Ὁ μύθος τοῦ χταποδιοῦ
Ὁ τουρισμὸς τὰ ἐξουσίασε ὅλα. Μπροστὰ στὴν ἀφεντιά του ἀνοίξανε ὅλες οἱ πόρτες γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχτοῦνε, καστρόπορτες ἄπαρτες ἀπὸ πολέμαρχους, μοναστηρόπορτες χιλιαμπαρωμένες, κελλιὰ καὶ σπηλιὲς καὶ ἐρημητήρια ποὺ ζήσανε κρυμμένοι κάποιοι ἁγιασμένοι ἄνθρωποι. Βγήκανε στὰ φανερὰ Ἅγιες Τράπεζες, ἀρτοφόρια, δισκοπότηρα, λειψανοθῆκες μ᾿ ἅγια λείψανα, γιὰ νὰ τὰ δοῦνε οἱ περιηγητές.
Στὸν καιρό μας βγήκανε πολλὲς νέες θρησκεῖες, θρησκεῖες, ποὺ τὶς πρεσβεύουνε οἱ ἄπιστοι κι οἱ ἄθεοι. Μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς εἶναι κι ὁ τουρισμός, ποὺ τὸν γέννησε ἡ κούφια καὶ χασομέρικη περιέργεια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ σκαλίζει καὶ νὰ μαθαίνει χωρὶς νὰ δίνει καμμιὰ σημασία σ᾿ ἐκεῖνο ποὺ βλέπει κι ἀκούει.
Οἱ περισσότεροι τουρίστες βαριοῦνται τὴν ζωήν τους καὶ θέλουνε νὰ περάσουνε τὴν ὥρα τους, χωρὶς νὰ σκοτίζουνται μήτε γιὰ τὰ μνημεῖα, μήτε γιὰ τὰ ἱστορικὰ ποὺ τοὺς λένε οἱ ξεναγοί, ποὺ μοιάζουνε σὰν νὰ περιποιοῦνται σ᾿ ἕνα τραπέζι κάποιους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουνε ἀνορεξία. Ὅσα λένε, ἀπὸ τὅνα τ᾿ αὐτὶ τοὺς μπαίνουν κι ἀπὸ τ᾿ ἄλλο βγαίνουν. Ὡστόσο, ποιὸς ἔχει τὸ θάρρος νὰ μιλήσει μὲ ἀσέβεια γι᾿ αὐτὴ τὴν καινούρια θεότητα, τὴν τουριστικὴ ψυχαγωγία, ποὺ φέρνει μαζί της καὶ πολλὰ προικιά; Γιατί, στὴν ἐποχή μας, εἶναι ἱερὰ καὶ ὅσια ὅσα πράγματα φέρνουν λεφτά. Ποῦ νὰ τολμήσεις νὰ πεῖς τίποτα γι᾿ αὐτά! Ἔβρισες τὸν Μωάμεθ, ἔβρισες τὸν Μαμωνᾶ.
Καὶ δὲν ἔφταξε τὸ ὅτι ὁ τουρισμὸς γέμισε τὰ μουσεῖα ἀπὸ ἕνα πλῆθος ἀπὸ ἀνθρώπους κάθε φυλῆς, ποὺ χαζεύουνε μ᾿ ἕνα φυλλάδιο στὸ χέρι καὶ μὲ μία φωτογραφικὴ μηχανὴ κρεμασμένη στὸν ὦμο τους, δὲν ἔφταξε τὸ ὅτι κάθε ἐρημικὸ βουνὸ ποὺ ἔχει ἀπάνω του δυὸ κατατσακισμένες κολόνες εἴτε ἕνα σκαλιστὸ μάρμαρο, πατήθηκε, δὲν ἔφταξε τὸ ὅτι δὲν ἀπόμεινε κανένα μυστήριο τοῦ ἀρχαίου κόσμου κρυμμένο, μήτε τάφος ποὺ νὰ μὴν ἀνοίχθηκε γιὰ νὰ κυττάξουνε μέσα οἱ νυσταγμένοι περιηγητές, ἀλλὰ μπαίνουνε καὶ μέσα στὶς ἐκκλησιὲς καὶ στὰ ρημοκκλήσια, ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ λαός μας, καὶ στέκουνται δίχως νὰ κάνουνε τὸν σταυρό τους, μὲ τὰ χέρια πίσω, ἀδιάφοροι οἱ δυστυχεῖς κι ἀνύποπτοι γιὰ τὸ ποὺ πατᾶνε καὶ ποὺ βρίσκουνται.
