Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΦΥΣΙΤΙΣΜΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ


 
πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος εφημ. Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Νέας Καλλιπόλεως Πειραιώς
 
Ἐν Πειραιεῖ 18-7-2015
Μία ἀπό τίς αἱρέσεις, πού ἔθεσαν καί θέτουν ἀκόμη καί σήμερα τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου σέ κίνδυνο, εἶναι ἡ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Οἱ αἱρετικοί Μονοφυσίτες πρεσβεύουν ὅτι ὁ Χριστός, μετά τήν ἐνανθρώπησή Του, δηλ. μετά τήν ἕνωση τῶν δύο τελείων φύσεών Του (θείας καί ἀνθρωπίνης) στό ἕνα πρόσωπό Του, εἶχε μόνο μία φύση, τήν θεία, ἡ ὁποία ἀπορρόφησε τήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί κυριάρχησε ἐπ'αὐτῆς.

Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅμως, τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Δ΄ Συνόδου, (ὅπως οἱ ἅγιοι Φλαβιανός Κων/λεως, Προτέριος Ἀλεξανδρείας, Ἀνατόλιος κ.ἄ.), ἡ ὁποία συνεκλήθη στή Χαλκηδόνα τῆς Βιθυνίας τό 451 μ.Χ. κατεδίκασαν τήν μεγάλη αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ καί τούς μονοφυσίτες αἱρεσιάρχες Εὐτυχή, Διόσκορο καί Σεβήρο, καί δογμάτισαν ὅτι οἱ δύο τέλειες φύσεις τοῦ Χριστοῦ (θεία καί ἀνθρώπινη), μετά τήν ἕνωσή τους στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου, παρέμειναν μεταξύ τους ἑνωμένες ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως καί ἀχωρίστως. Δέν ὑπῆρξε καμμία ἀπορρόφηση ἤ προσχώρηση ἤ σύγχυση ἤ διαίρεση ἤ τροπή τῶν δύο φύσεων, ἀλλά παρέμειναν καί οἱ δύο ἀκέραιες, διατηρώντας ἡ κάθε μία τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα καί παραμένοντας στά ὅριά της. Δηλ. οἱ δύο τέλειες φύσεις ἑνώθηκαν στήν μία ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ἑπομένως, τό ὀρθόδοξο εἶναι νά κάνουμε λόγο γιά δυοφυσιτισμό, δηλ. γιά δύο τέλειες φύσεις μετά τήν ἕνωση, καί ὄχι γιά μονοφυσιτισμό, δηλ. γιά μία φύση, καί συγκεκριμένα τήν θεία, μετά τήν ἕνωση[1].
Σύμφωνα μέ τόν μακαριστό παν. ἀρχιμ. π. Γεώργιο Καψάνη, «Ἀντιχαλκηδόνιοι Μονοφυσίτες ὀνομάζονται οἱ Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι δέν ἐδέχθησαν τήν Δ΄ καί τίς ἑπόμενες Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἐσχημάτισαν τίς μονοφυσιτικές «ἐκκλησίες» τῆς Ἀνατολῆς, δηλ. τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου, τῶν Αἰθιόπων, τῶν Ἀρμενίων, τῶν Συροϊακωβιτῶν καί τῶν Ἰνδῶν τοῦ Μαλαμπάρ»[2].  
Ὁ Μονοφυσιτισμός δημιουργήθηκε ἀπό τήν λανθασμένη ἑρμηνεία τῆς Χριστολογίας τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Ἡ καθ'ὑπόστασιν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στό πρόσωπο τοῦ Λόγου δηλώνεται, κατά τόν ἅγιο Κύριλλο, σαφέστατα μέ τή φράση «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη». Ἡ φράση αὐτή τοῦ ἁγίου Κυρίλλου δέν νοεῖται μονοφυσιτικά, διότι τό «μία φύσις» ἀναφέρεται στήν θεία φύση τοῦ Λόγου, ἐνῶ τό «σεσαρκωμένη» ἀναφέρεται στήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἔτσι, ἐνῶ μέ τήν φράση αὐτή δηλώνεται ἡ ἀκεραιότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του, τονίζεται παράλληλα ἡ πραγματικότητα καί ἡ ἑνότητα τοῦ προσώπου Του. Ἡ ἔμφαση μάλιστα αὐτή, πού δίνει ὁ ἅγιος Κύριλλος στήν ἑνότητα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ καί τήν ταυτότητά του μέ τόν Θεό Λόγο («ἕνα καί τόν αὐτόν») μετά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων, ἀποτελεῖ τό κυριότερο χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς χριστολογίας του[3].  
