Βίος Οσίου Γεωργίου του Χοζεβίτη
Ο Όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης εορτάζει στις 8 Ιανουαρίου
Στις περιπέτειες από μικρός
Ο
Όσιος Γεώργιος ο Χοζεβίτης, καταγόταν από ένα χωριό της Κύπρου. Οι
γονείς του ήσαν ευσεβείς με μέτρια περιουσία. Όταν πέθαναν οι γονείς
του, ο Γεώργιος έμεινε ορφανός, και τον παράλαβε μαζί με τα
πράγματα, που κληρονόμησε, ένας θείος του. Αυτός είχε θυγατέρα
μονάκριβη. Ο Γεώργιος ήταν φρόνιμος, ευσεβής και επομένως γαμβρός κατάλληλος
για τη θυγατέρα του. Σκέφθηκε λοιπόν εκείνος να τους παντρέψει. Ο νέος
όμως αποστρεφόταν τα κοσμικά και δεν ήθελε να παντρευτεί. Κατέφυγε
λοιπόν σε άλλον θείον του, που ήταν Ηγούμενος σε Μοναστήρι. Ήθελε να
ζήση την μοναχική ζωή, όπως έπραξε και ο αδελφός του ο Ηρακλείδης. Αλλά
όταν ο θείος ο πρώτος, που είχε και τα πράγματα της κληρονομιάς
έμαθε, ότι βρισκόταν εκεί, ήλθε και φιλονίκησε με τον αδελφό του, να του
δώσει τον νέον. Όταν ο νέος έμαθε την μεταξύ των θείων του φιλονικία,
έφυγε κρυφά από το νησί.
Ο Γεώργιος φθάνει στα Ιεροσόλυμα
Ο Γεώργιος αφού εγκατέλειψε τα πάντα στην Κύπρο, έφθασε στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησε τους Αγίους Τόπους του Χριστού. Έπειτα πήγε στον Ιορδάνη και προσευχήθηκε, και από εκεί πήγε στον αδελφό του στη Λαύρα του Καλαμώνος. Ο αδελφός του, όταν τον είδε πολύ νέον και αγένειο, δεν θέλησε, σύμφωνα με τις εντολές των Πατέρων να τον κρατήσει εκεί. Τον οδήγησε στο Μοναστήρι της Υπεραγίας Θεοτόκου και τον παρέδωσε στον Ηγούμενο. Αυτός δε επέστρεψε στο κελί του. Ο Ηγούμενος, αφού είδε την πολλή σταθερότητα και ευλάβεια του νέου, σε λίγο καιρό, του έκαμε την κουρά και τον έντυσε το Μοναχικό σχήμα. Έπειτα κάλεσε έναν Μοναχό προοδευμένο στη Μοναχική άσκηση. Αυτός είχε και το διακόνημα τού λεγομένου Νεοκηπίου, τον παρέδωσε σ αυτόν ως βοηθό.
Ο Γεώργιος αφού εγκατέλειψε τα πάντα στην Κύπρο, έφθασε στα Ιεροσόλυμα, όπου προσκύνησε τους Αγίους Τόπους του Χριστού. Έπειτα πήγε στον Ιορδάνη και προσευχήθηκε, και από εκεί πήγε στον αδελφό του στη Λαύρα του Καλαμώνος. Ο αδελφός του, όταν τον είδε πολύ νέον και αγένειο, δεν θέλησε, σύμφωνα με τις εντολές των Πατέρων να τον κρατήσει εκεί. Τον οδήγησε στο Μοναστήρι της Υπεραγίας Θεοτόκου και τον παρέδωσε στον Ηγούμενο. Αυτός δε επέστρεψε στο κελί του. Ο Ηγούμενος, αφού είδε την πολλή σταθερότητα και ευλάβεια του νέου, σε λίγο καιρό, του έκαμε την κουρά και τον έντυσε το Μοναχικό σχήμα. Έπειτα κάλεσε έναν Μοναχό προοδευμένο στη Μοναχική άσκηση. Αυτός είχε και το διακόνημα τού λεγομένου Νεοκηπίου, τον παρέδωσε σ αυτόν ως βοηθό.
