Κάλαντα Φώτων (Θεοφανείων)
Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός
η χαρα μεγάλη κι ο αγιασμός.
Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό
κάθετ' η κυρά μας η Παναγιά.
'Οργανo βαστάει, κερί κρατεί
και τον Αϊ-Γιάννη παρακαλεί.
'Αϊ-Γιάννη αφέντη και βαπτιστή
βάπτισε κι εμένα Θεού παιδί.
Ν' ανεβώ επάνω στον ουρανό
να μαζέψω ρόδα και λίβανο.
Καλημέρα, καλημέρα,
Καλή σου μέρα αφέντη με την κυρά.
Κάλαντα των Φώτων
Σήμερον τα φώτα κι ο φωτισμός
και του Ιησού μας ο βαφτισμός.
Σήμερα η κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα στα τίμια χέρια κρατεί
και τον Άη Γιάνη παρακαλεί.
«Δύνεσ', Άη Γιάννη Πρόδρομε,
για να μου βαφτίσεις Θεόν παιδί ;»
Δύνουμαι και σώνω και προσκυνώ,
για κοντοκαρτέρει ως το πουρνό,
για ν' ανέβω απάνου στους ουρανούς,
για να ρίξω δρόσο και λίβανο,
ν' αγιαστούν οι βρύσες και τα νερά,
ν' αγιαστή κι αφέντης με την κυρά».
Σήκω, κυρά μ', να στολιστής, να πας ταχιά στα Φώτα,
στα Φώτα και στον αγιασμό και στον καλό το χρόνο.
Βάλε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι,
και του κοράκου το φτερό βάλ'το καμαροφρύδι.
Για βάλε το χεράκι σουστην αργυρή σου τσέπη
κι αν εύρεις γρόσα δος μας τα, φλουριά μην τα λυπάσαι,
κι αν εύρεις και μισό φλουρί, κέρνα τα παλληκάρια,
κέρνα τ' αφέντη μ' κέρνα τα, να πιούνε στην υγειά σου,
και στην υγειά σου, αφέντη μου, και στην καλή χρονιά σου.
Να ζήσεις χρόνια εκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι απ' τα διακόσα κι ύστερα ν' ασπρίσεις να γεράσεις,
ν'ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ' άσπρο περιστέρι,
σαν τ' αηδονάκι που λαλεί, το Μάη, το καλοκαίρι.
Κυρά μου, τον γιόκα σου, κυρά μ', τον ακριβό σου,
τον έλουζες, τον χτένιζες, στο δάσκαλο τον πάϊνες,
κι ο δάσκαλος τον έδερνε με δυο κλωνάρια μόσκο,
με τέσσαρα βασιλικό, με πέντε μαντζουράνα.
Κυρά μ', τη θυγατέρα σου, κυρά μ', την ακριβή σου,
γραμματικός την αγαπά, πραμματευτής τη θέλει,
κι ο δάσκαλος απ' το σκολειό γυρεύοντάς την στέλνει.