Οἱ ἱδρυτές τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἑρμήνευσαν μονοφυσιτικῶς τήν παραπάνω φράση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου στήν προσπάθεια ἀντιδράσεώς τους στήν αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Ὁ δυστυχής ἀρχιμανδρίτης Εὐτυχής δίδασκε ὅτι στόν Χριστό δέν ὑπάρχουν πλέον, μετά τήν ἐνανθρώπηση, δύο φύσεις, ἀλλά μόνο ἡ θεία, πού προῆλθε οὐσιαστικά μετά ἀπό τή σύγκραση τῶν δύο φύσεων[4]. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ αἱρετική δήλωση τοῦ Εὐτυχοῦς «δύο φύσεις πρό τῆς ἑνώσεως, μία φύσις μετά τήν ἕνωσιν».Διόσκορος πατριάρχης Ἀλεξανδρείας δέν εἶχε ὀρθόδοξη Χριστολογία, ἐπειδή ἡ ἔκφραση «ἐκ δύο φύσεων», πού ὑποστήριζε,δέν εἶναι δογματικῶς ἰσοδύναμη μέ τήν ἔκφραση «ἐν δύο φύσεσιν». Ἡ ἔκφραση «ἐκ δύο φύσεων», ἄν καί ὀρθόδοξη καθ'ἐαυτή, χωρίς τήν ἔκφραση «ἐν δύο φύσεσιν», δέν ἐξασφαλίζει ἀπό τήν ἐκτροπή τοῦ χριστολογικοῦ φρονήματος στή σεβηριανή Χριστολογία. Ὁ Διόσκορος ἀποκατέστησε τόν Εὐτυχή στή ληστρική σύνοδο τοῦ 449, ἐπειδή ἐμφοροῦνταν ἀπό τήν μονοφυσιτική Χριστολογία καί ὄχι τήν Χριστολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. Δικαίως καθαιρέθηκε ἀπό τήν Δ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο, ἐπειδή κλήθηκε τρεῖς φορές καί δέν προσῆλθε. Ἀλλά, καί ἄν προσερχόταν, πάλι θά καταδικαζόταν ὡς αἱρετικός, ἐπειδή ἀρνοῦνταν τήν Ἔκθεση Πίστεως τῶν Διαλλαγῶν. Γι’αὐτό ἄλλωστε τόν ἀναθεμάτισαν ἡ Δ΄ καί ὅλες οἱ μεταγενέστερες Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι. Ἡ μεταγενέστερη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τά ἱστορικοδογματικά δεδομένα τῆς ἐποχῆς του μαρτυροῦν γιά τό μονοφυσιτικό φρόνημα τοῦ Διοσκόρου καί τόν καταδικάζουν ὡς ὁμόφρονα καί ὑπερασπιστή τοῦ Εὐτυχοῦς[5]. Ὁ Σεβῆρος ὁμιλεῖ γιά μία σύνθετη φύση, ἡ ὁποία, μέ τήν φαντασία τοῦ νοῦ, μπορεῖ νά ἀναλυθεῖ σέ δύο φύσεις. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή ὁ λεγόμενος δυοφυσιτισμός τοῦ Σεβήρου εἶναι φανταστικός καί ἐπινόημα, καί δέν συνιστᾶ δύο πραγματικές φύσεις. Ἀπόδειξη τοῦ γεγονότος εἶναι ὁ ἰσχυρισμός τοῦ Σεβήρου ὅτι στόν Χριστό ὑπάρχει μία σύνθετη φυσική ἐνεργητική κίνηση (μονοενεργητισμός), ἀνάλογη πρός τήν σύνθετη φύση[6].
Ἑπομένως, «ἡ διαφορά μας μέ τούς Ἀντιχαλκηδονίους ἀφορᾶ αὐτό τό Πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι καί Θεοφόροι Πατέρες μας, ἀπό τήν Δ΄ Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο καί ἐντεῦθεν ἐπεσήμαναν ὅτι ὄχι μόνο ὁ Εὐτυχής, ἀλλά καί ὁ Σεβῆρος καί ὁ Διόσκορος δέν εἶχαν ὀρθή πίστη περί τοῦ Προσώπου τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου καί τῶν δύο ἐν Αὐτῶ τελείωνφύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης. Καί ἀκόμη ὅτι συνέχεαν τίς φύσεις, πρεσβεύοντες ὅτι ὁ Θεάνθρωπος δέν εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Παναγίας Τριάδος, τό ὁποῖο προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἕνωσε ἐν τῆ ἀϊδίω Ὑποστάσει Του μέ τήν θεία φύση, ἀλλά κάποια ἄλλη θεανθρώπινη ὕπαρξις, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων»[7].
