Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
«Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν». (Ματθ. ιδ´ 16).
1.Καὶ πάλι µᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουµε τὴν θέση τοῦ Εὐαγγελίου στὴν ἀντιµετώπιση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν µας καὶ γενικότερα τοῦ κοινωνικοῦ προβλήµατος.
Σ” αὐτὸ βοηθεῖ ἡ διατροφὴ τῶν πεντακισχιλίων ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν ἔρηµο. Τὸ θαῦµα αὐτὸ παραδίδεται ἀπὸ ὅλους τούς Εὐαγγελιστὲς (Ματθ. ιδ´ 14-22. Μᾶρκ. στ´ 31-34. Λουκ. θ´ 10-17. Ἰω. στ´ 1-15). Ὁ Ματθαῖος, µάλιστα, καὶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρουν καὶ ἄλλο παρόµοιο θαῦµα µὲ διαφορετικὰ ἀριθµητικὰ δεδοµένα (ἑπτὰ ἄρτοι, ὀλίγα ψάρια, τετρακισχίλιοι ἄνδρες, περίσσευµα ἑπτὰ σπυρίδων). Πρόκειται ὅµως κατὰ τοὺς ἑρµηνευτὲς γιὰ ἄλλη περίπτωση θαυµατουργικῆς διατροφῆς τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸν Χριστό, γεγονὸς ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀγνοηθεῖ στὴν ἀνάπτυξη τῶν παρακάτω σκέψεών µας.
Πολλοί, ξεκινώντας βασικὰ ἀπὸ τὴν διήγηση τοῦ Ἰωάννου καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα ἐκεῖ διακήρυξη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (στ” 35),βλέπουν βασικὰ στὰ θαύµατα αὐτὰ ἕνα νόηµα ἐκκλησιολογικὸ καὶ εὐχαριστιακό. Προτυπώνεται κατ” αὐτοὺς ἡ εὐχαριστιακὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἡγετικὴ θέση τῶν µαθητῶν µέσα στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου. Μὲ τὰ θαύµατα αὐτὰ ἡ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἑρµηνεύει τὸ Μυστήριο τῆς «κλάσεως τοῦ ἄρτου». Μιὰ τέτοια θέση τονίζεται σήµερα ἰδιαίτερα στὴ ∆ύση, ὅσο καὶ ἂν βρίσκει ἔρεισµα καὶ στὴν πατερικὴ(ἀναγωγικὴ) ἑρµηνεία καὶ στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφία. Πιστεύουµε ὅµως πώς µιὰ τέτοια ἑρµηνεία τοῦ θαύµατος, τουλάχιστον, ὅπως τὸ διηγοῦνται οἱ συνοπτικοί, παραθεωρεῖ τὴν κοινωνική του διάσταση, ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου πτυχὴ τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ λησµονηµένη (ἢ λιγότερο προσεγµένη) διάστασή της!
2. Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν διατροφὴ τοῦ ὄχλου, ποὺ ἄκουγε τὸν λόγο του, δείχνει τὸ ἐνδιαφέρον του καὶ γιὰ τὰ βιοτικὰ προβλήµατα τοῦ ἀνθρώπου. ∆ὲν θὰ ἐπαναλάβουµε τὴν χριστολογικὴ θεµελίωση τοῦ ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ, στὴ διπλὴ δηλαδὴ φύση τοῦ Θεανθρώπου, γιατί εἶναι γνωστή. Τότε µόνο θὰ εἴχαµε τὸ δικαίωµα νὰ δεχθοῦµε µόνη τὴν εὐχαριστιακὴ ἑρµηνεία, ἂν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ γεγονός, ἀλλὰ γιὰ παραβολή. Καὶ τότε βέβαια πάλι, ὄχι ἀπόλυτα! Ὄχι µία, ἀλλὰ ἐπανειληµµένα κατὰ τὰ Εὐαγγέλια, ὁ Χριστὸς φροντίζει ὁ ἴδιος γιὰ τὴν θεραπεία καὶ τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ κόσµου. Ἔτσι κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ κατηγορήσει τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὰ κοινωνικὰ προβλήµατά µας. Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε γῆ καὶ οὐρανό, ποὺ ἐνσάρκωσε δηλαδὴ στὴ πληρότητά της τὴν κατακόρυφη διάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἁγίασε καὶ τὴν ὁριζόντια διάσταση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου. Τὸ ἅπλωµα δηλαδὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας σ᾽ αὐτὰ τὰ προβλήµατα, ποὺ τὰ θεωροῦµε, δυστυχῶς, κάποιοι µονοδιάστατοι χριστιανοὶ ὡς ἔξω ἀπὸ τὴν ἀποστολή µας, ἐνῷ δὲν παύουµε καὶ ἐµεῖς νὰ περιµένουµε ἀπὸ ἄλλους χώρους καὶ κατευθύνσεις τὴ λύση τους ἢ καὶ δὲν παύουµε νὰ συγκεντρώνουµε ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ τὸν ἑαυτό µας ἢ τὴν «ὁµάδα» µας!
3. Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ διεισδύσουµε στὶς προεκτάσεις αὐτῆς τῆς περικοπῆς. Τὸ πρῶτο µήνυµα τοῦ παραδείγµατος τοῦ Χριστοῦ νοµίζουµε πώς εἶναι ἡ ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώµατος Χριστοῦ, ἐν Χριστῷ δηλαδὴ κοινωνίας, νὰ ἀγκαλιάσει ὅλο τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλα τὰ προβλήµατά του, πνευµατικὰ καὶ ὑλικά. Ὄντας δισύνθετος ὁ ἄνθρωπος, ἔχει καὶ προβλήµατα διπλῆς φύσεως, πνευµατικὰ καὶ ὑλικά. Ὁ Χριστὸς µας ἀποδεικνύει ὅτι ἀνέλαβε πράγµατι τὸν ὅλο ἄνθρωπο κατὰ τὴν ἐνσάρκωσή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναλαµβάνει νὰ λύσει καὶ τὰ προβλήµατα τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Καὶ τὰ πνευµατικὰ καὶ τὰ κοινωνικά. Τονίζουµε ἰδιαίτερα τὴ λέξη κοινωνικά. Γιατί δὲν εἶναι µόνο ἡ διατροφὴ µέσα στὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ κάθε κοινωνικὸ πρόβληµα, καὶ αὐτὰ τὰ πολιτικὰ ἀκόµη. ∆ιότι ἡ κατανοµὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι ἀποτέλεσµα ὀρθῆς δηλαδὴ χριστoκεντρικῆς – πολιτικῆς. Ἡ κοινωνικὴ δικαιοσύνη προϋποθέτει χριστιανικὴ συνείδηση καὶ χριστιανοὺς πολιτικοὺς µὲ θεµέλια εὐαγγελικά.
Ὅταν ὁ Χριστὸς µοιράζει σ” ὅλους τὴν τροφή, τὴν βγάζει ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ τὴ µεταδίδει µέσῳ τῶν µαθητῶν του. Ἔτσι καὶ στὴν κοινωνία. Ἂν τὰ ἀγαθὰ δὲν βγαίνουν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν διανέµονται ἀπὸ ἀληθινοὺς µαθητές Του, δὲν θὰ µοιρασθοῦν σωστά, σύµφωνα µὲ τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ χορτάσουν ὅλοι καὶ νὰ µείνει καὶ περίσσευµα, εὐλογία! Ὁ Χριστός, λοιπόν, µᾶς κηρύττει µὲ τὴν πράξη του τὴν ἀνάγκη ὅλη ἡ ζωή µας νὰ τροφοδοτεῖται ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ἡ πνευµατικὴ καὶ ἡ κοινωνική. Τίποτε δὲν µένει ἔξω ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα τίποτε δὲν πρέπει νὰ µένει ἔξω καὶ ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας του.
4. Ἴσως ὅµως µετὰ ἀπὸ αὐτὰ διερωτᾶται κανείς, ὄχι µόνο πόσο χριστιανικὴ εἶναι ἡ διάρθρωση τῆς κοινωνίας µας, ἀλλὰ κυρίως πόσο χριστιανικὴ εἶναι ἡ πολιτεία τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι γεγονὸς πώς τὴν ζωή µας ὡς χριστιανῶν χαρακτηρίζει ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸ µήνυµα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὄχι µόνο ὡς ἁµαρτία – αὐτὴ δὲν εἶναι τὸ πρόβληµα -, ἀλλά ὡς δοµικὴ ἀκαταστασία. Ἀλλοῦ ὁ χριστιανισµὸς ἔχει καταλήξει σὲ µιὰ ἀσφυκτικὴ κληρικοκρατία (παπισµός),καὶ ἀλλοῦ σὲ µιὰ ἄκρατη πολιτειοκρατία (προτεσταντισµός). Στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας συγκρούονται καὶ οἱ δύο καταστάσεις (δεσποτισµὸς καὶ πολιτειοκρατία). Ἔτσι ἐνῷ ἡ ὀρθοδοξία δὲν παύει νὰ παράγει Ἁγίους – ὅσους ἔχουν συλλάβει τὸ ὅλο µήνυµά της -, µένει µακριὰ ἀπὸ τὸ ἰδανικό τῆς ἁγίας, δηλαδὴ ἐν Χριστῷ, κοινωνίας. Γιατί χωρὶς ἁγία κοινωνία δὲν εἶναι εὔκολο νὰ πραγµατοποιηθεῖ καὶ κοινωνία Ἁγίων! Χωρὶς περιβάλλον χριστιανικὸ δὲν ἀναπτύσσεται ἡ χριστιανικὴ ζωή. Αὐτὸ τουλάχιστον µᾶς διδάσκει ἡ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ὅπως φαίνεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Ἀπόστολοι σὲ κάθε τόπο ἵδρυαν ἐκκλησία. ∆ηµιουργοῦσαν δηλαδὴ περιβάλλον χριστιανικό, γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ σ᾽ αὐτὸ ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ποία ὅµως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀποδιοργανώσεως τῆς κοινωνίας µας; ∆ὲν θὰ προχωρήσουµε σὲ ἱστορικὲς ἢ ἄλλες ἀναλύσεις. Ἐδῶ θὰ ἐπισηµάνουµε µερικὰ σφάλµατά µας ποὺ ἐξ αἰτίας τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν ἔγιναν πιὰ καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καθεστώς.
