Εἴμαστε… «ἔξυπνοι» ἢ τὸ νομίζουμε; |
Posted: 30 Jan 2016 11:45 AM PST
Γράφει ὁ Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος
«Νὰ
εἶσαι ἔξυπνος! Νὰ προσέχεις! Νὰ μὴν κοιμᾶσαι! Νὰ ἔχεις τὰ μάτια σου
ἀνοιχτά! Τὰ μάτια δεκατέσσερα!», εἶναι μερικὲς ἀπὸ τὶς συμβουλές, ποὺ
συνηθίζουν νὰ δίνουν οἱ γονεῖς καὶ οἱ μεγάλοι, θέλοντας νὰ φυλάξουν τὰ
παιδιὰ ἀπὸ τοὺς πιθανοὺς κινδύνους, ποὺ μπορεῖ νὰ διατρέχουν. Καὶ εἶναι
πολὺ περιεκτικὲς καὶ εὔστοχες οἱ παραινέσεις αὐτές. Ἀλήθεια, τί σημαίνει
ἡ λέξη «ἔξυπνος»; Ποιὰ εἶναι ἡ ἔννοια πού τῆς προσδίδουμε στὴν
καθημερινότητα;
Ἔξυπνος,
θὰ ἀπαντοῦσε κάποιος, εἶναι αὐτὸς ποὺ εὔκολα καταφέρνει νὰ λύνει τὰ
προβλήματα στὴ ζωή του, ὑπερβαίνοντας τὰ ἐμπόδια καὶ βρίσκοντας πάντα
τὴν κατάλληλη λύση. Ἢ ἀκόμη, συγκρινόμενος μὲ τοὺς ἄλλους, ἔχει τὴ
δυνατότητα νὰ τοὺς ξεπερνάει στὴν εὐστροφία τοῦ μυαλοῦ, νὰ
ἀντιλαμβάνεται καὶ νὰ προσλαμβάνει γρηγορότερα καὶ καλύτερα τὴν
ὁποιαδήποτε πληροφορία καὶ γνώση καὶ νὰ δίνει καλύτερες λύσεις ἀπ`
αὐτούς, στὰ καθημερινὰ θέματα ποὺ ἔχει νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ νὰ
προλαβαίνει τὸ κακό. Ἔξυπνος θεωρεῖται καὶ ὁ καταφερτζής, ὁ καπάτσος, ὁ
μηχανορράφος. Ἀνάλογα δὲ μὲ τὸ περιεχόμενο ποὺ θέλει νὰ προσδώσει ὁ
καθένας, ἀκόμη καὶ ὁ πονηρός, ὁ δόλιος ἄνθρωπος, ποὺ κατεργάζεται τὸ
κακό. Πραγματικά, παρόλο ποὺ ἔχει μεγάλο εὖρος, ἐκεῖ περίπου κυμαίνεται
σήμερα ἡ ἔννοια τῆς λέξης «ἔξυπνος»...
Στὴν
Καινὴ Διαθήκη τὴ λέξη «ἔξυπνος» τὴ συναντᾶμε μόνο μία φορὰ καὶ σημαίνει
κατὰ τὴν ἀρχαία: αὐτὸς ποὺ δὲν κοιμᾶται, ὁ ξυπνητός. Στὶς Πράξεις τῶν
Ἀποστόλων (16, 27), γράφει ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς: «ἔξυπνος δὲ γενόμενος ὁ
δεσμοφύλαξ καὶ ἰδὼν ἀνεωγμένας τὰς θύρας τῆς φυλακῆς» καὶ σημαίνει:
«ὅταν ξύπνησε ὁ δεσμοφύλακας καὶ εἶδε ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς».
Δηλαδὴ κοιμόταν καὶ ξύπνησε.