Ἀρκούμενοι στά παραπάνω σχετικά μέ τόν Μονοφυσιτισμό τοῦ χθές, καί ἀναφερόμενοι στό Μονοφυσιτισμό τοῦ σήμερα, στόν σύγχρονο Μονοφυσιτισμό, διαπιστώνουμε ὅτι αὐτός παραμένει ἴδιος καί ἀπαράλλακτος. Στά σαράντα χρόνια «πατριαρχίας» τοῦ ψευδοπατριάρχη τῶν Κοπτῶν Σενούντα, πολλές αἱρέσεις ἀπωλείας εἰσήχθησαν στήν κοπτική κοινότητα. Μελετώντας κανείς τό βιβλίο του                 «Ἡ φύσις τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ»[8], διαπιστώνει ὅτι υἱοθετεῖ τήν αἱρετική παπική θεωρία τοῦ μεσαίωνα περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης καί ἀρνεῖται κατηγορηματικῶς τήν πατερική διδασκαλία τῆς κατά χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς μία ἀπό τίς σωτηριολογικές συνέπειες τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Οἱ Κόπτες σήμερα μπορεῖ νά ἐκφράζονται μέ τρόπο, πού δίνει τήν ἐντύπωση ὅτι ὀρθοδοξοῦν, ὅτι ἔχουν λεκτική ὀρθοδοξία (Orthodoxie Verbale), ἀλλά στήν ἐπίσημη διδασκαλίατους πολεμοῦν μετά μανίας τά ὀρθόδοξα δόγματα. Τό βασικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τό κήρυγμα τῶν Κοπτῶν, εἶναι ἁπλῶς νά ἀντιπροσωπεύει τήν ἀνθρωπότητα μπροστά στόν Θεό, καί ὄχι νά ἑνώσει τους ἀνθρώπους μέ τόν Θεό. Ὁ Χριστός, στά γραπτά τῶν Κοπτῶν, εἶναι ἕνας προφήτης, ὁ ὁποῖος μεσολαβεῖ στόν Θεό, ἀλλά δέν ἑνώνεται ὁ Ἴδιος στήν Θείαφύση ὑποστατικά. Αὐτό φαίνεται ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ ψευδοπατριάρχου τῶν Κοπτῶν νά ἀναγνωρίσει τήν πραγματικότητα τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἀπορρίπτει τήν «βυζαντινῆς κατασκευῆς καί προελεύσεως», ὅπως ἰσχυρίζεται, ἀντίληψη ὅτι κοινωνοῦμε τήν Θεότητα, καί δέν μπορεῖ νά διακρίνει τήν θεωμένη ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία (ἀνθρώπινη φύση) ἑνώθηκε μέ τήν θεία φύση. Αὐτό ἐξηγεῖ καί τό γιατί οἱ Κόπτες, ἄνευ ἐξαιρέσεων, ἀρνοῦνται τήν κατά χάριν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί κάθε ἀπόπειρα ἁγιασμοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅμως, στήν Θεία Εὐχαριστία δέν κοινωνοῦμε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τρῶμε τό Τίμιο Σῶμα καί τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τά ὁποῖα ἑνώθηκαν μέ τήν Θεία Φύση ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως, σύμφωνα μέ τον ὅρο τῆς Χαλκηδόνας.
Ὁ Κόπτης «μητροπολίτης» Δαμιέτας Bishoy, συμπρόεδρος τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων (Χαλκηδονίων) καί Ἀντιχαλκηδονίων, δημοσίευσε προσφάτως, στίς 30-1-2015, στό ἐπίσημο περιοδικό τοῦ «Πατριαρχείου» τῶν Κοπτῶν «Ἡ Ἱεραποστολή», ἄρθρο μέ τίτλο «Διατί ὁ πειρασμός»[9], τό ὁποῖο μετέφρασε ἀπό τά ἀραβικά στά ἑλληνικά ὁ ἐπί 15 χρόνια προϊστάμενος τῆς Κοπτικῆς Κοινότητος Ἀθηνῶν καί μεταφραστής τοῦ Bishoy, σήμερα ὅμως ὀρθόδοξος ἱερεύς, αἰδ. πρωτ. π. Ἀθανάσιος Χενεΐν, ἐφημέριος τοῦ Παλαιοῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Παλαιᾶς Κοκκινιᾶς τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς.
