ελάχιστη ανταπόδοση στην τεράστια προσφορά τους
Ἕνα συγκινητικό κείμενο τῆς συγγραφέως Γαλάτειας ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ
... Ἀπ’ τό στενόμακρο παραθύρι κοίταξε ἡ κυρά Σαράνταινα τόν οὐρανό.
Μπλαβιασμένος ὁ οὐρανός, χιονίζει μερόνυχτα, μά δέ λέει νά ξεθυμάνει.
Καινούργιο χιόνι πάνω στό παλιό καί ὁ λυσσασμένος παγωμένος ἀγέρας, νά
τό κάνει πάγο. Βουνά ὁ πάγος νά παραβγαίνουν θαρρεῖς σέ μπόι μέ τά
κατσάβραχα. Γιά τόν κύρη της ξέρει, τόν πῆρε κοντά του ὁ Θεός! Θεός
σχωρέσ’ τον.
Μά ἐκεῖνος, ὁ γιός της, τό μοναχοπαίδι της, ποῦ νά ’ναι; Σέ ποιά
βουνοκορφή νά πολεμᾶ; Ἔ, βρέ παιδεμός νά τόν μεγαλώσει, ἄντρακλας ἔγινε,
πού ἡ Παναγιά νά τόν φυλάει...
Πῆγε χωρίς βιάση, ἄναψε τό καντήλι της. «Ἐγώ δέν ξέρω Παναγιά μου πού
’ναι, μά Ἐσύ ξέρεις· μάνα καί τοῦ λόγου Σου, νογᾶς ἀπό καημούς». Πῆρε
μετά μία ξεφτισμένη ρόμπα της κι ἄρχισε νά τή ρεμπατεύει. Τό χωριό, τό
Ἠπειρώτικο χωριό δεχόταν μέ βόγκο τό χιόνι πού ἔπεφτε..., ἔπεφτε...
Τό χιόνι ἔπεφτε..., ἔπεφτε... Κόντευες νά πιστεύεις πώς δέ θά μποροῦσε ἡ
μέρα νά διώξει τή νύχτα. Κι ὅμως ξημέρωσε καί τότε τόλμησαν νά
ξεκινήσουν.
Μπρός ὀρθό, ἐχθρικό τό βουνό. Κάτω τό Ἠπειρώτικο χωριό, δεξιά ζερβά οἱ
χαράδρες. Καί τό χιόνι νά τούς κόβει τήν ἀνάσα, νά τούς ζαλίζει. Ποῦ
τελειώνει τό μονοπάτι, ποῦ ἀρχίζει ἡ χαράδρα;
Καί πάγος κάτω, πάγος πού γλιστράει, τσουλήθρα θανάτου. Κι ἀπάνω στό
βουνό, ’κεῖ πρός τήν κορφή νά καρτεροῦν οἱ σύντροφοί τους τά πυρομαχικά —
ζωή καί θάνατος ἡ ἔλλειψή τους —καί τούς εἶχαν τελειώσει. Κι αὐτοί
ἀνέβαιναν... ἀνέβαιναν κι ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο μέσα στήν τόση
παγωνιά εἶχαν ἱδρώσει. Ἀπ’ τόν κόπο κι ἀπ’ τό φόβο...
Καί ’κεῖ ἦταν πού καί τά μουλάρια σταμάτησαν. Ἤ πιό σωστά, πῆραν τά
πόδια τους τή γλίστρα τῆς κατηφοριᾶς. Οἱ ἀσήκωτες κάσες πού ’χαν στίς
πλάτες τους μετακινήθηκαν..., κίνδυνος νά γκρεμιστοῦν στό βάραθρο μαζί
μέ τά μουλάρια. Κι ἀπάνω στό βουνό ἐκεῖ πρός τήν κορφή, νά καρτεροῦν τά
πυρομαχικά, ζωή καί θάνατος ἡ ἔλλειψή τους, καί τούς εἶχαν τελειώσει...
— «Δέ φτάνουμε», εἶπε ὁ λοχίας κι ὅλοι συμφώνησαν. «Δέ φτάνουμε ’κεῖ πάνω».
— «Νά κατεβοῦμε στό χωριό, νά ζητήσουμε παλιολινάτσες νά βάλουμε στά
ποδάρια τῶν ζωντανῶν νά μή γλιστρᾶνε», εἶπε ὁ δεκανέας κι ὅλοι τό ’δαν
σά μόνη ἐλπίδα.
Πῆρε δυό φανταράκια ὁ δεκανέας μαζί του καί ροβόλησαν γιά τό χωριό. Στό
ἔμπα ἦταν πού ἀντάμωσαν τόν παπά μέ δυό-τρεῖς ἄλλους, πού ἀσφάλιζαν γερά
ἕνα παραθύρι τῆς Ἐκκλησιᾶς μήν τύχη καί ὁ χιονιάς μπεῖ μέσα.
