Μία πλούσια γυναίκα από την Αλεξάνδρεια, ευλαβής
και φιλόθεη, είχε έναν μοναχογιό, που καθώς έπαιζε με τα άλλα παιδιά
έπεσε από απροσεξία, ή και από δαιμονική συνεργεία, σ’ ένα πολύ βαθύ
πηγάδι. Οι άνθρωποι που έτυχαν εκεί κοντά, κατέβασαν κάποιους με τα
σχοινιά για να τον ανασύρουν και να τον ενταφιάσουν, αφού κανείς δεν
πίστευε ότι θα βρεθεί ζωντανό. Όμως, μόλις αυτοί κατέβηκαν στο πηγάδι,
βλέπουν το παιδί και καθόταν πάνω στο νερό, σαν να το κρατούσε κάποιος
δυνατός και δεν το άφηνε να βραχεί καθόλου. Αυτό το Θαύμα βλέποντας οι
άνθρωποι εκείνοι, έμειναν εκστατικοί καταλαβαίνοντας ότι ήταν εκ Θεού!…
Όταν ανέβασαν το παιδί και το είδε η μητέρα του ζωντανό, ενώ όλοι το
είχαν για πνιγμένο, ένιωσε μεγάλη χαρά και όταν το ρώτησαν πως έγινε και
δεν βυθίστηκε στο νερό, απήντησε ότι ένα Μοναχός, γερασμένος στη μορφή
και στα ιμάτια με κρατούσε στα χέρια του και δεν με άφηνε να βουλιάξω.
Όλοι τότε όσοι ήταν μπροστά κατάλαβαν από αυτά τα χαρακτηριστικά, ότι
ήταν ο Όσιος Θεοδόσιος. Τότε η φιλόθεη μητέρα του, για να μη φανεί
αχάριστη, πήγε στο Μοναστήρι του Αγίου με το παιδί, για να τον
ευχαριστήσει. Το παιδί αμέσως μόλις είδε τον Άγιο, φώναζε προς την
μητέρα του λέγοντας: «Αυτός είναι που με κρατούσε και δεν πνίγηκα». Τότε
η γυναίκα έπεσε στα πόδια του Αγίου, καταφιλώντας τα και με θερμά
δάκρυα ευχαριστούσε τον Άγιο που τον θεωρούσε σωτήρα της ζωής της και
της χαράς της αιτία, διότι εάν δεν ανέσυραν το παιδί της ζωντανό, θα
πέθαινε και εκείνη από την λύπη της, διηγούμενη έτσι σε όλους το Θαύμα.