Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Φθάσαμε "μετα-πατερικώς" και στον "αντι-παλαμισμό"; (Γ)

Φθάσαμε "μετα-πατερικώς" και στον "αντι-παλαμισμό"; (Γ)


Φθάσαμε
Φθάσαμε «μετα-πατερικῶς» καί στόν «ἀντι-παλαμισμό»;
Μέ ἀφορμή μία ἐπιστολή Ἀρχιμανδρίτου ...
τοῦ Μοναχοῦ Σεραφείμ
(ΜΕΡΟΣ Γ')
8. Τό Θαβώριον Φῶς δέν εἶναι κτιστό.
Ἡ θέση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου πρός τόν «Ἐφημέριο», ὅτι τό Θαβώριον Φῶς εἶναι κτιστό καί γι΄ αὐτό ἔγινε ὁρατό - ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι «φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδείς ἀνθρώπων, οὐδέ ἰδεῖν δύναται»[72] - δεικνύει μονομερῆ γνώση τῆς Ἁγίας Γραφῆς· τόσο ἡ παραπάνω ἁγιογραφική ρήση, ὅσον καί τό ὅτι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε»[73] συμπληρώνονται ἀπό ἀντίθετες διαπιστώσεις, ὅτι «ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», ὅτι «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» καί ὅτι «ὀψόμεθα αὐτόν καθώς ἐστι»[74]. Πῶς ἐπιλύεται ἡ φαινομενική αὐτή ἀντίφαση;  Ἐπιλύεται, καθώς μᾶς ὑποδεικνύουν οἱ ἱεροί Κανόνες, μέ τή μόνη ἐπιτρεπτή ἑρμηνευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν καταφυγή στίς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς ὑποδεικνύει πώς μόνον τῶν θεωθέντων, τῶν ἁγίων, ἡ ἑρμηνεία εἶναι ἡ κατάλληλη γιά τήν κατανόηση τῶν προφητειῶν[75]. Γράφει λοιπόν ὁ 19ος ἱ. Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου· «ἄν ἀνακινηθεῖ ἁγιογραφικό θέμα, νά μή τό ἑρμηνεύσουν διαφορετικά, παρά ὅπως οἱ φωστῆρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας παρέθεσαν διά τῶν συγγραμμάτων τους»[76].
Τί λέγουν λοιπόν οἱ Πατέρες σχετικῶς;
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ μία φράση του περίφημη γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ἡσυχαστικῆς θεολογίας, διατυπώνει τόσο τό ἄκτιστο τοῦ θείου φωτός τῆς Μεταμορφώσεως ἐν Θαβώρ, ὅσο καί τήν ἄμεση σχέση του φωτός αὐτοῦ μέ τή θεία φύση, μακράν πάσης φυσικῆς ἀλλοιώσεως τοῦ Χριστοῦ ἤ προσλήψεως ἐξωτερικοῦ (δηλονότι κτιστοῦ, δημιουργημένου) φωτός· ὁ Χριστός «μεταμορφώνεται λοιπόν, ὄχι μέ τό νά προσλάβει αὐτό τό ὁποῖο δέν ἦταν, οὔτε μέ τό νά μεταβληθεῖ σέ αὐτό πού δέν ἦταν, ἀλλά μέ τό νά φανερώσει στούς δικούς Του μαθητές αὐτό τό ὁποῖο ἦταν, διανοίγοντας τά μάτια τους καί κάνοντάς τους νά βλέπουν, ἀπό τήν [προηγούμενη] κατάστασή τους τῆς τυφλότητος [...]. Μένοντας ὁ ἴδιος στήν ἴδια κατάσταση, ἔγινε ὁρατός στούς μαθητές τώρα διαφορετικά ἀπ΄ ὅ, τι φαινόταν πρίν [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος, Αὐτοῦ ὁ Ὁποῖος φωταγώγησε τόν ἥλιο μέ τήν πολλή ἐξουσία Του [...] “Διότι αὐτός εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό”, τό ὁποῖο γεννᾶται ἀπό τό ἀληθινό καί ἄυλο Φῶς [...] ἀλλά εἶναι ἀδύνατον νά εἰκονισθεῖ στήν κτίση τό ἄκτιστο χωρίς ἀπώλεια»[77]. Συνεπῶς, ἡ λεκτική εἰκόνα «σάν τόν ἥλιο» ἀδυνατεῖ νά παραστήσει τή λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου φωτός τῆς θείας φύσεως, δηλαδή «αὐτό τό ὁποῖο ὁ Χριστός ἦταν», διότι τό Φῶς αὐτό πάντοτε εὑρίσκεται στόν Χριστό - ἄρα δέν εἶναι κτίσμα, δηλ. δέν τό ἀπέκτησε ὁ Χριστός δημιουργώντας το «ἐξ οὐκ ὄντων»[78].