Σκληρή άσκησις
Η
ταπεινοφροσύνη του νέου, δεν ανέχτηκε τον θόρυβο όπου τον επαινούσαν
και τον θαύμαζαν. Φοβήθηκε την κενοδοξία. Κρυφά, λοιπόν, έφυγε από το
Μοναστήρι και
κατέβηκε στη Λαύρα, όπου ήταν ο αδελφός του. Εκείνος τότε τον εδέχθη με ευχαρίστηση, και έκτοτε έμεναν μαζί στη λεγομένη Παλιά Εκκλησία.
Τηρούσαν την έξης διαγωγή και τάξη στη ζωή τους. Ουδέποτε μαγείρεψαν για τον εαυτόν τους φαγητό στη φωτιά, παρά μόνον, όταν έρχονταν σε αυτούς ξένοι. Έδιναν εντολή στον
θυρωρό του κάστρου να τους φυλάττει τα περισσευούμενα φαγητά από Κυριακή σε Κυριακή. Αυτά και όσα τους έφερναν οι Πατέρες, τα έβαζαν σε μια λεκάνη, και έτσι
τρεφόντανε όλη την εβδομάδα. Δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για φαγητό, ούτε για τη συντήρηση τους. Αν ήταν χαλασμένο από τη πολυκαιρία, τόσο, το καλλίτερο για αυτούς.
Θα έτρωγαν• λιγότερο, και αυτό τους ευχαριστούσε. Κρασί δεν έπιναν ποτέ.
Τοιουτοτρόπως περνούσαν την ζωή τους οι δύο αδελφοί, με πολλή ευλάβεια και ειρήνη. Ουδέποτε τους άκουσε κανείς να αντιμιλήσουν ή να μικροψυχήσουν μεταξύ τους. Ούτε
και με κανένα άλλον. Ο Πατήρ Ηρακλείδης είχε πολλή ευλάβεια και πραότητα, ο δε Πατήρ Γεώργιος είχε πολλή υπακοή και ταπείνωση.
Σε ηλικία εβδομήντα και πλέον ετών ο πατήρ Ηρακλείδης τελείωσε τον βίο όλος αγαθότητα και πίστη. Ήταν στολισμένος με όλες τις αρετές και φημισμένος από όλους στην πεδιάδα
του Ιορδάνη.
Ο Πατήρ Γεώργιος, όταν έμεινε μόνος στο κελί του, λυπόταν, και έκλαιε για την κοίμηση του αδελφού του. Ακολουθούσε όμως την ίδια πολιτεία και την άσκηση του αδελφού του. Τον αγαπούσαν όλοι. Υπηρετούσε τους Πατέρες προθυμότατα. Δέχθηκε την αξία της διακονίας και την εκτελούσε με φόβο και κατάνυξη. Στήριζε τους πάντες και υπηρετούσε τους πάντες.
Στο Μοναστήρι του Χοζεβά
κατέβηκε στη Λαύρα, όπου ήταν ο αδελφός του. Εκείνος τότε τον εδέχθη με ευχαρίστηση, και έκτοτε έμεναν μαζί στη λεγομένη Παλιά Εκκλησία.
Τηρούσαν την έξης διαγωγή και τάξη στη ζωή τους. Ουδέποτε μαγείρεψαν για τον εαυτόν τους φαγητό στη φωτιά, παρά μόνον, όταν έρχονταν σε αυτούς ξένοι. Έδιναν εντολή στον
θυρωρό του κάστρου να τους φυλάττει τα περισσευούμενα φαγητά από Κυριακή σε Κυριακή. Αυτά και όσα τους έφερναν οι Πατέρες, τα έβαζαν σε μια λεκάνη, και έτσι
τρεφόντανε όλη την εβδομάδα. Δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για φαγητό, ούτε για τη συντήρηση τους. Αν ήταν χαλασμένο από τη πολυκαιρία, τόσο, το καλλίτερο για αυτούς.
Θα έτρωγαν• λιγότερο, και αυτό τους ευχαριστούσε. Κρασί δεν έπιναν ποτέ.
Τοιουτοτρόπως περνούσαν την ζωή τους οι δύο αδελφοί, με πολλή ευλάβεια και ειρήνη. Ουδέποτε τους άκουσε κανείς να αντιμιλήσουν ή να μικροψυχήσουν μεταξύ τους. Ούτε
και με κανένα άλλον. Ο Πατήρ Ηρακλείδης είχε πολλή ευλάβεια και πραότητα, ο δε Πατήρ Γεώργιος είχε πολλή υπακοή και ταπείνωση.