Ὁ τουρισμὸς τὰ ἐξουσίασε ὅλα. Μπροστὰ στὴν ἀφεντιά του ἀνοίξανε ὅλες οἱ πόρτες γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχτοῦνε, καστρόπορτες ἄπαρτες ἀπὸ πολέμαρχους, μοναστηρόπορτες χιλιαμπαρωμένες, κελλιὰ καὶ σπηλιὲς καὶ ἐρημητήρια ποὺ ζήσανε κρυμμένοι κάποιοι ἁγιασμένοι ἄνθρωποι. Βγήκανε στὰ φανερὰ Ἅγιες Τράπεζες, ἀρτοφόρια, δισκοπότηρα, λειψανοθῆκες μ᾿ ἅγια λείψανα, γιὰ νὰ τὰ δοῦνε οἱ περιηγητές.
Στὸ τέλος παραδόθηκε στὸν τουρισμὸ καὶ τὸ μεγάλο κάστρο τῆς Ὀρθοδοξίας, τ᾿ Ἅγιον Ὄρος. Σ᾿ αὐτὸ τὰ περιβόλι τῆς Παναγίας, πού, κατὰ τὸ θέλημά της, δὲν τὸ πάτησε θηλυκὸ ποδάρι, εἴτε ἀπὸ ἄνθρωπο εἴτε ἀπὸ ζωντανό, μπαινοβγαίνουνε τώρα χιλιάδες ἄνθρωποι ἀπὸ κάθε φυλή, ἄλλοι μὲ πίπες στὸ στόμα, ἄλλοι μὲ κοντὰ βρακιά, ἄλλοι μισόγυμνοι, μὲ κουβέντες, μὲ γέλια, ἀφοῦ πηγαίνουνε γιὰ νὰ διασκεδάσουνε, ὅπως εἶναι κουρασμένοι ἀπὸ τὶς δουλειές τους, ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις τους, ἀπὸ τὶς μηχανές, ἀπὸ τὰ τραῖνα, ἀπὸ τ᾿ ἀεροπλάνα, ἀπὸ τὰ παπόρια, ἀπὸ τ᾿ αὐτοκίνητα, ἀπὸ τὰ θέατρα, ἀπὸ τὰ λουτρά, ἀπὸ τὰ ξενοδοχεῖα, κι ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ καταγίνουνται στὴν πατρίδα τους. Ἀλλά, κι ἐδῶ ποὺ ἔρχουνται, κουβαλᾶνε μαζί τους τὴ μυρουδιὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε τίποτα κι εἶναι ἀκατάνυκτοι, ὁλότελα ξένοι στὰ προαιώνια μυστήρια ποὺ κλείνει μέσα του τ᾿ Ἅγιον Ὄρος.
Γιατί, πῶς εἶναι τρόπος νὰ μεταδοθεῖ ἐκείνη ἡ πνευματικὴ εὐωδία σὲ ἀνθρώπους ποῦ δὲν ἔχουνε πνευματικὴ ὄσφρηση; Πῶς νὰ νοιώσουνε ὅσα βλέπουνε κι ἀκοῦνε, ἀφοῦ αὐτὰ εἶναι καρποὶ ὑπερούσιοι κι ἀποκαλυπτικοὶ τῆς εὐσέβειας, τῆς προσευχῆς, τῆς ὑψηλῆς θεωρίας; Δὲν φταίγουν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ κάποιοι ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι ἀγαθοὶ καὶ ταπεινοί, ἄλλα βρίσκουνται ὁλότελα μακρυὰ ἀπὸ τὴν κατάσταση ποὺ πρέπει νὰ βρίσκεται ὅποιος γνωρίζει πὼς ἐκεῖνο τὸ μέρος δὲν εἶναι τόπος γιὰ ἀναψυχή, ἢ γιὰ περίπατο, ἢ γιὰ διασκέδαση, ἢ καὶ ἀκόμα γιὰ μάθηση, ἀλλὰ ἔχει γραμμένη ἀπάνω του τούτη τὴν ἐπιγραφὴ: «Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος! Οὐκ ἔστιν ἄλλο, εἰμὴ οἶκος Θεοῦ καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ».