Τό ὅτι αὐτή ἡ ἔλλαμψη, ἄκτιστη κατά τόν Δαμασκηνό, εἶναι ἡ μεθεκτή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, μαρτυρεῖται ἀπό τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή πολύ ἐνωρίτερα: «κοινή εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν τεθεωμένων»[79], ἡ ὁποία βεβαίως ταυτίζεται μέ τό Θαβώριον Φῶς καί μέ τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τῶν δικαίων[80]! Ποῦ τό κτιστό (δημιουργημένο) φῶς, ἐδῶ, κατά τόν Πανοσ.  Ἀρχιμανδρίτη; Αὐτό εἶναι τό ὁποῖο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀλλοῦ ὀνομάζει ἀπεριφράστως «ἀγένητη καί ἐνυπόστατη ἔλλαμψη πού φανερώνεται μέσα στούς ἀξίους», δηλαδή φῶς ἄκτιστον, ἀφοῦ  «δέν ἔχει γένεση» δηλ. κτίση, δημιουργία[81]. Καί πρό τοῦ Μαξίμου ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἔγραφε ὅτι ὡς πρός τή θεοποιό χάρη ὁ Θεός καί μετέχεται καί βλέπεται ἀπό τούς ἀξίους, ἀλλά κατά τήν οὐσία εἶναι ἀμέθεκτος[82]. Τό ὅτι βλέπεται, («ὁρᾶται»), ὡς φῶς, δέν μπορεῖ νά ἀμφιβάλλει κανείς ὅτι ἀποτελεῖ κοινή ἐμπειρία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀπό τή λάμψη τοῦ προσώπου τοῦ Μωϋσέως ἐν Σινᾶ, μέχρι τό φωτεινό ὅραμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στό δρόμο πρός τή Δαμασκό καί τή δόξα τῆς Β΄ Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία θά εἶναι ἡ αἰωνιότητα τῶν σῳζομένων, διότι  «ὁ αἰών ἡμῶν εἰς φωτισμόν τοῦ Προσώπου Σου»[83]
Ἡ ἴδια ἡ ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία τῆς Μεταμορφώσεως, συμφωνεῖ στή διαπίστωση τῆς θειότητος, τῆς ἰδιότητος ὡς ἀκτίστου, τοῦ φωτός τῆς ἐν Θαβώρ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Μελῳδός ὑμνολογεῖ: «Τήν ἀμαυρωθεῖσαν ἐν Ἀδάμ φύσιν μεταμορφωθείς ἀπαστράψαι πάλιν πεποίηκας, μεταστοιχειώσας αὐτήν εἰς τήν σήν τῆς Θεότητος δόξαν τε καί λαμπρότητα», ἐνῷ καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός σέ δικό του τροπάριο περιλαμβάνει τά ἑξῆς: «Δεῦτε μοι πείθεσθε λαοί, ἀναβάντες εἰς τό ὄρος τό ἅγιον [...] ἐποπτεύσωμεν νοΐ θεότητα ἄϋλον, Πατρός καί Πνεύματος, ἐν Υἱῷ Μονογενεῖ ἀπαστράπτουσαν»[84].
