Ἐρμηνευτικόν σχόλιον εἰς τὸν Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου.
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς.
Ἐν Πειραιεῖ τῆ 1η Ἀπριλίου 2016.
Όπως
είναι γνωστό, η Εκκλησία μας από αρχαιοτάτων χρόνων καθιέρωσε να
ψάλλεται πανηγυρικά η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου, ή των Χαιρετισμών,
που είναι αφιερωμένη στην Παναγία, κάθε χρόνο την πένθιμη και
κατανυκτική περίοδο της αγίας και μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις Παρασκευές
των πέντε εβδομάδων των νηστειών, τις πρώτες τέσσερις Παρασκευές
τμηματικά και την πέμπτη ολόκληρη. Στο πρώτο μέρος της ακολουθίας αυτής
ψάλλεται πάντοτε ο λεγόμενος Κανόνας του Ακαθίστου. Στις γραμμές που
ακολουθούν θα προσπαθήσουμε με τις πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου και
την βοήθεια καταξιωμένων διδασκάλων της πίστεώς μας, να προσεγγίσουμε
ερμηνευτικά τα τροπάρια της πρώτης Ωδής του εν λόγω Κανόνος.
Κατ’
αρχήν να πούμε λίγα εισαγωγικά γύρω από τον εν λόγω Κανόνα. Όπως είναι
γνωστό, η εκκλησιαστική ποίηση ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα καθιέρωσε το
είδος εκείνο της εκκλησιαστικής υμνογραφίας που λέγεται Κανόνας και που
αποτελείται από εννέα ωδές. Η κάθε ωδή ξεκινάει με τον ειρμό, που
ονομάζεται έτσι, επειδή είρει, δηλαδή συνδέει στον τρόπο της ψαλμωδίας
και τα υπόλοιπα τροπάρια της ωδής.
Ο ειρμός λοιπόν της πρώτης ωδής αναφέρει: «Ανοίξω
το στόμα μου και πληρωθήσεται Πνεύματος και λόγον ερεύξομαι τη βασιλίδι
Μητρί, και οφθήσομαι φαιδρώς πανηγυρίζων και άσω γηθόμενος ταύτης τα
θαύματα». Δηλαδή θα ανοίξω το στόμα μου και θα γεμίσει από
το Πνεύμα του Θεού, και θα απευθύνω λόγο προς την βασίλισσα Μητέρα του
Θεού, και θα με δουν να πανηγυρίζω με χαρά τα θαυμαστά μεγαλεία της. Ο
υμνογράφος νιώθει βαθιά την ανάγκη να ανοίξει το στόμα του και να ψάλει,
να υμνήσει την Παναγία. Επιθυμεί να εκφράσει την χαρά που αισθάνεται
μέσα του με ύμνους. Η χαρά που αισθάνεται όμως δεν είναι απλοί
ανθρώπινοι συναισθηματισμοί. Είναι η χαρά που πηγάζει από το Πνεύμα του
Θεού, επειδή και η ψυχή του είναι γεμάτη με Πνεύμα άγιο. Έχει τον πόθο
να τραγουδήσει στην μητέρα του ουρανού και της γης, μ’ εκείνους τους
ύμνους με τους οποίους την υμνούν οι άγγελοι. Θέλει να τραγουδήσει με
πολλή πνευματική ευφροσύνη τα αμέτρητα θαύματά της και τις ευεργεσίες
της.
