Παναγία Σουμελᾶ
«Ξυπνᾶ καὶ ὁ γερο γούμενος, τὸν ὄρθρον
του σημαίνει
και μουρμουρίζοντας σιγά, στὴν
ἐκκλησιά πηγαίνει,
τὴν ἁγία Εἰκόνα τῆς Κυρὰς
σκυφτὰ νὰ προσκυνήσει.
Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἐτέντων ὁ παπάς τὰ
χείλη νὰ φιλήσει
Τοῦ κάστηκε πῶς ἔλειπε
–παράδοξη ἱστορία-
ἀπ’ τὸ θρονί της τὸ χρυσό ἡ
Δέσποινα Μαρία...
Ἐτρόμαξ ὁ καλόγερος ... Στὴν πλάκα γονατίζει,
Χτυπὰ τὸ μέτωπο στὴ γῆ,
παρακαλεῖ, δακρύζει...
Μὲ μίας ἀστράφτ ἡ ἐκκλησιά κι΄ αἰσθάνετ᾽ ἕνα
χέρι
ὅπου τὸν ἀνασήκωνε ... Μοσχοβολάει τ΄ἀγέρι...
ὅπου τὸν ἀνασήκωνε ... Μοσχοβολάει τ΄ἀγέρι...
Τὰ μάτια του ἄνοιξ ὁ παπάς...΄Στὸ κάτασπρό του
γένι
τὸ δάκρυ του ἔσταζε βροχή.
Κοιτάζει...καθισμένη
στὸ Θρόνο βλέπει τὴν Κυρά, ποὺ
τοῦ χαμογελοῦσε
καὶ τὸ Παιδί ποὺ ἐχαίρετο καὶ
ποὺ τὸν εὐλογοῦσε.
-Σὲ ποιὸ καλύβι ἀγνώριστο, σὲ
ποιὰ καρδιά θλιμμένη
νὰ πέρασες τὴν νύχτα Σου, Κυρά
Φανερωμένη;»