Βάσει αὐτῶν καί πολύ περισσοτέρων ἄλλων στοιχείων, ὁ Ἁγιορειτικός Τόμος, πού ἀποτελεῖ συνοδικόν μνημεῖον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καταδικάζει ἐκείνους πού ὀνομάζουν τό Θαβώριον Φῶς «φάσμα καί σύμβολον τέτοιου εἴδους, ὥστε νά δημιουργεῖται καί νά ἐξαφανίζεται» (γινόμενον καί ἀπογινόμενον κτίσμα), ἐνῷ μάλιστα ὅλοι οἱ ἅγιοι ἐπιβεβαιώνουν ὅτι εἶναι «ἄρρητο, ἄκτιστο, ἀΐδιο, ἄχρονο, ἄπλετο, ἄπειρο, ἀπεριόριστο, ἀθέατο [κατά τή φύση του - ὄχι κατά συγκατάβαση] στούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους, ἀρχέτυπο καί ἀναλλοίωτο κάλλος, δόξα Θεοῦ, δόξα Χριστοῦ, δόξα Πνεύματος, ἀκτίνα θεότητος καί τά παρόμοια»[85]. Αὐτά ὅλα εἰσήχθησαν καί στό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἀποτελοῦν δόγμα τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς. Τό συνοδικόν ἐπιρρίπτει τό «ἀνάθεμα» (τόν χωρισμό ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα) σέ ὅσους «φρονοῦν καί λέγουν ὅτι τό φῶς πού ἔλαμψε ἀπό τόν Κύριο κατά τή θεία Του μεταμόρφωση ἄλλοτε ὅτι εἶναι ἴνδαλμα καί κτίσμα καί φάσμα πού φανερώθηκε γιά λίγο καί διαλύθηκε ἀμέσως [...] ἀλλά δέν ὁμολογοῦν, σύμφωνα μέ τίς θεόπνευστες θεολογίες τῶν Ἁγίων καί τό εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οὔτε κτίσμα εἶναι ἐκεῖνο τό θειότατον φῶς, οὔτε οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλ΄ ἄκτιστη καί φυσική χάρη καί ἔλλαμψη καί ἐνέργεια, ἡ ὁποία πάντοτε προχέεται ἀπό τήν ἴδια τή θεία οὐσία χωρίς νά χωρίζεται ἀπό αὐτήν»[86].

Ἐπίλογος
Στο σημεῖο αὐτό περατώνουμε τή μικρή αὐτή μελέτη ὡς ἀπάντηση καί κατάρριψη προβληματισμοῦ ὁ ὁποῖος δέν θά ἔπρεπε κἄν νά ὑφίσταται γιά θεόσδοτα δόγματα, ὅπως θά ἦταν ἐπικίνδυνος ὁποιοσδήποτε προβληματισμός τῶν ἰατρῶν γιά τά ἤδη ἀποδεδειγμένως ἀποτελεσματικά ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης τους. Ἐλευθερία φρονήματος ἐπιτρέπεται ἐκεῖ πού δέν παραβλάπτεται ἡ σωτηρία ἡμῶν καί τοῦ πλησίον, εἶναι ἐπιτρεπτή μόνον σέ ὅσα εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀμφιβαλλόμενα ἤ θεολογούμενα (“in necessariis unitas, in dubiis libertas”). Δέν συμπεριλαμβάνεται ὅμως σέ αὐτά τό ἤδη ὁριστικῶς καί ἐπ΄ Ἐκκλησίαις ἐπιλυθέν θέμα τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας ἐν τῷ Θεῷ, τῆς μεθέξεως τῶν θείων ἐνεργειῶν καί τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου Φωτός· ἡ ἀνακίνησή του, μόνον ψυχική ἀπώλεια μπορεῖ νά προκαλέσει, πέραν τῆς κτισματολατρείας καί τοῦ πελαγιανισμοῦ-νεστοριανισμοῦ, ἔστω καί ὡς ἀμφισβήτηση τῆς ἑνιαίας ἐκκλησιαστικῆς Πίστεως. «Οἱ ἀναθεματισμοί τῆς συνόδου τοῦ 1351 εἰσήχθησαν, ὡς γνωστόν, εἰς τό τυπικόν τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐν τῷ Τριωδίῳ. Οἱ ὀρθόδοξοι θεολόγοι ὀφείλουν ἀπαραιτήτως ὅπως δέχωνται αὐτούς»[87].

Μοναχός Σεραφείμ
Ἱερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου


[72]. Α΄ Τιμ. 6, 16.