«Χριστού
βίβλον έμψυχον, εσφραγισμένην σε Πνεύματι, ο μέγας Αρχάγγελος, Αγνή
θεώμενος, επεφώνει σοι, Χαίρε χαράς δοχείον, δι' ης της Προμήτορος αρά
λυθήσεται». Δηλαδή βλέποντάς Σε ο μέγας αρχάγγελος
Γαβριήλ να είσαι ένα έμψυχο βιβλίο, στο οποίο γράφτηκε ο Χριστός, σου
εφώναζε, Χαίρε δοχείο της χαράς, δια της οποίας θα καταργηθεί η κατάρα
που επιβλήθηκε από τον Θεό στην προμήτορα Εύα. Εδώ ο υμνογράφος
παρομοιάζει την ανθρώπινη φύση της Παναγίας με έμψυχο βιβλίο. Και όπως
στα βιβλία καταχωρούνται και καταγράφονται οι λόγοι των ανθρώπων σε
γραπτή μορφή, έτσι και σ’ αυτό το έμψυχο βιβλίο, το πανάχραντο σώμα της
Θεοτόκου καταγράφτηκε, καταχωρήθηκε, όχι ανθρώπινος λόγος, αλλά ο Θεός
Λόγος, (με κεφάλαιο το λάμδα), δηλαδή προσέλαβε ο Υιός του Θεού την
ανθρώπινη φύση, με την οποία ενώθηκε υποστατικά. Το μεγάλο αυτό θαύμα
έγινε απ’ ευθείας με τη δημιουργική ενέργεια του αγίου Πνεύματος, χωρίς
την ανθρώπινη συνέργεια, που είναι απαραίτητη στην βιολογική διαδικασία
της ανθρώπινης συλλήψεως. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο υπηρέτης του θαύματος,
είχε σταλεί από τον Θεό για να μεταφέρει το χαρμόσυνο μήνυμα στην
ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ. Το θαύμα που αντίκρυζε ο αρχάγγελος ήταν
μεγάλο και παράδοξο. Από την μια μεριά έβλεπε μια κόρη πάναγνη, να
αστράφτει από αρετές και χαρίσματα, που υπερέβαιναν και αυτήν την άυλη
φύση του και από την άλλη έβλεπε τον πλάστη του και δημιουργό όλης της
κτίσεως, Αυτόν που κρατάει στην παλάμη του τα σύμπαντα, να σμικρύνεται
τόσο πολύ, ώστε να χωρέσει στην μήτρα της Παρθένου. Μη μπορώντας δε να
κατανοήσει το ακατανόητο, ξέσπασε στον ύμνο της χαράς, που κυριαρχούσε
στην άυλη φύση του και έλεγε: Χαίρε κόρη πανύμνητε που είσαι το δοχείο
της χαράς τόσο του ουρανού, δηλαδή των νοερών αγγελικών δυνάμεων, όσο
και της γης, των ανθρώπων που ζουν μέσα στην οδύνη και τον πόνο, στη
φθορά και τον θάνατο. Και ποιός είναι ο λόγος της τόσο μεγάλης χαράς;
Διότι στη σκηνή σου την θεοχώρητη και πνευματοΰφαντη θα καταργηθεί η
κατάρα της προμήτορος, η κατάρα που προήλθε από την παρακοή της Εύας,
στην εντολή, την οποία έλαβε από τον Θεόν και την οποία τόσο απερίσκεπτα
και επιπόλαια καταπάτησε. Η κατάρα αυτή δεν περιορίστηκε μόνο στο
πρόσωπό της, αλλά επεκτάθηκε σαν μια βαριά κληρονομιά και γέμισε με
δάκρυα και στεναγμούς όλο το γένος των ανθρώπων.
«Αδάμ
επανόρθωσις, χαίρε Παρθένε Θεόνυμφε, του Άδου η νέκρωσις, χαίρε
πανάμωμε, το παλάτιον, του μόνου Βασιλέως. χαίρε θρόνε πύρινε, του
Παντοκράτορος». Χαίρε συ Παρθένε, που είσαι η επανόρθωση
του Αδάμ και η νέκρωση του Άδη. Χαίρε συ, που είσαι το αστραφτερό παλάτι
του μόνου βασιλέως και Θεού, ο πύρινος θρόνος όπου κάθεται ο
παντοκράτωρ Κύριος. Στην υπόθεση του ύμνου της χαράς συμμετέχει τώρα και
ο Αδάμ. Με τον ασπασμό του αγγέλου δεν λυτρώνεται μονάχα η Εύα, που
πρωτοστάτησε στην τραγωδία της Εδέμ, αλλά και ο Αδάμ, που συνήργησε στο
φοβερό εκείνο δράμα. Και οι δυο τους, Αδάμ και Εύα, συμμετείχαν στην
τραγική εκείνη περιπέτεια. Και οι δυο τους ήπιαν το πικρό ποτήρι του
θανάτου. Και από τότε γύρω από αυτούς εκτυλίσσεται η τραγική υπόθεση της
υπάρξεως, ο θάνατος και η ζωή. Δια της Παρθένου πραγματοποιείται η
επανόρθωση και του Αδάμ. Το δράμα της αρχαίας Εδέμ βρίσκει την λύση του
στη νέα Εδέμ της Χάριτος, στην Παναγία. Η ανθρώπινη φύση που εξ’ αιτίας
της πτώσεως έχασε την δόξα της αφθαρσίας και αθανασίας, την ομορφιά και
το κάλος της, αναστηλώνεται τώρα, βρίσκοντας την παλαιά της ευγένεια,
την προπτωτική της καθαρότητα και ομορφιά στην θεοχώρητη μήτρα της
Παρθένου.