Θὰ µπορούσαµε νὰ τὰ συνοψίσουµε στὰ ἑξῆς:
α) Περιορίζουµε τὸν Χριστὸ µόνο στὰ πνευµατικὰ ζητήµατα. Στὴ κατακόρυφη διάσταση. Τὸ κέντρο µας γίνεται ἡ λατρεία, ἡ ἀτοµική µας κατάρτιση, καὶ τὰ ἔργα ἀγάπης, ποὺ λίγο διαφέρουν ἀπὸ τὶς προσκοπικὲς «καλὲς πράξεις». Ἔτσι δηµιουργεῖται ὁ ἀστοχριστιανισµός. Εἴµασθε, λοιπόν, εὐγνώµονες, διότι µποροῦµε καὶ τελοῦµε «τὰ τῆς λατρείας» µας ἀνενόχλητοι, στοὺς τέσσερις τοίχους τῶν ναῶν µας. Ξεχνοῦµε, ἔτσι, τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ µέσα στὸ κοινωνικὸ στίβο, ποὺ εἶναι ἡ περισσότερο γι᾽ Αὐτὸν ἀρεστὴ καὶ ὀρθή, ἂν θυµηθοῦµε λίγο τούς παλαιοδιαθηκικοὺς προφῆτες. Μιὰ τέτοια µορφὴ χριστιανισµοῦ, µονοµερὴς ἤ µᾶλλον µονοφυσιτική, δίνει τὸ δικαίωµα νὰ κατηγορεῖται ὁ χριστιανισµὸς σὰν «τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ».
β) Ζητοῦµε τὴ λύση τῶν κοινωνικο-υλικῶν µας προβληµάτων µακράν τοῦ Χριστοῦ. Θυµηθῆτε τὴ στάση τῶν µαθητῶν, πρὸ πάντων τὶς προφάσεις τους: «Ἔρηµος ὁ τόπος», «ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθε»… Ξεχνοῦν πώς κοντὰ στὸ Χριστὸ οὔτε ἐρηµιὰ ὑπάρχει, οὔτε χάνεται ποτὲ ἡ εὐκαιρία. Γιατί αὐτὸς εἶναι τὸ «πλήρωµα» κάθε ἐρηµιᾶς καὶ ὁ «καιρὸς» γιὰ κάθε ἐνέργειά µας στὸ ὄνοµά Του. Ὅταν σκέπτεται κανείς, ὅπως τότε οἱ µαθηταί, εἶναι ἑπόµενο νὰ στέλνει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ χορτάσουν τὴν πεῖνα τους «εἰς τὰς κώµας». Μακράν τοῦ Χριστοῦ, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Στὰ ἀντιχριστιανικὰ κοινωνικὰ συστήµατα, στὶς κοµµατικὲς φατρίες, στοὺς καπηλευτὲς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά πῶς θὰ λυθοῦν χριστιανικὰ τὰ προβλήµατα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ µὴ ἀληθινὰ χριστιανούς; ∆ὲν ξέρω, ἂν θὰ µπορέσει κανεὶς ποτὲ νὰ ἀπαντήσει σ” αὐτὸ τὸ ἐρώτηµα!
