Βιώνοντας τὴν λειτουργικὴ ἡμέρα τῆς Τεσσαρακοστῆς στὸ Ἅγιον Ὅρος
Τοῦ Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Λογικὴ Λατρεία, Θεσσαλονίκη 1971, σελ.40-48
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Ἂν θέλει νὰ ζήσει κανεὶς τὸ λειτουργικὸ
πλοῦτο, τὸ θαυμαστὸ μυστικὸ μεγαλεῖο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πρέπει νὰ
προσπαθήσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν ἐπιφάνειά της. Ἐπιφάνεια εἶναι αὐτὸ ποὺ
βλέπομε καὶ ποὺ γνωρίζομε ὅλοι μας κατὰ τὶς Κυριακές τῆς Τεσσαρακοστῆς.
Ἔχουν πράγματι κάτι ἰδιαίτερο οἱ Κυριακὲς αὐτὲς ἀπὸ τὶς ἄλλες Κυριακές
τοῦ ὑπολοίπου ἔτους. Τὰ εἰδικὰ ἐορτολογικὰ θέματα, ἡ ὑμνογραφία των, ἡ
λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ποὺ τελεῖται ἀντὶ τῆς λειτουργίας τοῦ
Χρυσοστόμου, δίνουν σ’ αὐτὲς ἕνα ξεχωριστὸ χρῶμα. Ἀλλὰ οἱ Κυριακές τῆς
Τεσσαρακοστῆς εἶναι ὀάσεις μέσα σ’ αὐτήν. Κατ’ οὐσίαν βρίσκονται ἔξω ἀπὸ
αὐτήν. Τὴ γοητεία τῆς ἀληθινῆς Τεσσαρακοστῆς θὰ τὴν αἰσθανθεῖ κανεὶς
μέσα στὸ «πέλαγος» ἢ στὴν «αὐχμηρὰ ἔρημο», ὅπως τὴν ὀνομάζουν οἱ
Πατέρες, αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Τεσσαρακοστῆς, δηλαδὴ τῶν καθημερινῶν, ἀπὸ
τὴ Δευτέρα ὡς τὴν Παρασκευὴ τῶν ἔξι ἑβδομάδων ποὺ τὴν ἀποτελοῦν.
Ἡ Ἐκκλησία μας στὶς μοναστηριακὲς
ἀκολουθίες εἶδε πάντοτε ἕνα ἰδεώδη τρόπο λατρείας, γι΄αὐτὸ καὶ σὺν τῷ
χρόνω ἀντικατέστησε τὶς παλαιὲς ἰδιαίτερες ἐνοριακὲς ἀκολουθίες μὲ τὶς
μοναχικές. Ἰδιαιτέρως ὅμως κατὰ τὴν Τεσσαρακοστὴ προσπάθησε νὰ
μεταφέρει...
τὴ λατρεία τῶν
μοναστηριῶν στοὺς κοσμικοὺς ναούς. Ἀφοῦ οἱ πιστοὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν
στὴν ἔρημο, μετέφερε τὶς ἀκολουθίες τῆς ἐρήμου στὶς πόλεις. Θέλησε τὶς
κατανυκτικὲς αὐτὲς ἡμέρες νὰ κάμει τὰ λαϊκὰ μέλη της νὰ γευθοῦν τὶς
μυστικὲς καλλονὲς τῶν μοναστηριακῶν ἀκολουθιῶν· νὰ κάμει λίγο μοναχούς
τούς λαϊκοὺς πιστούς. Καὶ δὲν εἶχε ἄδικο. Στὸ σύστημα τῶν μοναχικῶν
ἀκολουθιῶν τῆς περιόδου τῆς Νηστείας βρίσκεται τὸ ἀποκορύφωμα ὁλοκλήρου
τοῦ ἔτους. Λίγοι ἀπὸ τὸ λαὸ μποροῦν νὰ τὶς παρακολουθήσουν. Δὲν ἔχουν
οὔτε τὸ διαθέσιμο χρόνο, οὔτε πολλὲς φορὲς καὶ τὴν ἀπαραίτητη ψυχικὴ
διάθεση. Ἀντιθέτως στὶς μονές, ὅπου ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τὸ
κέντρο τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν καὶ τὸ βασικὸ ἐνδιαφέρον τῶν ἀφιερωμένων
αὐτῶν ἀνθρώπων, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία τῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς
γίνεται τὸ ἐντρύφημα καὶ ἡ μοναδικὴ σχεδὸν ἀπασχόληση τῶν πατέρων.
Θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία τοῦ λειτουργικοῦ περιεχομένου μίας ἡμέρας τῆς Τεσσαρακοστῆς.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ μεσονυκτικοῦ συνάπτεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου, ἡ
ἑωθινὴ (πρωϊνὴ) προσευχή. Ἀπὸ τὶς ἰδιορρυθμίες ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν
Τεσσαρακοστὴ θὰ δοῦμε δύο χαρακτηριστικὰ σημεῖα· τὴν ψαλμωδία τοῦ
«Ἀλληλούϊα» μὲ τὰ τριαδικὰ καὶ τὸ φωταγωγικό. Τὸ «Ἀλληλούϊα» ψάλλεται
στὸν ἦχο τῆς ἑβδομάδας σὰν ἐπωδὸς τῆς ὠδῆς τοῦ Ἠσαΐα «ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει
τὸ πνεῦμα μου πρὸς σὲ ὁ Θεὸς»( Ἠσ. 26, 9-15). Τὰ τροπάρια ποὺ τὸ
συνοδεύουν, τὰ τριαδικά, ἀποτελοῦν μία θαυμαστὴ συμφωνία μὲ τὸ
«Ἀλληλούϊα» καὶ τὴν ὠδὴ τοῦ Ἠσαΐα. Εἶναι ἡ πρώτη ψαλμωδία ποὺ ἀκούεται
στοὺς ναοὺς μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ σιγὴ τῆς νύχτας. Ὅλα μαζὶ συνιστοῦν
μία προτροπή, μία πρόσκληση πρὸς δοξολογία τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ
ὁλόκληρη τὴ κτίση. Οἱ ἄνθρωποι ἑνώνονται μὲ τοὺς ἀγγέλους γιὰ νὰ ψάλλουν
τὸν τρισάγιο ὕμνο στὴν τρισυπόστατη Θεότητα· «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος». Πιὸ
κατάλληλος ἐναρκτήριος ὕμνος γιὰ τὴν ἀπαρχὴ τῆς δοξολογίας δὲν ἦταν
δυνατὸν νὰ βρεθεῖ. «Ἀλληλούϊα»- Αἰνεῖτε τὸν Θεόν. Ἡ Τεσσαρακοστὴ εἶναι ἡ
περίοδος τοῦ «Ἀλληλούϊα»- τοῦ αἴνου τοῦ Θεοῦ.
Κατὰ βάση οἱ ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς εἶναι καὶ κατὰ τὸν ἀριθμὸ καὶ
κατὰ τὸ διάγραμμα οἱ ἴδιες μὲ τὶς μοναχικὲς ἀκολουθίες τοῦ ὑπόλοιπου
ἔτους. Ἐκεῖνο ποὺ τὶς διακρίνει εἶναι τὸ πιὸ ἀρχαϊκό τους περιεχόμενο, ἡ
παρεμβολὴ κατανυκτικῶν τροπαρίων καὶ τὸ ἰδιαίτερο μῆκος ποὺ
προσλαμβάνουν μὲ τὴν προσθήκη περισσότερων ψαλμῶν, ἀναγνώσεων καὶ ἄλλων
λειτουργικῶν στοιχείων. Οἱ ἀκολουθίες ἀριθμοῦνται σὲ ἑπτά, κατὰ τὸ
ψαλμικὸ «Ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἤνεσά σὲ» (Ψαλ. 118,164), ἀλλὰ στὴν οὐσία
εἶναι περισσότερες. Ἡ εὐλάβεια τῶν μοναχῶν θέλησε νὰ τὶς ἐπαυξήσει μὲ
προσθῆκες καὶ ἄλλων ἀκολουθιῶν, ἔτσι ὥστε ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν
πιὸ ἱερὴ περίοδο τοῦ ἔτους νὰ εἶναι σχεδὸν ἀκατάπαυστη. Κάθε μία
ἀκολουθία ἀντιστοιχεῖ σὲ μία ὠρισμένη περίοδο τῆς ἡμέρας ἢ τῆς νύκτας.
Εἶναι ἕνας σταθμὸς προσευχῆς ποὺ καθαγιάζει ἕνα τμῆμα τοῦ
εἰκοσιτετραώρου.
Ἡ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ· τὰ μεσάνυκτα
θεωροῦνται ὡς ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν προσευχὴ χρόνος. Μέσα στὴν ἡσυχία
καὶ στὴ γαλήνη τοῦ κόσμου οἱ μοναχοὶ ἀγρυπνοῦν καὶ προσεύχονται.
Περιμένουν τὴν ἔλευση τοῦ Νυμφίου, τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔρχεται κατὰ τὸ
Εὐαγγέλιο, «μέσης νυκτὸς» (Ματθ. 25,6).