Στό ἄρθρο αὐτό ὁ Bishoy ἀρνεῖται μέ τόν πιό κατηγορηματικό τρόπο τήν πραγματικότητα τῆς ὑπάρξεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως στό πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί κατ'ἐπέκτασιν ἀρνεῖται τό αὐτεξούσιο στόν ἄνθρωπο Ἰησοῦ. Πλέον συγκεκριμένα ἀναρωτιέται : «Ποίαν ὠφέλειαν δύναται νά φέρη ὁ πειρασμός εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν»; Καί ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος: «Διότι γνωρίζομεν ἐκ τῶν προτέρων ὅτι ὁ Χριστός ἦτο ἀπολύτως καί ἄνευ οὐδεμιᾶς συζητήσεως προορισμένος νά κριθῆ ἄξιος εἰς τήν ἐξέτασιν, νά ἐπιτύχη εἰς τήν δοκιμασίαν καί νά νικήση τόν πειρασμόν». Ὁ Κόπτης ψευδεπίσκοπος μιλᾶ γιά τόν πειρασμό τοῦ Χριστοῦ καί ἀφαιρεῖ τραγικῶς τήν προσωπική ἐλευθερία τοῦ Χριστοῦ ὡς τελείου ἀνθρώπου. Μιλᾶ μ' ἕνα προτεσταντικό τρόπο γιά τόν ἀπόλυτο προορισμό τοῦ Χριστοῦ καί μ'ἕνα κορανικό τρόπο γιά τό κισμέτ, τήν μοίρα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κακόμοιρος Χριστός, στήν ἀντιλήψη τοῦ Κόπτη ψευδεπισκόπου, δέν ἔχει τήν ἐλευθερία νά δεχθεῖ ἐλευθέρως τόν πειρασμό, ἀλλά εἶναι καταδικασμένος, χωρίς καμμιά συζήτηση, νά νικήσει. Ἐσβήσε ὁ Κόπτης ψευδεπίσκοπος ὅλα τά χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τά ὁποία μιλοῦν καί περιγράφουν τόν ἀγώνα, ἀλλά καί τήν ἀγωνία τοῦ Θεανθρώπου μπροστά στόν φρικτό θάνατο τοῦ Σταυροῦ. Κατήργησε τήν ἀνθρώπινη θέληση τοῦ Χριστοῦ.
Στό ἴδιο ἄρθρο ὁ Bishoy, ὅπως καί ὁ Σενούντα, ὑιοθετεῖ τήν αἱρετική παπική θεωρία περί  ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης. Λέει : «Τό δεύτερον σημεῖον εὑρίσκεται εἰς τό νά ἀποθνήσκη ἐπί τοῦ σταυροῦ ἐκπροσωπῶν τούς πάντας ἤ ὡς ἐκπρόσωπος ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διά νά ἱκανοποιήση ἀπολύτως τήν ἀπόλυτον θείαν δικαιοσύνην, οὗτος ὥστε νά δυνηθῆ νά ἐξιλεώση τάς ἁμαρτίας πάντων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι θά τόν δεχθοῦν ὡς λυτρωτήν καί σωτήρα». Τά παραπάνω σημεία μᾶς παρέχουν τήν δυνατότητα νά ὁμιλοῦμε γιά ἐκλατινισμό ἤ ἐξουνιτισμό τῶν Κοπτῶν, τύπου Μαρωνιτῶν τοῦ Λιβάνου.
Παραβλέποντας τήν σαφῶς αἱρετική Χριστολογία τῶν Μονοφυσιτῶν, ὁ Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων (1964-1971, 1971, 1979, 1985-1993) τυπικά ὁλοκληρώθηκε μέ τήν δημοσίευση τῶν Α΄ καί Β΄ Κοινῶν Δηλώσεων (1989, 1990), μέ τίς ὁποῖες διακηρύσσεται ὅτι ἡ Χριστολογία τῶν Ἀντιχαλκηδονίων εἶναι οὐσιαστικά ὀρθόδοξη, παρά τήν λεκτική διαφοροποίησή της ἀπό ἐκείνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐπί τῆ βάσει αὐτῆς τῆς παραδοχῆς ἔχει προταθεῖ ἡ δυνατότητα νά ἀρθοῦν τά ἀναθέματα, πού οἱ ἅγιες Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐξεφώνησαν κατά τῶν Ἀντιχαλκηδονίων αἱρεσιαρχῶν, ἐφ'ὅσον ἀποδειχθεῖ ὅτι οἱ συγκεκριμένοι αἱρεσιάρχες ἔχουν καταδικασθεῖ ὄχι ἐπί αἱρέσει, ἀλλά ἐπειδή προκάλεσαν τό ἀντιχαλκηδόνιο σχίσμα στήν Ἐκκλησία (δηλ. γιά κανονικούς λόγους). Ἀποτέλεσμα τοῦ διαλόγου ἦταν ἡ ὑπογραφή ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξων τῶν ἀπαράδεκτων καί ἐπαίσχυντων θέσεων τῆς συμφωνίας τοῦ Σαμπεζύ τό 1990 μέ τούς Μονοφυσίτες[10].