Το
θαύμα της Θεοτόκου είναι συγχρόνως και η νέκρωση του Άδη. Η επανόρθωση
των πρωτοπλάστων δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτούς, αλλά επεκτείνεται και
σ’ όλο το ανθρώπινο γένος. Ο Άδης που κρατούσε επί αιώνες δέσμιες τις
ψυχές των κεκοιμημένων, τώρα χάνει την δύναμη του, νεκρώνεται με την
σταυρική θυσία του Κυρίου και την θεόσωμο ταφή του. Αυτή την μεγάλη
αλήθεια ψάλει η Εκκλησία μας στο γνωστό αναστάσιμο τροπάριο: «Ότε
κατήλθες προς τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τον Άδην ενέκρωσας,
τη αστραπή της θεότητος· ότε δε και τους τεθνεώτας εκ των καταχθονίων
ανέστησας, πάσαι αι Δυνάμεις των επουρανίων εκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστέ, ο
Θεός ημών, δόξα σοι». Όταν κατέβηκες στο βασίλειο του
θανάτου, Εσύ που είσαι η ζωή η αθάνατος, τότε ενέκρωσες τον Άδη με το
φως της Θεότητός σου. Όταν δε ανέστησες και τους νεκρούς από τα έγκατα
της γης, τότε πανηγύριζαν με χαρά και όλες οι επουράνιες δυνάμεις των
αγγέλων.
Η
Παναγία είναι ακόμη και το παλάτιο του βασιλέως Χριστού, το καθαρό και
άμωμο, διότι σ’ αυτήν ευδόκησε να κατοικήσει ο Κύριος και να προσλάβει
την ανθρώπινη φύση. Είναι επίσης και ο θρόνος ο πύρινος, ο φλογισμένος
από την φωτιά του Θεού και από την άκτιστη ενέργεια του αγίου Πνεύματος,
πάνω στον οποίον κάθεται εξουσιαστικά ο ποιητής και λυτρωτής του
σύμπαντος.
«Ρόδον
το αμάραντον, χαίρε, η μόνη βλαστήσασα· το μήλον το εύοσμον, χαίρε η
τέξασα, το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως. Χαίρε απειρόγαμε κόσμου
διάσωσμα». Χαίρε συ που από την θεοχώρητη μήτρα σου
βλάστησε το ρόδο, το τριαντάφυλλο, που δεν μαραίνεται. Συ που γέννησες
το μήλο που μοσχοβολάει. Συ που είσαι η ευωδία του βασιλέως των όλων.
Χαίρε συ που έγινες μητέρα χωρίς να γνωρίσεις γάμο. Συ που είσαι η
σωτηρία του κόσμου. Στο τροπάριο αυτό ο υμνογράφος, προσπαθεί να
εισχωρήσει στο απόρρητο μυστήριο της ασπόρου συλλήψεως της Θεοτόκου.
Αλλά ποιός μπορεί να εννοήσει το απερινόητο και να αποκαλύψει το
απόκρυφο και ακατάληπτο; Μήπως και ο μέγας εκείνος προφήτης, ο Μωϋσής,
μπόρεσε να κατανοήσει το μυστήριο της βάτου που καιγόταν, αλλά δεν
καταφλεγόταν; Μη μπορώντας λοιπόν ο υμνογράφος να ερμηνεύσει το θαύμα,
καταφεύγει στο φυσικό περιβάλλον. Χρησιμοποιεί την εικόνα του ρόδου. Το
ρόδο, δηλαδή το τριαντάφυλλο, είναι το λουλούδι εκείνο που έχει το
ωραιότερο άρωμα. Η Παναγία είναι η Τριανταφυλλιά, απ’ όπου βλάστησε το
Τριαντάφυλλο, που λέγεται Χριστός. Ο Χριστός είναι «το ρόδον το
αμάραντον». Όποιος πλησιάζει το Χριστό, αισθάνεται μία ουράνια ευωδία.
Αλλά και όσοι έχουν μέσα τους τον Χριστό μεταδίδουν αυτή την ευωδία,
σύμφωνα με τον λόγο του απόστολου Παύλου: «Χριστού ευωδία εσμέν τω Θεώ
εν τοις σωζομένοις» (Β΄ Κορ. 2,15). Περισσότερο όμως από όλους τους
αγίους μεταδίδει αυτή την ευωδία η Παναγία μας, σε όσους βέβαια έχουν
πνευματικά αισθητήρια για να νοιώσουν αυτή την ευωδία.
