές. Μερικές φορές δέχτηκε επιθέσεις μέ πέτρες. Έτσι, οι πιστοί εργάτες
τού Βορονέζ, πού είχαν ιδιαίτερη Αγάπη και αφοσίωση στον ποιμενάρχη τους, αποφάσισαν
να τον φρουρούν σε κάθε μετακίνηση, αλλά και να εγκαταστήσουν νυχτερινή φρουρά στο
σπίτι του. Ωστόσο, ό θεοφώτιστος όσιος Νεκτάριος της ’Όπτινα , στον όποιο ό
άρχιεπίσκοπος συχνά απευθυνόταν για συμβουλές, τού μήνυσε από την εξορία, όπου
βρισκόταν, ότι δεν θα γλύτωνε τη σύλληψη.
Το φθινόπωρο τού 1926 θα γινόταν συνέδριο των
σχισματικών μέ την υποκίνηση και προστασία τού διαβόητου Τούτσκωφ. Τότε ή
ΓκεΠεΟυ, έπιδιώκοντας την έδραίωση του σχίσματος και την άποδυνάμωση της
Εκκλησίας, άρχισε να διενεργεί έρευνες στα σπίτια των κανονικών αρχιερέων και να
αναζητεί στοιχεία πού θα τούς ενοχοποιούσαν.
Μια μέρα ό αρχιεπίσκοπος, επιστρέφοντας από την
εκκλησία στο σπίτι του, βρήκε στην πόρτα αστυνομικούς. Του έδειξαν ένα ένταλμα
της ΓκεΠεΟυ και, μπαίνοντας μαζί του στο σπίτι, άρχισαν να το ερευνούν. Στο
μεταξύ, απ’ έξω μαζεύτηκαν πολυάριθμοι πιστοί.
Μετά την έρευνα, ό αναπληρωτής διοικητής του Αστυνομικού
Τμήματος πρόσταξε τον ιεράρχη:
- Ελάτε
μαζί μας στο Τμήμα για ανάκριση.
Εκείνος, δείχνοντας το θορυβημένο πλήθος πού είχε
συγκεντρωθεί μπροστά στο σπίτι, τον προειδοποίησε:
- Υπάρχει
φόβος ν’ αντιδράσει ό λαός και να συμβούν δυσάρεστα πράγματα...
- Εγώ
έχω εντολή να σάς οδηγήσω στο Αστυνομικό Τμήμα και πρέπει να την εκτελέσω. είπε
ό αστυνόμος.
Σκέφτηκε για λίγο και συνέχισε:
- Για να
μη συγκρουστεί το πλήθος μέ την αστυνομία, εμείς θα φύγουμε κι εσείς θα έρθετε
λίγο αργότερα. Εντάξει;
Ό άρχιεπίσκοπος συμφώνησε. 'Όταν, όμως, βγήκε από το
σπίτι, τριακόσιοι περίπου άνθρωποι τον ακολούθησαν μέχρι το Αστυνομικό Τμήμα.
Μερικοί απ’ αυτούς μπήκαν αποφασιστικά στο κτίριο κι έφτασαν μέχρι το γραφείο του
διοικητή, όπου οι αστυνομικοί οδήγησαν τον ιεράρχη για ανάκριση.
- Μέ
ποιό δικαίωμα, είπαν στον διοικητή, φέρατε έδώ τον αρχιεπίσκοπο για ανάκριση;
Σύμφωνα μέ τον νόμο, οι αρχιερείς ανακρίνονται «κατ’ οίκον».
Ό διοικητής, φανερά ταραγμένος αλλά και αμήχανος, δεν
τούς έδωσε καμιάν απόκριση.
- Εν
πάση περιπτώσει, συνέχισαν εκείνοι απτόητοι, απαιτούμε να είμαστε παρόντες στην
ανάκριση.
Ό διοικητής, όμως, τούς το ξέκοψε:
- Αυτό
αποκλείεται να γίνει! Περάστε αμέσως έξω!
Οι αστυνομικοί. σ’ ένα νόημά του, έπιασαν τούς εκπροσώπους
των πιστών και τούς έβγαλαν στον δρόμο. "Ύστερα προσπάθησαν με φωνές και
απειλές να διαλύσουν το πλήθος πού ήταν μπροστά στο Αστυνομικό Τμήμα, αλλά
δίχως αποτέλεσμα.
Ό διοικητής απείλησε τον αρχιεπίσκοπο ότι, αν δεν
έφευγαν οι πιστοί, θα καλούσε την έφιππη αστυνομία, ή όποια θα χρησιμοποιούσε
βία.