Πόσο
ἐξαρτᾶται τὸ παιχνίδι τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν καθένα μας; Μέχρι ποῦ θὰ
ἐνεργήσει ἡ ἐξυπνάδα καὶ ποῦ θὰ μᾶς ὁδηγήσει; Διότι ἀκούγεται πολὺ συχνὰ
γύρω μας ὁ λόγος: «Ἐγὼ φέρθηκα ἔξυπνα». Καί, ἐν τέλει, ἂν κάποιος
ἰσχυρίζεται πὼς εἶναι «ἔξυπνος», δὲν ἀντιλαμβάνεται πὼς κάποιοι ἄλλοι
πιθανὸν νὰ εἶναι «ἐξυπνότεροι» καὶ ὁ διάβολος, μετὰ πάσης βεβαιότητος,
μυριάκις «ἐξυπνότερος» ἀπὸ ὅλους; Ποιὰ καὶ τί εἴδους ἐξυπνάδα ἐννοεῖ ὁ
καθένας;
Μήπως
σήμερα ἔχει ἀνάγκη ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ κάποιο πνευματικὸ ἐγερτήριο
ἀνάκρουσμα, γιὰ «νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια του», αὐτὰ τὰ μάτια ποὺ ἐννοεῖ τὸ
Εὐαγγέλιο, «νὰ ἐγερθεῖ ἀπὸ τὸν ὕπνο», νὰ βρεῖ τὸν ἑαυτό του καὶ κυρίως
τὸ βασικὸ νόημα τῆς ζωῆς του;
Ἀνέκαθεν
ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση τοῦ εἶχε ἀνάγκη νὰ καταφεύγει ὡς δημιούργημα
στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ Δημιουργοῦ του. Ἂν αὐτὸ συνέβαινε στὸ διάβα
τῶν αἰώνων, ὅπως καὶ συνέβαινε, σήμερα αὐτὴ ἡ ἀνάγκη προβάλλει
κυριολεκτικὰ ἀπόλυτη. Μονόδρομος. Διότι, μέσα στὴν παραζάλη τῆς γενικῆς
ἀποστασίας, ἔχει χαθεῖ κάθε ἔρεισμα, κάθε ἀποκούμπι, στὸ ὁποῖο θὰ
μποροῦσε νὰ ἐμπιστευτεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ψυχοσωματική του ἀσφάλεια καὶ
γαλήνη. Νὰ νοιώσει ἡ καρδιά του καὶ νὰ πιστέψει πὼς βρῆκε τὴ ζητούμενη
πληρότητα καὶ νὰ κραυγάσει «ψυχὴ τὲ καὶ σώματι» πὼς εἶναι βέβαιος γι`
αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε καὶ τοῦ ἔλειπε.
Οἱ
πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων, τῶν βαφτισμένων Χριστιανῶν, βρίσκονται σὲ
κατάσταση πανικοῦ. Φοβοῦνται, χωρὶς νὰ δύνανται νὰ ἀντιληφθοῦν τὸ
γιατί. Τρέμει ἡ ψυχούλα τους. Ζοῦν μέσα στὸν κόσμο, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος
τῶν συνανθρώπων τους καὶ φοβοῦνται τὸν κόσμο! Αἰσθάνονται ἀνασφάλεια γιὰ
τὴν κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς τους. Νοιώθουν ἐκτεθειμένοι, ἀπροστάτευτοι. Τί
θλιβερὸ κατάντημα! Δὲν ἐμπιστεύονται κανέναν- καὶ γιατί νὰ
ἐμπιστευτοῦν, μὲ τὰ ὅσα συμβαίνουν γύρω μας; Τρέχουν ἀπὸ ἐδῶ κι ἀπὸ κεῖ,
νὰ ἀδράξουν τὴν ἐλπίδα, τὸ κάτι ἄλλο, ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά, ἀλλὰ
ἐπιστρέφουν χωρὶς «δῶρα», χωρὶς χορτασιά, θυμίζοντας τὸ λαϊκὸ ἄσμα:
«διψάσαμε τὸ μεσημέρι, μὰ τὸ νερὸ γλυφὸ» καί: «πήραμε τὴ ζωὴ μᾶς λάθος
κι ἀλλάξαμε ζωή».
Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: «Ποιὸ θεωρεῖται λάθος» καὶ «Ποιὰ ἀλλαγή»;
Ἐλπίζουμε
καὶ πάλι ἐλπίζουμε, ἀλλὰ κινούμενοι πάντοτε μὲ λάθος προορισμὸ καὶ
μένοντας σὲ ἕνα ἠχηρὸ «Ὄχι». Πεισματωδῶς ὄχι, πρὸς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν
ἁγία του Ἐκκλησία. Παντοῦ ἀλλοῦ ναί, ἀλλὰ ἐκεῖ ὄχι. Τόσο βαθὺ εἶναι τὸ
ἀπόστημα. Τόση ἡ ἀποξένωση. Εἴμαστε ἄρρωστοι καὶ δὲν θέλουμε τὸ
νοσοκομεῖο. Τὰ χειρουργικὰ ἐργαλεῖα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων δὲν
μποροῦν νὰ ἀγγίξουν τὸ μικρόβιο ποὺ ἐμφωλεύει στὶς καρδιές. Κλειστὰ τὰ
αὐτιὰ τοῦ σώματος καὶ τῆς καρδιᾶς. Ἡ φωνὴ τῆς συνείδησης πνιγμένη καὶ
ὁδηγημένη στὸ παρὰ φύση, στὴν ἄβυσσο, στὸ ἀδιέξοδο. Ἡ ψυχικὴ πώρωση
ὀξεία. Ἀφοπλισμένος καὶ αἰχμαλωτισμένος ψυχικὰ ὁ ἀδούλωτος στὰ ἱστορικὰ
δεδομένα Ἕλληνας.
