ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:
ΠΩΣ ΘΑ ΒΙΩΣΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Τό ἄκτιστο φῶς
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ
διηγεῖται γιά κάποιο μοναχό, (προφανῶς ἐννοεῖ τόν ἑαυτό του), ὅτι
ἀγαποῦσε «τήν ἀγρυπνίαν τῆς νυκτός». Ὅταν ἀγρυπνοῦσε, καί μετά ἀπό μιά
μικρή ἀνάπαυση, ξυπνοῦσε τό πρωΐ, τότε καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας
ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος, αἰσθανόταν ὡσάν νά μή ζοῦσε στόν κόσμο καί δέν εἶχε
καθόλου γηίνους λογισμούς στήν καρδιά του, οὔτε εἶχε ἀνάγκη τῶν
ὁρισμένων κανόνων ἀλλά, ὅπως λέγει: «βρίσκομαι σέ ἔκπληξη (σέ κατάσταση
θαυμασμοῦ, πνευματικῆς θεωρίας, ἔμπλεως Θείας Χάριτος) ὅλην ἐκείνη τήν
ἡμέρα» [«ἐν τῇ ἐκπλήξει γίνομαι ὅλην τήν ἡμέραν ἐκείνην»]. Στήν συνέχεια
ἀναφέρεται σέ μιά καταπληκτική ἐμπειρία πού εἶχε κατά τήν διάρκεια τῆς
«ἐσπερινῆς ἀκολουθίας» [«τῶν ἑσπερινῶν λειτουργίας»].Ἐνῶ
βρισκόταν στήν αὐλή τοῦ κελλίου του, καί ὁ ἥλιος ἦταν πολύς, καί ἄρχισε
νά λέγει «μίαν δόξαν» τότε, ὅπως λέγει, «αἰσθάνθηκα (ἦλθα σέ αἴσθηση
πνευματική τοῦ Θεοῦ) τήν λειτουργία μου, καί ἀπό τότε ἔμεινα χωρίς νά
γνωρίζω ποῦ βρίσκομαι, καί ἤμουνα ἔτσι ἕως ὅτου ἀνέτειλε πάλι ὁ ἥλιος
τήν ἑπόμενη ἡμέρα καί θέρμανε τό πρόσωπό μου [«ἠσθήθην τῆς λειτουργίας
μου, καί ἔκτοτε ἔμεινα, μή γινώσκων ὅποι τυγχάνω, καί ἤμην οὕτως, ἕως
τοῦ ἀνατεῖλαι πάλιν τόν ἥλιον εἰς τήν ἐπιούσαν ἡμέραν, καί θερμάναι τό
πρόσωπόν μου»]. Γράφει ὅτι, ὅταν ὁ ἥλιος κατέκαυσε τό πρόσωπό μου,
«στράφηκε ὁ νοῦς μου πρός ἐμένα καί ἰδού εἶδα ὅτι εἶχε ξημερώσει ἄλλη
ἡμερα καί εὐχαρίστησα τόν Θεό τοῦ Ὁποίου ἡ Χάρις τόσο πολύ ἐκχέεται καθ’
ὑπερβολήν ἐπάνω στόν ἄνθρωπο καί ὁ Ὁποῖος σέ τέτοια μεγαλωσύνη ἀνεβάζει
αὐτούς πού Τόν ἀναζητοῦν μέ λαχτάρα» [«ἐστράφη ὁ νοῦς μου πρός ἐμέ, καί
ἰδού εἶδον, ὅτι ἄλλη ἡμέρα ἐστί, καί ηὐχαρίστησα τῷ Θεῷ ὅτι πόσον ἡ
Χάρις αὐτοῦ ὑπερεκχεῖται ἐπί τόν ἄνθρωπον, καί εἰς ποίαν μεγαλοσύνην
ἀξιοῖ τούς καταδιώκοντας αὐτόν»].
Τό σημαντικό εἶναι
ὅτι ὁ ἅγιος Ἰσαάκ κάνει λόγο γιά τήν «τῶν ἑσπερινῶν λειτουργίαν» πού
γίνεται μέ ψαλμούς καί εὐχές καί γιά τήν ἁρπαγή του σέ μιά ἄλλη νοερά
καί πνευματική λειτουργία.
Ἔχοντας αὐτήν τήν πνευματική ἐμπειρία ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, πολλές
φορές στά κείμενά του, κάνει λόγο γιά τήν ἔνδυση τῆς στολῆς τῆς δόξης,
δηλαδή γιά τόν Ἴδιο τόν Χριστό, γιά τή βαθεία μέθη, πού βιώνει ὁ
ἄνθρωπος καί ἡ ὁποία τόν κάνει νά μήν ζεῖ στόν κόσμο αὐτό κλπ.
Στά κείμενα τοῦ ἁγίου
Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἐπίσης, μποροῦμε νά συναντήσουμε πληθώρα λόγων
του, στούς ὁποίους φαίνεται ὅτι βίωνε το ἄκτιστο Φῶς ἀπό τήν ζωή αὐτή.
Ὅλο του τό σῶμα ἔλαμπε, ὅπως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τοῦ ὁποίου ἦταν μέλος
καί ὅτι τό κελλί μετατρεπόταν σέ Παράδεισο. Ὁ νοῦς του ἀπελευθερωνόταν τελείως ἀπό τήν προσκόλληση στά αἰσθητά, καταφωτιζόταν καί «ἔβλεπε»τόν Θεό.
Ὅταν νοῦς βγεῖ ἀπό τά
αἰσθητά καί συναφθεῖ μέ τά νοητά τότε, λέγει ὁ ἅγιος Συμεών,
«καταλάμπεται, φωτίζεται, αὐξάνεται καθημερινά κατά τήν πνευματική
ἡλικία, ξεπερνᾶ τό νηπιῶδες φρόνημα καί φθάνει στήν ἀνδρική τελειότητα».
Συγχρόνως ἀλλοιώνεται πνευματικῶς καί ἀνάλογα μέ τήν ἐργασία του «ἀκόμη
περισσότερο λαμπρύνεται, φωτίζεται καί ἀξιώνεται νά δεῖ ἀποκαλύψεις
μεγάλων μυστηρίων τῶν ὁποίων τό βάθος κανένας ποτέ δέν εἶδε». Τότε ὁ
ἄνθρωπος ἀποκτᾶ καινούργιες αἰσθήσεις, δέν ἀκούει ἀνθρώπου φωνή «ἀλλά
μόνον τή φωνή τοῦ ζῶντος Λόγου». Αὐτοῦ ἀκούει καί Αὐτόν κατασπάζεται, «
τούς λόγους δέ, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τούς ἀκούει μέν, ἀλλά δέν τούς
δέχεται, οὔτε τούς προσέχει» καί τούς ἀντιμετωπίζει «σάν κωφός πού δέν
ἀκούει, ἄν καί στήν πραγματικότητα τούς ἀκούει». Σέ αὐτήν τήν κατάσταση
ἀξιώνεται τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «εὐθύς κατοικεῖ ὁ Θεός σ’ αὐτόν
καί γίνονται σ’ αὐτόν ὅλα, ὅσα θέλει ἤ μᾶλλον καί παραπάνω ἀπό ὅσα
θέλει»8.
Στά ποιήματά του μέ
τίτλο «Θείων ἐρώτων ὕμνοι», ὁ ἅγιος Συμεών, περιγράφει πολλές
καταστάσεις ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, πού ἀξιώθηκε νά ἔχει, στίς
ὁποῖες φαίνεται ὅτι δεχόταν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί ὅλο του τό σῶμα
λαμπρυνόταν. Ἐπίσης, ὅπως γράφει, αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του καί σέ
ὅλο του τό σῶμα μιά ζωή, πού ὑπερέβαινε τόν θάνατον. Ὁ ἅγιος Συμεών
εἶχε τήν βαθυτάτη αἴσθηση ὅτι ἡ ἐμπειρία, πού ἀπολάμβανε ἦταν ἡ ἴδια
ἐμπειρία πού εἶχαν ὁ Ἀρχιδιάκονος Στέφανος καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Εὐχαριστεῖ τόν Θεόν γιατί μέ τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, πού τοῦ
ἔδωσε τόν κατέστησε «ἴσο μέ τούς ἀποστόλους Του καί ὅλους τούς ἁγίους».
Κατά τήν διάρκεια τῆς θεωρίας τοῦ φωτός, λάμπει τό πρόσωπό του καί ὅλα
τά μέλη τοῦ σώματος του γίνονται φωτοφόρα. Ἔχοντας δέ τόν Θεό μέσα του, ὁ
ἅγιος Συμεών, ἀποκτᾶ τό αἴσθημα τῆς ἀθανασίας, γι’ αὐτό διαβεβαιώνει:
«Ἐγώ πάλι, ὁ θνητός καί μικρός μέσα στόν κόσμο,
μέσα μου βλέπω ὁλόκληρον τόν Ποιητή τοῦ κόσμου,
καί γνωρίζω ὅτι δέν θά πεθάνω, ἀφοῦ εἶμαι ἐντός τῆς Ζωῆς,
καί ἀφοῦ ἔχω τήν Ζωή ὁλόκληρη ἀναβλυζουσα μέσα μου·
μέσα στήν καρδιά μου εἶναι, καί στόν οὐρανό ὑπάρχει,
Βέβαια πρέπει νά
ποῦμε ὅτι καθένας πού βλέπει ἕνα φῶς, δέ σημαίνει ὅτι βλέπει τό ἄκτιστο
Φῶς. Ὁ διάβολος πλανᾶ τούς ἀνθρώπους καί τούς δείχνει ἄλλα φῶτα,
δαιμονικά ἤ ψυχολογικά, θέλοντας νά τούς πείσει ὅτι αὐτό πού βλέπουν
εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς, ἐνῶ δέν εἶναι. Γι’ αὐτό κάθε χριστιανός, πού
βλέπει κάτι ἤ πού ἀκούει μιά φωνή ἤ πού ἔχει μιά ἐμπειρία, δέν πρέπει νά
τή δέχεται ὡς ἐκ Θεοῦ, γιατί μπορεῖ νά πλανηθεῖ ἀπό τόν διάβολο. Ἀλλά
πρέπει νά τήν ἐξομολογηθεῖ στόν Πνευματικό του, κι αὐτός θά τοῦ πεῖ ἄν
εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἄν εἶναι τῆς πλάνης καί τῶν δαιμόνων. Χρειάζεται
πολλή προσοχή στό θέμα αὐτό.
8 Πρβλ. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου,Ἱεροθέου Βλάχου, Στρατευομένη καί θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.