[73]. Ἰω. 1, 18. Πρβλ. καί Α΄ Ἰω. 4, 12· «Θεόν οὐδείς πώποτε τεθέαται».
[74]. Ἰω. 1, 14 καί Ματθ. 5, 8 καί Α΄ Ἰω., 3, 2. Πρβλ. Α΄Κορ. 13, 12 «τότε δέ [βλέψομεν] πρόσωπον πρός πρόσωπον» καί Ἰω. 14, 21.
[75]. Β΄ Πετρ. 1, 21.
[76]. ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Ἀ. Γεωργίου καί Ἀπ. Φερετοπούλου, Ἀθῆναι 1886, σελ. 195: «... καί μή παρεκβαίνοντας τούς ἤδη τεθέντας ὅρους, ἤ τήν ἐκ τῶν Θεοφόρων Πατέρων παράδοσιν, ἀλλά καί εἰ γραφικός ἀνακινηθείη λόγος, μή ἄλλως τοῦτον ἑρμηνευέτωσαν, ἤ, ὡς ἄν οἱ τῆς Ἐκκλησίας φωστῆρες καί διδάσκαλοι διά τῶν οἰκείων συγγραμμάτων παρέθεντο, καί μᾶλλον ἐν τούτοις εὐδοκιμείτωσαν, ἤ λόγους οἰκείους συντάττοντες, ἵνα μή, ἔστιν ὅτε, πρός τοῦτο ἀπόρως ἔχοντες, ἀποπίπτοιεν τοῦ προσήκοντος».
[77]. Λόγος εἰς τήν ὑπερένδοξον Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 12, 13· PG 96, 564C.565A· «Μεταμορφοῦται τοίνυν, οὐχ ὅ οὐκ ἦν προσλαβόμενος, ἀλλ’ ὅπερ ἦν τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς ἐκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τά ὅμματα, καί ἐκ τυφλῶν ἐργαζόμενος βλέποντας [...] Μένων γάρ αὐτός ἐν ταυτότητι, παρ΄ ὅ τό πρίν ἐφαίνετο, ἕτερον νῦν τοῖς μαθηταῖς ἑωρᾶτο φαινόμενος [...] Καί ἔλαμψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τοῦ τόν ἥλιον ἐξουσίᾳ πολλῇ δαδουχήσαντος [...] Αὐτός γάρ ἐστι τό φῶς τό ἀληθινόν, τό ἐξ ἀληθινοῦ καί ἀΰλου φωτός ἀϊδίως γεννώμενον [...] ἀμήχανον γάρ ἀπαραλείπτως ἐν τῇ κτίσει τό ἄκτιστον εἰκονίζεσθαι».
[78]. Αὐτόθι, 2, PG 96, 548C· «Οὐκ ἔξωθεν ἡ δόξα τῷ σώματι προσεγένετο, ἀλλ’ ἔνδοθεν ἐκ τῆς ἀῤῥήτῳ λόγῳ ἡνωμένης αὐτῷ καθ΄ ὑπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου ὑπερθέου θεότητος».
[79]. Περί διαφόρων ἀποριῶν PG 91, 1076C· «... τῆς εἰκόνος ἀνελθούσης πρός τό ἀρχέτυπον [...] ὡς τῆς θείας ἐπειλημμένης ἐνεργείας, μᾶλλον δέ Θεός τῇ θεώσει γεγενημένης [...] διά τήν ἐκνικήσασαν αὐτήν χάριν τοῦ Πνεύματος καί μόνον ἔχουσαν ἐνεργοῦντα τόν Θεόν δείξασαν, ὥστε εἶναι μίαν καί μόνην διά πάντων ἐνέργειαν, τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀξίων Θεοῦ, μᾶλλον δέ μόνου Θεοῦ, ὡς ὅλου ὅλοις τοῖς ἀξίοις περιχωρήσαντος».
