Ο Μέγας
Βασίλειος
για τον
πλούτο και
τους
πλούσιου
Άπ’ αυτάς εσύ άλλας μεν αποθηκεύεις με το να τας παραχώνης, άλλας, τας διαυγείς από τας πέτρας, με σκότος τας καλύπτεις, δε, τας πιο πολύτιμους από αύτάς, τας περιφέρεις καμαρώνων δια την λάμψιν των. Πες μου, ποίον το όφελός σου να περιστρέφης το χέρι που λαμποκοπά από πέτρας; Δεν κοκκινίζεις να επιθυμής τα πετράδια, όπως αι γυναίκες όταν εγκυμονούν;
Διότι και εκείναι ορέγονται τα πετράδια και εσύ επιζητείς με λαιμαργίαν τα άνθη των πολυτίμων λίθων με το να αναζητής σαρδόνυχας, ιάσπιδας και αμεθύστους. Ποίος καλλωπιστής ημπόρεσε να προσθέση μίαν ημέραν εις την ζωήν; Ποίον ελυπήθη ο θάνατος δια τα πλούτη του; Ποιος εγλύτωσεν από την αρρώστιαν εξ αίτιας των χρημάτων του;
Ως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι τού θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Ως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, δια τον οποίον κατασκευάζονται όπλα, και ακονίζονται τα ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραγκωνίζουν την συγγένειαν, οι αδελφοί με φονικήν διάθεσιν υποβλέπει ο ένας τον άλλον. Εξ αιτίας τού πλούτου αι ερημίαι φιλοξενούν τους φονιάδες, η θάλασσα τους πειρατάς, αι πόλεις τους συκοφάντας. Ποίος είναι ο πατέρας τού ψεύδους; ποίος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την ψευδορκίαν; Δεν είναι ο πλούτος; Δεν είναι η μέριμνα δι' αυτόν;
Τι κάμνετε, ω άνθρωποι; Ποιος δια σας έχει στρέψει εναντίον σας τα ιδικά σας πράγματα; Είναι μέσον δια την ζωήν τα χρήματα. Μήπως δηλαδή τα χρήματα έχουν δοθή ως εφόδια κακών;
………….
Θα ήθελα να σε ξεκουράσω ολίγον από τα έργα της αδικίας και να δώσω ευκαιρίαν εις τας σκέψεις σου, δια να ενθυμηθής δια ποίον σκοπόν έγινεν η μελέτη των πραγμάτων αυτών. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδας, κοιλάδας, ποταμούς, λιβάδια. Τι λοιπόν θα συμβή ύστερα από όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι όλοι; Δεν θα είναι αρκετόν το βάρος ολίγων πετρών δια να φυλαχθή η δυστυχής σάρκα; Δια ποίον κοπιάζεις;
Δια ποίον αδικείς; Διατί με τα χέρια σου μαζεύεις ακαρπίαν; Μακάρι να μαζεύης ακαρπίαν και όχι ύλικόν δια το αιώνιον πυρ! Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτήν; Δεν θα υγιάνουν τα λογικά σου; Δεν θα συνέλθης; Δεν θα φέρης εμπρός εις τα μάτια σου το δικαστήριον τού Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν θα σε έχουν περικυκλώσει οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν εις τον δίκαιον κριτήν; Τι Θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πλήρωσης; Ποίους; μάρτυρας θα προσκόμισης; Πως θα ξεγελάσης τον δικαστήν που δεν εξαπατάται;
Δεν παρίσταται δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει επιχειρηματολογία που να ημπορή να υποκλέψη την αλήθειαν από τον δικαστήν. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το μέγεθος του αξιώματος. Μόνος χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνήγορον, αναπολόγητος, εντροπιασμένος θα οδηγηθής, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, δειλός.