Σε ηλικία εβδομήντα και πλέον ετών ο πατήρ Ηρακλείδης τελείωσε τον βίο όλος αγαθότητα και πίστη. Ήταν στολισμένος με όλες τις αρετές και φημισμένος από όλους στην πεδιάδα
του Ιορδάνη.
Ο Πατήρ Γεώργιος, όταν έμεινε μόνος στο κελί του, λυπόταν, και έκλαιε για την κοίμηση του αδελφού του. Ακολουθούσε όμως την ίδια πολιτεία και την άσκηση του αδελφού του. Τον αγαπούσαν όλοι. Υπηρετούσε τους Πατέρες προθυμότατα. Δέχθηκε την αξία της διακονίας και την εκτελούσε με φόβο και κατάνυξη. Στήριζε τους πάντες και υπηρετούσε τους πάντες.
Στο Μοναστήρι του Χοζεβά
Εκείνον
τον καιρό απέθανε ο Ηγούμενος. Μεγάλη, ταραχή και διχόνοια γινόταν στη
Λαύρα, για να βγάλουν τον νέον Ηγούμενο. Άρχισαν να χαλούν τους νόμους
και τις συνήθειες των
Πατέρων. Γι αυτό στενοχωριόταν ο γέροντας και παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει, που είναι το θέλημά Του να πάει. Και βλέπει στον ύπνο του δύο μεγάλα βουνά φωτεινά, από τα
οποία, το ένα ήταν φωτεινότερο και ψηλότερο από το άλλο. Λέγει, λοιπόν, κάποιος που έδειχνε τα βουνά:
—Που επιθυμείς να ανεβείς και να καθίσεις;
Ο γέροντας τον παρακαλούσε να καθίσει στο ψηλότερο. Τότε του λέγει:
—Ανέβα στο Μοναστήρι σου, που κουρεύτηκες Μοναχός, και κατοίκησε στα κελιά.
Αμέσως ο γέροντας πήγε στο Μοναστήρι του Χοζεβά, όπου ήταν Ηγούμενος ο Λεόντιος, και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να κατοικήσει στα κελιά. Ο Λεόντιος ήταν άνθρωπος
πονετικός, αγαθός και πολύ φιλάνθρωπος.
Η δίαιτα του
Πατέρων. Γι αυτό στενοχωριόταν ο γέροντας και παρακαλούσε τον Θεό να του δείξει, που είναι το θέλημά Του να πάει. Και βλέπει στον ύπνο του δύο μεγάλα βουνά φωτεινά, από τα
οποία, το ένα ήταν φωτεινότερο και ψηλότερο από το άλλο. Λέγει, λοιπόν, κάποιος που έδειχνε τα βουνά:
—Που επιθυμείς να ανεβείς και να καθίσεις;
Ο γέροντας τον παρακαλούσε να καθίσει στο ψηλότερο. Τότε του λέγει:
—Ανέβα στο Μοναστήρι σου, που κουρεύτηκες Μοναχός, και κατοίκησε στα κελιά.
Αμέσως ο γέροντας πήγε στο Μοναστήρι του Χοζεβά, όπου ήταν Ηγούμενος ο Λεόντιος, και τον παρακαλούσε να τον αφήσει να κατοικήσει στα κελιά. Ο Λεόντιος ήταν άνθρωπος
πονετικός, αγαθός και πολύ φιλάνθρωπος.
Η δίαιτα του
Ο Ηγούμενος, λοιπόν, όταν είδε τον μαθητή του, χάρηκε πολύ. Αμέσως του έδωσε κελί. Εκεί, κατοίκησε ο Πατήρ Γεώργιος στου Χοζεβά.
Κανένας
δεν έμαθε ποτέ και πως ζούσε στο κελί του. Ήξεραν μόνον, ότι δεν είχε
ποτέ κρασί, ούτε λάδι, ούτε ψωμί. Ούτε φόρεμα είχε. Ένα μόνον κοντόρασο,
που το φορούσε στην εκκλησία. Ψάχνοντας στα δοχεία των σκουπιδιών,
μάζευε τα κουρέλια, τα ένωνε με ράψιμο και έκανε το φόρεμά του! Από τα
ίδια έκανε και τα σκεπάσματα του και το στρώμα του.