Ὑπάρχει
ἄμεση ἀνάγκη γιὰ θεραπεία. Θεραπεία στὸ νοσοκομεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ
Χριστοῦ. Στὴν Ἐκκλησία Του, ὅπου ὑπάρχουν οἱ γιατροί, τὰ μηχανήματα καὶ
τὰ φάρμακα. Οἱ πνευματικοὶ ὁδηγοί, τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ λατρεία,
ἡ ἄσκηση, ἡ προσευχὴ καὶ ὅ,τι ἄλλο συνεπικουρεῖ στὴ μετάνοια καὶ στὴ
σωτηρία τῆς ψυχῆς.
Ὁ
ἀπόστολος Παῦλος γράφει στοὺς Ἐφεσίους: «διὸ λέγει· ἔγειρε ὁ καθεύδων
καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοὶ ὁ Χριστός». (Ἔφ. 5,14). Ὁ
στίχος αὐτὸς εἶναι ἀντιπροσωπευτικὸ κάλεσμα τῆς ἐποχῆς γιὰ τοὺς
Ἕλληνες. Διότι καλεῖ, ἀπευθυνόμενος σ` αὐτοὺς ποὺ κοιμοῦνται, νὰ
σηκωθοῦν, νὰ ξυπνήσουν καὶ σ` αὐτοὺς ποὺ ζοῦν ὡσεὶ νεκροί, νὰ
ἀναστηθοῦν. Καὶ σ` αὐτὴν τὴν πνευματικὴ κατάσταση βρισκόμαστε οἱ
Ἕλληνες.
Ὁ
Ὠριγένης ἑρμηνεύει: «Ἔγερση εἶναι ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν κακία στὴν ἀρετή».
Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἐπίσης καθεύδοντα (δηλαδὴ κοιμώμενο) καὶ νεκρὸ
ὀνομάζει (ὁ Παῦλος) καὶ αὐτὸν ποὺ ζεῖ στὴν ἁμαρτία. Διότι ἀποπνέει
δυσωδία, ὅπως ὁ νεκρὸς καὶ εἶναι ἄπραγος, ὅπως αὐτὸς ποὺ κοιμᾶται καὶ
τίποτε δὲν βλέπει, ὅπως ἐκεῖνος, ἀλλὰ ὀνειρεύεται καὶ φαντάζεται».
Ἰδοὺ πάλι ὁ εὐαγγελικὸς λόγος, ὁ ὁποῖος ἐγγυᾶται τὴ λύση καὶ τὴν ἀπαγκίστρωση ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ὕπνο καὶ τὴν ἁμαρτία:
«Καὶ
τοῦτο, εἰδότες τὸν καιρόν, ὅτι ὥρα ἠμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι· νῦν γὰρ
ἐγγύτερον ἠμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὄτε ἐπιστεύσαμεν. ἡ νῦξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα
ἤγγικεν. ἀποθώμεθα οὒν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὄπλα τοῦ
φωτός. ὡς ἐν ἡμέρα εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ
κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλω, ἀλλ' ἐνδύσασθε τὸν Κύριον
Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας».
(Ρωμ. 13,11-14)
«Αὐτὰ νὰ
κάνετε, περισσότερο δέ, καθόσον γνωρίζετε σὲ τί καιρὸ ζοῦμε. Ὅτι εἶναι
πλέον ὥρα νὰ ξυπνήσετε ἀπὸ τὸν ὕπνο, διότι τώρα εἶναι πιὸ κοντὰ σ` ἐμᾶς ἡ
σωτηρία παρὰ τότε ποὺ πιστέψατε. Ἡ νύχτα προχώρησε, ἡ μέρα πλησίασε. Ἂς
πετάξουμε λοιπὸν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἂς ὁπλιστοῦμε μὲ τὰ ὄπλα τοῦ
φωτός. Ἂς εἶναι ἡ συμπεριφορὰ μᾶς σεμνή, ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα, ὄχι
συμπόσια καὶ μεθύσια, ὄχι ἀκολασίες καὶ ἀσέλγειες, ὄχι ἔριδες καὶ
ζηλοτυπίες, ἀλλὰ ἐνδυθεῖτε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μὴ φροντίζετε γιὰ
τὴ σάρκα, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς ἐπιθυμίες σας».