Δὲν γνωρίζουνε, οἱ δυστυχεῖς, πῶς αὐτὰ ποὺ βλέπουν καὶ ποὺ ἀκούγουν, δὲν καταλαβαίνουνται μὲ τὸν νοῦ. Ποῦ νὰ ὑποθέσουνε πώς μήτε ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ποὺ τοὺς ὁδηγοῦνε δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε τὴν ἀληθινὴ σημασία τους, παρὰ πώς ἡ γνώση ποὺ ἔχουνε ἀπ᾿ ἐκεῖνα τὰ ἱερὰ πράγματα, εἶναι γνώση ἐξωτερική, μηχανική, ξώπετση, γιατὶ «ἡ πρὸς Θεὸν σχέσις γίγνεται διὰ τῆς ψυχικῆς μνήμης καὶ τῶν δεήσεων τῆς προσευχῆς καὶ ὁλοκαυτώσεως».
Ἐδῶ δὲν εἶναι τόπος ποὺ νὰ βρίσκει ἀπάντηση ἡ ἁμαρτωλὴ περιέργεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ εἶναι τόπος ποὺ ἄνθρωποι ποὺ ἀρνηθήκανε τὸν κόσμο, ἀγωνίζουνται στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες, μὲ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, μὲ ἐγκατάλειψη στὸν Κύριο, μὲ νηστεία, μὲ χέρια σηκωμένα κατὰ τὸν οὐρανό, μὲ στόμα κλεισμένο ἐπὶ χρόνια, μὲ καρδιὰ σφαλισμένη σὲ κάθε ἐξωτερικὴ συνάφεια. Κατὰ λάθος πήρατε αὐτῶν τὸν δρόμο. Σεῖς ζητᾶτε νὰ εὐχαριστήσετε τὶς αἰσθήσεις σας καὶ τὸ σῶμα σας, ἐνῷ ἐδῶ ποὺ σᾶς φέρανε εἶναι ὁ τόπος τοῦ χαροποιοῦ πένθους κι ὅσοι ζήσανε καὶ ζοῦνε ἐδῶ πέρα, δὲν θὰ σας χαροποιήσουν, γιατὶ ζοῦνε μὲ τὸν πόνο τῆς καρδίας, καὶ τοὺς ζεσταίνει ὁ ζῆλος γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Πῶς λοιπὸν ἤρθατε ἐδῶ, σὰν νὰ εἶναι τράπεζα στρωμένη καὶ γάμος, ἐνῷ εἶναι καθημερινὴ θύμηση τοῦ θανάτου κι ἀναστεναγμὸς καὶ κράξιμο λυπητερὸ πρὸς τὸν Θεόν;
Οἱ σημερινοὶ ἐχθροὶ τῆς θρησκείας καὶ τοῦ ἔθνους εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ τοὺς παλιούς, γιατὶ μᾶς παραπλανοῦνε μὲ τὴν ἥμερη ὄψη τους καὶ μᾶς φαίνουνται ἄβλαβοι, ἀκίνδυνοι. Τέτοια εἶναι τὰ λεγόμενα «ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ», οἱ εὐκολίες τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι παγίδες φαρμακωμένες, τὰ θεάματα, οἱ ψυχαγωγίες, οἱ τουρισμοὶ κ.τ.ἄ. Τοῦτοι οἱ ἐχθροὶ φαίνουνται ἄκακοι κι ἀνίκανοι νὰ μᾶς κάνουνε κακό, γιατὶ δὲν εἶναι ἄγριοι καὶ φανεροί, ἀλλὰ ὕπουλοι καὶ κρυφοδαγκανιάρηδες. Ἀπὸ τοὺς πρώτους προφυλάγεσαι, μὰ ἀπὸ τοὺς δεύτερους ὄχι, ὥς που νὰ σὲ καταπιοῦνε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἕναν θαλασσινῶν μῦθο ποὺ θὰ σᾶς πῶ:
Κάθεται ἡ χταπόδα μὲ τὸ χταποδάκι στὸν πάτο τῆς θάλασσας. Ὅπου, μὲ τὴν ἀπόχη πιάνουνε τὸ χταποδάκι, καὶ τ᾿ ἀνεβάζουνε ἀπάνω. Τὸ μικρὸ φωνάζει στὴ μάνα του: «Μὲ πιάσανε, μάνα!». Ἐκείνη τ᾿ ἀποκρίνεται: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». Τὸ χταποδάκι φωνάζει πάλι: Μὲ βγάλανε ἀπὸ τὸ νερό, μάνα! «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». - «Μὲ σγουρίζουνε, μάνα!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ βράζουνε στὸ τσουκάλι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ τρῶνε, μὲ μασᾶνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ καταπίνουνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Πίνουνε κρασί, μάνα!» - «Ἄχ! Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!».