Διότι όπου και αν περιφέρης το βλέμμα σου θα ιδής καθαράς τας εικόνας των κακών έργων από την μίαν τα δάκρυα του ορφανού, από την άλλην τους στεναγμούς της χήρας, άπ' αλλού τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτας που κατεξέσχισες τας σάρκας, τους γείτονας που εξώργιζες. Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου. Ο πονηρός χορός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι όπως η σκιά το σώμα έτσι και αι αμαρτίαι συνοδεύουν την ψυχήν και εξεικονίζουν ολοκάθαρα τας πράξεις. Δια τούτο εκεί δεν χωρεί άρνησις, αλλά βουβαίνεται το στόμα και μάλιστα το αδιάντροπον.
Διότι τα ίδια τα πράγματα του καθενός, χωρίς να εκβάλλουν φωνήν, αλλά εμφανιζόμενα όποια ακριβώς από ημάς έχουν διαπραχθή, καταθέτουν ως μάρτυρες. Πως να ημπορέσω να φέρω τα φρικτά κάτω από τα μάτια σου; Εάν βέβαια ακούσης, εάν βέβαια μετανοιώσης, να ενθυμηθής την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν η οργή τού Θεού φανερώνεται από τον ουρανόν. Να ενθυμηθής την ένδοξον παρουσίαν τού Χριστού, οπότε θα αναστηθούν εκείνοι μεν που έκαμαν το καλόν δια ζωήν, εκείνοι δε που έκαμαν το κακόν δια καταδίκην.
Από την ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου, Προς τους πλουτούντας
Κοίταξε προσεκτικά, άνθρωπε, την φύσιν του
πλούτου. Διατί τόσον πολύ έχεις συγκλονισθή από τον χρυσόν; Πέτρα είναι ο
χρυσός, πέτρα ο άργυρος, πέτρα ο μαργαρίτης, πέτρα η κάθε μία από τας
πέτρας και βηρύλλιον και αχάτης και υάκινθος και αμέθυστος και ίασπις.
Αυτά λοιπόν είναι τα άνθη τού πλούτου.
Άπ’ αυτάς εσύ άλλας μεν αποθηκεύεις με το να τας παραχώνης, άλλας, τας διαυγείς από τας πέτρας, με σκότος τας καλύπτεις, δε, τας πιο πολύτιμους από αύτάς, τας περιφέρεις καμαρώνων δια την λάμψιν των. Πες μου, ποίον το όφελός σου να περιστρέφης το χέρι που λαμποκοπά από πέτρας; Δεν κοκκινίζεις να επιθυμής τα πετράδια, όπως αι γυναίκες όταν εγκυμονούν;
Διότι και εκείναι ορέγονται τα πετράδια και εσύ επιζητείς με λαιμαργίαν τα άνθη των πολυτίμων λίθων με το να αναζητής σαρδόνυχας, ιάσπιδας και αμεθύστους. Ποίος καλλωπιστής ημπόρεσε να προσθέση μίαν ημέραν εις την ζωήν; Ποίον ελυπήθη ο θάνατος δια τα πλούτη του; Ποιος εγλύτωσεν από την αρρώστιαν εξ αίτιας των χρημάτων του;
Ως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το αγκίστρι τού θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας; Ως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, δια τον οποίον κατασκευάζονται όπλα, και ακονίζονται τα ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραγκωνίζουν την συγγένειαν, οι αδελφοί με φονικήν διάθεσιν υποβλέπει ο ένας τον άλλον. Εξ αιτίας τού πλούτου αι ερημίαι φιλοξενούν τους φονιάδες, η θάλασσα τους πειρατάς, αι πόλεις τους συκοφάντας. Ποίος είναι ο πατέρας τού ψεύδους; ποίος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την ψευδορκίαν; Δεν είναι ο πλούτος; Δεν είναι η μέριμνα δι' αυτόν;
Τι κάμνετε, ω άνθρωποι; Ποιος δια σας έχει στρέψει εναντίον σας τα ιδικά σας πράγματα; Είναι μέσον δια την ζωήν τα χρήματα. Μήπως δηλαδή τα χρήματα έχουν δοθή ως εφόδια κακών;
………….