Προωθώντας οἱ σημερινοί Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές Πατριάρχες, Ἀρχιεπίσκοποι, Μητροπολίτες, Ἐπίσκοποι καί ἀκαδημαϊκοί θεολόγοι τό σχέδιο τῆς παναιρέσεως τοῦ διαχριστιανικοῦ οἰκουμενισμοῦ γιά ψευδοένωση μέ τούς Μονοφυσίτες ἔχουν προβεῖ σέ ἀπαράδεκτες καί καταδικαστέες ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς οἰκουμενιστικές ἐνέργειες, ὅπως ἡ συγγραφή διδακτορικῶν διατριβῶν, μέ τίς ὁποῖες συμπεραίνεται ἐσφαλμένως ὅτι ἡ χριστολογία τῶν Διοσκόρου καί Σεβήρου εἶναι ὀρθόδοξη, ἡ ἀναγνώριση ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἱερωσύνης, ἐκκλησιαστικότητος καί μυστηρίων τῶν Μονοφυσιτῶν, οἱ συμπροσευχές μέ Μονοφυσίτες, ἡ συμμετοχή σέ μονοφυσιτικές θρησκευτικές ἐκδηλώσεις, οἱ κοινές εὐλογίες, ἡ ἀνταλλαγή δώρων (ὅπως μίτρες, ποιμαντορικές ράβδοι, ἐγκόλπια), ἡ εἴσοδος Μονοφυσιτῶν σέ ὀρθοδόξους ναούς καί μάλιστα στό Ἱερό Βῆμα, ἡ τέλεση δοξολογίας πρός τιμήν τους, ἡ προσκύνηση λειψάνων ὀρθοδόξων ἁγίων, ἡ ἀναγόρευση Μονοφυσιτῶν σέ ἐπίτιμους διδάκτορες[11] καί τέλος ἡ μετάδοση τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων σέ μονοφυσίτες[12].
Παραλλήλως, εἶναι τελείως ἀπαράδεκτο νά συμμετέχει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στήν καρικατούρα τοῦ διαλόγου τοῦ παμπροτεσταντικοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν «ἐκκλησιῶν» (ΠΣΕ), πού οὐσιαστικά εἶναι Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Αἱρέσεων, τοῦ Ἑωσφόρου καί τοῦ ΠΣΕύδους, καί ὄχι τῶν ἐκκλησιῶν, καί Παγκόσμιο Συνονθύλευμα τῶν Αἱρέσεων, τήν στιγμή πού τό ΠΣΕ, ἀναγνωρίζει τούς Μονοφυσίτες ὡς Ὀρθοδόξους, τούς ἀποκαλεῖ «Ἀρχαῖες Ἀνατολικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες», καί οἱ ὁποῖοι παρακάθονται στό τραπέζι τοῦ διαλόγου μαζί μέ τούς Ὀρθοδόξους ὡς «Ὀρθόδοξοι».
Οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅμως, ἀντιθέτως μέ τήν ἐπικρατούσα παναιρετική συγκρητιστική οἰκουμενιστική τακτική, «μετά τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Συνόδων ἀπορρίπτουμε καί ἀναθεματίζουμε ὅλες τίς αἱρέσεις, πού παρουσιάσθηκαν κατά τήν ἱστορική διαδρομή τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τίς παλαιές αἱρέσεις, πού ἐπιβιώνουν μέχρι σήμερα, καταδικάζουμε τόν Μονοφυσιτισμό, τόν ἀκραῖο τοῦ Εὐτυχοῦς καί τόν μετριοπαθῆ τοῦ Σεβήρου καί Διοσκόρου, σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Δ' ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τήν χριστολογική διδασκαλία μεγάλων Ἁγίων Πατέρων καί Διδασκάλων, ὅπως τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, τοῦ Μεγάλου Φωτίου καί τῶν ὕμνων τῆς λατρείας»[13]. Ἐπίσης, «ἀποκηρύττουμε καὶ ἀπορρίπτουμε δημόσια τὴν συγκατάθεση τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸν διάλογο τοῦ Chambesy, βάσει τοῦ ὁποίου οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρετικοί, οἱ μονοφυσίτες, οἱ λεγόμενοι μιαφυσίτες, διάδοχοι τῆς αἱρέσεως τοῦ Σεβήρου Ἀντιοχείας, ἀναγνωρίζονται ὡς ὀρθόδοξοι»[14].