Ὁ μῦθος θέλει νὰ πεῖ πὼς ὅλα τὰ σκληρὰ παιδέματα ποὺ κάνανε στὸ χταποδάκι, δὲν ἤτανε γιὰ θάνατο, μήτε τὸ πιάσιμο, μήτε τὸ σγούρισμα, μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὸ βράσιμο, μήτε τὸ μάσημα. Μὰ σὰν ἄκουσε ἡ μάνα του πῶς πίνανε κρασὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ φάγανε, γιὰ νὰ τὸ χωνέψουνε, φώναξε: «Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!». Τὸ κρασί, ποὺ φαίνεται τὸ πιὸ ἥμερο πρᾶγμα μπροστὰ στὸ μαχαίρι καὶ στὸ μάσημα, στὸ βάθος εἶναι γιὰ τὸ χταπόδι ὁ πιὸ μεγάλος ὀχτρός.
Ἔτσι καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Περάσανε ἀπὸ τὴν πλάτη μας ἄγριες ἀνεμοζάλες κάθε λογῆς, ἀγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες μὲ σπαθιά, μὲ κοντάρια καὶ μ᾿ ἄρματα κάθε λογῆς, Πέρσες, Ἀλαμανοί, Φράγκοι, Ἀραπάδες, Τοῦρκοι κι ἄλλοι. Μᾶς σφάζανε, μᾶς κομματιάζανε, μᾶς κρεμάζανε, μᾶς σουβλίζανε, μὰ δὲν πεθάναμε, γιατὶ μᾶς ἀτσάλωνε ὁ ἀγώνας, δίναμε φωτιὰ στὴ φωτιά, εἴχαμε νὰ κάνουμε μὲ ὀχτροὺς φανεροὺς καὶ σκληρούς.
Τώρα ὅμως, στὸν σημερινὸ καιρό, οἱ ἐχθροὶ ἀλλάξανε ὄψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλια, φίλοι δολεροί, ποὺ φαίνουνται ἄβλαβοι, μάλιστα κι εὐεργέτες καὶ καλόβολοι. Τέτοιοι εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔρχουνται μὲ τὶς μηχανὲς καὶ μὲ τὶς ἄλλες εὐκολίες, τὰ ἠλεκτρικὰ πλυντήρια, τ᾿ ἀεροπλάνα, ὁ κινηματογράφος, τὸ ραδιόφωνο, ἡ γύμνια καὶ τὰ μπαὶν-μίξτ, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ θὰ μᾶς ξεπαραλύσουν καὶ θὰ μᾶς ἀφήσουνε χωρὶς θρησκεία, χωρὶς παράδοση, χωρὶς οἰκογένεια, χωρὶς τίποτα δικό μας. Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πονηρά, ἀγαθὰ εἶναι κι ὁ τουρισμός, ποὺ εἶναι τὸ ἀθῷο τὸ κρασὶ ποὺ σκοτώνει τὸ χταπόδι, ἐνῷ δὲν τὸ σκότωσαν μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὰ δόντια.
Φώτιoς Κόντογλου
Συλλογή: Μυστικὰ Ἄνθη, Ἐκδόσεις: Παπαδημητρίου