Τούς εἶδε νά ’ρχονται ἀλαλιασμένοι.
— «Παιδιά, ἔσπασε τό μέτωπο ;», ρώτησε ὁ παπάς καί κρεμάστηκαν κι οἱ
ὑπόλοιποι ἀπ’ τό στόμα του. Εἶχε σπάσει ἡ χολή τους, τέτοια τρομάρα!
— «Παπά, τό καί τό, γρήγορα μονάχα, βρές παλιολινάτσες κι οἱ ἀπάνω μεῖναν χωρίς βόλι».
Εἶχε πιαστεῖ νά κάθεται στό σκαμνί, τῆς πόνεσε ἡ μέση, «ἕρμα γεράματα»
γκρίνιαξε, τράβηξε κατά τό παραθύρι, τό παραθύρι, πού τό μαστίγωνε τό
χιόνι.
«Ἀγρίεψε ὁ καιρός, φύλαγε τά παιδιά μας, Παναγιά μου. Ἐσύ ξέρεις πῶς...!».
Δέν ἀπόσωσε, τούς εἶδε ἐκεῖ στήν Ἐκκλησιά. Λαχτάρησε. Καλά, ὁ παπάς νά
’ναι ἐκεῖ, ἡ φανταρία ὅμως; Τυλίχτηκε σφιχτά μέ τό χοντρό σάλι της καί
βγῆκε κι ἀντάμωσε τή χιονοθύελλα. Κουβέντιαζαν ἔντονα, δέν τήν
κατάλαβαν.
— «Νά μαζώξουμε λινάτσες κι ὅ,τι μᾶς βρίσκεται, μά μή θαρρεῖς πώς τά
ζωντανά δέ θά γλιστρᾶνε πάλι. Ξέρουμε ἀπό τέτοια κι ἔχουν χαθῆ ἄν ἔχουν
χαθῆ ζωντανά μαζί μ’ ἀνθρώπους σέ τοῦτα τά φαράγγια!», εἶπε ὁ παπάς.
— «Ἐγώ θά σᾶς πῶ καί κάτι ἄλλο παλληκάρια. Τώρα νά βαρέσουμε τήν
καμπάνα, νά καλέσουμε τίς κυράδες νά μᾶς βροῦνε ὅ,τι ἔχουν καί δέν ἔχουν
σέ λινατσόπανα, θά κυλήσει ὥρα. Ἄντε τά μαζώξαμε, τά πήρατε, πᾶτε στήν
εὐχή τοῦ Θεοῦ. Μέχρι ν’ ἀνταμώσετε τούς ἄλλους καί τά ζωντανά σᾶς βρῆκε ἡ
νύχτα. Καί δέ δείχνει ὁ οὐρανός νά ξανοίγει, ὥρα στήν ὥρα ἄλλη χιονιά
ἔρχεται. Δέ θά προκάνετε καί ἐσεῖς λέτε πώς βόλι πάνω στήν κορφή οἱ
φαντάροι μας δέν ἔχουνε καί...». Δέν ἀποτελείωσε. Μιά κοφτή φωνή τόν
ἔκοψε. «Δέν προκάνουνε!...».
Γύρισαν, εἶδαν τή γυναίκα πού σίμωσε.
— «Δέν προκάνουνε», ξανάπε μέ πεποίθηση.
— «Καί..., κυρά Σαράντη, τί λές νά γίνει;», ρώτησε ὁ παπάς.
— «Βάρα τήν καμπάνα, παπά μου, νά μαζωχτοῦν οἱ γυναῖκες. Ἐμεῖς θά
ζαλωθοῦμε τά κιβώτια. Τά γουρουνοτσάρουχά μας δέ γλιστρᾶν, ξέρουμε
σάν τό σπίτι μας τά μονοπάτια».
— «Θά ἀντέξετε; Εἶναι βαριά, πές ἀσήκωτα», εἶπε δειλά ὁ δεκανέας.
— «Βαστᾶν οἱ καρδιές καί τά κότσια τους», εἶπε ὁ παπάς κι ἔνιωσε ἀνακούφιση καί περηφάνεια.
Ἡ καμπάνα αὐτοστιγμῆς χτύπησε δυνατά, χαρούμενα, ἴδιος ἀναστάσιμος ὁ ἦχος της...
Ἡ μία πίσω ἀπ’ τήν ἄλλη ἀνέβαιναν..., ἀνέβαιναν..., οἱ κάσες λύγιζαν τίς
μέσες τους, τό χιόνι τίς μάχονταν..., ὁ θάνατος — τό φαράγγι — δεξιά
ζερβά τίς παραμόνευε.
Κι αὐτές ἀνέβαιναν..., ἀνέβαιναν...!
Παρμένο από το περιοδικό "Ελληνορθόδοξη Πολύτεκνη Οικογένεια", τεύχος 144, 2014, της Π.Ε.ΦΙ.Π.
Άλλη πηγή κειμένου: antexoume.wordpress.com