Θα ήθελα να σε ξεκουράσω ολίγον από τα έργα της αδικίας και να δώσω ευκαιρίαν εις τας σκέψεις σου, δια να ενθυμηθής δια ποίον σκοπόν έγινεν η μελέτη των πραγμάτων αυτών. Έχεις τόσα και τόσα πλέθρα καλλιεργησίμου γης, άλλα τόσα φυτευμένα, βουνά, πεδιάδας, κοιλάδας, ποταμούς, λιβάδια. Τι λοιπόν θα συμβή ύστερα από όλα αυτά; Δεν σε περιμένουν τρεις πήχεις όλοι όλοι; Δεν θα είναι αρκετόν το βάρος ολίγων πετρών δια να φυλαχθή η δυστυχής σάρκα; Δια ποίον κοπιάζεις;
Δια ποίον αδικείς; Διατί με τα χέρια σου μαζεύεις ακαρπίαν; Μακάρι να μαζεύης ακαρπίαν και όχι ύλικόν δια το αιώνιον πυρ! Δεν θα απαλλαγής ποτέ από την μέθην αυτήν; Δεν θα υγιάνουν τα λογικά σου; Δεν θα συνέλθης; Δεν θα φέρης εμπρός εις τα μάτια σου το δικαστήριον τού Χριστού; Τι θα απολογηθής όταν θα σε έχουν περικυκλώσει οι αδικημένοι και θα σε κατηγορούν εις τον δίκαιον κριτήν; Τι Θα κάμης λοιπόν; Ποίους συνηγόρους θα πλήρωσης; Ποίους; μάρτυρας θα προσκόμισης; Πως θα ξεγελάσης τον δικαστήν που δεν εξαπατάται;
Δεν παρίσταται δικηγόρος εκεί, δεν υπάρχει επιχειρηματολογία που να ημπορή να υποκλέψη την αλήθειαν από τον δικαστήν. Δεν συνοδεύουν οι κόλακες, ούτε τα χρήματα, ούτε το μέγεθος του αξιώματος. Μόνος χωρίς φίλους, χωρίς βοηθούς, χωρίς συνήγορον, αναπολόγητος, εντροπιασμένος θα οδηγηθής, σκυθρωπός, κατηφής, ολομόναχος, δειλός.
Διότι όπου και αν περιφέρης το βλέμμα σου θα ιδής καθαράς τας εικόνας των κακών έργων από την μίαν τα δάκρυα του ορφανού, από την άλλην τους στεναγμούς της χήρας, άπ' αλλού τους γρονθοκοπημένους από σε πτωχούς, τους υπηρέτας που κατεξέσχισες τας σάρκας, τους γείτονας που εξώργιζες. Όλα θα ξεσηκωθούν εναντίον σου. Ο πονηρός χορός των κακών σου πράξεων θα σε περιστοιχίση. Διότι όπως η σκιά το σώμα έτσι και αι αμαρτίαι συνοδεύουν την ψυχήν και εξεικονίζουν ολοκάθαρα τας πράξεις. Δια τούτο εκεί δεν χωρεί άρνησις, αλλά βουβαίνεται το στόμα και μάλιστα το αδιάντροπον.
Διότι τα ίδια τα πράγματα του καθενός, χωρίς να εκβάλλουν φωνήν, αλλά εμφανιζόμενα όποια ακριβώς από ημάς έχουν διαπραχθή, καταθέτουν ως μάρτυρες. Πως να ημπορέσω να φέρω τα φρικτά κάτω από τα μάτια σου; Εάν βέβαια ακούσης, εάν βέβαια μετανοιώσης, να ενθυμηθής την ημέραν εκείνην κατά την οποίαν η οργή τού Θεού φανερώνεται από τον ουρανόν. Να ενθυμηθής την ένδοξον παρουσίαν τού Χριστού, οπότε θα αναστηθούν εκείνοι μεν που έκαμαν το καλόν δια ζωήν, εκείνοι δε που έκαμαν το κακόν δια καταδίκην.