γ) Ἐνεργοῦµε, ἔτσι, ἀντίθετα πρὸς τὴ θέληση τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἀποδεικνύει ἡ ἀπάντησή του: «Οὐ χρείαν ἔχουσι ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑµεῖς φαγεῖν». Γιατί ἀφήνετε τὸ λαό µου, λέγει στοὺς ποιµένες µας, νὰ τρέχουν στὰ λασπονέρια νὰ ξεδιψάσουν; Νὰ ζητοῦν χαρούπια, γιὰ νὰ χορτάσουν; Γιατί νὰ ἀναζητοῦν ἀπάντηση στὰ προβλήµατά τους στὴν ἐρηµιὰ τοῦ διπρόσωπου ὑλισµοῦ, τοῦ ἀµοραλισµοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας; ∆ότε αὐτοῖς ὑµεῖς φαγεῖν! Παῦτε νὰ ἀπατᾶσθε ἀπὸ τοὺς λαοπλάνους. Παῦτε νὰ ἐµπιστεύεσθε τὸ λαό µου στὰ πονηρὰ χέρια τους. Φτιάχτε σεῖς τὴ κοινωνία µου. Ὄχι µόνο µέσα στὰ µοναστηριακὰ κοινόβια. Κάµετε κοινόβιο τὴ χριστιανική σας κοινωνία, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς ἐνορίες σας. Ἂν πιστεύετε βέβαια πώς ἦλθα, γιὰ νὰ κάµω τὸν κόσµο Ἐκκλησία καὶ «βασιλεία» µου!
δ) Κωφεύουµε στὴν ἐπιταγὴ αὐτή τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπικαλούµεθα ἀδιάκοπα τὴν ἀδυναµία µας: «Οὐκ ἔχοµεν…». Εἶναι ἡ ἀπάντησή µας. Καὶ πράγµατι δὲν ἔχουµε, κι” οὔτε µποροῦµε. Γιατί ὅταν δὲν ἔχουµε τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά µας ὅπως οἱ Ἅγιοι, οὔτε καὶ θὰ µπορέσουµε ποτέ. Γιὰ τίποτε. «Χωρὶς αὐτοῦ» δὲν µποροῦµε τίποτε νὰ κάµουµε. Καὶ ᾽µεῖς ὄχι µόνο ξεχνοῦµε, ἀλλά καὶ ἀρνούµεθα τὴν παντοδυναµία του. Πνιγόµασθε στὴ µονοµέρεια, στὴν ὁριζοντίωση. Εἶναι τὸ ἄλλο ἄκρο, στὸ ὁποῖο κατρακυλᾶ συνήθως ἡ ζωή µας. Ὁ Χριστὸς ὅµως δὲν ζητᾶ ἀπὸ µᾶς θαύµατα. Ζητᾶ µόνο τὶς δυνατότητές µας, γιὰ νὰ τὶς εὐλογήσει, νὰ τὶς ἁγιάσει καὶ µ” αὐτὲς νὰ θαυµατουργήσει ἐκεῖνος. Νὰ θρέψει, νὰ χορτά- σει, καὶ νὰ µᾶς ἀφήσει καὶ περίσσευµα. Γιατί ἦλθε «ἵνα ζωὴν ἔχωµεν καὶ περισσὸν ἔχωµεν»…
Νά, λοιπόν, γιατί ἀκόµη πεινᾶ καὶ διψᾶ ὁ λαός µας. Τὸν τροφοδοτοῦµε πνευµατικὰ· κοινωνικὰ – πολιτικά ὅµως τὸν ἀφήνουµε νὰ λιµοκτονεῖ. Ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ κινδύνου τῆς ὁριζοντιώσεως, παραµελοῦµε τελείως τὴν ὁριζόντια διάσταση, τὸ καθεστὼς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τῆς κοινοκτηµοσύνης καὶ τῆς ὀργανωµένης ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι χριστιανικῆς κοινωνίας. Ἀπὸ τὸ 313 µ.Χ. ἐµπιστευθήκαµε στὸ ρωµαϊκὸ κράτος, ποὺ ὡς κράτος ποτὲ δὲν ἔγινε ὁλόκληρο χριστιανικό, τὸ ἒργο τῶν Ἑπτὰ (διακόνων). Τὴν κοινωνικο- πολιτικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ τραγικό: Μὲ τὴν ἐπίσηµη ἀναγνώριση (1830 – 1836) τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους (1832) ταυτίσαµε τοὺς δυτικόπληκτους καὶ ἀντορθόδοξους εὐρωπαϊστὲς (κοραϊστὲς) µὲ τοὺς βυζαντινοὺς αὐτοκράτορές µας, ποὺ ζοῦσαν καὶ ἐνεργοῦσαν παρὰ τὶς ὅποιες ἀτέλειές τους – µέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα. Ὅσο ἡ κοινωνικὴ ἀποστολὴ (µὲ τὴν εὐρύτερη σηµασία τοῦ ὅρου) τῆς Ἐκκλησίας θὰ µένει ἡ λησµονηµένη διάσταση, δὲν θὰ παύσει νὰ λιµοκτονεῖ πνευµατικὰ ὁ Λαός µας!
Πηγή: Ὀρθόδοξος Τύπος