- Να
βγείτε, τού σύστησε τότε ό ιεράρχης, και να πείτε στον λαό ότι δεν θα μου
κάνετε κανένα κακό. Έτσι θα ησυχάσουν και θα διαλυθούν.
- Εσείς
να βγείτε και να τούς το πείτε, αποκρίθηκε ό διοικητής.
Βγήκε, λοιπόν, ό άρχιεπίσκοπος και προσπάθησε να
καθησυχάσει τούς πιστούς, αλλά μάταια.
- Να
βγει ό ίδιος ό διοικητής, τού είπαν, και να μάς διαβεβαιώσει ότι θα σάς αφήσουν
ελεύθερο.
Πράγματι, ό διοικητής βγήκε και τούς υποσχέθηκε ότι
ό ιεράρχης δεν θα φυλακιζόταν.
Έξαλλος τότε ό διοικητής πρόσταξε τούς αστυνομικούς
να συλλάβουν εκείνους πού είχαν μπει στο γραφείο του. Μέ μεγάλη δυσκολία
κατόρθωσαν να πιάσουν μερικούς, καθώς το πλήθος σχημάτισε κλοιό γύρω τους και
προσπάθησε να τούς προστατέψει. Σε λίγο, πάντως, κλήθηκε και ή έφιππη αστυνομία,
πού μέ βίαιο τρόπο διέλυσε τούς πιστούς. Όταν μετά την ανάκριση ό άρχιεπίσκοπος
βγήκε από το Τμήμα, στον δρόμο βρίσκονταν ελάχιστοι άνθρωποι.
Στις 15 Νοεμβρίου τού 1926, πρώτη μέρα της νηστείας
των Χριστουγέννων, ό ιεράρχης, μετά τη Λειτουργία πού τέλεσε, φαινόταν
συλλογισμένος και θλιμμένος. Καταλάβαινε, ίσως, πώς ή ώρα της συλλήψεώς του
ήταν κοντά.
Την ίδια νύχτα ήρθαν στο σπίτι του οι άνδρες της
ΓκεΠεΟυ. Μόλις ακούστηκαν τά χαρακτηριστικά χτυπήματα στην πόρτα, ό σύγκελλος
τού άρχιεπισκόπου αρχιμανδρίτης Ίννοκέντιος τράβηξε το μάνταλο της και την
ασφάλισε. Δεν τούς άνοιξε, ώσπου ό δεσπότης έκαψε όλα τά γράμματα και τά έγγραφα
πού θα μπορούσαν να ενοχοποιήσουν άλλους ανθρώπους. Όταν, μετά την καταστροφή
των ντοκουμέντων, μπήκαν στο σπίτι, ή έρευνα πού έκαναν δεν έφερε το επιθυμητό
γι’ αυτούς αποτέλεσμα. Όταν τελείωσαν, συνέλαβαν τον ιεράρχη και τον οδήγησαν στα
γραφεία της ΓκεΠεΟυ.
Ή είδηση της συλλήψεως τού άρχιεπισκόπου διαδόθηκε
γρήγορα σ’ όλη την πόλη. Το πρωί πολλοί κάτοικοι μαζεύτηκαν έξω από το κτίριο της
ΓκεΠεΟυ, ζητώντας πληροφορίες για την τύχη τού ποιμενάρχη τους. Τον είδαν το
βράδυ πια, όταν ή φρουρά τον έβγαλε στον δρόμο, τον επιβίβασε σ’ ένα αυτοκίνητο
και τον οδήγησε στον σιδηροδρομικό σταθμό. Οι πιστοί έτρεξαν στον σταθμό, αλλά τον
βρήκαν κυκλωμένο από άνδρες της ΓκεΠεΟυ, πού δεν άφησαν κανέναν να πλησιάσει ως
την αναχώρηση τού τρένου μέ τον δέσμιο αρχιεπίσκοπο για τη Μόσχα. Εκεί θα τον
έκλειναν για άλλη μια φορά στα φοβερά κρατητήρια της Λουμπιάνκα, έδρας της
ΓκεΠεΟυ.
Περισσότερο από τρεις μήνες παρέμεινε έγκλειστος στη
Λουμπιάνκα ό ομολογητής ιεράρχης, περιμένοντας μέρα μέ τη μέρα την απόφαση της
μυστικής αστυνομίας. Τελικά, την άνοιξη του 1927 αποφάσισαν να τον στείλουν στα
απάνθρωπα Ειδικά Στρατόπεδα Σολοφκί , στον παγωμένο Βορρά
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. ΡΩΣΟΙ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΕΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ.