Πατερικές Διδαχές περί πλούτου
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης σχετικά μέ τόν πλοῦτο ἀναφέρει: «Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, κατά τόν ἐπίγειο βίο του, δέν εἶχε ποῦ νά γείρη τό κεφάλι. Καί ὅμως εἶχε μέσα του ὅλο τόν πλοῦτο τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς. Οἱ πλούσιοι τοῦ κόσμου τούτου κτίζουν μέγαρα καί ζοῦν μέσα σέ αὐτά. Ἀλλά, ἀλλοίμονο! Μέσα σέ τόση χλιδή, πού τούς περιβάλλει, δέν ἔχουν ἀληθινή ζωή στήν καρδιά τους. Δέν μποροῦν νά χαροῦν ἱκανοποιητικά τά μάταια ἀγαθά τους. Νοιώθουν τόν ἑαυτό τους κενό καί δυστυχισμένο μέσα στά ὡραῖα μέγαρά τους. Ἔτσι, κατά βάθος, πολλοί ἰσχυροί τοῦ κόσμου τούτου θά ἤθελαν νά ἀλλάξουν τά πολυτελῆ καταλύματά τους μέ τό καλύβι τοῦ πτωχοῦ, ἄν ἐπρόκειτο ἔτσι νά ἀποκτήσουν τήν δική τους ἐσωτερική εἰρήνη» [1].
Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τό «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας...» θά πῆ: «Αὐτά πού ἔχεις τώρα, ἀπό ποῦ τά ἔχεις; Ἐάν μέν λές ὅτι ἀπό τήν τύχη, εἶσαι ἄθεος, γιατί δέν γνωρίζεις τόν Δημιουργό, οὔτε εὐχαριστεῖς τόν Δοτήρα. Ἐάν δέν παραδέχεσαι ὅτι ἀπό τόν Θεό εἶναι, πές μου τό λόγο γιά τόν ὁποῖο τά ἔλαβες. Μήπως ὁ Θεός εἶναι ἄδικος, πού ἄνισα μοιράζει σέ ἐμᾶς τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωή; Γιατί ἐσύ εἶσαι πλούσιος κι ἐκεῖνος πτωχός; Γιά κανέναν ἄλλο λόγο, παρά γιά νά λάβεις ἐξάπαντος καί ἐσύ τόν μισθό τῆς ἀγαθότητας καί τῆς καλῆς διαχειρίσεως κι ἐκεῖνος, γιά νά τιμηθεῖ μέ τά μεγάλα ἔπαθλα τῆς ὑπομονῆς. Ἐσύ ὅμως, ἀφοῦ τά περιέλαβες ὅλα στούς ἀχόρταγους κόλπους τῆς πλεονεξίας, νομίζεις ὅτι κανένα δέν ἀδικεῖς, ὅταν τόσους πολλούς ἀποστερεῖς... Τό ψωμί, πού κρατᾶς ἐσύ, εἶναι αὐτοῦ, πού πεινάει. Τό ἔνδυμα, πού φυλᾶς στίς ἱματιοθῆκες εἶναι αὐτοῦ, πού εἶναι γυμνός. Τά παπούτσια, πού σαπίζουν, εἶναι τοῦ ξυπόλυτου. Τό ἀργύριο, πού ἔχεις παραχωμένο εἶναι αὐτοῦ, πού τό χρειάζεται. Λοιπόν, τόσους ἀδικεῖς, ὅσους μποροῦσες νά εὐεργετεῖς» [2].
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἑρμηνεύοντας τό «ἐάν ρέη πλοῦτος, μή ὑπερηφανεύεσθε» λέγει: «Οἱ ἀσχολούμενοι μέ τόν πλοῦτον νά γνωρίζετε ὅτι ἐλπίζετε εἰς ἀβέβαιον πράγμα. Ἐκφόρτωσε κάτι ἀπό τό πλοῖον, διά νά πλέης ἐλαφρότερος· πιθανόν θά ἀφαιρέσης κάτι ἀπό τόν ἐχθρόν, εἰς τόν ὁποῖον θά μεταβιβασθοῦν τά ὑπάρχοντά σου. Οἱ ἐπιδιδόμενοι εἰς τήν τρυφήν, ἀφαιρέσατε κάτι ἀπό τήν γαστέρα, δώσατε αὐτά εἰς τό Πνεῦμα. Πλησίον εἶναι ὁ πτωχός· βοήθησε τήν ἀνάγκην, διαβίβασε κάτι ἀπό τά περιττά εἰς τοῦτον. Διατί καί σύ ὑποφέρεις ἀπό δυσπεψίαν καί αὐτός ἀπό πεῖναν; Καί ἐσύ ἀπό κραιπάλην καί αὐτός ἀπό ὑδροπικίαν; Μή παραβλέψης τόν Λάζαρόν σου ἐδῶ, διά νά μή σέ καταστήση ὡς τόν ἐκεῖ πλούσιον» [3].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μιλώντας γιά τόν πλοῦτο ἀναφέρει: «Ὑπάρχει πιό ὕπουλο πράγμα ἀπό τόν μαμωνᾶ, ὅταν ἐξ αἰτίας του ὁ ἄνθρωπος ἐκπατρίζεται καί κινδυνεύει καί φονεύεται; Πρέπει, ἀφοῦ γνωρίσουμε τήν ὠμή τυραννία τοῦ πάθους αὐτοῦ νά ἀποφύγουμε τήν δουλεία εἰς αὐτό καί νά ἐξαλείψουμε τόν θανατηφόρο πόθο του. Πῶς εἶναι τοῦτο δυνατόν; Ἄν τό ἀντικαταστήσουμε μέ τόν πόθο τῶν οὐρανῶν. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, θά περιγελάσει τήν πλεονεξία· ὅποιος ἔγινε δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ, ἀλλά κύριος. Συνηθίζει ὁ πλοῦτος νά κυνηγᾶ ὅποιον τόν ἀποφεύγει καί νά ἀποφεύγει ὅποιον τόν κυνηγᾶ. Δέν τιμᾶ αὐτόν πού τόν κυνηγᾶ, ὅσον αὐτόν πού τόν περιφρονεῖ. Κανένα δέν περιπαίζει τόσον ὅσον ἐκείνους, πού τόν ἐπιθυμοῦν. Καί δέν τούς περιπαίζει μόνον, ἀλλά καί μέ ἄπειρα τούς δεσμεύει δεσμά» [4].
[1]. Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου» Ἐκδ. Ἀστέρος σελ. 49
[2]. Βασιλειανό Ἀποθησαύρισμα Ἐκδ. Φωτοδότες σελ. 575
[3]. Γρ. Θεολόγου Ε.Π.Ε. τόμ. 2 σελ. 219
[4]. Ἰ. Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. τόμ. 9 σελ. 309
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης σχετικά μέ τόν πλοῦτο ἀναφέρει: «Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, κατά τόν ἐπίγειο βίο του, δέν εἶχε ποῦ νά γείρη τό κεφάλι. Καί ὅμως εἶχε μέσα του ὅλο τόν πλοῦτο τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς. Οἱ πλούσιοι τοῦ κόσμου τούτου κτίζουν μέγαρα καί ζοῦν μέσα σέ αὐτά. Ἀλλά, ἀλλοίμονο! Μέσα σέ τόση χλιδή, πού τούς περιβάλλει, δέν ἔχουν ἀληθινή ζωή στήν καρδιά τους. Δέν μποροῦν νά χαροῦν ἱκανοποιητικά τά μάταια ἀγαθά τους. Νοιώθουν τόν ἑαυτό τους κενό καί δυστυχισμένο μέσα στά ὡραῖα μέγαρά τους. Ἔτσι, κατά βάθος, πολλοί ἰσχυροί τοῦ κόσμου τούτου θά ἤθελαν νά ἀλλάξουν τά πολυτελῆ καταλύματά τους μέ τό καλύβι τοῦ πτωχοῦ, ἄν ἐπρόκειτο ἔτσι νά ἀποκτήσουν τήν δική τους ἐσωτερική εἰρήνη» [1].
Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἑρμηνεύοντας τό «καθελῶ μου τάς ἀποθήκας...» θά πῆ: «Αὐτά πού ἔχεις τώρα, ἀπό ποῦ τά ἔχεις; Ἐάν μέν λές ὅτι ἀπό τήν τύχη, εἶσαι ἄθεος, γιατί δέν γνωρίζεις τόν Δημιουργό, οὔτε εὐχαριστεῖς τόν Δοτήρα. Ἐάν δέν παραδέχεσαι ὅτι ἀπό τόν Θεό εἶναι, πές μου τό λόγο γιά τόν ὁποῖο τά ἔλαβες. Μήπως ὁ Θεός εἶναι ἄδικος, πού ἄνισα μοιράζει σέ ἐμᾶς τά ἀναγκαῖα γιά τήν ζωή; Γιατί ἐσύ εἶσαι πλούσιος κι ἐκεῖνος πτωχός; Γιά κανέναν ἄλλο λόγο, παρά γιά νά λάβεις ἐξάπαντος καί ἐσύ τόν μισθό τῆς ἀγαθότητας καί τῆς καλῆς διαχειρίσεως κι ἐκεῖνος, γιά νά τιμηθεῖ μέ τά μεγάλα ἔπαθλα τῆς ὑπομονῆς. Ἐσύ ὅμως, ἀφοῦ τά περιέλαβες ὅλα στούς ἀχόρταγους κόλπους τῆς πλεονεξίας, νομίζεις ὅτι κανένα δέν ἀδικεῖς, ὅταν τόσους πολλούς ἀποστερεῖς... Τό ψωμί, πού κρατᾶς ἐσύ, εἶναι αὐτοῦ, πού πεινάει. Τό ἔνδυμα, πού φυλᾶς στίς ἱματιοθῆκες εἶναι αὐτοῦ, πού εἶναι γυμνός. Τά παπούτσια, πού σαπίζουν, εἶναι τοῦ ξυπόλυτου. Τό ἀργύριο, πού ἔχεις παραχωμένο εἶναι αὐτοῦ, πού τό χρειάζεται. Λοιπόν, τόσους ἀδικεῖς, ὅσους μποροῦσες νά εὐεργετεῖς» [2].
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἑρμηνεύοντας τό «ἐάν ρέη πλοῦτος, μή ὑπερηφανεύεσθε» λέγει: «Οἱ ἀσχολούμενοι μέ τόν πλοῦτον νά γνωρίζετε ὅτι ἐλπίζετε εἰς ἀβέβαιον πράγμα. Ἐκφόρτωσε κάτι ἀπό τό πλοῖον, διά νά πλέης ἐλαφρότερος· πιθανόν θά ἀφαιρέσης κάτι ἀπό τόν ἐχθρόν, εἰς τόν ὁποῖον θά μεταβιβασθοῦν τά ὑπάρχοντά σου. Οἱ ἐπιδιδόμενοι εἰς τήν τρυφήν, ἀφαιρέσατε κάτι ἀπό τήν γαστέρα, δώσατε αὐτά εἰς τό Πνεῦμα. Πλησίον εἶναι ὁ πτωχός· βοήθησε τήν ἀνάγκην, διαβίβασε κάτι ἀπό τά περιττά εἰς τοῦτον. Διατί καί σύ ὑποφέρεις ἀπό δυσπεψίαν καί αὐτός ἀπό πεῖναν; Καί ἐσύ ἀπό κραιπάλην καί αὐτός ἀπό ὑδροπικίαν; Μή παραβλέψης τόν Λάζαρόν σου ἐδῶ, διά νά μή σέ καταστήση ὡς τόν ἐκεῖ πλούσιον» [3].
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μιλώντας γιά τόν πλοῦτο ἀναφέρει: «Ὑπάρχει πιό ὕπουλο πράγμα ἀπό τόν μαμωνᾶ, ὅταν ἐξ αἰτίας του ὁ ἄνθρωπος ἐκπατρίζεται καί κινδυνεύει καί φονεύεται; Πρέπει, ἀφοῦ γνωρίσουμε τήν ὠμή τυραννία τοῦ πάθους αὐτοῦ νά ἀποφύγουμε τήν δουλεία εἰς αὐτό καί νά ἐξαλείψουμε τόν θανατηφόρο πόθο του. Πῶς εἶναι τοῦτο δυνατόν; Ἄν τό ἀντικαταστήσουμε μέ τόν πόθο τῶν οὐρανῶν. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ τήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, θά περιγελάσει τήν πλεονεξία· ὅποιος ἔγινε δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι δοῦλος τοῦ μαμωνᾶ, ἀλλά κύριος. Συνηθίζει ὁ πλοῦτος νά κυνηγᾶ ὅποιον τόν ἀποφεύγει καί νά ἀποφεύγει ὅποιον τόν κυνηγᾶ. Δέν τιμᾶ αὐτόν πού τόν κυνηγᾶ, ὅσον αὐτόν πού τόν περιφρονεῖ. Κανένα δέν περιπαίζει τόσον ὅσον ἐκείνους, πού τόν ἐπιθυμοῦν. Καί δέν τούς περιπαίζει μόνον, ἀλλά καί μέ ἄπειρα τούς δεσμεύει δεσμά» [4].
[1]. Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης «Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή μου» Ἐκδ. Ἀστέρος σελ. 49
[2]. Βασιλειανό Ἀποθησαύρισμα Ἐκδ. Φωτοδότες σελ. 575
[3]. Γρ. Θεολόγου Ε.Π.Ε. τόμ. 2 σελ. 219
[4]. Ἰ. Χρυσοστόμου Ε.Π.Ε. τόμ. 9 σελ. 309
Εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος»
Παρασκευή 01-11-2013