Παρακαλούσε δε
κάποτε κάποτε τους κελαρίτες, να του φυλάττουν από Κυριακή, σε Κυριακή
τα υπολείμματα από την τράπεζα των Πατέρων και των ξένων, ότι και αν
ήσαν, είτε
λάχανα, είτε όσπρια, είτε όστρακα. Αφού τα έπαιρνε, το κοπανούσε σε ένα γουδί, τα έπλαθε στρογγυλά, και τα ξέραινε στον ήλιο. Από αυτά τρεφότανε. Τα έβρεχε σε λίγο νερό,
και έτρωγε κάθε δυο η τρεις ημέρες.
λάχανα, είτε όσπρια, είτε όστρακα. Αφού τα έπαιρνε, το κοπανούσε σε ένα γουδί, τα έπλαθε στρογγυλά, και τα ξέραινε στον ήλιο. Από αυτά τρεφότανε. Τα έβρεχε σε λίγο νερό,
και έτρωγε κάθε δυο η τρεις ημέρες.
Κάθε
Σάββατο βράδυ συνήθιζαν οι κελλιώτες να αναβαίνουν στο Κοινόβιο, να
λάβουν μέρος στην Ακολουθία και τη λειτουργία κοινωνούσαν των Αχράντων
Μυστηρίων, και
κατόπιν καθόντανε στο τραπέζι μαζί με τους Πατέρες της Μονής.
Στην επιδρομή των Περσών
κατόπιν καθόντανε στο τραπέζι μαζί με τους Πατέρες της Μονής.
Στην επιδρομή των Περσών
Ήταν
τότε η εποχή της επιδρομής των Περσών. Όταν, λοιπόν, έφθασε η έφοδος
των Περσών και περικύκλωσαν την πόλη, τότε βγήκαν και οι αδελφοί από το
Κοινόβιο και οι κελλιώτες.
Και άλλοι έφυγαν με τον Ηγούμενο για την Αραβία, άλλοι κρύφτηκαν στα σπήλαια, και άλλοι στις καλαμιές. Μαζί με αυτούς ήταν και ο Όσιος Γέροντας, που τον παρακάλεσαν να
φύγει και αυτός. Οι Πέρσες και οι Σαρακηνοί ερευνούσαν καλά το ποτάμι, και εξέταζαν τους ορεινούς για να βρουν τα υπάρχοντα τους. Βρήκαν λοιπόν και τον γέροντα μαζί με άλλους
Πατέρες και τους μετέφεραν σε άλλο μέρος. Τους άλλους τους αιχμαλώτισαν. Τον Όσιο Γεώργιο επειδή δεν είχε τίποτε δικό του, και τον είδαν τόσο αδύνατο και ευλαβή, τον
σεβάστηκαν. Μάλλον δε με την παρακίνηση του Θεού, του έδωσαν ένα ζεμπίλι γεμάτο άρτους, ένα δοχείο με νερό και του είπαν:
—Όπου μπορείς, σώσε τον εαυτόν σου.
Ο Όσιος, όλη τη νύκτα περπατούσε και έφτασε στον Ιορδάνη, και τριγύριζε εκεί, έως ότου πέρασαν οι Πέρσες από την Ιεριχώ φεύγοντας για τη Δαμασκό. Μαζί τους είχαν και τους
αιχμαλώτους της Αγίας Πόλεως. Από εκεί ο Γέροντας, ανέβηκε στην Αγία Πόλη, όπου έμεινε λίγο. Κατόπιν επήγε στου Χοζεβά και έμεινε στο Μοναστήρι και όχι στα κελιά. Κάθε μέρα
δίδασκε και στερέωνε τους αδελφούς, και τον λαό. Πλείστα θαύματα έκαμε.
Οι τελευταίες στιγμές του
Και άλλοι έφυγαν με τον Ηγούμενο για την Αραβία, άλλοι κρύφτηκαν στα σπήλαια, και άλλοι στις καλαμιές. Μαζί με αυτούς ήταν και ο Όσιος Γέροντας, που τον παρακάλεσαν να
φύγει και αυτός. Οι Πέρσες και οι Σαρακηνοί ερευνούσαν καλά το ποτάμι, και εξέταζαν τους ορεινούς για να βρουν τα υπάρχοντα τους. Βρήκαν λοιπόν και τον γέροντα μαζί με άλλους
Πατέρες και τους μετέφεραν σε άλλο μέρος. Τους άλλους τους αιχμαλώτισαν. Τον Όσιο Γεώργιο επειδή δεν είχε τίποτε δικό του, και τον είδαν τόσο αδύνατο και ευλαβή, τον
σεβάστηκαν. Μάλλον δε με την παρακίνηση του Θεού, του έδωσαν ένα ζεμπίλι γεμάτο άρτους, ένα δοχείο με νερό και του είπαν:
—Όπου μπορείς, σώσε τον εαυτόν σου.