Όλα
τα λουλούδια της γης, και τα ωραιότερα ακόμη, είναι μολυσμένα από τον
ρύπο της αμαρτίας. Μόνο ένα λουλούδι είναι απόλυτα αμόλυντο: Ο Ιησούς
Χριστός. Και αυτό γιατί γεννήθηκε από Παρθένο, που υπερέβαινε σε
αγιότητα και καθαρότητα κάθε ανθρώπινη φύση. Ο Θεός έψαχνε να βρει
ευωδία στον κόσμο, μα δεν υπήρχε πουθενά. Παντού κυριαρχούσε η δυσοσμία
της αμαρτίας. Και ξαφνικά, εκεί που έψαχνε, βρίσκει ένα λουλούδι, μια
τριανταφυλλιά. Ήταν η Παναγία, το «ρόδον το αμάραντον», που φανερώνει το
αμόλυντον και καθαρόν της Παρθένου από κάθε σαρκικό μόλυσμό. Ήταν
μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο η Παναγία, χωρίς μολυσμό, πεντακάθαρη.
Τριαντάφυλλο, φυτρωμένο στην άκαρπη και άγονη γη της στείρας Άννας. Την
είδε ο Θεός και οσφράνθηκε το άρωμα της αρετής της. Γι’ αυτό λέγεται
«το οσφράδιον του πάντων Βασιλέως».
Όλα τα λουλούδια κάποτε μαραίνονται. Και μάλιστα γρήγορα. Και η ζωή του ανθρωπου είναι ένα λουλούδι που μαραίνεται. «Άνθρωπος ωσεί χόρτος αι ημέραι αυτού, ωσεί άνθος του αγρού ούτως εξανθήσει»
(Ψαλμ.102,15), λέει ο προφήτης Δαυΐδ. Μόνο ένα λουλούδι επί δύο
χιλιάδες χρόνια τώρα παραμένει αμάραντο και θα παραμένει στους αιώνες: Η
Παναγία. Ούτε ο χρόνος μπορεί να την μαράνει. Ούτε οι βλασφημίες των
ασεβών μπορούν να την μολύνουν. Αλλά και ο κάθε πιστός μπορεί να γίνει
ρόδο. Πώς; Με τη μετάνοια και τη νηστεία. Ο ιερός Χρυσόστομος
παρομοιάζει τη νηστεία με μύρο: «Στήθι εγγύς του νηστεύοντος και
μετέλαβες αυτού ευθέως της ευωδίας· μύρον γαρ έστιν ο νηστεύων
πνευματικόν, και διά των οφθαλμών, και διά της γλώττης, και διά πάντων
εμφαίνων την της ψυχής ευταξίαν».
«Αγνείας
θησαύρισμα, χαίρε δι’ ης εκ του πτώματος ημών εξανέστημεν χαίρε
ηδύπνοον κρίνον, Δέσποινα, πιστούς ευωδιάζον, θυμίαμα εύοσμον, μύρον
πολύτιμον». Χαίρε συ που είσαι ο ακένωτος θησαυρός της
αγνότητος. Συ που μας εσήκωσες από την φοβερή πτώση μας στην αμαρτία.
Χαίρε δέσποινα που είσαι το ευωδιαστό κρίνο, που ευωδιάζεις τους
πιστούς, το εύοσμο θυμίαμα, το μύρο το πολύτιμο. Η Παναγία είναι
θησαυρός αγνότητος, το πρόσωπο στο οποίο η αρετή της αγνότητος και της
καθαρότητος από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος βρήκε την πλήρη και
τελεία έκφρασή της και πραγματοποίησή της στον υπέρτατο βαθμό. Το
γεγονός αυτό αποτελεί αφορμή χαράς και ευφρόσυνης όχι μόνον για την ίδια
την Παναγία, αλλά και για όλους μας, γιατί όλοι μας χαιρόμαστε με την
χαρά της, «μπαίνουμε» κι εμείς μέσα στην χαρά της, γινόμαστε συμμέτοχοι
στην χαρά της. Οι άγιοι δεν έχουν τίποτε, που να είναι ατομικά δικό
τους. Ό,τι έχουν, το ακτινοβολούν σε όλους μας.