Πρὸς τὸ τέλος τοῦ ὄρθρου χαιρετίζεται ἡ ἔλευση τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας.
Τότε ψάλλονται τὰ φωταγωγικὰ τροπάρια, ἕνα γιὰ κάθε ἦχο. Ἀποτελοῦν
εὐχαριστία γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ὑλικοῦ φωτὸς καὶ δέηση γιὰ τὴν ἔκχυση
τοῦ νοητοῦ φωτός, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Χριστοῦ στὶς ψυχές μας.
Aἱ ἀκολουθίες τῶν ὡρῶν εἶναι τέσσερεις.
ἡ Α΄ (Πρώτη), ποὺ ἀποτελεῖ μία ἐπέκταση τοῦ ὄρθρου καὶ μία αἴτηση
εὐλογίας τῶν ἔργων μας, ποὺ ἀρχίζουν τὴν ὥρα αὐτὴ- 7 π.μ περίπου.
Η Γ΄(Τρίτη), 9 π.μ, εἶναι ἡ ὥρα τῆς καθόδου τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς
ἀποστόλους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Στοὺς ψαλμούς, στὰ τροπάρια
καὶ τὶς εὐχὲς τῆς ἀκολουθίας τῆς ὥρας αὐτῆς κυριαρχεῖ τὸ θέμα αὐτό. Ἡ
δοξολογία καὶ ἡ δέηση γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ σ’ ἐμᾶς.
Ἡ Στ΄ (Ἕκτη) ὥρα (12 τὸ μεσημέρι) καὶ ἡ Θ΄ (Ἐννάτη- 3 μ.μ) παίρνουν τὰ
θέματά τους ἀπὸ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου. Ἡ Στ΄ εἶναι ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεως
καὶ ἡ Θ΄ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου- τοῦ «Τετέλεσται». Στὴν Θ΄ ὥρα συνάπτεται καὶ
ἡ ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν. Καὶ σ’ αὐτή, σὰν συνέχεια τοῦ θέματος τῆς Θ΄
ὥρας, ἀκούεται ἡ ψαλμωδία τῆς φωνῆς τοῦ ληστῆ στὸ σταυρὸ «Μνήσθητί μου,
Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τὴ βασιλεία σου» (Λουκ. 23,42), ποὺ ψάλλεται σὰν
ἐπωδὸς τῶν μακαρισμῶν τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου. Εἶναι μία ὑπενθύμηση
τοῦ εὐαγγελικοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ μία ἀπάντηση τοῦ ταπεινοῦ πιστοῦ στὰ
λόγια τοῦ Χριστοῦ: Εἶπες, Κύριε, ὅτι εἶναι μακάριοι – εὐτυχεῖς οἱ πτωχοὶ
τῷ πνεύματι, οἱ πραεῖς, οἱ ἐλεήμονες… Ἐγὼ δὲν εἶμαι τίποτε ἀπ’ αὐτά,
γι’ αὐτό σοῦ φωνάζω σὰν τὸν ληστὴ τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε».
Δὲν μᾶς μένει καιρὸς νὰ μιλήσουμε γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ κατανυκτικοῦ
ἑσπερινοῦ μὲ τὰ θαυμαστά του τροπάρια, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἀναγνώσματα,
οὔτε γιὰ τὴν καρδιὰ τῶν ἡμερῶν τῶν Νηστειῶν, τὴ λειτουργία τῶν
Προηγιασμένων δώρων.
Μόνο δύο λόγια γιὰ τὸ Μέγα Ἀπόδειπνο, τὴν ἀκολουθία ποὺ κατακλείει τὴν
ἡμέρα. Εἶναι μία μακρὰ ἀκολουθία, ποὺ συνιστᾶ δέηση γιὰ τὴν ἄφεση τῶν
ἁμαρτιῶν τῆς ἡμέρας καὶ τὴν εἰρηνικὴ καὶ ἀσκανδάλιστη διέλευση τῆς
νύκτας.
Τελειώσαμε τὴ σύντομη ἀναδρομὴ στὸ λειτουργικὸ περιεχόμενο τῶν ἱερῶν
ἡμερῶν τῆς Τεσσαρακοστῆς. Δὲν ἦταν παρὰ μία ἀσθενικὴ σκιαγραφία. Μία
μικρὴ ἀνθοδέσμη ἀπὸ τὸν ἀπέραντο ἀνθόκηπό της. Μία παρόρμηση γιὰ νὰ
θελήσομε νὰ μποῦμε σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὸν γνωρίσομε προσωπικά, ἐμπειρικὰ οἱ
ἴδιοι.
Βατοπαίδι.
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2015/02/blog-post_47.html