Ο Όσιος, όλη τη νύκτα περπατούσε και έφτασε στον Ιορδάνη, και τριγύριζε εκεί, έως ότου πέρασαν οι Πέρσες από την Ιεριχώ φεύγοντας για τη Δαμασκό. Μαζί τους είχαν και τους
αιχμαλώτους της Αγίας Πόλεως. Από εκεί ο Γέροντας, ανέβηκε στην Αγία Πόλη, όπου έμεινε λίγο. Κατόπιν επήγε στου Χοζεβά και έμεινε στο Μοναστήρι και όχι στα κελιά. Κάθε μέρα
δίδασκε και στερέωνε τους αδελφούς, και τον λαό. Πλείστα θαύματα έκαμε.
Οι τελευταίες στιγμές του
Αλλά
άνθρωπος ήταν και αυτός, και ήλθε η ώρα να ακολουθήσει την πορεία του
προς τον Κύριο. Ασθένησε με ελαφρά ασθένεια και εκοιμήθη με ειρήνη. Το
βράδυ, που θα πέθαινε
ο Όσιος, για να φανερωθεί, με πόση πεποίθηση φεύγει προς τον Κύριο, κατ οικονομία Θεού, έφθασαν πλήθος από ξένους στη Μονή, και είχαν μεγάλη φασαρία για να τους
περιποιηθούν. Την υπηρεσία αυτήν την είχα αναλάβει εγώ, λέγει ο Πατήρ Αντώνιος, ο υποτακτικός του Οσίου ο βιογράφος του. Μερικοί αδελφοί, που ήσαν κοντά στον ασθενή
Όσιο, λέγει, ήλθαν και μου είπαν:
—Ο Γέροντας σε ζητεί και λέγει που είναι ο Αντώνιος. Καλέστε τον, διότι τώρα μέλλει να τελειώσω.
— Εγώ στενοχωρούμουν και για τα δύο. Γιατί ήθελα και τη διακονία μου να τελειώσω, και στο Γέροντα να πάω. Το γνώρισε αυτό ο Γέροντας με το πνεύμα και μου εμήνυσε.
—Μη λυπάσαι, τέκνον μου, ούτε να ταράσσεσαι, αλλά τελείωσε τη διακονία σου, και σε περιμένω έως ότου έλθεις.
Επειδή όμως όταν σηκώνονταν οι ξένοι από το τραπέζι, άλλοι έφθαναν, έφθασε η ώρα ως τα μεσάνυκτα, και ο Γέροντας περίμενε.
Τέλος τελείωσα την διακονία μου, έφυγαν οίκοι οι ξένοι και κατέβηκα στον Γέροντα. Όταν με είδε, με αγκάλιασε, με φίλησε και με ευλόγησε. Ύστερα στράφηκε κατά την ανατολή και
είπε:
—Έξελθε, ψυχή μου τώρα εν Κυρίω. Έξελθε!!
Αφού είπε τον λόγο αυτόν τρεις φορές, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο.
Εγώ δε όταν είδα, ότι παρέδωσε το πνεύμα, έπεσα στο στήθος του και θρηνούσα και έκλαια για τη στέρηση του Οσίου Πατέρα.
Την άλλην ημέρα κηδεύσαμε το σεπτό του λείψανο με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές και τον καταθέσαμε στους τάφους των Όσιων Πατέρων. Τώρα ευρίσκεται με τους χορούς των Αγίων, και πρεσβεύει με αυτούς υπέρ ημών και όλου του κόσμου.