[80]. Ἐρωταποκρίσεις 190, ἐκδ. J. Declerck, Corpus Christianorum Series Graeca 10, Brepols-Turnhout 1982, σελ. 132· « ... καθ΄ ὅ μέν οὖν ἐστιν Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀεί τήν δόξαν κέκτηται, κατά δέ τό γενέσθαι Υἱός ἀνθρώπου λέγεται ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ. Οὕτως γάρ ἐδόξασεν τήν προσληφθεῖσαν ἀνθρωπότητα, ὅτι ὥσπερ ἐν τῷ παθητῷ σώματι ὤν ὤφθη ἐν τῷ ὄρει μεταμορφωθείς, οὕτως ἡμεῖς ἐν τῇ ἀναστάσει ἄφθαρτον ἀπολαμβάνοντες σῶμα ἐσόμεθα».
[81]. Πρός Θαλάσσιον 61 (Σχόλιον 16), PG 90, 644D· «Ἀγέννητον (sic) εἶπε θέωσιν, τήν κατ΄ εἶδος ἐνυπόστατον τῆς θεότητος ἔλλαμψιν, ἥτις οὐκ ἔχει γένεσιν, ἀλλ’ ἀνεννόητον ἐν τοῖς ἀξίοις φανέρωσιν».
[82]. Πρός Ἀντίοχον Δούκα 28, PG 28, 616A· «Ὅθεν πρόδηλον ὅτι, οὐ τήν οὐσίαν τοῦ Θεοῦ ἔβλεπον, ἀλλά τήν δόξαν».
[83]. Ψαλμ. 89, 8
[84]. Πρόκειται περί τοῦ β΄ ἰδιομέλου τῆς Λιτῆς τῆς 6ης Αὐγούστου, τῆς Μεταμορφώσεως, καί τοῦ β΄τροπαρίου τῆς θ΄ ᾠδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ πλ. δ΄ ἤχου.
[85]. Ἁγιορειτικός Τόμος 4, ἐκδ. Χρήστου τόμ. 2,  572ἑ. (ΕΠΕ 3, 506): «Ὅστις τό ἐν Θαβωρίῳ τούς μαθητάς περιαστράψαν φῶς φάσμα λέγει καί σύμβολον τοιοῦτον, οἷον γίνεσθαι καί ἀπογίνεσθαι, ἀλλ’ οὐ κυρίως εἶναι καί οὐχ ὑπέρ πᾶσαν νόησιν, ἀλλά χείρω νοήσεως ἐνέργειαν, σαφῶς ἀντιφθέγγεται ταῖς τῶν ἁγίων δόξαις. Οὗτοι γάρ κἀν τοῖς ᾄσμασι, κἀν τοῖς συγγράμμασιν, ἀπόρρητον, ἄκτιστον, ἀΐδιον, ἄχρονον, ἄπλετον, ἄπειρον, ἀπεριόριστον, ἀγγέλοις καί ἀνθρώποις ἀθέατον, ἀρχέτυπον κάλλος καί ἀναλλοίωτον, δόξαν Θεοῦ, δόξαν Χριστοῦ, δόξαν Πνεύματος, ἀκτῖνα θεότητος καί τά τοιαῦτα προσαγορεύουσι».
[86] . Τά κατά τοῦ Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου κεφάλαια 1, ἐν Τριώδιον Κατανυκτικόν, ἐκδ. Ἰω. καί Σπ. Βελούδων, Ἐνετίῃσιν 1856, σελ. 140ἑ. «Τοῖς αὐτοῖς φρονοῦσι καί λέγουσι τό λάμψαν ἀπό τοῦ Κυρίου ἐπί τῆς θείας αὐτοῦ Μεταμορφώσεως φῶς, ποτέ μέν εἶναι ἴνδαλμα, καί κτίσμα, καί φάσμα ἐπί βραχύ φανέν καί διαλυθέν παραχρῆμα [...] μή ὁμολογοῦσι δέ, κατά τάς τῶν Ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβές φρόνημα, μήτε κτίσμα εἶναι τό θειότατον ἐκεῖνο φῶς, μήτε οὐσίαν Θεοῦ, ἀλλ’ ἄκτιστον καί φυσικήν χάριν καί ἔλλαμψιν καί ἐνέργειαν ἐξ αὐτῆς τῆς θείας οὐσίας ἀχωρίστως ἀεί προϊοῦσαν. Ἀνάθεμα γ΄».
[87]. Πρωτοπρ. Γ. ΦΛΩΡΟΦΣΚΥ, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί ἡ Πατερική Παράδοσις», ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 251.