«Νύχτα
ἀποκαλεῖ τὴν παροῦσα ζωή, ἐπειδὴ εἶναι διασκορπισμένη παντοῦ ἡ ἁμαρτία
καὶ ἐπειδὴ μοιάζει μὲ ὄνειρο καὶ φαντασία καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς ξεγελάσει»,
ἑρμηνεύει ὁ Ζιγαβηνός, ἐνῶ «ἡμέρα τὴν μέλλουσα ζωὴ γιὰ τὴ λαμπρότητά της
καὶ γιὰ τὸ ὅτι θὰ ἀποκαλυφθοῦν τὰ κεκρυμμένα». Ἡμέρα λαμπρή, βέβαια,
εἶναι καὶ ἡ καινούρια ζωή, στὸν παρόντα βίο, ὅταν ἡ ψυχὴ μετανοήσει καὶ
ἐπιστρέψει ἀγωνιζόμενη στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ
ἅγιος Χρυσόστομος λέει: «Νὰ ξεντυθοῦμε τὶς φαντασίες, νὰ ἀπαλλαγοῦμε
ἀπὸ τὰ ὄνειρα τοῦ παρόντος βίου καὶ νὰ ἀποθέσουμε, νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸ
βαθὺ ὕπνο». Ἐπίσης, «νὰ ντυθοῦμε ὅπως τὰ ροῦχα μας ἔτσι καὶ τὴν ἀρετή».
Νὰ
μὴν συμβαδίζουμε μὲ τὰ πάθη ποὺ ἀναφέρει. «Ἀπεκδυόμενοι» αὐτά,
ὁδηγούμαστε στὴν εὐσχημοσύνη. Στὴν εὐπρέπεια, στὴν κοσμιότητα, στὴν
ψυχικὴ ἀταραξία, στὴν πλήρη ἀξιοπρέπεια. Δὲν ἀρκεῖ νὰ τὰ ἀφήσουμε, ἀλλὰ
νὰ ντυθοῦμε τὸ Χριστό. Καὶ «ἔνδυση αὐτοῦ σημαίνει νὰ ζοῦμε μέσα σ` αὐτὸν
καὶ μέσα σ` ἐμᾶς νὰ φαίνεται ἡ δική του παρουσία. Αὐτὸ δὲ πετυχαίνεται,
ὅταν παραμένουμε στὸ θέλημά του καὶ μέσα μᾶς φαίνονται χαρακτηριστικὰ
δικά του καὶ ὁμοιότητες», γράφει ὁ Ζιγαβηνός.
Καὶ
μία λεπτομέρεια. Λέγοντας «καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς
ἐπιθυμίας», σχολιάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ
προνοοῦμε γιὰ τὴν φροντίδα τοῦ σώματος, ἀλλὰ ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς
ἐπιθυμίες». Καὶ ὁ Θεοδώρητος: «Δὲν ἀπαγόρευσε τὴν ἐπιμέλεια τοῦ σώματος,
ἀλλὰ ἔβγαλε ἔξω τὴν τρυφὴ καὶ τὴν ἀκράτεια στὴν ἁμαρτία».
Νὰ
ἡ ἔννοια τῆς λέξης «ἔξυπνος»: «ἔγειρε ὁ καθεύδων», μὲ τὴν ὑπόσχεση:
«καὶ ἐπιφαύσει σοὶ ὁ Χριστὸς» καί: «ὥρα ἠμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι»,
πάλι μὲ τὴν ἐπιβεβαίωση: «νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἠμῶν ἡ σωτηρία».
Κατὰ
συνέπεια ἓξ-υπνος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀναθέτει τελείως τὸν ἑαυτό του
στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἐξ-ὑπνάει, ἔρχεται στὸν ἑαυτό του, ἀναγνωρίζει τὴν
ἀναξιότητα καὶ τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ τρέχει στὸ πετραχήλι, νὰ τὴν
καταθέσει. Θὰ μπορούσαμε δὲ νὰ ποῦμε πώς: Ἀληθινὰ «ἔξυπνος» εἶναι ὁ
ἅγιος.
Δὲν
μᾶς μένει παρὰ νὰ κάνουμε ὁ καθένας στὸν ἑαυτὸ του ἕνα «τέστ
ἐξυπνάδας», ἔχοντας ὡς ὁδηγὸ ἐρωτήσεων τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴ
ζωὴ τῶν ἁγίων, γιὰ νὰ δοῦμε πόσο «ἔξυπνοι» εἴμαστε. Ἂν καὶ πόσο πρέπει
«νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας», νὰ κινηθοῦμε, καὶ νὰ συναρμοστοῦμε μὲ τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μποῦμε στὸ δρόμο τῆς ἐλευθερίας του.
(Βοηθήματα: Ὑπομνήματα εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, Π. Τρεμπέλα)
Ἠλιάδης Σάββας, Δάσκαλος
|