Στίχος
Σὺν δάκρυσι σπείραντι τῷ Γεωργίῳ, καιρὸς θερίζειν ἐστὶ σὺν εὐθυμίᾳ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Γεωργήσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἱρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός,
ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ᾧ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς γεωργὸν τῶν νοητῶν φυτῶν πανάριστον καὶ τῶν Ἀγγέλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν
πρὸς τὸν Κύριον, Ἀπὸ πάσης ἀπολύτρωσαι κακώσεως Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον
Τὸν Σταυρὸν ὡς ἄροτρον ἐσχηκώς, σεαυτὸν ὁσίως, ἐγεώργησας τῷ Θεῷ· ὅθεν τὴν ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ἠθῶν τῇ γεωργίᾳ, ἤδη νεούργησον.
ο Όσιος, για να φανερωθεί, με πόση πεποίθηση φεύγει προς τον Κύριο, κατ οικονομία Θεού, έφθασαν πλήθος από ξένους στη Μονή, και είχαν μεγάλη φασαρία για να τους
περιποιηθούν. Την υπηρεσία αυτήν την είχα αναλάβει εγώ, λέγει ο Πατήρ Αντώνιος, ο υποτακτικός του Οσίου ο βιογράφος του. Μερικοί αδελφοί, που ήσαν κοντά στον ασθενή
Όσιο, λέγει, ήλθαν και μου είπαν:
—Ο Γέροντας σε ζητεί και λέγει που είναι ο Αντώνιος. Καλέστε τον, διότι τώρα μέλλει να τελειώσω.
— Εγώ στενοχωρούμουν και για τα δύο. Γιατί ήθελα και τη διακονία μου να τελειώσω, και στο Γέροντα να πάω. Το γνώρισε αυτό ο Γέροντας με το πνεύμα και μου εμήνυσε.
—Μη λυπάσαι, τέκνον μου, ούτε να ταράσσεσαι, αλλά τελείωσε τη διακονία σου, και σε περιμένω έως ότου έλθεις.
Επειδή όμως όταν σηκώνονταν οι ξένοι από το τραπέζι, άλλοι έφθαναν, έφθασε η ώρα ως τα μεσάνυκτα, και ο Γέροντας περίμενε.
Τέλος τελείωσα την διακονία μου, έφυγαν οίκοι οι ξένοι και κατέβηκα στον Γέροντα. Όταν με είδε, με αγκάλιασε, με φίλησε και με ευλόγησε. Ύστερα στράφηκε κατά την ανατολή και
είπε:
—Έξελθε, ψυχή μου τώρα εν Κυρίω. Έξελθε!!
Αφού είπε τον λόγο αυτόν τρεις φορές, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο.
Εγώ δε όταν είδα, ότι παρέδωσε το πνεύμα, έπεσα στο στήθος του και θρηνούσα και έκλαια για τη στέρηση του Οσίου Πατέρα.
Την άλλην ημέρα κηδεύσαμε το σεπτό του λείψανο με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές και τον καταθέσαμε στους τάφους των Όσιων Πατέρων. Τώρα ευρίσκεται με τους χορούς των Αγίων, και πρεσβεύει με αυτούς υπέρ ημών και όλου του κόσμου.
Στίχος
Σὺν δάκρυσι σπείραντι τῷ Γεωργίῳ, καιρὸς θερίζειν ἐστὶ σὺν εὐθυμίᾳ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον
Γεωργήσας τὸν λόγον Πάτερ τῆς χάριτος, δικαιοσύνης ἐδρέψω καρποφορίαν λαμπράν, ὡς τὴν ἔνθεον ζωὴν αἱρετισάμενος· ὅθεν τῆς δόξης κοινωνός,
ἀνεδείχθης τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε θεοφόρε· ᾧ καὶ πρεσβεύεις ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ ὑπερμάχῳ
Ὡς γεωργὸν τῶν νοητῶν φυτῶν πανάριστον καὶ τῶν Ἀγγέλων μιμητὴν καὶ ἰσοστάσιον Ἀνυμνοῦμέν σε οἱ παῖδές σου θεοφόρε. Ἀλλ’ ὡς ἔχων παρρησίαν
πρὸς τὸν Κύριον, Ἀπὸ πάσης ἀπολύτρωσαι κακώσεως Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον
Τὸν Σταυρὸν ὡς ἄροτρον ἐσχηκώς, σεαυτὸν ὁσίως, ἐγεώργησας τῷ Θεῷ· ὅθεν τὴν ψυχήν μου, Γεώργιε παμμάκαρ, ἠθῶν τῇ γεωργίᾳ, ἤδη νεούργησον.