Γιά νά γίνει μία συνεπής πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἕνωση τῶν Ἀντιχαλκηδονίων μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, θά πρέπει οἱ Μονοφυσίτες νά ἀποδεχθοῦν τίς Οἰκουμενικές Συνόδους Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ καί Ζ΄ μέ ὅ,τι αὐτή ἡ ἀποδοχή συνεπάγεται˙ νά ἀποκηρύξουν δηλ. τήν σεβηριανή Χριστολογία τους, νά ἀποδεχθοῦν τίς καταδίκες, πού ἔχουν ἐπιβληθεῖ στούς αἱρεσιάρχες Διόσκορο καί Σεβήρο καί νά διακόψουν τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους παραμένουν στά ἀντιχαλκηδόνια φρονήματά τους. Αὐτή ἡ τακτική εἶναι σύμφωνη μέ τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς ἑνωτικές προσπάθειες, πού ἀπέτυχαν, καί ἀπό ἐκεῖνες, πού καρποφόρησαν τήν ἀληθινή ἑνότητα, ὅπως ἡ ἐπί ἁγίου Φωτίου. Ἡ μεθόδευση, πού θά παρακάμψει τίς ἀνωτέρω στοιχειώδεις ἀπαιτήσεις, δῆθεν ὡς οἰκονομία, θά ζημιώσει τήν Ἐκκλησία.

[1]ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σσ. 180-185.
[2] Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνοι ὀρθόδοξοι; Κείμενα τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἄλλων ἁγιορειτῶν Πατέρων περί τοῦ διαλόγου Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτῶν), ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1995, σ. 9, βλ. καί ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Ἡ «Ὀρθοδοξία» τῶν Ἀντιχαλκηδονίων Μονοφυσιτῶν, Θεσ/κη 1994.
[3] ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Ἰστορία τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καί πνευματικότητας, ἔκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων ΑΠΘ, Θεσ/κη 2000-2001, σσ. 74-75.
[4] Ὅ.π., σσ. 84-85.
[5] Διόσκορος και Σεβήρος˙ οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι. Κριτική δύο διδακτορικῶν διατριβῶν, ἔκδ. Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2003, σ. 94.
[6] Ὅ.π., σ. 216.
[7] Εἶναι οἱ Ἀντιχαλκηδόνοι ὀρθόδοξοι;…, σ. 10.
[8] ΣΕΝΟΥΝΤΑ Γ΄, Πατριάρχης Κοπτοορθόδοξης Ἐκκλησίας Ἀλεξάνδρειας τῆς Αἰγύπτου, Ἡ φύσις τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἐκδ. Ἁρμός 1996.
[10] 26-11-2013 Ἡ συμφωνία τῆς ντροπῆς στό Σαμπεζύ τῆς Ἐλβετίας Οἰκουμενιστῶν Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν, http://entoytwnika1.blogspot. gr/2013/11/blog-post_5337.html
[11] Ἅγιον Ὄρος˙ Διαχρονική μαρτυρία στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς Πίστεως, ἔκδ. Ἁγιορειτῶν Πατέρων, Ἅγιον Ὄρος 2014, σσ. 96-103.
[12] Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware : Ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος πού ἔδωσε τάχραντα Μυστήρια εἰς τούς αἱρετικωτάτους Κόπτας!!! 30-5-2015 http://katanixis.blogspot.gr/ 2015/05/ware.html
[13]ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Ἀπρίλιος 2009, http://www.impantokratoros.gr/ B742476A.el.aspx
[14] ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Νέα Ὁμολογία Πίστεως κατά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, 23-5-2015, http://www.impantokratoros.gr/ 46A08503.el.aspx, http://www.impantokratoros.gr/ dat/storage/dat/C5E5C0FD/nea_ omologia_pisteos.pdf