Η Παναγία μας είναι ακόμη αυτή δια της οποίας «εξανέστημεν εκ του πτώματος ημών»,
δηλαδή αναστηθήκαμε από το πτώμα μας. Εδώ η λέξη πτώμα δεν σημαίνει τον
νεκρό άνθρωπο – το άψυχο κουφάρι, αλλά εννοείται η πτώση μας στην
αμαρτία, η υποδούλωση στα πάθη του παλαιού ανθρώπου, στην φθορά και τον
θάνατο. Η πάναγνη μητέρα του Θεού, μας βοήθησε να σηκωθούμε από την
φοβερή αυτή πτώση, που είχε παγκόσμιες διαστάσεις, διότι με τις ιδικές
μας δυνάμεις δεν μπορούσαμε να το πετύχουμε. Και με ποιο τρόπο μας
βοήθησε; Διά του Υιού της. Με την ένσαρκη θεία Οικονομία, με το
απολυτρωτικό έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αν έλειπε η Παναγία ως
απαραίτητη προϋπόθεση της θείας ενανθρωπήσεως, θα μπορούσε άραγε να
έρθει στον κόσμο ο Υιός του Θεού; Ας μην αποθαρρύνονται επομένως όσοι
έχασαν την αγνότητά τους, όσοι έπεσαν στον βούρκο των σαρκικών ηδονών.
Ας μετανοήσουν και ας ζητήσουν την βοήθεια της Θεοτόκου και με την Χάρη
και τις πρεσβείες της μπορούν να καθαρίσουν τις ψυχές τους και να
ξαναβρούν την αγνότητα που έχασαν, όπως αυτό συνέβη με την οσία Μαρία
την Αιγυπτία, η οποία αν και είχε πέσει σε πολλές σαρκικές αμαρτίες και
είχε φτάσει σε βάθος κακών, ωστόσο στη συνέχεια μετανόησε με βαθεία
μετάνοια και πολλή άσκηση και με την βοήθεια της Θεοτόκου έφθασε σε
μεγάλα μέτρα αρετής και αγιότητος.
«Χαίρε, ηδύπνοον κρίνον»,
λέει στη συνέχεια ο υμνογράφος. Την αποκαλούμε ακόμη κρίνο ηδύπνοο,
λουλούδι που σκορπάει γλυκειά και ευχάριστη ευωδιά, γλυκό άρωμα, που
μεταδίδεται σ’ όλους τους πιστούς. Είναι ακόμη και «θυμίαμα εύοσμον» και «μύρον πολύτιμον»,
δηλαδή θυμίαμα που έχει ωραία οσμή και μύρον πολύτιμον, που και αυτό
αναδίδει θαυμάσια ευωδία. Όλες οι παρά πάνω παρομοιώσεις έχουν την ίδια
σημασία, σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Θέλουν να υποδηλώσουν την μυστική
ευφροσύνη και χαρά που αισθάνονται όλες εκείνες οι ψυχές, που υμνούν και
δοξάζουν τα άφθαρτα μεγαλεία της. Που καταφεύγουν σ’ αυτήν και
δέχονται την Χάρη της τις δωρεές της και τις ευεργεσίες της. Που
αισθάνονται την παρουσία της Χάριτος σαν μια ευωδία, σαν μια άρρητη
ευφροσύνη και χαρά, σαν μια γεύση του παραδείσου, που τους ευφραίνει,
τους παρηγορεί, τους γεμίζει με ειρήνη και δύναμη ανεκλάλητη.
Ας
αγωνιστούμε αγαπητοί μου αδελφοί, ιδιαίτερα την περίοδο αυτή της αγίας
και μεγάλης Τεσσαρακοστής, με την νηστεία την ελεημοσύνη και την
προσευχή, να γίνουμε «Χριστού ευωδία», σύμφωνα με τον απόστολο. Ας
αγωνιστούμε να καθαρίσουμε την ψυχή μας από τα πάθη που την καθιστούν
βρώμικη, σκοτεινή και ακάθαρτη, γεμάτη από ανυπόφορη δυσωδία. Ας
αγωνιστούμε να κάνουμε κτήμα μας τις αρετές, που την καθιστούν όμορφη,
φωτεινή, αποπνέουσα την ευωδία της Χάριτος, έτσι ώστε να επιτύχουμε έτσι
την σωτηρία μας. Και να αξιωθούμε να απολύσουμε με όλες μας τις
αισθήσεις εκεί στον παράδεισο την παρουσία της Παναγίας μας. Ἀμήν.